Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

Γιώργος Γεραλής (23 Απριλίου 1917 - 29 Νοεμβρίου 1996)

πηγή φωτογραφίας
Ο Γιώργος Γεραλής (23 Απριλίου 1917 - 29 Νοεμβρίου 1996) ήταν Έλληνας φιλόλογος και ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 23 Απριλίου 1917. Σπούδασε φιλολογία και νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το 1944 παντρεύτηκε τη Θέα Ανδρεοπούλου. Κόρη του είναι η ηθοποιός Άννα Γεραλή. Είχε συμβολή στη σύνταξη του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης του Δημητρίου Δημητράκου, της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας του «Πυρσού» και του Ελληνικού Λεξικού των Τεγόπουλου - Φυτράκη (1988). Εργάστηκε επίσης ως συντάκτης σε διάφορες περιοδικές εκδόσεις καθώς και ως διευθυντής σύνταξης και επιμελητής. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Νέα Εστία», «Καλλιτεχνικά νέα», «Ο κύκλος», «Πειραϊκά Γράμματα» κ.ά. Διετέλεσε τμηματάρχης των Σιδηροδρόμων του Ελληνικού Κράτους (όπου είχε διοριστεί το 1942) μέχρι το 1965. Στη συνέχεια ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη φιλολογική επιμέλεια εκδόσεων.

Για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε ποίημα του στο περιοδικό «Εβδομάς», το «Μια ψυχή πέταξε». Το 1936 δημοσίευσε στο περιοδικό «Νέα Εστία» το ποίημα «Διαβάτες».

Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Κύκνοι στο λυκόφως" (1939), "Λυρικά τοπία" (1950), "Αίθουσα αναμονής" (Κρατικό Βραβείο 1957), "Τα μάτια της Κίρκης" (1961), "Κλειστός κήπος" (1966), "Η ελληνική νύχτα" (1974), καθώς επίσης και την "Ελληνική Μυθολογία" (που αποτελεί μια εξαίρετη ποιητική ανάπλαση των αρχαίων μύθων - 1959. Τελευταία του ποιητική συλλογή ήταν τα "Νέα ποιήματα" (1984).

Επίσης έχει γράψει "Ορθογραφικό λεξικό της Δημοτικής γλώσσας" (1964).

Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, έλαβε μέρος στο Διεθνές Συνέδριο Λογοτεχνίας για Νέους (Μαδρίτη 1964) όπου τιμήθηκε με Έπαινο του Βραβείου Άντερσεν για τη διασκευή της Ιλιάδας.

Του απονεμήθηκαν:
το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1958 για τη συλλογή «Αίθουσα αναμονής»,
το 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1975 για τη συλλογή «Η ελληνική νύχτα»,
το Βραβείο της «Ομάδας των Δώδεκα» (έπαθλο ιδρύματος Χατζηπατέρα) το 1962 για την ποιητική συλλογή «Τα μάτια της Κίρκης»,
το 1986 το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη για το σύνολο του έργου του.

Κατά τον μελετητή του έργου του Κώστα Φρουζάκη (εφημερίδα «Η Αυγή» 27/11/2011) ο Γιώργος Γεραλής είναι «ποιητής μεταιχμιακός, με το έργο του «πατά» τόσο στη μεσοπολεμική όσο και στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, με τους εκπροσώπους της οποίας μοιράζεται τους υπαρξιακούς προβληματισμούς σε θεματογραφικό επίπεδο … η ποιητική του συλλογή Κύκνοι στο λυκόφως θα γίνει ασμένως δεκτή από τους εκπροσώπους της αθηναϊκής νεοσυμβολιστικής σχολής (Ν. Λαπαθιώτης, Μ. Παπανικολάου). Σε αυτό το «κλίμα» θα παραμείνει πιστός και στα ποιήματά του που θα εκδοθούν μετά (και παρά) την τραγική εμπειρία του πολέμου (Λυρικά τοπία, 1950). Μονάχα στις επόμενες συλλογές του (Αίθουσα αναμονής, 1957, Τα μάτια της Κίρκης, 1961), χωρίς ακόμη να εγκαταλείψει, θεματογραφικά, τα συμβολιστικά χαρακτηριστικά του και τα διδάγματα της παραδοσιακής ποίησης σε επίπεδο μορφολογίας, απομακρύνεται από την ποιητική «καθαρότητα», αφήνοντας το βίωμα να εισβάλλει με βία στη δημιουργία του: ο θάνατος του πατέρα του («πρόγευση μιας ανερμήνευτης αιωνιότητας», όπως έλεγε και ο ίδιος), αλλά και ο έρωτας (η «ανακάλυψη της ζωής»), θα βρεθούν στο επίκεντρο της ποίησής του...

Υπάρχει μία τομή στο έργο του, που συνεπάγεται το πλησίασμα με το έργο ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς: Με τα Είδωλα (1964) και τον Κλειστό κήπο (1966) οι δεσμοί με το συμβολιστικό παρελθόν χαλαρώνουν, η γλώσσα και η τεχνική του ανανεώνονται, υιοθετώντας στοιχεία μοντερνιστικά και, για πρώτη φορά, ο χαμηλόφωνος αυτός δημιουργός διευρύνει τη θεματολογία της ποίησής του, εντάσσοντας σε αυτήν στοιχεία κοινωνικής και πολιτικής κριτικής που «πλαταίνουν τον λυρισμό του» (στη συλλογή Η ελληνική νύχτα, 1974). Πρόκειται για ποιήματα γραμμένα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, τα οποία αποτελούν τον δικό του τρόπο αντίδρασης στο χουντικό καθεστώς: «Συλλογιστήκαμε τη νύχτα, αυτό μονάχα, / κι είπαμε η λέξη είναι φωτιά, θα την πούμε τη λέξη, / όμως εκείνοι / την ίδια τη φωτιά αγκαλιάσανε δίχως λέξη να πούνε» («Με τι πρόσωπο»).

Ο Γιώργος Γεραλής μιλούσε γαλλικά και ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Πέθανε στις 29 Νοεμβρίου 1996 στην Αθήνα σε ηλικία 79 ετών.

Έργα

Ποίηση
Κύκνοι στο λυκόφως (1939)
Λυρικά τοπία (1950)
Αίθουσα αναμονής (1957)
Τα μάτια της Κίρκης (1961)
Είδωλα (1964)
Κλειστός κήπος (1966)
Η ελληνική νύχτα (1974)
Διάλογοι με τον Διονύσιο Σολωμό (1978)
Νέα ποιήματα (1984)

Λεξικά
Ορθογραφικό Λεξικό της Δημοτικής με βάση τη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (1965)

Μεταφράσεις
Αλμπέρ Καμύ «Ο ξένος - Γράμματα σ' ένα Γερμανό φίλο»
Α. Σολζενίτσιν «Το σπίτι της Ματριόνα»
Φρανσουάζ Σαγκάν «Υποταγή»
Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος - Οιδίπους επί Κολωνώ - Αντιγόνη»
Ευριπίδη «Μήδεια - Τρωάδες - Εκάβη - Ανδρομάχη»

Παιδικά βιβλία
Ελληνική μυθολογία (1959)
Ιλιάδα Οδύσσεια (1962)
Ιστορίες από τον Πλούταρχο (1964)
Μέγας Αλέξανδρος (1963)

Επίσης διασκεύασε ελληνικά και ξένα παραμύθια.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Δειλινό στο λόφο

Σε ξαναβρήκα όπως ανέβαινα τις ροδοδάφνες.
Τα ερείπια, μες στο απόγεμα της μουσικής,
πέτρα και μύθος κι είπα να ξεκουραστώ
στην πέτρα και στο μύθο και στη θύμησή σου.

Χαμογελώντας ήρθες, φέρνοντας πουλιά,
μέσα στις χούφτες, φέρνοντας χρυσάφι,
σωπασμένα πουλιά, χρυσάφι σκόνη
απλωμένο στο πρόσωπο, σάμπως να ’ρχόσουν
από ’ναν μακρινό, πικρό ουρανό,
απ’ τη φυλή που βούλιαξε και συλλογιέται.

Ξαναβρήκα στα μάτια σου τον αυλό και τη θάλασσα,
τα χαράματα πάνω στα νερά, το χαμόγελο
πλάι στους λόφους που σβήνανε, τα μαχαίρια των άστρων.
Ξαναβρήκα στο φίλημα τον κόμπο της πίκρας.

Έρημος ήταν ο ναός κι απ’ τις κολόνες
κύματα κύματα κυλούσε το σκοτάδι,
κύματα κύματα κυλούσε απ’ τα μαλλιά σου
το θαμπό φως της άλλης ζωής, και τα πουλιά
σωπασμένα στα χείλη σου για πάντα.

Η άνοιξη πέρασε, βέλος κι ανάβρυσμα,
ξημέρωμα λευκό στη μοναξιά του Αιγαίου,
το ταξίδι στο βάθος, οι γιαλοί
να προσμένουν χρησμούς και παραμύθια,
κι η μορφή σου αυστηρή κι ερωτεμένη
και τα μάτια σου τόσο μακρινά,
τραβηγμένα απ’ τη σκέψη κι απ’ τη μοίρα.
«Με τον άνεμο φεύγουμε, καθώς τα φύλλα.»

Όμως ετούτες οι γραμμές δένουν το χρόνο
και η αμετάγνωτη καρδιά ξαναγυρίζει
στο πρώτο ξάφνιασμα —απαλό χόρτο στην αύρα,
ανατολή στα βλέφαρα των αγαλμάτων—
κάθε που αστράφτει ερχόμενη απ’ τη μνήμη,
κάθε που αστράφτει ερχόμενη απ’ τη ρίζα
η μυθική στιγμή.

Ύστερα πάλι
σκοτεινιάζει παντού. Ο ναός, η νιότη,
τα ώριμα μέτωπα, οι νεκρές παιδικές κρήνες,
οι γελαστοί τάφοι. Κυλιόμαστε μες σ’ έναν ύπνο
με ασήμαντα όνειρα. Φωνές κομματιασμένες,
ψάχνοντας μια μορφή που δεν υπάρχει,
συντρίμμια ενός χρησμού ξεδιαλυμένου,
ενός κόσμου γυμνού.

Θα σε κρατήσω ωστόσο,
πληγή ακριβή, βούλα της άνοιξης, θα σε κρατήσω
στη βάρβαρη γερασμένη εποχή.

Εκατεβήκαμε σκυφτοί τις ροδοδάφνες.
Όπου κοιτάξεις, ένα φως ματώνει.
Όπου κοιτάξεις, ένα φως σωπαίνει
πίσω απ’ τα χρόνια, πάνω στα φτερά.

Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.

✾    ✾    ✾    ✾

"Και είδεν ο Θεός..."

Έθου σκότος ...

Αφού τα πάντα μπορείς, χάρισέ του
έναν άχρονον ύπνο ώς τη στιγμή του φωτός.
Όχι με όνειρα, όχι. Αρκετά.
Τον βλέπεις. Περιπλανιέται
σε στενούς, επαναλαμβανόμενους διαδρόμους
δίχως έξοδο, ψιθυρίζοντας
πού είναι, λοιπόν,
το επαγγελμένο πρόσωπο της θείας
δικαιοσύνης, ν’ αντικριστούνε;
Κάθε τόσο ανταμώνει μικρές κραυγές
αποκομμένες από πανάρχαιες ρίζες.
Τις προσπερνά ή τον προσπερνούν, ξαναγυρίζει.
Πού είναι, λοιπόν,
το καταξεσκισμένο ιμάτιο της ανθρώπινης
δικαιοσύνης, για να το αγγίξει;
Γέλια πνιχτά που αντιχτυπούνε σε χαμηλές οροφές.

Έθου σκότος και εγένετο νυξ.

Και στη νύχτα,
γυαλίζει το μαχαίρι τού φονιά,
η οδοντοστοιχία του επίορκου,
κάτω απ’ το έναστρο θαύμα.
Και στη νύχτα,
ο Φρίξος ανεμοδέρνεται μόνος,
ξέροντας πια
πως η Νεφέλη ήταν αδύναμος ίσκιος που χάθηκε,
πως έχουν βουλιάξει στο μύθο οι Κολχίδες
κι οι ποιητές
γυρεύουν, απλώς, ένα σύμβολο,
ν’ αναπαυτούνε.

Έθου σκότος και εγένετο νυξ.
«...Και είδεν ο Θεός ότι καλόν...»

31.12.1982

Γιώργος Γεραλής. 1984. Νέα ποιήματα. Αθήνα: Θεωρία. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.

✾    ✾    ✾    ✾

Η Κίρκη στο άλλο φως

Άκουσα κάποια κίνηση μέσα στη σκέψη της,
στην αρχή ξαφνική, σα ν’ αφυπνίστηκε,
απορημένη, σ’ έναν κόσμο αιωνιότητας,
(ή, πιο απλά, σα να δοκίμαζε καινούριο φόρεμα).

Μου εφάνη ακόμα, σάμπως ν’ άκουσα το φως
να ρέει από τα μάτια της σε χοντρά δάκρυα.
Έπειτα, θα ’νιωσε πως όλα ήταν ωραία,
κι ο ίσκιος που εχάθη, και το πρόσωπο που κέρδισε,
σφραγισμένο από τη λήθη. Έτσι, απόμεινε να συλλογιέται
τον ουρανό, που ερχότανε σαν βεβαιότητα.

Γυρνώντας,
είδα την Κίρκη, ξαπλωμένη πάνω στα νερά
της μουσικής, σε μάκρος μιας ελπίδας, να μου γνέφει
μ’ ένα κλωνάρι ανάνθιστο. Έπαιζε ακόμα.
Θυμούμαι πως της χαμογέλασα, μα ήταν, σαν πάντα,
ένα χαμόγελο στην άβυσσο. Έκλεισα τα μάτια
και τότε πέρασε κοντά μου σα μια δέσμη χρώματα,
ενώ το βλέμμα της ταξίδευε από άστρο σε άστρο,
ζητώντας ίσως μια πατρίδα ανεξερεύνητη,
μια ποίηση χωρίς αγάπη.

Γιώργος Γεραλής. 1957. Αίθουσα αναμονής. Αθήνα: Δίφρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.

✾    ✾    ✾    ✾

Ευρυδίκη

Είδα την Ευρυδίκη στην επιστροφή της,
μ’ ένα κλωνάρι φως στο χέρι, να κατηφορίζει,
σκυφτή, τα σκιερά μονοπάτια,
με τα μαλλιά της μοιρασμένα ακόμη
στους ανέμους της ζωής και του θανάτου.
Κι όσο ζύγωνε, γέμιζεν η δείλη
κελαρυσμούς, σα να ’τανε ο χιτώνας,
που διπλωνότανε στο ανάερο γόνυ,
μια λύρα, ή σαν η κόμη της να ηχούσε
ήχους φιλιών μέσα στην έρημη ώρα.
Πώς εδιάβηκε πλάι μου δε θυμούμαι,
γιατί καθώς εσήκωνε το βλέμμα
στρέφοντας ελαφρά την όψη προς εμένα,
δεν τραγουδούσε μοναχά ο χιτώνας,
μόνο το χέρι δε φεγγοβολούσε,
μα ήτανε φως και μουσική όλη η πλάση,
που είχε χωρέσει στα βαθιά της μάτια,
τόσο θαμπωτική, που τα δικά μου
αθέλητα εχαμήλωσα.

Έτσι ήταν τότε.
Ένα σχήμα θαμπό, που ξεμακραίνει,
το στυφό κατεβαίνοντας ακρογιάλι.
Εκεί τη ζώσανε οι κουφοί, μελανοί βράχοι
κι όπως μπήκε στο σύνορο, τ’ άσπρα πουλιά,
κινώντας απ’ τις τέσσερις άκρες του αγέρα,
σμίξανε πάνω απ’ τη λιγνή σκιά της
και παίρνοντάς την στα πλατιά φτερά, χυθήκανε,
βέλος γοργό, απ’ την άκρη της ελπίδας
ώς την αρχή τού τίποτα τη σκοτεινή.
Κι όλη τη νύχτα ο Άδης τραγουδούσε.

Όλη τη νύχτα η σιωπηλή χώρα ετραγούδα
κι ένα φως απαλότερο απ’ τη λύπη
χάραζε πάνω απ’ τα γρανίτινα όρη.
Όλη τη νύχτα ξαγρυπνήσαμε κοιτώντας πέρα
στην κατάνακρη χώρα τη λευκή ευδοκία
πάνω από το πηχτό σκοτάδι, ακούοντας
την απίστευτη μουσική της αβύσσου.
Όλη τη νύχτα ξαγρυπνήσαμε, εγώ
κι η Μοίρα μου —εκείνη, ακοίμητη όπως πάντα.
Και την αυγή, όλα πήρανε την πρώτην όψη
κι η γη τού τίποτα στους πρωινούς ατμούς είχε χαθεί
όπως μέσα στη βαριάν αγάπη χάνεται η καρδιά,
κι όπως μέσα στην άχνη των καιρών, η βαριά αγάπη.

Ό,τι για μια φορά μας άγγισε, ξαναγυρίζει
κι αυτό είναι το πικρότερο, που δεν πονεί,
διαβαίνει και κοιτάει αδιάφορα σα λύπη ξένη.
Όμως εγώ την είδα, ώρα γραμμένη, τη θαμπή Ευρυδίκη,
σαν προαιώνια θλίψη να περνάει από ένα
όνειρο σε άλλο, και του ονείρου ο πόνος,
με τον καιρό, βαραίνει πιο πολύ.
Και λέω πως ίσως
τη στιγμή που τα μάτια θα κλείνουν
σαν φτερά κουρασμένα, και τα χείλη
σαν τελειωμένο βιβλίο,
θα μου δοθεί απ’ τη δύσκολη Μοίρα, στερνή χάρη,
το μουσικό χιτώνα της ν’ αγγίξω,
υπόσχεση για μιαν αγάπη στο αβασίλευτο φως,
για την πικρή αθανασία του ονείρου.

Γιώργος Γεραλής.1961. Τα μάτια της Κίρκης. Αθήνα: Φέξης. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.

✾    ✾    ✾    ✾

Ο Ορφέας και η λύρα του

Πάντα γλυκό ήταν το τραγούδι του Ορφέα και πάντα η λύρα του μάγευε. Μα όταν εγύρισε κάποτε από ένα ταξίδι απίστευτο, τότε τραγούδησε με μιαν αλλιώτικη ομορφιά.

Ζούσε στη Θράκη, τη βορινή ελληνική χώρα με τους ειρηνικούς κάμπους και τα ψηλά, αγέρωχα βουνά. Κι ήταν παιδί τού βασιλιά της χώρας. Τ’ όνομα του πατέρα του ―κι ας είναι γραμμένο κάπου στα πανάρχαια βιβλία― λησμονήθηκε, όπως τόσα και τόσα ονόματα βασιλιάδων.

Για ν’ απομείνεις στην ανάμνηση των ανθρώπων, δε φτάνει μια κορόνα χρυσή κι η πλανερή λάμψη της. Η σκόνη των καιρών σκεπάζει τους εφήμερους θρόνους. Μα η δόξα της λύρας είναι αιώνια.

Οι άνθρωποι είπαν μόνο, κι αυτό μπορείς να το θυμάσαι κι εσύ: «Ο Ορφέας ήταν παιδί των Μουσών».

Κι ήταν ένα αληθινά ευτυχισμένο παιδί. Γιατί χαιρότανε την ποίηση, που σε ταξιδεύει με τα δυνατά φτερά της στους αφάνταστους κόσμους· και τη μουσική, που κάνει τον κόσμο ένα όνειρο. Αγαπούσε τη μελέτη ή την ήσυχη συνομιλία με φίλους στοχαστικούς. Κι ακόμα πιο πολύ, αγαπούσε τη μοναχική περιπλάνηση μέσα στη γλυκιά φύση.

Και του κάμπου τα πουλιά και του δάσους τ’ αγρίμια τον τριγυρίζανε χαρωπά, καθώς έπαιζε τη λύρα και τραγουδούσε.

Τραγουδούσε πόσο είναι όμορφο ν’ ανασαίνεις το δροσερό αέρα της νύχτας και της μέρας το ξανθό φως. Πόσο κοντά σε κάθε πλάσμα βρίσκεται η χαρά. Φτάνει να θες να τη νιώσεις.

Έπειτα υμνούσε τα ευγενικά αισθήματα, το σέβας στους θεούς και την αγνότητα της ψυχής, και τέλειωνε ―γιατί ήταν είκοσι χρονώ― με τη χαρά της αγάπης.

Τότε οι νύμφες των δασών, οι χαριτωμένες Δρυάδες, που τα μάτια τους είναι σκοτεινά σαν το βαθύ βράδυ και τα μαλλιά τους δροσοβολούν από πάχνη και νιότη, σταματούσαν τα παιχνίδια και τα τρεχαλητά και, φέρνοντας το δάχτυλο στα χείλη, γνέφανε η μια στην άλλη: «Σιγά, ν’ ακούσουμε».

Ευρυδίκη

Όλες οι νύμφες των δασών, όλες οι δεντροκόρες είναι όμορφες. Μα εκείνη... Γιατί αν στα μάτια της χώρεσε όλη η κατάστερη νύχτα, φως αυγινό λούζει την ψυχή της, έτοιμη πάντα για δάκρυα ―ή της χαράς ή της λύπης.

Κι ο Ορφέας αγάπησε την Ευρυδίκη και την πήρε, βασιλοπούλα, στο παλάτι της Θράκης.

Μα η χαρά τους δεν ήταν τα μαρμάρινα δώματα και οι χρυσοστόλιστες αίθουσες και οι λαμπρές ακολουθίες.

Μέσα στα ηλιόφωτα δάση οι μέρες τους διάβαιναν σαν και πρώτα.

― Πόσο πιο όμορφη είσαι με την κορόνα της χαραυγής ή της δύσης!

― Πόσο πιο όμορφη με βλέπει η αγάπη σου! αποκρινόταν εκείνη και πάλι γελούσε κι έκλαιγε χωρίς αιτία.

Και τα ζωντανά του δάσους, πουλιά κι αγρίμια, ολοένα τους κύκλωναν, αχόρταγα για τραγούδι και χάδι.

Το τραγούδι του Ορφέα ποτέ δε σώπασε. Μα το χέρι εκείνης, που ήξερε τόσο τρυφερά να χαϊδεύει, ήρθε μια ώρα πικρή και νεκρώθηκε.

Φαρμακερό φίδι το δάγκωσε κι απόμεινε αιματοράντιστο κρίνο ακουμπισμένο σ’ ένα στήθος ακύμαντο. H σκιά του θανάτου σκέπασε την Ευρυδίκη. Η χλομή ομορφιά της στολίζει τώρα το βασίλειο του Πλούτωνα.

Τότε σκοτείνιασε η καρδιά του Ορφέα κι είδε την πλάση νεκρή. Είδε τα δέντρα φαντάσματα σταχτερά μέσα στο βουρκωμένο φως και τα πουλιά πετρωμένα στα κλώνια. Και τα ελάφια σιμά στις πηγές να κλαίνε μια μαρμάρινη θλίψη. Και των πουλιών το τραγούδι ερχόταν από έναν άλλο καιρό, και σ’ έναν άλλο καιρό ταξίδευε, ακατανόητο, βιαστικό και πνιγμένο.

«Άλλο δεν ακούω παρά την τρομαγμένη φωνή της. Άλλο δε βλέπω παρά τα βασιλεμένα της μάτια».

Κι είπε ο Ορφέας:

― Θα κατεβώ στον Άδη. Ίσως η λύρα και η αγάπη να μαλακώσουν τους υποχθόνιους θεούς. Να γίνει ό,τι ποτέ δεν ξανάγινε.

O Oρφέας στον Άδη

―Μη γελιέσαι απ’ την όψη μου, τραγούδησε στον οδηγό των ψυχών. Η καρδιά μου, σου λέω, είναι νεκρή. Πέρασέ με το σκοτεινό ποτάμι.

Στις σιδερένιες πύλες, ο φοβερός Κέρβερος αποκοιμήθηκε με τον ήχο της μαγικής λύρας.

Ο Ορφέας προχώρησε στα άφεγγα μονοπάτια της υπόγειας χώρας. Γύρω του, μόλις ξεχώριζε ψυχές βασανισμένες από βαριά κρίματα. Είδε τον Σίσυφο, άλλοτε τρανό βασιλιά της Κορίνθου και τώρα ταπεινό υποτακτικό, ν’ αγκομαχάει καθώς πολέμαγε να ανεβάσει σ’ ένα ύψωμα μια πελώρια πέτρα. Κάθε φορά που ζύγωνε στην κορφή, η πέτρα τού ξέφευγε και κατρακυλούσε. Ένα μαρτύριο δίχως τέλος.

Είδε τον Τάνταλο, άρχοντα σε αμνημόνευτα χρόνια, χορτασμένον από πλούτο και δύναμη, να ’χει στεγνώσει τ’ αχείλι του για μια στάλα νερό. Στεκόταν μέσα σ’ ένα ποτάμι. Τα νερά έφταναν ως το γόνυ του, μα αποτραβιόνταν μόλις ο δύστυχος έσκυβε να πιει.

Είδε τις φιδομάλλες Ερινύες με τα ακοίμητα μάτια και τη φαρμακερή ψυχή να τυραννούν τους κριματισμένους. Είδε, τέλος, τον Πλούτωνα, τον ανελέητο βασιλιά, καθισμένο σε θρόνο από πετρωμένη λάβα, και πλάι του τη χλωμόθωρη Περσεφόνη, τη βασίλισσα των σκιερών λιβαδιών.

Γονάτισε μπροστά τους και, κρούοντας τη λύρα, τραγούδησε:

― Ω θεοί, που κυβερνάτε το σκοτεινό και σιωπηλό κόσμο!

» Όλοι έρχονται κάποια μέρα κοντά σας, όσοι υπάρχουν και όσοι θα υπάρξουν.

» Κάθε πλάσμα στους θνητούς πολυαγάπητο μια ψυχή κλείνει μέσα του, που κάποτε δική σας θα γίνει. Ένα χρέος που ποτέ δε μένει ανεξόφλητο. Μα ας έρθει πρώτα ο καιρός του.

» Όμως εκείνη που μου πήρατε έφυγε τόσο νωρίς. Μπουμπούκι που κόπηκε απ’ το κοτσάνι του πριν λουλουδίσει.

» Δώστε μου πίσω τη γλυκιά Ευρυδίκη! Αφήστε την να τελειώσει τις μέρες της!

» Λίγο καιρό θα διαβούμε στη γη, κι έπειτα, βασιλιά των σκιών, θα ’μαστε δικοί σου ―για έναν καιρό ατελεύτητο, για πάντα.

Έτσι τραγούδησε ο Ορφέας κρούοντας τη λύρα του. Κι από την αρμονία της μουσικής κι από το φως της αγάπης του χάρη ευλογητική απλώθηκε στην αγέλαστη κι αδάκρυτη χώρα.

Ο Σίσυφος ανέβασε, επιτέλους, την πέτρα στην κορφή του λόφου, σκούπισε το μέτωπό του κι έπειτα κάθισε κι έκλαψε.


Ο Τάνταλος χόρτασε τη δίψα του, αδειάζοντας χούφτες νερό τη μια πάνω στην άλλη, και κάθε φορά κοίταζε γύρω του και γελούσε, ένα γέλιο τρελό, τρανταχτό.

Και για πρώτη φορά από τότε που χύθηκε στην καρδιά του ανθρώπου το φαρμάκι της αμαρτίας και η τύψη, οι φριχτές Ερινύες ένιωσαν στο στυγνό πρόσωπό τους την ελεητική δροσιά που κατεβαίνει απ’ τα μάτια.

―Δώστε μου πίσω τη γλυκιά Ευρυδίκη.

Δάκρυα κυλούσαν ακόμα και στο χάλκινο πρόσωπο του Πλούτωνα κι η χλωμή Περσεφόνη, η βασίλισσα των σκιερών λιβαδιών, έγειρε απάνω του και παρακάλεσε:

― Ας του γίνει η χάρη, αυτή που ποτέ δεν ξανάγινε. Την αγαπά τόσο πολύ!

― Ναι.

Aιωνιότητα

― Δε θα γυρίσεις να την κοιτάξεις, του είπαν, προτού φτάσετε στο φως του απάνω κόσμου. Αλλιώς, θα τη χάσεις για πάντα. Πήγαινε κι αυτή θα σ’ ακολουθεί.

Ο Ορφέας ένιωσε στον ώμο του το χέρι εκείνης κι η καρδιά του φτεροκόπησε σαν μεθυσμένο πουλί.

Η κατάμαυρη πύλη ανοίχτηκε. Τη διάβηκαν σιωπηλοί. Σιωπηλοί κι ανείδωτοι διαβήκαν και το σκοτεινό Αχέροντα με τα φαρμακερά νερά. Από δω αρχίζει η πορεία προς το σύνορο που χωρίζει το έρεβος απ’ το φως.

Είναι ο δρόμος πολύς; Κάθε δρόμου το μάκρος μετριέται με τη λαχτάρα.

Έτσι προχωρούσαν πάντα στα σκιερά μονοπάτια, ανάμεσα απ’ το λιβάδι των ασφόδελων. Ο Ορφέας μπροστά κι εκείνη ένα βήμα πίσω, με το χέρι ακουμπισμένο στον ώμο του. Το σκοτάδι γίνεται ολοένα και πιο αραιό. Έπειτα μια αδύναμη λάμψη. Αχνοφέγγει. Μια αχτίδα χτύπησε στα μάτια του Ορφέα.

Το αίμα τραγούδησε στις φλέβες του πιο γλυκά κι από τη λύρα. Δεν κρατήθηκε.

«Πόσο πιο όμορφο θα ’ναι το φως στα δικά της τα μάτια».

Γύρισε να την κοιτάξει. Μα της Ευρυδίκης το πρόσωπο ήταν ακόμα στο σκοτάδι.

Είδε μόνο το σχήμα της, θαμπό, να χάνεται. Άπλωσε με απελπισία τα χέρια του. Δεν άγγιξε τίποτα. Η Ευρυδίκη είχε πάρει ξανά το δρόμο για την άφεγγη χώρα. Άκουσε μια σβησμένη φωνή:

― Χαίρε.

Πάντα γλυκό ήταν το τραγούδι του Ορφέα και πάντα η λύρα του μάγευε. Μα όταν γύρισε κάποτε από το ταξίδι το απίστευτο, τότε τραγούδησε με μιαν ανείπωτη ομορφιά, με μια θαυματουργή χάρη. Γιατί είχε γνωρίσει τον πόνο.

Τα παλιά ποιήματα ιστορούνε το θαύμα. Λένε πως ακόμα και τις πέτρες κινούσε ο Ορφέας με τη λύρα του, έσερνε κοντά του τα δέντρα κι άλλαζε το δρόμο των ποταμών.

Όλα αυτά, βέβαια, θέλουν να πουν:

Μια δύναμη βαθιά και συμπονετική κυβερνάει την πλάση. Κι ό,τι άψυχο σου δείχνεται μπορεί να κλείνει μέσα του μια ψυχή μυστική και μια λαχτάρα αφανέρωτη για αρμονία κι αγάπη.

Ο Ορφέας δεν έγινε ποτέ βασιλιάς, ή στη Θράκη ή αλλού. Περιπλανήθηκε σε χώρες πολλές και βασίλεψε στις καρδιές των ανθρώπων.

Κάποτε ήρθε η ώρα να πληρώσει το κοινό χρέος. Τότε αντάμωσε ξανά την Ευρυδίκη και μπόρεσε άφοβα να την κοιτάξει στα μάτια. Κι έμεινε πλάι της για πάντα.

Οι θεοί πήραν τη μαγική λύρα του Ορφέα και την έστησαν στον ουρανό. Κάθε νύχτα τραγουδάει την αγνότητα και την αγάπη.

Καθώς ξέρεις, όλα τα άστρα το ίδιο τραγουδάνε.

Γιώργος Γεραλής. 1999. Ελληνική μυθολογία ΙΙ. Οι ήρωες. Αθήνα: Καστανιώτης.

✾    ✾    ✾    ✾

Η ασπίδα του Αχιλλέα

Έφτασε η Θέτιδα στο χάλκινο πύργο του Hφαίστου, που υψώνεται ξεχωριστός πάνω στις αιθέριες κορφές του Ολύμπου. O ίδιος ο θεϊκός τεχνίτης τον έφτιαξε, κι έλαμπε ο πύργος σαν άστρο. Τέτοια ομορφιά.

H Xάρη, η γυναίκα του Hφαίστου, καλοδέχτηκε τη Θέτιδα και της πρόσφερε επίσημο κάθισμα για ν’ αναπαυτεί. Έπειτα έκραξε τον άντρα της. Εκείνος παράτησε τα σύνεργα της δουλειάς, πλύθηκε κι έτρεξε κουτσαίνοντας. Έπιασε το χέρι της θεάς με σεβασμό και της μίλησε:

― Πολύ συχνά δε σε βλέπουμε, μα είσαι πάντα αγαπητή. Kαι δεν ξεχνώ πως σε σένα και στην καλή αδελφή σου την Ευρυνόμη χρωστώ τη ζωή μου, τότε που γκρεμίστηκα στα νερά του Ωκεανού κι εσείς με μαζέψατε με τόση καλοσύνη.

Και της θύμισε εκείνη την παλιά ιστορία.

― Ναι, ναι, είπε η Θέτιδα, το ξέρω πως μ’ αγαπάς και γι’ αυτό πήρα το θάρρος κι ήρθα να σου ζητήσω μια χάρη. Είναι για το μοναχογιό μου, που περνάει ώρες πικρές στ’ ακρογιάλι της Τροίας. Γιατί του σκοτώσανε τον ακριβότερο φίλο του· κι ο εχτρός του που τον σκότωσε φορεί τώρα του γιου μου τη λαμπρή αρματωσιά, που την είχε δανείσει στο σκοτωμένο. Άπραγος τώρα κάθεται και θρηνεί, που δεν μπορεί να πολεμήσει, να πάρει πίσω το δίκιο του. Προσπέφτω στα πόδια σου, αν θέλεις να χαρίσεις στο γιο μου μια καινούργια αρματωσιά. Άτυχο παιδί!

Συγκινήθηκε ο μάστορης:

― Γι’ αυτό νοιάζεσαι, Θέτη; Σου δίνω το λόγο μου πως τέτοια όπλα, σαν αυτά που θα φορέσει ο ακριβογιός σου άλλος δεν τα χάρηκε, ούτε θνητός, ούτε καν Θεός. Όποιος τα δει θα σαστίσει. Περίμενε...

Και τράβηξε, κουτσαίνοντας, για το εργαστήρι του. Ετοίμασε τα χωνιά και τα φυσερά του. Έβαλε στη φωτιά χρυσάφι, ασήμι, καλάι και χαλκό. Στύλωσε το αμόνι στο κούτσουρο. Πήρε τα σύνεργα στα χέρια του, σφυρί και μασιά. Και βάλθηκε να μαστορεύει.

Την ασπίδα πρώτα:

Ήταν πελώρια, για ανάστημα θεϊκό. Πλουμισμένη παντού, με τριπλό στεφάνι αστραφτερό, ολόγυρα, και μ’ ασημένιο λουρί. Πεντάδιπλο πετσί είχε ο δίσκος της κάτω απ’ τη μετάλλινη λάμα.

Και σκάλισε πάνω στην ασπίδα, ο θαυμαστός, και τί δε σκάλισε:

Έφτιαξε τη γη, τον ουρανό και τη θάλασσα. Τον ήλιο και τ’ ολόγιομο φεγγάρι. Τα ζώδια, τους αστερισμούς, τους γαλαξίες. Καθένα ξεχωριστά, την Πούλια, τα βροχάστερα, τον Κυνηγό, την Αρκούδα. Ένα θαύμα.

Έφτιασε ακόμα δυο όμορφες πολιτείες.

Στη μια είχανε γάμους και ξεφαντώματα. Κι οι νυφάδες διαβαίνανε απ’ τους δρόμους της πολιτείας, ανάμεσα σε λαμπάδες και σε φωνές. Κι έπαιζαν όργανα, λαγούτα και φλογέρες, κι οι γλεντοκόποι χορεύανε. Κι οι γυναίκες στεκόντουσαν στα κατώφλια και κάνανε χάζι.

Στην άλλη πολιτεία γινόταν πόλεμος. Κι είχαν έρθει εχθροί να την κουρσέψουν. Κι ήτανε πολύς χαλασμός, και πέφτανε πλήθος οι σκοτωμένοι.

Έφτιαξε, ακόμα, πλούσιο κάμπο, καρπερά χωράφια. Κι οι οργωτήδες δουλεύανε τη γη με τα προκομμένα ζευγάρια. Και τ’ αγόρια τούς κερνούσανε κρασί.

Και παρακάτω, θεριστάδες που θερίζανε με τροχιστά δρεπάνια. Και παιδιά που κουβαλούσαν τα χερόβολα. Κι άλλοι που δέναν τα δεμάτια. Και παρέκει ο νοικοκύρης, κρατώντας το ραβδί, κοίταζε και χαιρότανε το βιος του.

Και παρακάτω, αμπέλι φορτωμένο με σταφύλια σκάλισε (χρυσό το αμπέλι, τα σταφύλια μαύρα) και κάθε κλήμα στυλωμένο με ασημένιο πάσσαλο. Και νιες και νιοι χαρούμενοι κουβαλούσανε καρπό μες στα καλάθια. Κι άλλοι χορεύανε και τραγουδούσαν.

Έφτιασε, ακόμα, κοπάδι βόδια που έτρεχαν κατά το ρέμα, να ξεδιψάσουνε. Ξοπίσω κατεβαίνανε τσοπάνηδες (χρυσοί), και παραπίσω τα σκυλιά τους.

Έφτιασε λιβάδια και πρόβατα που βόσκανε και μαντριά και καλύβες.

Κι έφτιασε χορούς παιδιών και κοριτσιών.

Και τί δεν έφτιασε...

Και κοντά στο γύρο της ασπίδας έφτιασε το μεγάλο ρεύμα του Ωκεανού να περικλείνει τα πάντα.

Έπειτα ο Ήφαιστος έφτιασε το θώρακα, λαμπρότερο από της αυγής το φως.

Έπειτα του έφτιασε το κράνος, με λοφίο χρυσό. Κι από καθαρό καλάι τις κνημίδες.

Έτοιμα. Τα πήρε και τ’ ακούμπησε μπροστά στη Θέτιδα.

Εκείνη έκλινε το θεϊκό κεφάλι και χαμογέλασε, ευχαριστημένη. Έπειτα χύθηκε, σαν γεράκι, από τις χιονοσκέπαστες κορφές, κρατώντας τα θαυμαστά όπλα, που αχτιδοβολούσαν.

Γιώργος Γεραλής. 1962. Ιλιάδα. Αθήνα: Κένταυρος.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου