Ο Έντρε Όντυ (22 Νοεμβρίου 1877 - 27 Ιανουαρίου 1919) ήταν Ούγγρος ποιητής
Γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου του 1877 στο Ερμιντσζέντ, της κομητείας Szilágy (μέρος της Αυστροουγγαρίας την περίοδο εκείνη και σήμερα χωριό της κομητείας Σάτου Μάρε της Ρουμανίας, που ονομάζεται Αντιφάλβα στα ουγγρικά και Όντυ Έντρε στα ρουμάνικα). Ανήκε σε μια φτωχή οικογένεια ευγενών. Ήταν ο μεγαλύτερος από δύο αδέρφια. Γεννήθηκε εξαδάκτυλος, αλλά η μαία έκοψε τα δύο επιπλέον δάκτυλα. Ο ίδιος συνήθιζε να δείχνει ουλές στα χέρια του και να τις αποκαλεί τα μαγικά του σημάδια.
Από το 1892 έως το 1896, φοίτησε σε προτεσταντικό σχολείο στο Ζιλάχ (σημερινό Ζαλάου της Ρουμανίας). Από το 1957, μπροστά από το σχολείο αυτό, υπάρχει ένα άγαλμα του ποιητή. Στις 22 Μαρτίου του 1896 εξέδωσε το πρώτο του ποίημα στην εφημερίδα "Szilágy" του Ζαλάου.
Στη συνέχεια, σπούδασε νομική στο Ντέμπρετσεν. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του,εργάστηκε σαν δημοσιογράφος, και εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Versek (Ποιήματα) το 1899. Σύντομα η ζωή στο Ντέμπρετσεν τον κούρασε (η πόλη αυτή έγινε αργότερα το σύμβολο της καθυστέρησης στα ποιήματά του) και εγκαταστάθηκε στο Ναγκιβάραντ (σημερινή Οράντεα της Ρουμανίας), πόλη με πλούσια πνευματική ζωή.
Η εργασία του σαν δημοσιογράφους και η συναναστροφή του με άτομα με τον ίδιο τρόπο σκέψης διεύρυνε τους ορίζοντές του. Αν και εξέδωσε μια νέα συλλογή ποιημάτων το 1903, συνέχισε να παραμένει άσημος. Η κρίση καμπή στη ζωή του ήταν τον Αύγουστο του 1903 όταν συνάντησε την Αντέλ Μπριλ (κα. Ντιόσι), μία πλούσια γυναίκα, σύζυγο ενός δικηγόρου, εγκαταστημένη στο Παρίσι που είχε επισκεφτεί το σπίτι της στο Ναγκιβάραντ. Η Λήδα, όπως την αποκαλούσε στα ποιήματά του, έγινε η μούσα του. H αγάπη του για αυτή και η επίσκεψή του στο Παρίσι, όπου και την ακολούθησε, τον βοήθησαν να αναπτύξει το ταλέντο του. Μεταξύ του 1904 και του 1911 επισκέφτηκε το Παρίσι επτά φορές. Όταν επέστρεψε από την πρώτη του επίσκεψη στο Παρίσι (η οποία διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο), ξεκίνησε να εργάζεται για την εφημερίδα Budapesti Napló (Εφημερίδα της Βουδαπέστης) στην οποία έγραψε περισσότερα από 500 άρθρα αλλά και πολλά ποιήματα. Κατά την παραμονή του στο Παρίσι έδινε ανταποκρίσεις τόσο στη Budapesti Napló όσο και σε άλλες εφημερίδες. Παράλληλα έκανε επισκέψεις στην Ιταλία και σε άλλα μέρη.
Ο Όντυ ενδιαφερόταν και για την πολιτική. Έγινε μάλιστα μέλος της ριζοσπαστικής ομάδας Huszadik Század (Εικοστός αιώνας). Το 1906 εξέδωσε την τρίτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Új versek (Νέα ποιήματα), η οποία αποτελεί ορόσημο για τη λογοτεχνία και σηματοδοτεί την έναρξη της σύγχρονης ουγγρικής ποίησης. Ωστόσο ήταν η τέταρτη συλλογή του με τίτλο Vér és arany (Αίμα και χρυσάφι) η οποία του απέφερε επιτυχία και κριτική αποδοχή.
To 1906 η κυβέρνηση ανετράπη και καθώς η εφημερίδα στην οποία εργαζόταν την υποστήριξε, o Όντυ αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα και να καταφύγει και πάλι στο Παρίσι. Το 1907, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη θέση του στην Budapesti Napló.
Το 1908, το πρώτο τεύχος ενός νέου περιοδικού με τίτλο Nyugat (Η Δύση) περιείχε ένα ποίημα και ένα δοκίμιο του Όντυ, ο οποίος εργάστηκε για το περιοδικό αυτό μέχρι το τέλος της ζωής του. Από το 1912 μάλιστα ήταν και ένας από τους εκδότες του. Επίσης το 1908 στο Nagyvárad αποτέλεσε έναν από τους ιδρυτές του λογοτεχνικού κύκλου A Holnap (Το Αύριο). Ο κύκλος εξέδωσε μία ανθολογία ποιημάτων του Όντυ αλλά και άλλων όπως ο Μίχαλι Μπάμπιτς, ο Γκιούλα Γιούχας και ο Μπέλα Μπάλαζ. Τα ποιήματα αυτής της ανθολογίας γνώρισαν αποδοκιμασία και έλλειψη κατανόησης. Πολλοί την κατηγόρησαν για τα ερωτικά ποιήματα που περιείχε, ο Όντυ επίσης δέχτηκε έντονη κριτική για τα αντιπατριωτικά αισθήματα που πήγαζαν από το ποίημα του, στο οποίο υπογράμμιζε την αντίθεση της πλούσιας πνευματικής ζωής που λαχταρούσε και τη σκληρή πραγματικότητας της ουγγρικής καθημερινότητας.
Δεν του άρεσε καθόλου το γεγονός ότι το όνομά του αναφερόταν μαζί με αυτά άλλων ποιητών, οι οποίοι θεωρούσε ότι είχαν αντιγράψει το στυλ του. Έγραψε μάλιστα ένα διήγημα (The duk-duk affair) στο οποίο χλεύαζε αυτούς που μιμούνταν το στυλ του.
Το Nyugat είναι αναμφισβήτητα το σημαντικότερο περιοδικό στην ιστορία της ουγγρικής λογοτεχνίας. Ο Όντυ δε αποτέλεσε μόνο εκδότη του αλλά και το σύμβολό του. Καθώς το περιοδικό δεν ασχολήθηκε με την πολιτική,δε γέμιζε πλήρως τον Όντυ που ενδιαφερόταν και για αυτή. Γι αυτό και αρθρογραφούσε και σε διάφορες άλλες εφημερίδες. Ασκούσε ιδιαίτερα έντονη κριτική στην πολιτική κατάσταση της εποχής του. Δεν του άρεσε ο εθνικισμός των κομμάτων εξουσίας αλλά ασκούσε κριτική και στον αντιεθνικισμό των Σοσιαλδημοκρατών. Γνώριζε το πόσο υπολειπόταν η Ουγγαρία των υπόλοιπων ανεπτυγμένων χωρών αλλά δεν παρέβλεπε ταυτόχρονα τα λάθη των δυτικών χωρών.
Από το 1909 χρειάστηκε συχνά να νοσηλευθεί σε σανατόρια καθώς η υγεία του είχε επιδεινωθεί από τον ηδονιστικό τρόπο ζωής του. Η πολιτική κατάσταση έγινε κρίσιμη, οι εργαζόμενοι διαμαρτύρονταν ενάντια στην κυβέρνηση, και ο Όντυ είδε ότι μια επανάσταση πλησίαζε. Η προσωπική του ζωή βρισκόταν επίσης σε κρίση καθώς η σχέση του με τη Λήδα γινόταν ολοένα και μεγαλύτερο εμπόδιο για αυτόν. Όταν ο Όντυ έγινε διάσημος η Λήδα δεν είχε πια κυρίαρχο ρόλο στη ζωή του. Τον Απρίλιο του 1912 τον εγκατέλειψε για κάποιον άλλον άντρα.
Μετά από μια σειρά σχέσεων συνάντησε το 1914 την εικοσάχρονη Μπέρτα Μπόνκζα, με την οποία αλληλογραφούσε από το 1911. Το 1915 παντρεύτηκαν χωρίς την άδεια του πατέρα της και αποσύρθηκαν στην Τρανσυλβανία. Τη σύζυγό του στα ποιήματα του την αποκαλούσε Csinszka.
Μετά τη δολοφονία Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας το 1914, ο Όντυ αντιλήφθηκε ότι ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν προ των πυλών. Όλος ο περίγυρός του ήταν ενθουσιασμένος για τον πόλεμο και έτσι έμεινε μόνος με τους φόβους και τις ανησυχίες του για το μέλλον. Εξέδωσε την τελευταία του ποιητική συλλογή το 1918. Υπέφερε ήδη από ανίατη ασθένεια όταν έγραψε το τελευταίο του ποίημα, Üdvözlet a győzőnek (Χαιρετισμοί στους Νικηφόρους). Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους εξελέγη πρόεδρος της ακαδημίας Βορόσμαρτι, μιας ομάδας σύγχρονων συγγραφέων, αλλά δεν εκφώνησε ποτέ την εναρκτήρια ομιλία του. Πέθανε από πνευμονία στη Βουδαπέστη στις 27 Ιανουαρίου του 1919. Η κηδεία του οργανώθηκε από την κυβέρνηση. Τα άπαντά του κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1930.
Ποίηση
Στις αρχές του εικοστού αιώνα οι Ούγγροι ποιητές ακολουθούσαν τα χνάρια του Σάντορ Πετοφί μιμούμενοι το λυρικό του στυλ. Η γραφή τους όμως δεν είχε το όρμα και το ταλέντο του Σάντορ και δεν παρουσίαζε προοπτικές ανανέωσης. Ο Όντυ ήταν ο πρώτος που ξέφυγε από το παραδοσιακό μοτίβο και προώθησε το σύγχρονο μοντέρνο στυλ. Αν και ήθελε να βλέπει τον εαυτό του σαν ένα μοναχικό, παρεξηγημένο επαναστάτη, στην πραγματικότητα οι περισσότεροι ποιητές της γενιάς του πήραν το μέρος του, ενώ αρκετοί τον μιμήθηκαν.
Από τις δύο πρώτες του συλλογές δεν προέκυψε κάτι καινούριο, καθώς βρισκόταν ακόμη υπό την επιρροή ποιητών του δεκάτου ενάτου αιώνα όπως ο Πετοφί και ο Γιάννος Βάγδια. Τα πρώτα δείγματα του δικού του μοναδικού διαφάνηκαν όχι στα ποιήματά του αλλά στα δοκίμια και στα υπόλοιπα κείμενά του.
Ο Όντυ επηρεάστηκε χωρίς αμφιβολίας από το έργο του των Μπωντλαίρ και του Βερλαίν. Χρησιμοποιούσε συχνά το συμβολισμό, ενώ επαναλαμβανόμενα θέματα στην ποίησή του είναι ο Θεός, η Ουγγαρία και ο αγώνας για την επιβίωση. Υπάρχουν επίσης θέματα με τα οποία ασχολήθηκε σε συγκεκριμένες περιόδους της ζωής του όπως είναι το χρήμα, η ζωή και ο θάνατος και η μούσα του, Λήδα.
Εργα
Versek ("Ποιήματα", 1899)
Még egyszer ("Και πάλι", 1903)
Új versek ("Νέα ποιήματα", 1906)
Vér és arany ("Χρυσάφι και αίμα", 1907)
Illés szekerén ("Στο άρμα του Ηλία", 1909)
Szeretném, ha szeretnének ("Θα ήθελα να αγαπηθώ" 1910)
Minden-Titkok versei ("Ποιήματα όλων των μυστικών", 1911)
Menekülő Élet ("Η ζωή που φεύγει", 1912)
Margita élni akar ("Η Μαργίτα θέλει να ζήσει", 1912)
A magunk szerelme ("Η αγάπη μας", 1913)
Ki látott engem? ("Ποιος με είδε;", 1914)
A halottak élén ("Οδηγώντας τους νεκρούς", 1918)
Az utolsó hajók ("Τα τελευταία πλοία", 1923)
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Αγάπη προσμένοντας
Χωρίς απογόνους και δίχως προγόνους,
Χωρίς την εκπλήρωση και δίχως τον πόθο,
για κανέναν δεν είμαι,
για κανέναν δεν είμαι.
Καθώς όλοι οι άνθρωποι, η ανήλιαγη θάλασσα,
το μυστήριο κι η απώτατη Θούλη,
μια φεύγουσα αχτίδα φωτός,
μια φεύγουσα αχτίδα φωτός.
Μα να κοιτάξω πρέπει γι αδέρφια και φίλους·
ότι θέλω τον εαυτό μου να δείξω και σ’ άλλους,
ότι βλέποντας μόνο θα δουν,
ότι βλέποντας μόνο θα δουν.
Γι αυτά κι ο λυρικός μου μαζοχισμός·
ότι προσμένω το χάσμα χαίνων να κλείσω
κι επιτέλους κάπου ν’ ανήκω,
κι επιτέλους κάπου ν’ ανήκω.
❀ ❀ ❀ ❀
Που φτάνουν πάντα από μακριά
Είμαστ’ εκείνοι οι άνθρωποι που αργοπορούνε πάντα,
είμαστ’ εκείνοι οι άνθρωποι που φτάνουν πάντα από μακριά.
Βαριά, κατάκοπα τα βήματα μας, λυπημένα
είμαστ’ εκείνοι άνθρωποι που αργοπορούνε πάντα.
Καν δεν γνωρίζουμε πώς να πεθάνουμ’ εν ειρήνη.
Κι όταν το πρόσωπο τ’ απόμακρου θανάτου πλησιάζει
πύρινο πανδαιμόνιο ανατινάζεται η ψυχή μας.
Καν δεν γνωρίζουμε πώς να πεθάνουμ’ εν ειρήνη.
Είμαστ’ εκείνοι οι άνθρωποι που αργοπορούνε πάντα.
Δεν φτάνουμε στην ώρα μας ποτέ με επιτυχία,
στον παράδεισο, στην αγκαλιά, στα όνειρα μας.
Είμαστ’ εκείνοι οι άνθρωποι που αργοπορούνε πάντα.
❀ ❀ ❀ ❀
Ένα χαρμόσυνο ελευθέρωσης μήνυμα
Για εκατοστή πρώτη, άσε, φορά να σπάσει το ξόρκι
που είχε σπάσει εκατό: σ’ ελευθερώνω, καρδιά μου, ακόμη μία,
για πάντα, φορά, αν πίστευες ακόμη πως σ’ αγαπώ,
αν πίστευες πως δεν ήταν παρά ακόμα μια ελευθέρωση.
Εκατό φορές πληγωμένος, εδώ, σου πετάω
τη μεγαλοπρεπή της λησμονιάς μου βασιλική περιβολή.
Φόρα την, ότι θα ψυχράνει ο καιρός,
φόρα την, ότι λυπούμαι και για τους δυο μας εγώ,
για την αισχύνη ανείπωτη μιας τέτοιας άνισης μάχης,
για την ταπείνωση σου, ότι δεν ξέρω το τι,
και για σένα λυπούμαι, για σένα και μόνο για σένα.
Πόσο καιρό, ήταν έτσι σιωπηλά καθώς και τώρα:
πόσο συχνά, να σε καθησυχάζω στη μοίρα σου
στίλβουσες χάρες, σου δόθηκε ο χρυσός
της Λήδας ψαλμός, σταλμένος ολόλευκος καυτός στο δελεαστικότερο
των πανηγυριών. Δεν έλαβα τίποτα, τίποτα δεν απόσυρα:
ήταν η χάρη μου να σου δώσω μια πίστη πλαστή
σε φιλιά ‘συνηθισμένος αλλού ν’ ασελγώ’
κι αγάπες που ήμουν ‘συνηθισμένος ν’ αγαπάω αλλιώς’
κι είμαι ωστόσο ευγνώμων για όλους εκείνους τους εναγκαλισμούς,
κι ευχαρίστησα ωστόσο βαθιά τέτοιες μπούκλες μιας Λήδας χαμένης,
όσο μπορεί να ευχαριστήσει δηλαδή ένας άντρας που αποσύρεται
μην αφήνοντας πίσω του παρά κάποιο λησμονημένο πια ανέμελο φιλί παλιό.
Και για πόσον καιρό έτσι απελπισμένα δεν ζήταγα να σε βρω
μέσα στ’ αμμώδες παρελθόν, στο λασπωμένο παρόν, πόσο καιρό
απ’ τον στερνό εκείνο αποχαιρετισμό, σ’ εκείνο το μονοπάτι των σκλάβων
όπου το φύλο σου διάβαινε την κυκλοδίωκτη μοίρα του.
Για πόσον καιρό τώρα που δεν ζητώ παρά εκείνο
που ίσως ακόμη και να κρατάς απ’ τον καλύτερο μου εαυτό
από τα μαγικά γνωρίσματα που τραβήξανε τους στίχους μου προς τα σένα,
για να τους έχεις παρηγόρια, έρημη, ερωτευμένη
έχοντας υπάρξει κι εσύ, καθώς κι ο άντρας
που άφησε τελικά έναν κόσμο αδιεκδίκητο μόνο για να κρεμάσει
απ’ το περίσσεμα του στολίδια στο μέτωπο μιας γυναίκας.
Απ’ αυτό το περήφανο στέρνο ‘συνηθισμένο να χάσκει υπέροχα’,
όφειλα να δω την μεγαλοπρεπή, περίτεχνη σου πτώση –
ω, όχι σαν τη σκύλα-εκδίκηση κάποιας παράστασης παρατημένης
που στήνοντας μιαν ενέδρα μαινόμενη στον εκδικούμενο-της-σύντροφο:
τίποτα για να χλευάσω τον φτωχό, ελάχιστο σου εαυτό,
έτσι που στιγματίστηκες απ’ την δική μου εποχή του Κροίσου
και τη δική σου εκείνη του κάποτε-δικός-μου που υπήρξε δοξασία,
και να προσπεράσω τόσο επιδέξια, κανείς να μη μπορεί να πει ή να διακρίνει,
την μία και μοναδική στην οποία κάποτε φύτεψα γω την αγκαλιά μου,
ώστε την απόλαυση κι αυτή να βρει σ’ αυτήν,
αυτήν που υπήρξε το απλούστερο ερωτηματικό
και χρειαζόταν εμένα και μόνο για να βρει την τελείωση.
Τώρα το θρόισμα απ’ τα ρούχα σου θα σωπάσει, μαραμένος ανθός
έκπτωτος απ’ το παμπάλαιο κείνο των προσευχών πνιγμένο στη σκόνη βιβλίο,
ή θα σπεύσεις και θα γυαλίσεις κοινότοπη
τη δανεισμένη σου άλω, τη θλιβερή του χαλινού σου εξουσία,
και τι τελικά μέσα στην ευλογία της για μία γυναίκα τρέμει,
στη δική μου τον εαυτό της π’ αντανακλά προσευχή;
Τώρα ζητώ απ’ τη Μοίρα να ζητήσει από τη μοίρα σου ν’ αφήσει
να σκέφτεται πως μπορεί και να ανατρέψει τη μοίρα στ’ αστέρια μου,
κι είτε πλημμύρα σε κατασπαράζει είτε φωτιά είμαι τώρα γαλήνιος,
ότι μέσω εμού ζεις, εγώ σε είδα πρώτος
κι είσαι χρόνια νεκρή κι από το βλέμμα μου μακριά πολύ.
❀ ❀ ❀ ❀
Ανάμνηση νύχτας θερινής
Θυμωμένος ο άγγελος από παραδείσια ύψη ουρλιάζοντας,
Συναγερμοί τύμπανα κρούοντας σε μια σκιώδη γη,
Εκατοντάδες αστέρια το φως τους που καίγοντας,
Εκατοντάδες νεανικά μυαλά ν’ ανατρέπονται,
Εκατοντάδες πέπλα βεβηλωμένα που να ξεσκίζονται·
Ήτανε μια παράξενη,
Παράξενη νύχτα θερινή.
Πανάρχαιες οι κυψέλες μας τυλιγμένες τώρα στις φλόγες,
Και το πουλάρι το πιο λατρευτό, σπασμένο το πόδι, τώρα στο χώμα ουρλιάζοντας,
Πίσω στο φως τους νεκρούς, ονειρεύτηκα.
Κι ο Burkus, το πιστό σκυλί μας, εξαφανισμένο,
Κι ο Meg, ο αγαθός γέρο-υπηρέτης μας, μουγκός τώρα από χρόνια,
Διαπεραστικές κραυγές χορικά μιας πρωτόγονης τελετής ξαφνικά:
Ήτανε μια παράξενη,
Παράξενη νύχτα θερινή.
Οι ανάξιοι κομπάζανε με φτιασιδωμένη ανδρεία,
Κλέφτες πολυτελείας ξεκινούσαν για μιαν ακόμη ληστεία,
Και στους ανδρείους δεν έμενε τώρα παρά να λουφάξουνε:
Ήτανε μια παράξενη,
Παράξενη νύχτα θερινή.
Καταλαβαίναμε καλά πως ο άνθρωπος είναι ατελής,
Σφιχτοχέρης όταν είναι να μοιραστεί την αγάπη του,
Όμως κι αυτό ακόμα δεν μπορεί να ‘ναι εντελώς ακριβές,
Ο ζωντανός κι ο νεκρός στον περιστρεφόμενο δεμένοι τροχό:
Υπήρξε, στ’ αλήθεια, ποτέ ο άνθρωπος ένα μικρότερο στίγμα,
Κι η Σελήνη σε περιπαιχτικότερη διάθεση
Απ’ όσο εκείνη τη φριχτή νύχτα;
Ήτανε μια παράξενη,
Παράξενη νύχτα θερινή.
Κι έσκυβε ο τρόμος επάνω σ’ όλα τα πνεύματα
Με κακόβουλη, χαιρέκακη ηδονή:
Τα μυστικά του κάθε προγόνου
Κατοικούσαν βαθιά μες τις ψυχές των παιδιών.
Κι η σκέψη, θεραπαινίδα περήφανη του Ανθρώπου,
Μεθυσμένη, ξεχύνοταν τώρα να οδηγήσει
Την απειλητική, αιμοχαρή της Γαμήλια Γιορτή.
Ότι το παλικάρι ταπεινό, κουτσό, μετανιωμένο:
Ήτανε μια παράξενη,
Παράξενη νύχτα θερινή.
Τώρα ξέρω πως, κάπου μέσα μου βαθιά, την νύχτα εκείνη πίστεψα
Κάποιος Θεός, παλιός και παραμελημένος, πως θα ξεπρόβαλλε μπροστά μου
και πως στο θάνατο θα μ’ οδηγούσε ξαναμμένος.
Κι όμως, σαν κάποιος άλλος, παραμένω ζωντανός
Μετασχηματισμένος από τ’ ολέθριο εκείνο γεγονός,
Και καθώς προσμένω τώρα έναν Θεό,
Με τρόμο αναλογίζομαι μια νύχτα στοιχειωμένη,
Κι έναν κόσμο ολόκληρο που έθαψε με βία αγριεμένη:
Ήτανε μια παράξενη,
Παράξενη νύχτα θερινή.
Μετάφραση Ζ. Δ. Αϊναλής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου