Μίλησα μ' έναν Ποιητή,
σ' ένα τραπέζι,δίπλα απ' τις ελιές και το ούζο,
τον ρώτησα,
Ποίηση τι νογάται;
"Βλέπεις τις αλκυόνες,πέρα
στην θαλασσόσπαρτη πεδιάδα;
Που οι φωλιές τους
κρέμονται απάνου απ' τ' αλάτια;"
Βλέπω..
"Θωρείς τον στεναγμό,του Ήλιου,
άμα το δείλι έρχεται;
Πώς ζαρώνουν τα χέρια,τα πολλά του,
πώς κρύβεται;"
Θωρώ...
"Νιώθεις,του τζατζικιού την Πάλη
-με την φύση!-που για τον Έρωτα,
περιμένει ως χρόνια δέκα-επτά,
για να τον τερματίσει;"
Νιώθω...
"Στοχάζεσαι,την χρυσοκέντητη θωριά,
που άγγελος μπροστά Σου,
γαλήνιος,ερωτεύσιμος με μάτια διάφανα κοιτά στα μάτια Σου να δει;Να γίνει δικός Σου θες;
Ερωτεύεσαι έναν Άγγελο;"
Στοχάζομαι...
Όλα καλά Σου γέροντα,
την συμβουλή για νόμο πήρα,
άμα ακόμη δεν κατάλαβα,
τι πάει να πει
Ποίημα.
"Το Ποίημα,βλαστάρι Μου,
δεν το γραψες ακόμη,
μόνο τα χνάρια ακολούθησες που πέρασες μαζί Μου.
Δημιούργησε Το.Τώρα."
Αποκρίθηκε ο Ποιητής,βάζοντας την Ελιά
στο στόμα
και στ' αυτί ένα κλωνάρι από βασιλικό.
Αρχίζουμε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου