John William Waterhouse, The Lady of Shalott, 1888 |
"Ορκίσου!" είπε η Λουκία, "Τίποτα δε θα πεις, κανείς δεν θα το μάθει!"
Η Όλγα κατσούφιασε: "Με τρομάζεις... Να ορκιστώ, σε τι θέλεις;"
"Στη φιλία μας!"
"Τόσο σοβαρό είναι;"
"Τόσο".
"Σ' ορκίζομαι στη φιλία μας".
Η Λουκία πήρε βαθειά ανάσα: "Έχω ερωτευτεί!"
"Και λοιπόν, πού είναι το τραγικό;"
"Άμα σου πω ποιον..."
Δεν πήγαινε πουθενά το μυαλό της Όλγας. Γύρισε στη θάλασσα, κοίταξε τα βότσαλα, τον ουρανό... μέχρι που μια σκέψη την έκανε να γουρλώσει τα μάτια: "Έχει γούστο! Κανένας παντρεμένος θα ΄ναι, ε; Ή μήπως γέρος;"
"Νέος είναι. Ανύπαντρος κι όμορφος".
"Ανύπαντρος και νέος, μια χαρά! Μη σου πουν πως είναι νωρίς, αυτό φοβάσαι;"
"Αυτόν φοβάμαι, αυτόν τον ίδιο!"
"Σε κυνηγάει; Μήπως σε απειλεί;"
"Αυτός;... Αυτός ούτε που ξέρει ότι τον θέλω!" Η Λουκία σήκωσε το χέρι κι έδειξε δεξιά στη θάλασσα, στην άκρη της ακτής, κατά το καρνάγιο. "Κοντά στο καρνάγιο, τι βλέπεις;"
"Το φάρο. Το ακρωτήρι με το φάρο. Και το διαβολόσπιτο".
Η Λουκία κατέβασε το χέρι, κατέβασε και τα μάτια. Απόμεινε η Όλγα να κοιτάζει, ποιος ήταν εκεί, που είχε τρελάνει τη φίλη της;
"Εκεί δουλεύουν οι εργάτες... κι είναι κι εκείνη η πουτ... η Θάλεια. Δεν εννοείς το γιο της Θάλειας, της..."
Ταράχτηκε η Λουκία: "Μη μιλήσεις άσχημα. Γιατί νομίζεις υποφέρω;"
"Βρε δυστυχισμένη, πώς έγινε αυτό; Αυτός, μόνο με τον ίσκιο του κάνει παρέα!"
"Τα μάτια του, τα μάτια του..."
"Τι είναι τα μάτια του; Και πού τα ξέρεις εσύ;"
"Τον έβλεπα σ' αυτά τα σούρτα φέρτα με τη μάνα του. Μια μέρα πέρασε από δίπλα μου, ξυστά, γύρισε και με κοίταξε μ' αυτό το βλέμμα... κι από τότε μου καρφώθηκε".
"Να σου ξεκαρφωθεί, αυτός δεν είναι κανονικός άνθρωπος, είναι... είναι αλλιώς!"
Πετάχτηκε η Λουκία οργισμένη: "Αυτό με ταράζει, ότι είναι αλλιώς. Φαντάζεσαι ότι αυτό θα με σταμάταγε; Γι' αυτό τον θέλω πιο πολύ!"
"Και μου το λες για να ησυχάσω; Σύνελθε παιδί μου! Ορίστε μας, η κόρη του παπά, να μπλέξει με το βλέμμα... του Σατανά! Τρελάθηκες εντελώς;"
"Εντελώς", είπε με χαμόγελο η Λουκία. Χάθηκε το σύννεφο απ' το βλέμμα της, έλαμπε ολόκληρη. Έριξε το κεφάλι στο πλάι, σταύρωσε τις παλάμες στο στήθος κι άρχισε να στρέφει με χάρη τη λεπτή της μέση δεξιά αριστερά, λες και νανούριζε στην αγκαλιά της μιαν αόρατη κούκλα...
Από τον "Ράφτη του Ποσειδώνα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου