Γράφει ο Γιάννης Δημάκης
«Οδυσσεύς Ανδρούτσος:
«Οδυσσεύς Ανδρούτσος:
Δολοφονημένος απ’ τα πάθη,
απ’ το κράτος, από τον συναγωνιστή του στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Προδομένος και στραγγαλισμένος.
Λίγη συγνώμη θα εχάριζε πάλι στην Ελλάδα τον χορευτή της Γραβιάς».
Κείμενο γραμμένο σε ανδριάντα του Οδυσσέα Ανδρούτσου που στήθηκε στις 29 Μαΐου του 1888 με εντολή του βασιλέα Γεωργίου του Α΄
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1790 στην Πρέβεζα ή την Ιθάκη και δολοφονήθηκε με ξυλοδαρμό στην Ακρόπολη των Αθηνών(05/06/1825). Ήταν επιφανής αγωνιστής οπλαρχηγός της Επανάστασης του 1821 και γιος του οπλαρχηγού Ανδρούτσου. Το όνομα της οικογένειας(ιταλ. Andruzzo) αναφέρεται στο περίφημο Λίμπρο ντ’ Όρο(Libro D’ Oro) του νησιού. Μητέρα του ήταν η Ακριβή Τσαρλαμπά, από την Πρέβεζα. Ως προς το έτος γεννήσεως, κατ’ άλλους, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε μεταξύ 1788-90.
Πίνακας του Δ. Τσόκου
Ο πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου ήταν Αρβανίτης και λεγόταν Ανδρέας Βερούτσος ή Ανδρέας Βερούσης (εξ ού και το υποκοριστικό Ανδρούτσος) και γεννήθηκε στους Λιβανάτες Λοκρίδας(Νομός Φθιώτιδας) το 1750, όπου διετέλεσε διαβόητος αρχικλέφτης και πειρατής συνεργάτης του Λάμπρου Κατσώνη(1770-2). Ο Ανδρέας Βερούσης, Βερούτσος(1750-97) ήταν ήδη επαναστάτης εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν την επίσημη κήρυξή της(24/02/1821). Σε μια από τις μάχες του με τους Οθωμανούς τραυματίσθηκε στην κνήμη και επειδή τραυματίας ων κινδύνευε στην κατεχόμενη Ελλάδα, κατέφυγε στην Βενετοκρατούμενη Πρέβεζα για ασφάλεια και για να τύχει ιατρικής περίθαλψης από Βενετσιάνους χειρουργούς ιατρούς,.
Ο Ανδρέας Βερούσης διεκομίσθη(1786) στην Πρέβεζα και φιλοξενήθηκε από τον άρχοντα της Πρέβεζας εύπορο προεστό Δημήτρη Τσαρλαμπά, γαλλόφιλο και πράκτορα των Ρώσων κατά τον Ρωσσοτουρκικό Πόλεμο(1787-92) του οποίου τελικά παντρεύτηκε τη μονάκριβη και όμορφη κόρη Ακριβή Τσαρλαμπά (13/03/1786) με κουμπάρο τον «θαλασσόλυκο» Λάμπρο Κατσώνη υποπλοίαρχο του Ναυτικού της Ρωσικής αυτοκρατορίας.
Ο Ανδρέας Βερούσης Βερούτσος, συνελήφθη(1792) από τους Βενετούς, παραδόθηκε στους Τούρκους και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου πέθανε από βασανιστήρια των Οθωμανών(1797). Λέγεται ότι το αποκεφαλισθέν πτώμα του το έριξαν στα παγωμένα νερά του Βόσπορου. Ήταν 47 ετών.
ΓΕΝΝΗΣΗ ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ
Από το γάμο του Ανδρέα Βουτσανά με την Ακριβή Τσαρλαμπά γεννήθηκε (Δεκέμβριος 1790)-κατά μία άποψη- στην Ιθάκη ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, εξ ού και το όνομα Οδυσσέας. Κατά μια 2η άποψη, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε στην Πρέβεζα, όπου«μετά την σύλληψιν του πατρός του από τους Βενετούς εν έτει 1973, οίτινες τον παρέδωσαν εις τους Τούρκους, ανετράφη εν εσχάτη πενία»
Ως προς το έτος γεννήσεως, υπάρχουν διαφωνίες. Κατ’ άλλους, γεννήθηκε μεταξύ 1788-90. Νονοί του ήταν η Μαρία Σοφιανού, σύζυγος του Λάμπρου Κατσώνη, κόρη προύχοντα από την Κέα και ο Ιωάννης Ζαβός άρχοντας της Ιθάκης. Από τα ανωτέρω συμπεραίνεται ότι ο τοκετός έγινε στην Πρέβεζα και τους επόμενους μήνες ή έτος το ζευγάρι μετακόμισε στον Ιθάκη.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ(ΠΡΕΒΕΖΑ, ΙΘΑΚΗ, ΛΕΥΚΑΔΑ)
Ο πατέρας του, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην επανάσταση του Λάμπρου Κατσώνη, συνελήφθη από τους Βενετούς, παραδόθηκε στους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε(1797) στην Κωνσταντινούπολη με αποτέλεσμα ο μικρός γιος του, Οδυσσέας, να μείνει ορφανός σε ηλικία 7 ετών.
Η χήρα μητέρα του Ακριβή Τσαρλαμπά μετακόμισε(1797) στη Λευκάδα. Οι κλέφτες που δρούσαν ήδη εναντίον του τουρκικού ζυγού στην ενδοχώρα έβρισκαν καταφύγιο στα Επτάνησα, που βρίσκονταν ακόμα κάτω απ’ την Βενετική κυριαρχία. Εκεί ο Οδυσσέας απέκτησε την στοιχειώδη μόρφωση σε αντίθεση με άλλους κλεφταρματωλούς. Καλλιέργησε τα Ελληνικά του και έμαθε ακόμα πολύ καλά τα Αρβανίτικα και τα Ιταλικά. Παράλληλα επηρεάστηκε απ’ την κινητικότητα των ιδεών του Γαλλικού και Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Από επιστολές φαίνεται, ότι γνώριζε και θαύμαζε τους Έλληνες φιλόσοφους και ήρωες της Αρχαιότητας και κατείχε σημαντικές γνώσεις της Ελληνικής Ιστορίας. Το όνομά του άλλωστε δείχνει την αγάπη της οικογένειάς του για την αρχαία Ελλάδα. Υπήρξε λάτρης της Ελληνικής Κλασικής Παιδείας. Μεταξύ 1798-1800 γνώρισε και συναναστράφηκε με τον ποιητή Ιωάννη Ζαμπέλιο στην Λευκάδα, όπου και διδάχθηκε απ’ αυτόν. Γνώρισε επίσης κι άλλους λόγιους ανάμεσα σε κύκλους του νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Έγινε η Μάχη της Νικόπολης(1798) και ο Χαλασμός της Πρέβεζας από τον Αλή Πασά και ο μικρός Οδυσσέας και η μητέρα του Ακριβή διασώθηκαν γιατί είχαν καταφύγει στη Λευκάδα. Αργότερα επέστρεψαν στην Πρέβεζα όπου και έζησε ως το 1806.
Ο ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Ο Αλή Πασάς, ενθυμούμενος την προσωπική φιλία που είχε με τον εκλιπόντα πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, τον αναζήτησε(1806) και τον πήρε στην αυλή του στα Ιωάννινα, ή κατά 2η εκδοχή τον πήγε εκεί με αίτημα η μητέρα του. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Αλή Πασά και είχε έναν ταραχώδη βίο, όμως σχεδόν πάντα ο Αλή του συγχωρούσε κάθε παράπτωμα. 15ετής κατατάχτηκε από τον Αλή στην προσωπική σωματοφυλακή του και σύντομα κατάφερε να γίνει αρχηγός της προσωπικής φρουράς του. Επίσης φαίνεται ότι προσήλθε, άγνωστο εάν ήταν επιφανειακά ή συνειδητά, στην μουσουλμανική αίρεση των Μπεκτασίδων, στην οποία ανήκε και ο προστάτης του. Οι Μπεκτασήδες αποτελούσαν ένα ανεξίθρησκο τάγμα, όπου ο καθένας μπορούσε να μαθητεύσει μαζί τους χωρίς να είναι αναγκασμένος να προσηλυτιστεί στον μωαμεθανισμό. Αυτό υπήρξε μία αφορμή για τους μετέπειτα ιστορικούς της Ρωμιοσύνης να κατηγορήσουν τον Οδυσσέα για εκτουρκισμό.
Μυήθηκε(1818) στη Φιλική Εταιρεία και διορίστηκε(1819) δερβέναγας στην Α. Στερεά. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πήρε μέρος στις μάχες του Βερατίου, Αργυροκάστρου και Γαρδικίου και για αμοιβή, ο Αλή Πασάς του χάρισε ως μνηστή την Ελένη, κόρη του εύπορου και ισχυρού Χρήστου Καρέλου από τους Καλαρρύτες Ιωαννίνων και την οπλαρχηγία της Λειβαδιάς.
Όταν και επήλθε η ρήξη του Αλή Πασά με την Πύλη, εγκατέλειψε(1820) την Λιβαδειά, αφού πρώτα μύησε τον Αθανάσιο Διάκο στην Φιλική εταιρεία και του εμπιστεύθηκε την εξουσία της οπλαρχηγίας του αφήνοντάς τον ως πρωτοπαλίκαρο. Ο ίδιος κατέφυγε στην Αράχοβα όπου προσπάθησε μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες που όλοι είχαν κοινό την θητεία τους στην αυλή του Αλή, να δημιουργήσει μια ελληνοαλβανική συμμαχία πάντα σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Το εγχείρημα αυτό όμως απέτυχε καθώς ο Ομέρ Βρυώνης αρνήθηκε να συμμετάσχει.
Μετά από αυτό ο Ανδρούτσος κατέφυγε δια μέσου της Ακαρνανίας στα Επτάνησα, στην Λευκάδα. Εκεί συναντήθηκε(αρχές 1821) με τους Καραϊσκάκη, Γεώργιο Βαρνακιώτη, Ζόγγα, Μακρή, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη κ.ά. οπλαρχηγούς Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας. Στη σύσκεψη που έγινε στην αγγλοκρατούμενη Αγία Μαύρα(τέλη Ιανουαρίου 1821), συμμετείχε και ο Ανδρούτσος. Θέμα: οι προετοιμασίες που έπρεπε να γίνουν για να ξεσηκωθεί η Στερεά Ελλάδα. Αποφασίστηκε η ανάθεση της εξέγερσης της Α Στερεάς στον Ανδρούτσο και στον Πανουργιά. Οι αποφάσεις της σύσκεψης μπήκαν αμέσως σε εφαρμογή: ο Ανδρούτσος επιτέθηκε με ομάδα ανδρών του στη γέφυρα της Τατάρνας(αρχές γ’ δεκαημέρου Μαρτίου), μαζί με τον ηγούμενο της εκεί μονής Κυπριανό, σε 60 Τούρκους, οι οποίοι με αρχηγό τον Δερβέναγα Χασάν Μπέη Γκέκα, συνόδευαν μεγάλη χρηματαποστολή. Μετά την επιτυχή επιχείρηση έφυγαν αφήνοντας άθικτα τα χρήματα για να φανεί έτσι πως η επίθεση ήταν καθαρά επαναστατική πράξη. Χαρακτηριστική για την έναρξη της επαναστάσεως στην Α Στερεά είναι η επιστολή(22/03) που έστειλε ο Ανδρούτσος στους Γαλαξιδιώτες: «Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου», τους γράφει και τους προτρέπει να πάρουν και εκείνοι αμέσως τα άρματα.
Ο ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Λίγο πριν τον τραγικό θάνατο του Αλή Πασά(1822) και σε συνεννόηση μ’ αυτόν, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με ένα ασκέρι 2.000 ανδρών, Αλβανών και Ελλήνων, ανεξαρτητοποιήθηκε και άρχισε ένα τρίχρονο αγώνα εναντίον των Οθωμανών με αποκορύφωμα την ηρωική Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς(08/05/1821), όπου μόνο 118 Έλληνες αντιμετώπισαν επιτυχώς 8.000 Οθωμανούς υπό τον Ομέρ Βρυώνη.Μέσα σε αυτούς τους 118 ήρωες Έλληνες ήταν και οι μετέπειτα δολοφόνοι του.
Επειδή ο Ανδρούτσος γνώριζε το παράτολμο του εγχειρήματος του και καθώς υπήρχε σοβαρότατος κίνδυνος ολοκληρωτικής και ομαδικής θυσίας όσων θα αποφάσιζαν να πολεμήσουν στο Χάνι, δεν ήθελε να τον ακολουθήσουν οι άντρες του από υποχρέωση, αλλά το άφησε στην επιλογή τους. Όπως σημειώνει ο Διονύσιος Κόκκινος (ιστορικός)…είχε τότε αλλόκοτον δια την σοβαράν περίστασιν έμπνευσιν. Εφώναξε δυνατά: -Παιδιά, όποιος θέλει να με ακολουθήση ας πιασθή στο χορό. Και άρχισε να τραγουδή και αν χορεύη το γνωστόν κλέφτικο:
Κάτω στου Βάλτου τα χωριά…
Πρώτος έτρεξεν ο Γκούρας. Εκατόν δεκαεπτά εν όλω επιάσθησαν εις τον χορό. Ηταν μια ηρωική σελίδα της ιστορίας μας. Απέδειξε κατά τον καλύτερο τρόπο τη στρατηγική ιδιοφυία του καπετάνιου.Καθυστέρησε πάνω στην κρίσιμη στιγμή τον Ομέρ Βρυώνη που ετοιμαζόταν δια μέσω της Ρούμελης να περάσει στην Πελοπόννησο και να καταστείλει την Επανάσταση.Στη μάχη αυτή, «η στρατηγική ιδιοφυΐα του Ανδρούτσου θριάμβευσε. Έτσι δικαιωματικά κατέλαβε τη θέση του αρχηγού των όπλων της Βοιωτίας και ουσιαστικά επηρέασε την τύχη της Επανάστασης στην Αν. Στερεά, κατά τα επόμενα έτη.»Παίρνοντας παράλληλα εκδίκηση και για τον θάνατο του φίλου του, Αθανάσιου Διάκου στη μάχη της Αλαμάνας. Η γερουσία του Αρείου Πάγου του αναθέτει(27/08/1822) τη Διοίκηση της Αθήνας και εισέρχεται θριαμβευτής Φρούραρχος στην Ακρόπολη, συνοδευόμενος από τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, τον Ιωάννη Γκούρα, τον Ιωάννη Μαμούρη, τον Κατσικογιάννη και 300 ένοπλους επαναστάτες.
Η υποδοχή του λαού των Αθηνών ήταν αποθεωτική. Στην Αθήνα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γνώρισε πολλούς ξένους Φιλέλληνες οι οποίοι αναφέρονται ευνοϊκά στα απομνημονεύματά τους σε αυτόν. Ο Βρετανός Edward John Trelawney(1792-1881) φίλος του Λόρδου Byron ήρθε μαζί του στην Ελλάδα. Γνώρισε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο(Νοέμβριος 1823) και γοητεύτηκε από την προσωπικότητά του. Παντρεύτηκε την 13ετή ετεροθαλή αδελφή του Οδυσσέα, Ταρσίτσα Καμένου. Τον ακολούθησε παντού και του έμεινε πιστός ως το τέλος.
Κατηγορήθηκε(άνοιξη 1822) από τον Ιωάννη Κωλέττη για συνεργασία με τον εχθρό, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από το αξίωμα. Όμως παρά την παραίτησή του συνέχισε απτόητος την πολεμική του δράση εναντίον των Τούρκων ως το 1824.
Τον Απρίλιο του 1823 στο Άστρος Κυνουρίας συνήλθε η 2η εθνοσυνέλευση. Εκεί ψηφίσθηκε το νέο Σύνταγμα που ήταν αρκετά δημοκρατικότερο του πρώτου. Αποτέλεσμα το ξέσπασμα εμφύλιου πόλεμου. Πρόκειται για εμφύλιο ταξικό πόλεμο των πλουσίων, των Φαναριωτών και των παπάδων, εναντίον των φτωχών και όχι για πόλεμο κάποιων συμφερόντων όπως θέλουν να ισχυρίζονται κάποιοι ιστορικοί. Ο επικίνδυνος Οδυσσέας είχε μετατεθεί στην Πελοπόννησο απ’ τους κυβερνητικούς με σκοπό ν’ αχρηστευθεί. Εκεί έγιναν τρεις απόπειρες δολοφονίας εναντίον του. Το 1824 ο πρωθυπουργός Κωλέττης κοινοποίησε απόφαση του Εκτελεστικού, που καθαιρούσε πάλι τον Ανδρούτσο και διόριζε αρχηγό της Ρούμελης τον Κίτσο Τζαβέλα. Την ίδια εποχή στο Κουτσομάδι της Πελοποννήσου ένας δεύτερος τρομερός εμφύλιος ξεσπά ανάμεσα σε πλούσιους πλοιοκτήτες και κοτζαμπάσηδες για την εξουσία. Μετά την νίκη των πρώτων θα ακολουθήσει το πιο θυελλώδες και άγριο πλιατσικολόγημα των χρονικών του Αγώνα. Πράξεις κτηνώδους βίας, σφαγές, βιασμοί, ληστείες, εμπρησμοί κατά την ηττημένων.
Ο Οδυσσέας παρέμεινε αμέτοχος αυτής της αλληλοσφαγής. Παραγκωνισμένος και αφορισμένος, πραγματικό ψυχικό ράκος, φάντασμα του ίδιου του εαυτού του βρισκόταν κλεισμένος στην Δρακοσπηλιά του. Η νέα πατρίδα του που δεν είχε καμία σχέση με την Ελλάδα που οραματιζόταν, είχε κυριολεκτικά διαλυθεί μέσα σ’ ένα σύννεφο εμφύλιων σπαραγμών. Η αναξιοκρατία και η πλήρη υποταγή της φτωχής τάξης και των ηρωικών πολεμιστών στους πλουσίους και στην Εκκλησία εκτυλισσόταν.
ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΩΣΗ
Οι παλιές προστριβές του Ανδρούτσου με τους καλαμαράδες, όπως ονόμαζε τους πολιτικούς και οι έντονες αντιδράσεις του, η τάση τέλος της Κυβέρνησης Κουντουριώτη να τον παραγκωνίζει και να μην του χορηγεί τα απαιτούμενα χρήματα και εφόδια για τη συγκρότηση ισχυρού στρατού και στρατοπέδων στη Στερεά, είχαν απογοητεύσει τον Ανδρούτσο. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο, η απροθυμία της κυβερνήσεως να τον βοηθήσει και ο κίνδυνος των επαρχιών της Στερεάς Ελλάδας από την προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων, τον είχαν κάνει(αρχές Αυγούστου 1824) να έλθει σε επαφή με τους Τούρκους αρχηγούς για να βάλει ξανά καπάκια, μολονότι μόλις τον Απρίλιο, στη συνέλευση των Σαλώνων, είχε αποφασισθεί «κανένας στρατιωτικός να μην ημπορεί να βάλει τα λεγόμενα καπάκια». Διαβλέποντας παντού μηχανορραφίες των πολιτικών, ο Ανδρούτσος αποσύρεται απογοητευμένος στη σπηλιά του, στη Μαύρη Τρύπα, Β του Παρνασσού, κοντά στο χωριό Βελίτσα. Οι κινήσεις και οι διαθέσεις του όμως τον έκαναν περισσότερο ύποπτο στην κυβέρνης και κυρίως στον Κωλέττη και στους άλλους εχθρούς του, που ζητούσαν να διορίσουν άλλους καπεταναίους στη θέση του. Η καχυποψία του ενισχύθηκε όταν έμαθε τη σύλληψη του Κολοκοτρώνη. Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν τόσο πολύ τον Ανδρούτσο, ο οποίος θέλοντας να φοβίσει τους καλαμαράδες, ενώθηκε με τους Τούρκους με τον όρο να του δώσουν την αρχηγία των επαρχιών της Εύβοιας, Ταλαντίου, Λιβαδιάς και Θήβας.
Τα καπάκια.....
Τα καπάκια, οι μυστικές συμφωνίες των οπλαρχηγών της Ρούμελης με τους Τούρκους, θεωρούνταν γενικά ενθοφελή στρατηγήματα. Όποιος έβαζε καπάκι ή ψευτο-κάπακο επέβαλε ανακωχή, έσωζε τους πληθυσμούς από τη σφαγή και τη λεηλασία και συνάμα κέρδιζε πολύτιμο χρόνο. Σε παρόμοιες συμφωνίες κατέφυγαν ο Βαρνακιώτης, ο Ίσκος, ο Γώγος Μπακόλας, ο Ράγκος, ο Βαλτινός, ο Στορνάρης, ο Σαφάκας, ο Καραϊσκάκης και βέβαια ο Ανδρούτσος. Ήταν δηλαδή μια χερσοελλαδίτικη τακτική - γνωστή σε όλους και αποδεκτή. Ωστόσο η έλευση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και η δυναμική εμπλοκή του στον ξεσηκωμό της Δυτικής Ελλάδας κατέστησε τα καπάκια πέτρα σκανδάλου και πανίσχυρο πολιτικό επιχείρημα· με πρόσχημα τις επαφές με τον εχθρό, ο ετερόχθων φαναριώτης είχε την ευχέρεια να διαχωρίζει τους καπετάνιους σε "πατριώτες" και "προδότες" ανάλογα με την τροπή των πραγμάτων και τις ατομικές του επιδιώξεις. Έτσι ο Βαρνακιώτης εξοβελίστηκε, ο Μπακόλας πέρασε στο στρατόπεδο των Τούρκων, ο Καραϊσκάκης δικάστηκε ως προδότης, ενώ ο Ανδρούτσος είχε το οικτρό τέλος που ξέρουμε.
Η συμφωνία που κλείστηκε τότε με τον Ομέρ πασά του Ευρίπου «ήταν κάτι περισσότερο από τα συνηθισμένα καπάκια, ήταν μια πράξη απελπισίας που έφθανε στα όρια της προδοσίας». Ο πραγματικός της σκοπός φαίνεται από όσα γράφει ο Σπηλιάδης, «…αν εφάνη συνεννοούμενος με τον εχθρό δεν αποδείχνει άλλο ειμή ότι ηπείλει την κυβέρνησιν, και εν ταυτώ ηπάτα τους Τούρκους δια τον σκοπόν του» Τότε η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει την ύποπτη στάση του διόρισε(20/02/1825) το παλιό πρωτοπαλίκαρό του Γιάννη Γκούρα αρχηγό της εκστρατείας στην Α Ελλάδα και του χορήγησε 140.000 γρόσια. Ο Γκούρας βάδισε προς τη Δόμβραινα και από εκεί στη Λειβαδιά. Οι κυβερνητικές δυνάμεις τον ακολούθησαν καταπόδι και τον ανάγκασαν, αυτόν και τους 400 Τούρκους ντελήδες (ιππείς) που του είχε στείλει ο Ομέρ πασάς από τη Χαλκίδα, να υποχωρήσουν στη Χαιρώνεια και κατόπιν στην πατρίδα του Λιβανάτες. Στο μοναστήρι της Βελιβούς(27/03-07/04), η θέση του Ανδρούτσου έγινε δύσκολη και τελικά, μετά από συνεννοήσεις με τον Νικόλαο Γκριτζιώτη, εγκατέλειψε κρυφά τους ντελήδες και παραδόθηκε στον Γκούρα.
«Κακοδυσσέως η πανήγυρις»
Ενώ ο Μοριάς παραδιδόταν αμαχητί στον Ιμπραήμ στις 20 Φεβρουαρίου η κυβέρνηση εξέδιδε διάταγμα για εξαπόλυση μεγάλης στρατιωτικής εκστρατείας 6.000 ανδρών και 12 πλοίων με αρχηγό τον Γκούρα εναντίον του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην Ρούμελη, με σκοπό την οριστική εξόντωσή του. Η επιχείρηση ονομάστηκε «Κακοδυσσέως η πανήγυρις»! Αντί τα πλοία να χτυπήσουν τον θαλάσσιο ανεφοδιασμό του Ιμπραήμ και ο στρατός να πολεμήσει για να μην πέσουν και τα τελευταία προπύργια της πατρίδας, θα πήγαιναν όλοι μαζί να εξοντώσουν τον «Τουρκοδυσσέα». Απίθανο σχέδιο Ρωμαίικης παραφροσύνης!
Ο Οδυσσέας παραδόθηκε αμαχητί στον παλιό του φίλο Γκούρα και του εξήγησε, ότι τώρα ήταν πολύ εύκολο να επιτεθούν οι Έλληνες στον Καράμπαμπα και να κατακτήσουν όλη την Εύβοια. Όμως ο Γκούρας δεν ενδιαφερόταν. Σκοπός του ήταν η εξόντωση του Οδυσσέα αφού πρώτα θα του άρπαζε τον θησαυρό. Ο Οδυσσέας συνελήφθη και μεταφέρθηκε ως αιχμάλωτος στο μοναστήρι του αγίου Σεραφείμ στον Ελικώνα. Ο γραμματικός του Γεωργαντάς κρυφακούγοντας τους σκοπούς του Γκούρα με κάποιους πιστούς του πολεμιστές προσπάθησαν να τον φυγαδεύσουν από εκεί. Ο Οδυσσέας όμως δεν δέχθηκε. Από εκεί μεταφέρθηκε οδικώς στο φρούριο της Αθήνας, για να μην δραπετεύσει. Η πόλη που κάποτε τον ανακήρυξε αρχιστράτηγο, τον τίμησε και τον αποθέωσε, τώρα τον ταπείνωνε και τον διαπόμπευε με τον πιο βάρβαρο και εξευτελιστικό τρόπο: «Η υπόληψις αυτού παρά τω λαώ και τους στρατιώτας είχε παντελώς εκπέσει, και οικτράν πλέον μόνον εικόνα πεπτωκότος μεγαλείου παρίστα ο Οδυσσεύς. Αι γυναίκες ερράπιζον αυτόν, το δε πλήθος ολίγου δειν ελιθοβόλει καθ’ οδόν τον ήρωα του Χανίου της Γραβιάς» (Μέντελσον «Ιστορία της Ελλάδος» Αθήναι 1873).
Εν τω μεταξύ ο Ιμπραήμ προέλαυνε στον Μοριά. Η ανικανότητα της στρατιωτικής διοίκησης χωρίς τον Κολοκοτρώνη και τον Ανδρούτσο επι κεφαλής, είχε οδηγήσει τον Αγώνα στο χείλος της καταστροφής. Οι Τούρκοι συντονισμένα επιτέθηκαν στην Ανατολική Στερεά με τις δυνάμεις του Αμπά και του Μουστάμπεη και στην Δυτική Στερεά με την μεγάλη στρατιά του Κιουταχή.
Κάτω απ’ την τεράστια αυτή απειλή δύο ονόματα ακούστηκαν πάλι στον λαό και στους πολεμιστές. Κολοκοτρώνης και Ανδρούτσος. Ο πρώτος έλαβε αμνηστία στις 20 Μαΐου κάτω απ’ την πίεση και την οργή του στρατού, ο δεύτερος όχι.Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης μόλις έμαθε τα γεγονότα σχετικά με τη φυλάκιση του Ανδρούτσου, εξοργίστηκε και «έβρισε τον Γκούρα παλιόβλαχο». Τότε ο σταυραδελφός του Οδυσσέα ο Καραϊσκάκης πήρε μία απόφαση μαζί με άλλους οπλαρχηγούς να συλλάβουν τον Γκούρα και να τον αναγκάσουν να ελευθερώσει τον Οδυσσέα.
Ο Καραϊσκάκης θα ξεκινήσει για το στρατόπεδο της Στερεάς για να απελευθερώσει τον φίλο του. Ο Γκούρας θα οχυρωθεί εκεί και ο Καραϊσκάκης δεν θα μπορέσει να τον απελευθερώσει. Για να αποκλιμακώσει την ένταση η Διευθυντική Επιτροπή της Α. Στερεάς Ελλάδος έστειλε επιστολή στην έδρα της διοικήσεως γνωμοδοτώντας την μετάθεση του Γκούρα στο στρατόπεδο της Αθήνας. Και η κυβέρνηση να μαλακώσει τον Καραϊσκάκη.
Η ανάγκη όμως για την αρχηγία του στρατού δεν άφησε τον Καραϊσκάκη να ολοκληρώσει το σχέδιό του. Περίμενε άλλωστε ότι ο Οδυσσέας θα δικαζόταν και θα αφηνόταν ελεύθερος όπως έγινε και με τον Κολοκοτρώνη και με τον ίδιο. Η κυβέρνηση κάτω απ’ τις λαϊκές πιέσεις για απελευθέρωση του Οδυσσέα έστειλε δύο φορές τελεσίγραφο εντολή στον Γκούρα να μεταφέρει τον αιχμάλωτο Οδυσσέα στην Ακροκόρινθο όπου τυπικά θα δικαζόταν. Εκείνος όμως αρνήθηκε και τις δύο.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ...
Οι δεσμοφύλακές του τον βασάνισαν πολλές ημέρες, για να τους αποκαλύψει πού είχε κρυμμένους τους θησαυρούς του. Όταν όμως είδαν ότι δεν κατόρθωσαν τίποτε, αποφάσισαν να απαλλαγούν τελείως από την παρουσία του. Περιμένοντας να δικαστεί ο Ανδρούτσος(05/06, μετά τα μεσάνυχτα), ο οπλαρχηγός Μαμούρης και 2 σύντροφοί του(Μήτσος Τριανταφυλλίνας,Παπακώστας), ενεργώντας κατά διαταγή του Γκούρα, απομάκρυναν τον δεσμοφύλακα, μπήκαν στο κελί του Οδυσσέα Ανδρούτσου και τον θανάτωσαν με τα ίδια τους τα χέρια(στραγγαλισμός). Ύστερα γκρέμισαν το σώμα του από τον Γουλά κάτω στο λιθόστρωτο του ναού της απτέρου Νίκης και διέδωσαν ότι τάχα ο φυλακισμένος είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει, αλλά το σχοινί που χρησιμοποίησε κόπηκε και έτσι σκοτώθηκε. Στο μικρό παραθύρι του πύργου είχαν δέσει ένα σκοινί και παρέστησαν έτσι τη δολοφονία ως ατύχημα απόδρασης.Δολοφονήθηκε χωρίς να δικαστεί, άνανδρα και άδικα. Δεκατρείς ημέρες μετά την δολοφονία του Οδυσσέα η κυβέρνηση έδωσε γενική αμνηστία σε όλους τους φυλακισμένους λόγω της λαίλαπας του Ιμπραήμ και του Κιουταχή.
Στο μητρώο των αξιωματικών του Αγώνα αναγράφεται ότι σκοτώθηκε στην Ακρόπολη από άγνωστους. Πολυτάραχη η ζωή και αμφιλεγόμενη η δράση του πολέμαρχου Οδυσσέα.Η Πολιτεία τον κατέταξε στην εξαίρετο τάξη των επίλεκτων αγωνιστών του΄21 μαζί με τον Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Μπότσαρη κ.ά. Αναίρεσε την κατηγορία της προδοσίας και παραδέχτηκε ότι δεν πρόδωσε αλλά συνθηκολόγησε με τον εχθρό. Το 1865 πήραν τα οστά του που ήταν σε μια γωνιά στην Ακρόπολη και τα εναπόθεσαν στο Α΄ νεκροταφείο.
Ο Ανδρούτσος είχε ενα γιο τον Λεωνίδα που έμεινε ορφανός σε ηλικία ενός έτους (γεννήθηκε το 1824). ο Κωλέττης ήθελε να το σκοτώσει μαζι με την μάνα του (Ελένη Καρέλη). Μάνα και μωρό κρύβονταν για χρόνια σε σπηλιές και φίλους. Το 1833 ο Οθωνας έστειλε το Λεωνίδα Ανδρούτσο να σπουδάσει στο Μόναχο. Τον πήρε υπο την προστασία του ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος (πατέρας του Οθωνα) και το μεγάλωνε σαν παιδί του. Δυστυχώς ο μικρός Λεωνίδας αρρώστησε και πέθανε στην μεγάλη επιδημία χολέρας του 1836. Στην ίδια επιδημία και δυο υπασπιστές του Οθωνα (Ηλίας Κατσακος Μαυρομιχάλης και Αντώνης Μιαούλης) που τον είχαν συνοδεύσει στη Γερμανία προκειμένου να βρει νύφη. Οι τάφοι και των τριών βρίσκονται στο παλιό νεκροταφείο του Μονάχου
ΠΗΓΕΣ..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου