Τα γυμνά κορμιά στο χορτάρι ενώθηκαν,
μπλεγμένη σάρκα
στη δίνη του πάθους.
Σπέρμα και ωάρια στη χαρά της φύσης,
αρχέτυπο σύμπλεγμα κοσμικής δημιουργίας.
Κραυγές εσώψυχες
ταράζουν τα νυχτοπούλια,
οι γουστέρες κοιτάνε ξαφνιασμένες.
Τα αστέρια χαμηλώνουν πλησιάζουν τη γη,
του οργασμού το ουρλιαχτό μεταφέρουν στο σύμπαν.
Προαιώνιο το ανθρώπινο ερωτικό παιχνίδι,
υποταγή τυφλή στα κελεύσματα των θεών.
Ηδονή της σάρκας,
τροφή των αισθήσεων,
λιβάνι, μύρο και μάλαμα, δώρα στην ύπαρξη.
Τη γεύση απ’ τον ιδρώτα της ξαναμμένης σάρκας,
το διψασμένο χώμα,
πεινασμένο τη ρουφά.
Λίπασμα, ευλογία, εξωτικές μυρουδιές και χρώματα,
στα γεννήματα του χαρμόσυνα κι απλόχερα τα δίνει.
Το σκοτάδι φοβισμένο άτακτα υποχωρεί,
στο βασίλειο του Πλούτωνα
ζητά καταφύγιο.
Τα νερά του Αχέροντα γαληνεύουν τη λίμνη,
ο βαρκάρης και ο Κέρβερος αυτοκτονούν.
Έρωτας και φύση παιχνιδίζουν χαρούμενα,
στο φως της πανσέληνου
καμαρώνουν το έργο τους.
Πούλια κι αποσπερίτης φωτίστηκαν πιότερο,
η Αφροδίτη χαμογελά περήφανη κι ευτυχισμένη.
γιώργος θ. τζιας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου