Φωτογραφία από http://donahartziwti.blogspot.gr/2010_12_01_archive.html Επεξεργασία Φίλιππος Φίλιας |
Τα κτήνη! Με διώξανε κακήν κακώς χρονιάρες μέρες. Με πέταξαν στο δρόμο μες στο καταχείμωνο, λες κι ήμουν χαλασμένο παιχνίδι. Εμένα, που τους στάθηκα για τόσα χρόνια. Γιατί εγώ τους πρόσεχα το σπιτικό, εγώ συντρόφευα κι ανάστησα το παιδί τους, εγώ τους γλύκαινα την κάθε μέρα. Κι αν δεν ήμουν εγώ να τους ξυπνήσω τη νύχτα όπου λαμπάδιασε η θερμάστρα, θα είχαν γίνει κάρβουνο, τα κτήνη! Μη φανταστείτε ότι τους κόστιζα πολλά ή ότι ζητούσα περισσότερα, μπα, ούτε γι’ αστείο. Είμαι λιτός και αξιοπρεπής, αρκούμαι πάντα σ’ ό,τι μου προσφέρουν. Τους άκουσα να λεν πως γέρασα, πως τρέμουν τα πόδια μου, τρέχουν τα σάλια μου, ότι ίσως τους μολύνω το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Ότι λυπούνται ειλικρινά, όμως δεν έχουν άλλη επιλογή από το να με απολύσουν. Προφάσεις! Απλώς δεν με νοιάστηκαν ποτέ, με χρησιμοποίησαν όπως τους βόλευε, τους ήμουν πλέον περιττός και με ξαπόστειλαν, τα κτήνη! Και να σκεφτεί κανείς ότι τους αφιέρωσα όλη μου τη ζωή – θα πέθαινα για δαύτους, ο ελαφρόμυαλος. Τώρα η θλίψη μου είναι ανείπωτη, απροσμέτρητη, θέλω να κλάψω γοερά, να ουρλιάξω φριχτά, να ψοφήσω παράμερα. Δεν είναι το κρύο κι η πείνα που με κατερειπώνουν, αυτά κάπως αντέχονται, αλλά ότι στο εξής δεν θα μπορέσω να εμπιστευτώ και ν’ αγαπήσω κανέναν, απώλεσα ανεπανόρθωτα την έμφυτη ζεστασιά μου, νιώθω σαν να κατάπια έναν πελώριο λασπωμένο χιονάνθρωπο, τα δόντια μου κροταλίζουν, το αίμα μου κρυστάλλιασε, τα σωθικά μου τουρτουρίζουν, κι αυτό το εσώτατο ψύχος δεν υποφέρεται όσο καλά και να ντυθείς και δεν υποχωρεί ούτε στα λιοπύρια του Αυγούστου ούτε στις ίδιες τις φλόγες της επουράνιας κόλασης, αν υφίσταται τέτοια. Γιατί θαρρώ πως η μόνη κόλαση είναι ο μέσα χειμώνας. Αλήθεια, τι ειρωνεία! Εγώ, ο δηλωμένος λάτρης, ο ταγμένος υπηρέτης του καλοκαιριού, να καταψύχομαι εξωθημένος σ’ ετούτη την άσπρη κόλαση, καθώς με μία σας κίνηση σμπαραλιάσατε ολόκληρη την κεντρική μου θέρμανση: την ανάγκη μου, την ικανότητά μου να σας αγαπώ. Με παγώσατε παντοτινά, δηλαδή με καταστήσατε ισόβια καταραμένο, συγκατάδικο και όμοιό σας. Κι αυτό δεν πρόκειται να σας το συγχωρήσω στον αιώνα τον άπαντα, ψυχρόαιμα κτήνη! Ω, πόσο σας απεχθάνομαι πλέον, πόσο σας σιχαίνομαι, πόσο σας μισώ, κι όσο σας μισώ τόσο παγώνω, τόσο ξυλιάζω – κοκαλώνω κατάμονος σε πολική εξορία, στην ξαφνική Σιβηρία της καρδιάς μου.
Τι θ’ απογίνω πια, δεν το γνωρίζω. Ποιος θέλει ένα γέρο μες στα πόδια του, και μάλιστα τέτοιαν εποχή; Τουλάχιστον κατάφερα να βρω προσωρινό καταφύγιο. Στη μεγάλη πλατεία υπάρχει στημένη μια εορταστική δημοτική φάτνη. Άμα κοιτάξετε προσεκτικά πίσω από τη Βρεφοκρατούσα, θα δείτε δυο κίτρινα τσιμπλιασμένα μάτια και μία μαδημένη ουρά. Είμαι εγώ, ένας σκύλος ράτσας σπανιότατης, αριστοκρατικής (όλοι οι σκύλοι είναι ευγενικής καταγωγής), που ξέπεσα και ξόφλησα, κάποτε άλκιμος και σφριγηλός, σήμερα ανήμπορος και γηραλέος, πρώην οικόσιτος και οικοκύρης, τώρα ανέστιος, πένης και γυμνός – το πιο παρατημένο, πονεμένο και παραπονεμένο πλάσμα εκεί έξω, στη δήθεν χριστουγεννιάτικη πόλη σας, το μόνο αληθινό ζώο εδώ μέσα, στην ψεύτικη φάτνη σας. Και με το σκυλίσιο χνώτο μου ζεσταίνω τον σπαργανωμένο Χριστό. Τον δικό μου θαλπερό, θερινό Χριστό, αυτόν που επισήμως θα καταδώσετε την άνοιξη για να του στερήσετε, όπως σ’ εμένα, το καλοκαίρι, τον οποίο ωστόσο προδίδετε σιωπηρά όλες τις εποχές του έτους, μέρα νύχτα, κάθε λεπτό και δευτερόλεπτο. Γαμώ το χριστό της απέραντης βαρυχειμωνιάς σας. Κτήνη!
Φίλιππος Φίλιας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου