Μπήκε το χάραμα. Πρώτος πάνω σε ένα άσπρο άλογο.
Πίσω του σε παράταξη ολόκληρο τάγμα.
Οι Γερμανοί είχαν φύγει την νύχτα και σίγουρα θα είχαν παγιδέψει το χώρο. Έπρεπε να βιαστούν. Μεθοδικά αλλά σύντομα κατάφεραν να σώσουν τα κτήρια. Οι αποθήκες στο Χασάνι έμειναν ανέπαφες.
Ακούστηκαν γέλια και οι φωνές ύψωσαν την ένταση.
Ο καπετάν Φώτης δεν περπατούσε. Πετούσε. Όλο το πρόσωπο όπως στη μέθη.
- Ξέρεις τι σημαίνει να ζεις το όνειρο;
Ο κομματικός επιτετραμμένος τον ενστερνίστηκε. Τα παλικάρια έπρεπε να ξεκουραστούν. Άνοιξαν όλα τα κτήρια εκτός από το τελευταίο. Γι’ αυτό έπρεπε να υπάρχει διαταγή από το κόμμα. Βρήκαν τρόφιμα, ρούχα, σκεπάσματα, παπούτσια, πράματα γενικά που όπως έλειπαν χρόνια. Μια νέα εποχή. Χωρίς κατακτητές και κατακτημένους.
- Για φαντάσου, είπε ο Γιάννος, θα ζήσουμε.
- Ναι, του απάντησε ο καπετάνιος. Θα γίνω Δάσκαλος, συνέχισε και ένα φως τον έλουσε ολόκληρο.
- Εγώ θα κάνω πολλά παιδιά καπετάνιε. Να τα βλέπω να τρώνε και να χαίρουμαι.
- Θα έχετε δωρεάν σπίτι και φυσικά δουλειά. Η υγεία και η παιδεία θα είναι για όλους και …
- Σε θέλω, του είπε ο καπετάνιος. Να πάμε μαζί να ανοίξουμε την αποθήκη. Μου ήρθε διαταγή από το κόμμα. Εσύ και εγώ όπως.
Ξεκίνησαν σκυφτοί. Η σχέση όπως δεν ήταν η καλύτερη. Στρατιωτικός ο όπως, αμπάρουτος ιδεολόγος ο όπως. Συμφωνούσαν βέβαια σε πολλά, αλλά σε άλλα ήταν σε απόσταση.
- Κάτι σαν τον Κολοκοτρώνη και τον Όθωνα, έλεγε ο καπετάνιος πειράζοντάς τον.
- Θα όπως εμένα δικαστή, συμπλήρωνε ο κατά σύμπτωση, φοιτητής όπως Νομικής, Πολυζωίδης.
Φτάσανε στην πόρτα του τελευταίου κτηρίου. Ερημιά. Μα μόνο στον επιτετραμμένο, η ερημία είχε αποτέλεσμα. Ο καπετάνιος άνοιξε το λουκέτο, τράβηξε την σιδερένια πόρτα και άρχισε να γελάει.
Θησαυροί. Όλα χρυσά, αργυρά και επίχρυσα. Μαχαίρια, κουτάλια, κηροπήγια, κορνίζες, φωτιστικά… Νοικοκυριά, άπειρα, όλο πολυτέλεια.
- Το κόμμα θα επιμεληθεί για τα ευρήματα, είπε η καθοδήγηση και βιάστηκε να πάρει πρωτοβουλία για την σφράγιση του κτηρίου.
- Τα κλειδιά τα βαστώ εγώ, του είπε βλοσυρά ο καπετάνιος.
Δεν τον έπαιρνε, τα έδωσε και τράβηξε για το απογευματινό προσκλητήριο.
Στη γύρω περιοχή ο κόσμος είχε μάθει τα νέα. Πολλοί ήρθαν για τα επινίκια. Αγκαλιές και φιλιά με όπως πολίτες. Είχαν επιτέλους νικήσει. Η ελευθερία φώναζε στη νύχτα τραγούδια όπως αντίστασης. Εκείνο το βράδυ όλοι ξέδωσαν και στο όνειρό όπως, θα είδαν τον κόσμο από ψηλά. Στο κάτω – κάτω αεροδρόμιο είχαν απελευθερώσει.
- Το πρωί να έρθουν όλοι οι πολίτες στο προσκλητήριο, είπε ο καπετάνιος στον Λευτέρη, τον Εαμίτη.
Πράγματι το άλλο πρωί, με την αυγούλα, άνθρωποι έβγαιναν από παντού. Πίσω από όπως θάμνους, πίσω από τα βούρλα, πίσω από όπως… Κόσμος, ρακένδυτος και πεινασμένος. Με τα μάτια καχύποπτα και κείνο το φόβο… Συνήθειες των τελευταίων ετών. Σιγά – σιγά μια αγκαλιά οι πολίτες γύρω από την παράταξη των στρατιωτών. Στο κέντρο μπροστά, πάνω σε μια πρόχειρη εξέδρα, ο καπετάνιος και δίπλα η καθοδήγηση.
Όλα είχαν περηφάνια και αρχοντιά. Ο τόπος σε ανάταση. Στο τέλος ο εθνικός ύμνος και έπειτα ο λόγος του καθοδηγητή. Βουβαμάρα. Οι περισσότεροι πολίτες άκουγαν για πρώτη φορά περιγραφή του παραδείσου. Δεν πίστευαν στα αυτιά όπως. Σχόλια άρχισαν και ερωτήσεις όπως. Όλοι καλύφθηκαν. «Λαϊκή δημοκρατία» ήταν η διαπίστωση.
Ο καπετάνιος σηκώθηκε, έστριψε το μουστάκι του και έπιασε να στηρίζει το χέρι του στο πιστόλι. Έδωσε παράγγελμα να λύσουν όπως ζυγούς και πρόσθεσε:
- Όλοι οι πολίτες να έρθουν συντεταγμένοι στο τέλος του διαδρόμου προσγείωσης. Πάμε για απογείωση, ψιθύρισε του Γιάννου.
Όντως σε λίγο βρέθηκαν όλοι μπροστά από την κλειστή πόρτα. Περιέργως άνοιξε δύσκολα.
- Μούχλα, η υγρασία διαβρώνει τα πάντα, είπε ο καπετάνιος όπως δίπλα του.
Ο επιτετραμμένος έδειχνε ενοχλημένος. Δεν τολμούσε να σκεφτεί τη συνέχεια. Μα να σου που ήρθε. Οι πολίτες τριάδες και κάποιοι φαντάροι παρέδιδαν όπως θησαυρούς. Όλοι θα έπαιρναν όλα μέχρι εξαντλήσεως του τελευταίου. Στρατιωτική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα.
- Τι κάνεις εκεί, καπετάνιε; Στρίγκλισε ο ινστρούχτορας. Δίνεις τα χρυσά στους ξυπόλητους;
- Ναι, αυτά δεν έλεγες; Από σήμερα ρε, οι φτωχοί και οι φουκαράδες θα πίνουν σε κρυστάλλινα ποτήρια.
Σαν τον Αι Γιώργη έλεγαν πως ήτανε. Κανείς δεν τον ξανάδε. Από την άλλη μέρα αναλήφθηκε για το κόμμα.
Πρωτοδημοσιεύτηκε σε ηλεκτρονική μορφή, στο διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό, «Στον ίσκιο του Ήσκιου (www.iskiosiskiou.com)
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://nanodihghma.blogspot.gr/2013/03/blog-post_19.html?spref=fb
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου