Sandro Botticelli - Primavera |
Θ' ἀφήσω
τη λευκή χιονισμένη κορυφή
που ζέσταινε μ' ἕνα γυμνό χαμόγελο
την ἀπέραντη μονωσή μου.
Θα τινάξω ἀπ' τους ὤμους μου
τη χρυσή τέφρα τῶν ἄστρων,
καθώς τα σπουργίτια
τινάζουν το χιόνι
ἀπ' τα φτερά τους.
Ἔτσι σεμνός, ἀνθρώπινος, ἀκέριος
ἔτσι πασίχαρος κι ἀθῶος
θα περάσω
κάτω ἀπ' τις ἀνθισμένες ἀκακίες
τῶν χαδιῶν σου
και θα ραμφίσω
το πάμφωτο τζάμι τοῦ ἔαρος!..
Κοίταξε, ἀγαπημένη,
πῶς σε κοιτάζουν τα λυπημένα χέρια μου!
Σα δυό παιδιά ὀρφανά,
που κλαίγαν μες στο βράδυ,
χωρίς
ψωμί,
και κοιμηθῆκαν τρέμοντας
πάνω στο χιόνι.
Ἀγαπημένη,
κοίταξε πῶς διστάζουν
τὰ νυχτωμένα χέρια μου.
Βηματίζεις
μέσα στὰ σκονισμένα δώματά μου
μ' ἕνα πλατύ ἀνοιξιάτικο φόρεμα,
ποὺ εὐωδιάζει πράσινα φύλλα,
φρεσκοπλυμένο οὐρανό
καὶ φτερά γλαρῶν
πάνω ἀπὸ θάλασσα πρωινή.
Κοίταξε τὶς φωτογραφίες:
ἡ πεθαμένη μητέρα,
ὁ πεθαμένος ἀδελφός,
κ' οἱ χλωμές ἀδελφοῦλες μου
μὲ τὶς φεγγαρίσιες μποῦκλες
καὶ μ' ἕνα μακρυνό χαμόγελο
κρεμασμένο στὴ μορφή τους,
καθὼς ἕνα κλουβὶ μὲ καναρίνια,
κρεμασμένο σὲ σπίτι φτωχικό,
ποὺ ἔχουν ὅλοι πεθάνει...
Ποὖναι ἕνας ἀχθοφόρος,
νὰ μεταφέρῃ αὐτά τὰ ἔπιπλα
στὸ ὑπόγειο;..
Πᾶμε στοὺς ἀγρούς,
νὰ φορέσουμε στὰ δάχτυλα
τὶς παπαροῦνες καὶ τὸν ἥλιο
καὶ τὴ νέα χλόη.
Στὰ μάτια σου δέ λιμνάζει
μήτ' ἕνας κόκκος ἴσκιου...
Ἡ κωδωνοκρουσία τοῦ φωτός
μας ὑποδέχεται
στὸ ξανθό ἀκροθαλάσσι.
Ἡ αὐγή περνάει στὴν ἀμμουδιά
βρέχοντας μόλις τὰ γυμνά της πέλματα
στὸ χρυσό κῦμα.
Μιὰ νέα κοπέλα
ἄνοιξε τὸ παράθυρο,
χαμογέλασε στὴ θάλασσα
κ' ἔκλεισε τὰ μάτια στὸ φῶς,
γιὰ ν' ἀτενίσῃ βαθιά της
τὴν ὑπόκωφη λάμψη
τοῦ χαμογέλιου της...
Ἄκου τὰ σήμαντρα
τῶν ἐξοχικῶν ἐκκλησιῶν!
Φτάνουν ἀπὸ πολύ μακρυά,
ἀπὸ πολύ βαθιά.
Ἀπ' τὰ χείλη τῶν παιδιῶν,
ἀπ' τὴν ἄγνοια τῶν χελιδονιῶν,
ἀπ' τὶς ἄσπρες αὐλές τῆς Κυριακῆς,
ἀπ' τ' ἁγιοκλήματα καὶ τοὺς περιστεριῶνες
τῶν ταπεινῶν σπιτιῶν!..
Ἄκου τὰ σήμαντρα τῶν ἐαρινῶν ἐκκλησιῶν!..
Ἀγαπημένη,
κόβοντας χαμομήλια
καὶ βλέποντας τὴ θάλασσα,
θὰ ξαναποῦμε
τὴν παιδική μας δέηση
μαζί μὲ τὰ πουλιά καὶ μὲ τὰ φύλλα.
Κι ἀπὸ βαθιά, κι ἀπὸ μακρυά, τὰ σήμαντρα
τῶν παιδικῶν ἐκκλησιῶν
θὰ τραγουδοῦν τὸ τραγούδι
τῆς τρυφερῆς Ναζαρέτ
πάνω ἀπ' τοὺς πράσινους κάμπους...
Πόσο εἶμαι νέος,
πόσο εἶμαι νέος
κάτω ἀπ' τὰ βλέφαρά σου!
Ἡ μνήμη τῶν ἀποχαιρετισμῶν
δέ ρυτιδώνει τὰ χέρια μου
ποὺ ὤρθρισαν μέσα στὰ χέρια σου.
Γεύομαι στὰ χείλη σου
τὴν πρασινάδα τῆς ἔξοχης,
ἡ ζέστα τοῦ κορμιοῦ σου
μὲ ντύνει τὸν ἥλιο,
τὸ φῶς τῶν ἡγεμονικῶν μαλλιῶν σου
σκεπάζει τοὺς ὤμους τῆς νύχτας!
Βυθίζονται τ' ἄστρα
στοὺς βυθούς τῶν ματιῶν σου
κι ἀνθίζουμε μεῖς
ἔμπιστοι κι ὡραῖοι,
καθὼς τὰ πλάσματα
στὴν πρώτη μέρα τοῦ θεοῦ,
ποὺ δέν εἰχαν ρωτήσει κι ἀπορήσει.
Πέταξα
στὸ φωτεινό σου διάδρομο
τὴν πανοπλία μου!
Ἤμουν γυμνός ὅταν ἐχτύπησα
τὴ θύρα τοῦ κοιτῶνα σου!
Λουσμένος τὰ φέγγη
τῆς προσδοκίας
μιᾶς ἀκέριας ζωῆς
ἔσταζαν ἀπ' τὰ μέλη μου
σταγόνες ἥλιου !
Κι ὅταν ἡ κλίνη ἀνοίχτηκε
πρὸς τὸ βαθύφωτο οὐρανό σου
κατέθεσα στὰ πόδια σου
τὴν τελευταία μου προσωπίδα!
Ἕνας θεὸς ἐγκατέλειψέ
τη βαρειά του ἐξουσία
καί ντυμένος τὸ λευκό φόρεμα τῆς ἁγνότητας
ἦρθε νὰ τύλιξῃ τὸ λαιμό του
γύρω στοὺς ρόδινους μηρούς
τῆς Λήδας !
Ἀγαπημένη,
ὅλη ἡ ψυχή μου τρέμει
φύλλωμα εὐγνωμοσύνης !
Γονατισμένος προσεύχομαι:
Θεέ μου, θεέ μου,
ἡ ἀγάπη μοὖχε λείψει
γιὰ νὰ χαρῶ καὶ νὰ νοήσω
τὸ μεγαλεῖο σου!
Τὸ κορμί σου γυμνό,
γυμνό τὸ κορμί σου
ὁλόγυμνο
καρφωμένο στὴ καρδιά τῆς νύχτας
χρυσή ἀνατολή
– τὸ ἐνσαρκωμένο φῶς!
Τυλιγμένος ἐγώ τὸ κορμί σου
γυμνός
κανένα φῶς ἄλλο
νὰ μὴν ἰσκιώνῃ τὸ φῶς
ποὺ ἀνατέλλει ἀπ' τὴ σάρκα σου !
Ἡ ἀγάπη γεμίζει τὸ χάσμα
μὲ φτερά καὶ λουλούδια!
Κλείνω τὰ μάτια! / Ζῶ κι ἀγαπῶ!
Μουσική χορδή
τεντωμένη στὰ μέλη σου
ἀγρυπνᾶ κι ἀπαντᾶ
στὸ σφρῖγος τ' οὐρανοῦ
καὶ τοῦ χώματος!
Γόος εὐτυχίας
ἀπ' τὰ σπλάχνα τῆς γῆς,
ἀπ' τὰ σπήλαια τοῦ δάσους,
μὲς στὴν ἔκθαμβη νύχτα
διαπερνάει τὸ χρόνο
καὶ τὸ διάστημα!
Μέσα του σφαδάζει
ὅλη ἡ ζωή κι ὅλος ὃ θάνατος!..
Ἀγάπη, Ἀγάπη, δέ μοὖχες φέρει ἐμένα
μητ' ἕνα ψίχουλο φωτός γιὰ νὰ δειπνήσω!
Νήστης, γυμνός κι ἀδάκρυτος
περιφερόμουν στὰ ὄρη,
καὶ τ' ἀνένδοτα ματιά μου στύλωνα
στοὺς οὐρανούς
γυρεύοντας τὴν ἀμοιβή μου
ἀπ' τὴ σιωπή καὶ τὸ τραγοῦδι.
Τὰ τρυφερά λυκόφωτα,
οἱ πρᾶες καμπύλες τῶν βουνῶν
καὶ τὰ λαμπρά βράδυα τοῦ θέρους
Μὰ ἐγώ δὲν εἶχα τί ν' ἀποκριθῶ
κ' ἔφευγα σιωπηλός
ρίχνοντας χάμω τὴ μορφή μου
γιὰ νὰ καλύψω τὴν ταπείνωσή μου.
Οἱ ὠχρὲς αὐγές
ἀκουμποῦσαν στὸ περβάζι μου
τὸ διάφανο πηγούνι τους,
κάρφωναν στὸ πλατύ μου μέτωπο
τὰ μεγάλα γαλάζια τους μάτια
καὶ μὲ κοιτοῦσαν μὲ πικρία
ζητῶντας ν' ἀπολογηθῶ...
Τί ν' ἀπαντήσω, Ἀγάπη;..
Καὶ δρασκελοῦσα τὸ κατώφλι,
τίναζα τὰ κατάμαυρα μαλλιά μου μὲς στὸ φῶς
καὶ τραγουδοῦσα πλατιά στοὺς ἀνέμους
τὸ τραγοῦδι τοῦ ἀδέσμευτου!
Πεισμωμένος, χλωμός κι ἀκατάδεχτος,
κοιτοῦσα τδν κόσμο καὶ κραύγαζα:
Δέν ἔχω τίποτα!
Δικά μου εἶναι τὰ πάντα!..
Κι ὅμως μιὰ παιδική φωνή
ἐπίμονα ἔκλαιγε βαθιά μου,
γιατί δέν εἰχες ἔρθει, Ἀγάπη !
Τὶς νύχτες τοῦ ἔαρος,
ποὺ ἡ γύρη τῶν ἄστρων
καὶ τῶν λουλουδιῶν
ἀγρυπνοῦσε στὸ δέρμα μου,
μιὰ λυπημένη ἀνταύγεια
σερνόταν στὴν ἀπέραντη ψυχή μου
γιατί ἀργοῦσες νἄρθης, Ἀγάπη!
Ζητῶντας τὸ θεό, / ζητοῦσα ἐσένα!
Γιὰ σένα, Ἀγάπη, ἑτοίμασα τὰ πάντα!
Κι ἂν ἔμαθα νὰ τραγουδῶ,
ἦταν γιατὶ στὴν ἴδια τη φωνή μου
ζητοῦσα νἄβρω τὰ ἴχνη τῶν βημάτων σου
– ζητοῦσα νὰ φιλήσω
μονάχα καὶ τὴ σκόνη τοῦ ἴσκιου σου,
ὦ Ἀγάπη!..
Τόσο φτωχός ἤμουν, Ἀγάπη,
τόσο φτωχός,
δέν εἶχα στὴν παλάμη ἕνα χάδι
γιὰ ν' ἀγοράσω τὶς ὦρες μου,
ποὺ δέν εἶχα ἕνα νόμισμα φιλιοῦ,
γιὰ νὰ δώσω τοῦ σκιώδη καπετάνιου
νὰ μὲ περάσῃ στὴν ἀντίπερα ὄχθη!..
Γεννήθηκα γιὰ νὰ προφτάσω
νὰ χαιρετίσω στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου
τὸν ἥλιο τῶν ματιῶν σου!..
Ἄφησέ μὲ νὰ κλάψω
στὰ γόνατά σου,
μές στὴν εὐεργεσία τοῦ χαδιοῦ σου!..
Πλάθοντας ἄνθη ἀνώφελα,
λησμόνησα νὰ ζήσω.
Πίσω
ἀπ' τῶν βιβλίων τὰ κάγκελλα
φυλάκισα τὰ ρόδινα
τῶν ἡμερῶν μου πρόσωπα.
Τὸ κίτρινο φέγγος τῆς λάμπας
δάκρυζε τὸ δῶμα μου,
ἐνῶ οἱ φωνές τῶν κάμπων
καὶ τῶν πουλιῶν
πλημμυροῦσαν τὴν ἀπέραντη νύχτα
τοῦ Ἰουλίου.
Καθὼς τὸ φεγγερό σου χέρι
διέσχιζε τὴ νύχτα,
στὸ χαλασμένο ρολόι τῆς γωνιᾶς
φωσφόρισαν οἱ δεῖχτες τῆς αὐγῆς
κι ὁ νεκρός κοῦκκος
ἔλαλησε Ἄνοιξη !
(Θεέ μου, πῶς ἐσκίρτησαν
οἱ ἀκίνητες κουρτίνες!)
Οἱ πεθαμένες μου ἡμέρες
δέν εἰχαν πεθάνει.
Πίσω ἀπὸ τὴν κλεισμένη θύρα,
σιωπηλές, / καθὼς ἀνέραστα κορίτσια,
σὲ προσμέναν!
Πῶς θὰ πληρώσῃς
ἕνα θάνατο ποὺ ἐνταφιάστηκε
κάτω ἀπὸ τὴ θωπεία σου,
ἕνα παιδί ποὺ κοιμήθηκε
γιὰ νὰ ξυπνήσῃ στὰ χέρια σου;..
Ἔξω ἡ κατάχρυση μεσημβρία
καίγεται στὶς φλέβες
τῶν τζιτζικιῶν.
Ἀκοῦμε τὶς φωνές τῶν παιδιῶν,
ποὺ λούζονται στὸν ἥλιο
καὶ στὴ θάλασσα!..
Ἐμεῖς – ἀσφαλισμένοι
μέσα στὸ γήινο ρῖγος μας –
γευόμαστε τὸν οὐρανό!
Δέν εἰναι φόβος μήτε φθόνος.
Βέβαιοι, πρᾶοι κι ἀγαθοί
μὲς στὴ χαρά μας,
χαϊδεύουμε
ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ κόσμου!..
Σφίγγω τὸ χέρι σου!..
Ἀραγμένα τ' ἄσπρα καΐκια.
Οἱ σκιές τῶν γλάρων
γράφονται
στὴν ὑγρήν ἀμμουδιά
καὶ στὴ σάρκα σου...
Καμμιά σειρῆνα δέ σφυρίζει...
Κανένας δέν ἀποδημεῖ...
Ζεστή χρυσή μεσημβρία...
Σταθμός τοῦ Ἀπείρου:
ἡ καρδιά μας!
Ἁπλώνουμε τὰ χέρια
στὸν ἥλιο
καὶ τραγουδᾶμε!
Τὸ φῶς κελαηδάει
στὶς φλέβες τοῦ χόρτου
καὶ τῆς πέτρας!
Μή μᾶς καλῆτε νὰ φύγουμε!
Κλεισμένοι στὸ κορμί μας
εἴμαστε παντοῦ!
Κάθε πουλί
ποὺ βουτάει στὸ γαλάζιο, κάθε χορταράκι
ποὺ φυτρώνει στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου,
μᾶς φέρνει τὸ μήνυμα τοῦ θεοῦ.
Οἱ ἄνθρωποι
περνοῦν πλάι μας,
ὡραῖοι, ἀγαπημένοι,
ντυμένοι
τ’ ὄνειρό μας, τὴ νιότη μας
καὶ τὴν ἀγάπη μας!
Ἀγαποῦμε
τὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ,
τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ ζῶα,
τὰ ἑρπετά καὶ τὰ ἔντομα.
Εἴμαστε καὶ μεῖς
ὅλα μαζί
– κι ὁ οὔρανὸς κ’ ἡ γῆ!
Τὸ κορμί μας περήφανο
ἀπ’ τῆς χαρᾶς τὴν ὀμορφιά!
Τὸ χέρι μας παντοδύναμο
ἀπ’ τὴν ὁρμή τῆς ἀγάπης!
Μέσα στὴ φοῦχτα τῆς αγάπης
χωράει τὸ σύμπαν!
Ἄξιζε νὰ ὑπάρξουμε,
γιὰ νὰ συναντηθοῦμε!..
Τίποτ' ἄλλο! Τίποτ' ἄλλο!..
Τί θὰ πρόσθεσῃ ἕνα διάδημα
στὸ διάδημα
τῶν φιλημένων μαλλιῶν μας;..
Ἕνα μικρό παράθυρο
βλέπει τὸν κόσμο.
Ἕνα σπουργίτι λέει
τὸν οὐρανό.
Σώπα!
Στὴν κόγχη τῶν χειλιῶν μας
ἑδρεύει τὸ ἀπόλυτο!..
Ἕνα ἄστρο ἔπεσε
– εἶδες;..
Σιωπή...
Κλεῖσε τὰ μάτια!..
Δέ φοβοῦμαι!
Ντυμένος τὸ φέγγος
τῆς θωπείας σου
περνῶ τολμηρός
μὲς ἀπ'τὴ λόχμη τοῦ σκότους.
Ἂς ἔλθουν οἱ θύελλες,
ἂς κλείσῃ τὸ χιόνι τὴ θύρα μου,
ἂς καλύψῃ
μὲ τὴν παλάμη της ἡ νύχτα
τὸν τελευταῖο φεγγίτη μου!
Ἐγώ θὰ δείχνω στὴ βροχὴ
αὐτό τὸ ἐαρινό τριαντάφυλλο
που ἀπόθεσε στὰ χέρια μου ἡ θωπεία σου
καὶ θὰ χαμογελῶ ἱλαρός!..
Ποιά τιμωρία θ'ἀπαλείψῃ
τὰ παμφωτα ἴχνη τῶν ματιῶν σου
ἀπ' τὰ μάτια μου;..
Κλείνω τὰ βλέφαρα
κάτω ἀπ' τὴν ἤρεμη νύχτα
κι ἀκούω νὰ κελαηδοῦν
μυριάδες ἄστρα
ὅπου συρθῆκαν
τὰ λευκά δάχτυλά σου
πάνω στὴ σάρκα μου.
Εἶμαι
ὁ ἔναστρος οὐρανός
τοῦ Θέρους.
Τόσο βαθύς κι ὡραῖος,
τόσο μεγάλος ἔγινα
ἀπ' τὴν ἀγάπη σου,
ποὺ δέ δύνεσαι πιά
νὰ μ' ἀγκαλιάσῃς!..
Ἀγαπημένη,
ἔλα νὰ μοιραστοῦμε
τὰ δῶρα ποὺ μοῦ ’φερες!..
Ἰδού, τὸ δάσος λυγίζει
ἀπ' τὸ βάρος τῶν ἄσπρων ἀνθῶν του!..
Ἡ καλοκαιρινὴ βραδυά
ἔμπαινε ἀπ’ τὸ παράθυρο
στὴ λευκή κάμαρα
τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ μου.
Μιὰ μυρωδιά χόρτου νωποῦ καὶ γιασεμιοῦ
κυμάτιζε στὸν ἤπιο ἀέρα∙
κ' ἕνα βῆμα ἐλαφρό,
σὰν ἀπὸ ἀκτινοβόλο πόδι ἀγγέλου,
τριγύριζε τὸ σπίτι μας...
Ἦταν τὸ βῆμα σου, ὦ Ἀγάπη,
ποὺ ἔψαχνε τόσα χρόνια πρίν
κάτω ἀπ' τὴ θερινή σελήνη
νὰ μ' ἀνταμώσῃ !
Ὅλη μου ἡ ὀμορφιά συνάζεται
νὰ στολίσῃ τὰ μαλλιά σου.
Κι ὅ,τι γλυκό καὶ τρυφερό,
πού ’ταν δικό μου κ' ἔμενε σὰν ξένο
καὶ μ' εἶχε λησμονήσει,
ξανάρχεται στὰ χέρια σου
νὰ ζεσταθῇ,
νὰ ξαναζήσῃ
καὶ νὰ σὲ φιλήσῃ!
Πῶς θὰ βαστάξουμε
στοὺς φιλημένους ὤμους μας
ὅλη τὴν πλάση;..
Ἔντρομο πουλί
τὸ φιλί μας
νωπό ἀκόμη
ρωτάει:
Ἀγάπη γιατί ἦρθες;
Ἄν φύγῃς, Ἀγάπη;..
Ἡ ἐσθῆτα τῆς βραδιᾶς μενεξεδένια,
μὲ μιὰ λεπτή χρυσή παρυφή
στὸ μακρὺ κράσπεδο,
περνάει σαρώνοντας
τὰ πεθαμένα φιλιά μας
κι ἀγγίζοντας
τὰ λευκά γόνατά σου...
Κρυώνεις;..
Τὰ φύλλα θρόισαν...
Τοῦ χεριοῦ σου ἡ λευκότης
θαμπώνει καὶ δύει
στὴ γαλανή διαφάνεια τῶν σκιῶν,
κρίνος χλωμός ποὺ βυθίζεται
σὲ βραδυνά νερά...
Ἄκου τὶς ὁπλές
τῶν μαύρων ἀλόγων
ἔξω στὸ λιθόστρωτό τῆς νύχτας!
Μή σηκωθῇς
νὰ κοιτάξῃς ἀπ' τὸ παράθυρο.
Πρὸς τί μιὰ κίνηση,
ἀφοῦ γνωρίζουμε;..
Ὄχι, ὄχι.
Δέ θέλω νὰ φύγω!
Κράτησέ με!
Φοβοῦμαι σιμά σου,
κι ὅμως ἀγαπῶ τὸ δέος μου...
(Στὸν πλατύ ἐρημωμένο κάμπο
οἱ γυμνές λεῦκες
ὑψώνουν τοὺς κλώνους τοὺς
σ' ἕναν ἄλλο οὑρανό...
Ἄ, πάλι ὁ γέρος
περνάει σκυμμένος
κάτω ἀπ'τὴ βροχή!..)
Μᾶς ἄγγιξε ψυχρό
τὸ φθινοπωρινό λυκόφως.
Χλωμό τὸ φῶς ἀργεῖ
– λησμονημένη προτομή ποιητοῦ
Στὸ ἄνοιγμα αὐτό τοῦ δάσους
φτάνουν τὴ νύχτα
τὰ φοβισμένα ἐλάφια
καὶ κοιτάζουν μὲ μάτια νωπά
τὴν κίτρινη σελήνη τοῦ Νοεμβρίου...
Ἔρχεται ἡ νύχτα...
Μιὰ σιωπηλή ἀστραπή
ρυτιδώνει χαμηλά
τὸν ὁρίζοντα...
Παντοῦ σαλεύουν
ἀποχαιρετισμῶν μαντίλια...
Γιατί ἀργοῦμε;
Μιὰ σειρῆνα θὰ σφυρίξῃ
τὰ μεσάνυχτα,
κ' ἡ ἀποδημία ποὺ δίσταζε
θ' ἀκολουθήσῃ τοὺς γερανούς...
Ὁ ἥλιος μὲ φωνάζει!
Ξημερώνει...
Νάτος ὁ ἥλιος,
πάνω ἀπ' τὶς μπρούτζινες πολιτεῖες,
πάνω ἀπ' τοὺς πράσινους ἀγρούς
– μές στὴν καρδιά μας!..
Νιώθω στοὺς ὤμους
τὸ γλυκό μυρμήγκιασμα
καθὼς φυτρώνουν
ὅλο πιό νέα καὶ πιό μεγάλα
τὰ φτερά μας!..
Καλοί μου ἄνθρωποι,
πῶς μπορεῖτε νὰ σκύβετε
<καί> νὰ μή χαμογελᾶτε;..
Ἀνοῖχτε τὰ παράθυρα!..
ΠΗΓΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ http://poetry-in-greece.blogspot.gr/
Συγχαρητήρια Γεωργία !!! ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό μήνα!!
Μαρία μου σε ευχαριστώ πολύ!καλό βράδυ και καλό μας μήνα
ΑπάντησηΔιαγραφή