Λέξεις άσκοπα τριγυρίζουν
στη χορταριασμένη αυλή του νου
που γιομάτη αγκάθια
μα και μικρές άτακτες δροσοσταλίδες,
αφημένες δω και κει γυρεύει το λυτρωμό.
Και συ να στέκεις αγέρωχη
να φοβάσαι το φιλί το τελευταίο
σα ναναι το πρώτο.
Έσκυψα να μαζέψω ένα μονάκριβο δάκρυ
που έσβησε στο τελείωμα του προσώπου
για φυλαχτό μιας ζωής, κάποιων χρόνων,
μιας στιγμής αδικοχαμένης,
αλλά πολύτιμης σαν σκληρό
κι αδιαπέραστο σύγνεφο,
κει που ο ορίζοντας σμίγει με το γαλάζο
της θάλασσας και χαϊδεύονται με το δείλι.
Γυναίκα με χαραγμένο πρόσωπο
μάνα από κούνια
ζωσμένη τα παιδιά του κόσμου ολάκερου
στο βλέμμα σου.
Αρχέγονη λατρεία, άξεστη, απλή,
γιομάτη πόθο.
Ακου τον ύμνο τον ακάθιστο,
γύρε το μάγουλο στη ποδιά μου
και παραδώσου γυμνή,
ντυμένη μύρο και γιασεμί
με τα χείλη μισάνοιχτα
και το βλέμμα θολό, δακρυσμένο.
Μη γυρίσεις να δεις τι απέμεινε
ποτέ δεν θα μάθεις τι έκρυψα
εκεί βαθιά στη θύμησή μου,
εξόν από μια βουβή εκτίμηση
και μια γοερή γιομάτη λυγμούς αγάπη.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://anorthografies.net/archives/2384
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου