Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ - ΑΝΕΜΩΝΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Όμως απόψε, βιάζομαι απόψε, να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της ν’ ακουμπήσω, μια μικρή ανεμώνη....


Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ μια μικρή ανεμώνη.
Έτσι ξέχασα να ζήσω.
 


Τάσος Λειβαδίτης

Γερανιώτης Δημήτριος-Κοπέλα σε Αγρό, 1905


Φώτης Αγγουλές  - Οι παπαρούνες

Ένα μπουκέτο παπαρούνες, φτιαγμένες από σύρματα και φλος,
αναστατώσαν την ψυχή μου.
Ο λογισμός ξαστέρωσε ο θολός κι έπεσε φως μεσ' στο κελί μου.
Ένα μπουκέτο πυρκαγιές, ένα μπουκέτο χείλη,
ένα μπουκέτο ροδαμνιές, σε τροπικό ένα δείλι.
Μα πούναι η αγάπη; Πνίγηκε στο μίσος και στο ψέμα
και στο κελί μου φτάνουνε σπαρακτικές κραυγές.
Κι οι παπαρούνες έγιναν ένα μπουκέτο από πληγές
και στάζουν αίμα.



John William Waterhouse - Windflowers

Γεώργιος Βιζυηνός - Η ἀνεμώνη

Ἕνας βράχος στα βουνά
συλλογιέται μοναχός του.
Ἕνα ρυάκι, που περνᾷ,
κάτι τραγουδάει ἐμπρός του.

Μία ἀνεμώνη, που ἀνθεῖ
εἰς τον βράχο στηριγμένη,
να νοήσῃ προσπαθεῖ
το τραγούδι τί σημαίνει.

Κι᾿ ὅλο σκύφτει πιο πολύ,
και ξεχνᾷ το στήριγμά της.
Τί τραγούδι να λαλῇ
ὁ τρεχάμενος διαβάτης;

Τραγουδεῖ για μία ἀγκαλιά,
που με πόθον ἀνοιγμένη
στην χρυσήν ακρογιαλιά
μέρα νύχτα τον προσμένει.

-Ἄχ, κι᾿ ἂς ἤμουν, λέγ᾿, ἐγώ
κείνη που θα τ᾿ ἀγκαλιάσῃ!

Και τα ρεῦμα το γοργό
σκύβ᾿ ἡ λουλουδιά να φθάσῃ,
Μά, σαν ἔσκυβ᾿ ἔτσι δα
το νερό με την ὁρμή του
τα φυλλάκια της μαδᾷ
τα κατρακυλᾷ μαζύ του.

Τώρα στέκει μαδητή,
στέκει στέλεχος μονάχο!
Διατί, ἄχ! διατί
ξεστηρίχθηκ᾿ ἀπ᾿ τον βράχο!



Poppies by Martiros Saryan

ΜΑΡΚΑΓΓΕΛΟΣ ΔΑΜΟΥΛΑΚΗΣ - Άνοιξε τα μάτια του μυαλού σου

Οι φθόγγοι της κιθάρας σου
τροχοί στο άρμα σου το λουλουδένιο
έτρεχαν στης πίκρας σου το μένος
βγήκες από το σκοτεινό τούνελ
και συνάντησες κήπους
με άσπρες παπαρούνες.

Άνοιξε τα μάτια του μυαλού σου
κραυγή που κλαίει έγινε ο νου σου
σκοτάδι είναι η εκδίκηση
η συγχώρια είν’ το φως σου.
Ένα βότσαλο σφαιρικό και λείο
μέσα στο χέρι ταίριαξε
είναι το σώμα κι η ψυχή
που η αγάπη ένωσε.


Red Poppies Blue Fog -  by Claire Bull

Κική Δημουλά  - ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

Θα πρέπει να ἦταν ἄνοιξη
γιατί ἡ μνήμη αὐτή
ὑπερπηδώντας παπαροῦνες ἔρχεται.

Ἐκτός ἐάν ἡ νοσταλγία
ἀπό πολύ βιασύνη,
παραγνώρισ᾿ ἐνθυμούμενο.
Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους ὅλα
ὅταν τα πάρει ὁ χαμός.
Ἀλλά μπορεῖ νά ῾ναι ξένο αὐτό το φόντο,
νά ῾ναι παπαροῦνες δανεισμένες
ἀπό μιαν ἄλλην ἱστορία,

δική μου ἢ ξένη.
Τα κάνει κάτι τέτοια ἡ ἀναπόληση.
Ἀπό φιλοκαλία κι ἔπαρση.




 Claude Monet: Wild Poppies near Argenteuil.

Γιώργος Δροσίνης - Παπαρούνες

Οι παπαρούνες λυγερές
στον κάμπο σαν κοπέλες,
με πράσινα φορέματα
και κόκκινες ομπρέλες. 



Poppy Field, 1890 by Vincent Van Gogh

Οδυσσέας Ελύτης - ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (1943)

Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ' έπλασες
Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές

Ανάμεσ' από των γιαλών τα καλωσόρισες
Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο

Άπλωσε μια πρασιά στοργής
Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του
Ν' ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες
Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι
Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος


Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη
Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.




Vincent Van Gogh: “Poppies” – 1886

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη  "ΜΑΗ"

Μάη που μας μάγευες στις όχθες του Στρυμόνα
Μάη που μας στεφάνωνες με χαμομήλι και μολόχα
Μάη που μας κούναγες με τον άνεμο στα καραγάτσια
Μάη παιδίσκης έρωτα που έπαιζες κρυφτό στα στάχυα
Μάη που σου ’ πλεκε τα μαλλιά η μάνα στο κατώφλι
Μάη κόκκινα λάβαρα στη Drottninggatan και στο Slottsbacken
Μάη μαύρο άλογο που μάτωσες την πιο αβρή μας παπαρούνα


*Οδός Βασιλίσσης,  κεντρική οδός στην Ουψάλα, όπου γίνεται η εργατική διαδήλωση
*Ο Λόφος του παλατιού, στην Ουψάλα, όπου καταλήγει σε συγκέντρωση η διαδήλωση

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα, Εκδόσεις ΡΩΜΗ, 2020

Πίνακας - Φωτεινή Παππά




Βούλα Καπίρη - ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ


Να τη λοιπόν, η πρώτη παπαρούνα!
Ένα ακόμα μήνυμα, της άνοιξης χαμπέρι,
έφτασε στ' ανθισμένο μας παρτέρι!
Τι χρώμα ωραίο η φωνή της, γελαστή,
την άκουσα από μακριά!
Τρέχω να την καλοδεχτώ, την καμαρώνω από κοντά!
Ένα απαλό αεράκι τη χορεύει,
τόσο γλυκιά, κόκκινη μεσ' στα κίτρινα...
ανάμεσα στις μαργαρίτες ξεχωρίζει !
Κι η μελισσούλα δεν αργεί,
μόλις την είδε .... έρωτας,
θαύμασε τον τρυφερό ανθό
κι έσκυψε τ' άρωμα της να γευτεί,
τον κόκκινο χυμό!
Αχ, το βελούδο της το κόκκινο,
έχει έναν τρόπο στην καρδιά μου να μιλάει,
ίσως να είναι κι ο σταυρός που κουβαλάει,
αυτό το ωραίο μέσα της σημάδι!



Mary Cassatt: Red Poppies – 1880



Ντίνος Σ. Κουμπάτης - Η ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ


Λουλούδια καθώς μάζευα στ΄ απόβραδο τ΄ αργό,

ένα λουλούδι κόκκινο εβρήκα στον αγρό.

Λουλούδι που με αίμα, λες, κάποιος είχε ποτίσει,

και ήταν το ωραιότερο στης χειμωνιάς τη φύση.
Ερώτησα πώς έγινε, τα άλλα τα λουλούδια,
τ΄ άγρια λουλούδια του αγρού, -της φύσης τ΄ αγγελούδια-,
και μούπαν πως το έβαψε ένα μικρό ρυάκι.
που αίμα όμως κύλαγε αντί λευκό νεράκι.
Κι όπως ακούσαν ύστερα, το αίμα είχε τρέξει
καθώς κυλούσε η βροχή, σαν δίχως να προσέξει
παρέσυρε στο διάβα της το αίμα ενός αντρός,
που είχαν σταυρώσει άδικα και λέγονταν Χριστός.


Martiros Sergeevich Saryan Fruits and Flowers, 1957

Thilo Krause - Λάμποντας πάλι

Μια αποικία από παπαρούνες εγκαταστάθηκαν στην ταράτσα
ξετρύπωσαν απ΄τις ρωγμές και άνθισαν
ώσπου τις μάδησε η βροχή.
Κάτω από τα γυμνά μας πόδια
μπήκαν τα πέταλα παντού στο σπίτι –
στο κρεβάτι, πλάι στα έπιπλα και τα ντουλάπια
λες κι είχανε αυτά τα ίδια ανθίσει και κατόπιν μαραθεί.
Άνθινοι ύπεροι διασπαρμένοι·
μαύρα, επίμονα σπόρια, μικρά.

Τα σπρώξαμε ξανά στις ρωγμές
και τα αφήσαμε:
μαύροι ήλιοι, όμως ικανοί
πάλι ν΄αναδυθούν λάμποντας απ’ τη λήθη.
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης



Gustav Klimt: Poppy Field – 1907

Κλείτος Κύρου - Πίστη

Ξέραμε πως θα ’ρχόταν μια μέρα
Που θα φιλιόμαστε όλοι στους δρόμους
Που οι παπαρούνες θα σαλεύαν ελεύθερες στον άνεμο
Που τα βράδια θα πέφταν αργά γεμάτα καλοσύνη.
Κι όμως η πίστη ποτέ δεν ξεφτούσε
Τις κατάμαυρες νύχτες
Κλεισμένοι στα σπίτια μας
Ακούγαμε τις τουφεκιές στους δρόμους
Να τρυπανίζουν την παρθένα ερημιά
Και τ’ άγουρα παλικάρια.
Μπροστά στις μπούκες που θα ξερνούσαν το θάνατο
Τραγουδούσαν έχε γεια καημένε κόσμε
Και πασπαλίζαν τα πρόσωπά μας
Οι στάχτες της καμένης Κλεισούρας
Και οι οιμωγές του Χορτιάτη
Και χαρίζαμε τις ελπίδες μας
Στους αξούριστους άντρες
Που με τα κοντάκια τους χτίζαν τη λευτεριά
Και γράφαμε τότε την παράφορη οργή μας στους τοίχους
Έτσι
Ο ήλιος φαινόταν άρρωστος
Τα μικρά παιδιά δεν γελούσαν
Οι φάμπρικες στέκαν θλιμμένες
Όμως εμείς ξέραμε καλά
Πως θα έφτανε η μέρα εκείνη
Που ελεύθερες θα σάλευαν οι παπαρούνες στον άνεμο.



 Σωτήρης Σόρογκας

Τάσος Λειβαδίτης - {μια μικρή ανεμώνη }

το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι.

Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.

Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,

αλλά εκείνη αρνείται.

«Όμως απόψε, βιάζομαι απόψε,

να παραμερίσω όλη τη λησμονιά

και στη θέση της ν’ ακουμπήσω,

μια μικρή ανεμώνη.»


Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ

«μια μικρή ανεμώνη.» έτσι ξέχασα να ζήσω.


Μόνο καμιά φορά μ’ ένα μυστικό που το ‘χα μάθει από παιδί,

ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο, αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.

Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τ’ όνειρα στα παιδιά

και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους.

Ήτανε πάντοτε αλλού.

Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει, ερχόμαστε για λίγο

κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.



 Σωτήρης Σόρογκας

Τάσος Λειβαδίτης -Καντάτα – αυτός με την Παλόμα

Πες μου, α, πες μου, λοιπόν, πού πήγε όλη εκείνη η άνοιξη, 
τα χωρατά των σπουργιτιών, σγουρά γέλια των θάμνων, 
οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα, ρυάκια μου ασυλλόγιστα, πού πάτε; 
Σαν ένας γρύλλος που ξεχάστηκε στη μέρα το ξύλινο μαγγανοπήγαδο μακριά, 
πλάι στο πηγάδι ο παπούς παίζοντας την κιθάρα του, 
«μακριά, σα θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά», 
ένα κλωνί βασιλικός μες στα χοντρά ρουθούνια του 
να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του απ’ τις στερνές ομορφιές της γης, 
πουλιά πετούσαν στα κλαδιά, σα να πηγαίνανε χαρούμενα μηνύματα 
από κόσμο σε κόσμο. Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά και μεγάλα, μακρόσυρτα 
σούρουπα 
με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά σαν ανοιξιάτικα μουσκεμένα βλέφαρα, 
έκθαμβες ώρες, βαρειές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο 
που έφτανε ως τον πόνο. Αίσθηση αβέβαιη όλων των μυστικών της ζωής 
που διαπερνούσαν σα ρίγη, πέρα, κει κάτου, κει κάτου, μακριά, 
τους βραδυνούς ορίζοντες. 
(Απόσπασμα από τη συλλογή «Καντάτα», 1960)



Όθων Περβολαράκης: Παπαρούνες – 1918

Χάρης Μελιτάς -Ποτάμι κόκκινο

Οι παπαρούνες
αψηφούν το άρωμα.
Ψηφίζουν χρώμα.


Georgia Ο’ - Keeffe Red Poppy


Aντώνης Μινάρδος - Παπαρούνα

Ωδή στο κόκκινο λουλούδι...

Ένα λουλούδι φύτρωσε μες’ στον ορυμαγδό
το χρώμα του ήταν άλικο , κόκκινο , πορφυρό
μπροστά ήταν σε μάχες μυθικές και αιώνιους πολέμους
το όνομα του μυστικό , μαγεύει εμάς τους έρμους

Ανθίζει μέσα στους αγρούς , άλλα και δίπλα στους σταυρούς
παρέα κάνει στους νεκρούς , μα και σε μας τους ζωντανούς
της Δήμητρας ήταν το ιερό φυτό του ύπνου και του άδη
βελούδινη είναι κι απαλή σαν του μωρού το χάδι

Αυτή τις σταγόνες , μάζεψε από το αίμα του Χριστού
γι ’ αυτό κι οι πιστοί δεν την ξεχνούν τη μέρα του μαγιού
συμβολίζει την αναγέννηση , το πάθος , την ελπίδα
μα και όλους αυτούς που πέθαναν για μια νέα πατρίδα

Ευαίσθητη την είπαν , ταπεινή , συνάμα όμως και σκληρή
γιατί αντέχει τη βροχή , τη μπόρα , το χαλάζι
κι αυτός ο Ήλιος σαν την κοιτάζει , απορεί
πως έχει τέτοια αντοχή και τίποτα δεν την σκιάζει

Aντώνης Μινάρδος
Από τη συλλογή «Φεύγω μακριά» (Ποιήματα 1995-2005)




 Κώστας Σπυριούνης: Στεφάνι με παπαρούνες

Σοφία Δ. Νινιού -Η ανεμώνη που ήταν μόνη

Την ανεμώνη
που ήταν μόνη
συνάντησε ο άνεμος
στο χιόνι

Έπεα ανεμόεντα
πλάνεψαν
την καρδιά της
Άνοιξαν
Τα σέπαλά της

Χάιδεψε τα βλέφαρά της
απαλά
και τα πέταλά της

Στο φύσημά του χόρευαν
τα μεταξωτά της

Μες στου χορού τη ζάλη
άνοιξε το βελούδο της
Την πάγωσε η ανάσα του
κι έγειρε η ανεμώνη

Κι ο άνεμος την άφησε
πεσμένη μόνη
στο χιόνι
να κρυώνει


NeliA AryanA -Anemone in wind


 Κώστας Ουράνης - Vita nuova

Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο,
όπου θροΐζει ανάλαφρα σε πρωινό του Απρίλη
μεσ' σ' έναν κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο
και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.
Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι σαν ένα ρόδο,
που άνθισε κατάμονο μέσα σε πράο χειμώνα
σ' ένα πεζούλι φτωχικό κ' ηλιόφωτο, που να 'χει
ασβεστωμένο τοίχωμα να του κρατάει το χώμα.
Θεέ μου! άσε με να ζω σαν ένα από τα μύρια,
τ' ανώφελα τα έντομα που από το φως μεθάνε
και τη ζωή τους στους ανθούς ανάμεσα περνάνε,
μακριά απ' τον κόσμο μοναχό, σ' ένα λευκό σπιτάκι:
και να 'χω μέσα στην ψυχή μου των γέρων την ειρήνη
και στην καρδιά μου των φτωχών την ένθεη καλοσύνη




Γερανιώτης Δημήτριος-Κόρη με Παπαρούνες, 1948

Κωστής Παλαμάς - Επιστολή......

Να ’ξερες… κάθε δειλινό, την ώρα που θα σβήσει
ο ήλιος μες στη θάλασσα, στο βράχο ανεβαίνω
και κάμπο, θάλασσα, ουρανό, βουνά, χωριά, τη φύση
του Μάη τη γιορτιάτικη κοιτάζω, και προσμένω.
Αλλά του κάμπου οι εμορφιές μού λένε μ’ ένα στόμα
πως λείπ’ η εμορφάδα σου, αγάπη μου, ακόμα.
Και το γλυκάνισο, σπαρτό στ’ αλώνι’ αράδα αράδα,
η πιο χλωρή και πρόσχαρη απ’ όλες πρασινάδα,
κι εκειά τα στάχυα τα ξανθά που όλο τα πειράζει
τ’ αέρι ερωτικότατο κι είναι γεμάτα νάζι,
κι οι παπαρούνες, ωσάν νιες τρελές και ξαναμμένεςμες 
στα ανθισμένα κλήματα, μητέρες προκομμένες,
και οι ελιές οι ταπεινές, μα πλούσιες περίσσια,
κι οι λυγερές καλόγριες, τα μαύρα κυπαρίσσια,
και το βουνό με τις ψηλές χιονόστρωτες κορφές του
κι ο βράχος με τα σχίνα του και τις αλισφασκιές του
κι η λιόκαφτη χωριάτισσα, και το λευκό κοπάδι,
και το χωριό το ήμερο, και τ’ άγριο λαγκάδι,ό
λες αυτές οι εμορφιές μού λένε μ’ ένα στόμα
πως λείπ’ η εμορφάδα σου, αγάπη μου, ακόμα
για να μου δώσουνε σωστή του Μάη την εικόνα·
τώρα δε φτάνουν από με να διώξουν το χειμώνα...

 Marcel Schreur Poppy Field

Κωστής Παλαμάς -Έν άνθος

Και στην Ακρόπολη, στο βράχο

τον ιερό
έν άνθος φύτρωσε μονάχο
χλωρό χλωρό.

Έν άνθος όμοιο με ανεμώνη
περαστική,αθώρητο σ’ όποιον σιμώνει
στα ύψη εκεί.

Τα μάτια ανοίγοντ’ εκεί πέρα
καθώς βρεθούν,και με τον ξάστερον αιθέρα
σμίγουν, μεθούν.

Εκεί θαμπώνουνε τα μάτια
σκόρπια μπροστά
καμένα λείψανα, κομμάτια
λαχταριστά.

Κι η φαντασία αμέσως βλέπειη μαγική
γυμνή και δίχως καμιά σκέπη
απάνου εκεί

την Ομορφιά, που τρισμεγάλη,παντοτινή,
μέσ’ απ’ το μάρμαρο προβάλλει
και δεν πονεί.

Και κάθεται σε δόξας θρόνο,και δε γελά,δ
εν κλαίει και δεν πλανά, και μόνο
φεγγοβολά!

Και στην Ακρόπολη, στο βράχο
τον ιερό
ξανοίγω τ’ άνθος το μονάχο
και το ρωτώ:

—Άνθος, που μοιάζεις με ανεμώνη
περαστική,
ποιά μοίρα σ’ έριξε εδώ, μόνη
και φτωχική;
(απόσπασμα)




Edward Munch, Γυναίκα με παπαρούνες. 1919.

Αλκυόνη Παπαδάκη - ΑΝ ΗΤΑΝ ΟΛΑ... ΑΛΛΙΩΣ

Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας…
Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει…
Αν στην προβλήτα μάς περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτήματα, όλοι αυτοί που αγαπήσαμε…
Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή, για να βρουν άσυλο οι κατατρεγμένοι… Τι απερισκεψία κι αυτή!
Πάντα τους ληστές τούς περνούσαμε για κατατρεγμένους.
Αν ξέραμε να διαβάζουμε εγκαίρως τα σημάδια των καιρών και να προβλέπουμε τις καταιγίδες…
Αν δεν είχαμε μπερδέψει τα σημεία του ορίζοντα και περιμέναμε να βγει ο ήλιος από τη δύση…
Πόσος χαμένος χρόνος, αλήθεια!
Aν… Αν…
Αν ήταν όλα… αλλιώς!
Μα τότε, πώς θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας;” 



Anna Ancher, Νεαρή γυναίκα ανάμεσα σε παπαρούνες. 1890

SYLVIA PLATH - ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ

Παπαρουνίτσες, διαβολικές φλογίτσες
Μήπως δεν βλάφτετε σε τίποτε;

Τρεμοσβήνετε. Δεν μπορώ να σας αγγίξω.
Βάζω τα χέρια μου ανάμεσα στις φλόγες. Δεν καίει.

Και μ¢ εξουθενώνει να σας παρακολουθώ
Έτσι που τρεμοσβήνετε, ζαρωμένο και διάφανο κόκκινο
σαν το δέρμα ενός ουρανίσκου

Ενός ουρανίσκου που τον πήραν τα αίματα.
Βρωμοφουστίτσες!

Υπάρχουν καπνοί που μου απαγορεύονται
Που είναι τα ναρκωτικά σας, οι σιχαμερές σας κάψουλε;

Αχ να μπορούσα να ματώσω ή να κοιμηθώ
Το στόμα μου να παντρευόταν έναν πόνο σαν αυτόν!

Η να μου στάζατε τα ποτά σας, μέσα σε τούτη τη γυάλινη
κάψουλα
να με αποβλακώσουν και να με ησυχάσουν

Αλλά άχρωμα άχρωμα
1962



Daria Petrilli art

Μαρία Πολυδούρη - [ΟΙ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΑΝΘΙΣΑΝ ΞΑΝΑ...]

Οἱ παπαροῦνες ἄνθισαν ξανά. Στα ἴδια μέρη
τς ἔκοψα γεμίζοντας, ὡς τότε, την ἀγκάλη.
Μονάχα τώρα θλιβερό κι᾿ ἂν ἔστηνα καρτέρι
δε σ᾿ εἶδα ξάφνου πλάι μου να προσπερνᾶς και πάλι.

Το Δάσος σιγαλότατο στο λαῦρο μεσημέρι,
τις λεῦκες τις γλυκόλογες με τα γιγάντια κάλλη,
μ᾿ ἀπ᾿ ὅλα το σπιτάκι σου - καημό που μοὔχει φέρει,
τα βρῆκα δίχως σένανε και δίχως ἐλπίδα ἄλλη

Να σε ξαναβρῶ - θἄσωνα να καρτεράω χρόνια.
Κ᾿ ἔκλαψα. Μα θυμήθηκα στερνά που ξεκινοῦσες
με συνοδεία μουσική τα δέντρα και τ᾿ ἀηδόνια

Με τη ματιά νοσταλγικιά στα γύρω που σκορποῦσες
και στην καρδιά μου σ᾿ ἔκλεισα, με σε να χαιρετήσω
ὅλα που μ᾿ ἔκανες ἐσύ να ἰδῶ και ν᾿ ἀγαπήσω.



 Catrin Welz-Stein art

Μαρία Πολυδούρη - Ζωή

Ξεχωριστά μέσ᾿ στἄλλα
δέντρα, δέντρα ὁλοΐσια,
βουβά τα κυπαρίσσια
στο μεσημέρι ντάλα.

Τρελλές, ξελογιασμένες

λεῦκες, τ᾿ ὡραῖο σας γέλιο
εἶνε σαν περιγέλιο
στις νύχτες τς θλιμμένες.

Πεῦκα, κρυφή κατάρα

θρηνεῖ μέσ᾿ στα κλαδιά σας
κι᾿ ἀγγίζει στην καρδιά σας
τοῦ ἡλίου το φῶς λαχτάρα.

Χλωρή στρωμνή στον ἥλιο

οἱ καρυδιές που δίνουν,
οἱ σκιές στις ρίζες στήνουν
το μαῦρο τους βασίλειο.

Οἱ παπαροῦνες λαύρα,

φανταχτερό λουλούδι.
Φεύγει ἡ ζωή τους χνούδι
στην παιχνιδιάραν αὔρα.


Από την ποιητική συλλογή Ξεφάντωμα



Πίνακας - Φωτεινή Παππά 

Νίκος Πουλινάκης - χαϊκού

Παπαρουνίτσα
με αίμα σκηνοθετεί
έριδες γλάρου.

Από την συλλογή με χαϊκού " Η εθελούσια ερυθρότητα των λέξεων "


 John William Godward art 

Γιάννης Ρίτσος - Άνοιξε τα παράθυρα 

Άνοιξε τα παράθυρα να δεις το σύμπαν ανθισμένο μ’όλες τις παπαρούνες του αίματός μας, – να μάθεις να χαμογελάς.
Δε βλέπεις;
Καθώς απομακρύνεται η άνοιξη πίσω της έρχεται η νέα μας άνοιξη.
Να τος ο ήλιος πάνω απ’ τις μπρούτζινες πολιτείες, πάνω απ’ τους πράσινους αγρούς μες την καρδιά μας. Νιώθω στους ώμους το βαθύ μυρμήγκιασμα καθώς φυτρώνουν όλο πιο νέα και πιο μεγάλα τα φτερά μας.
Ύψωσε τα ματόκλαδα. Αστράφτει ο κόσμος έξω από τη λύπη σου.
Φως και αίμα.
Τραγούδι και σιωπή.
Καλοί μου άνθρωποι πως μπορείτε να σκύβετε ακόμη;
Πώς μπορείτε να μη χαμογελάτε;
Ανοίχτε τα παράθυρα.



John William Godward art 
Γιάννης Ρίτσος — Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού

«Χριστέ μου, γιατί φόρεσες αυτό το πένθιμο μακρύ
φουστάνι κι αυτά τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου;
Χαθήκαν τα λουλούδια;
Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ’
αχτένιστα μαλλιά δε θα σ’ ανοίγανε την πόρτα τ’
ουρανού;
(απόσπασμα)


Illustration by Pierre Mornet

Βασίλης Ρώτας -Παπαρούνα


Πες μου, παπαρούνα μου, αγαπάς τον ήλιο;
Αγαπάω τον ήλιο που φωτάει και λάμπω.

Πες μου, παπαρούνα μου, αγαπάς τον άνεμο;
Αγαπάω τον άνεμο που φυσάει και παίζω.

Πες μου, παπαρούνα μου, αγαπάς το χώμα;
Αγαπάω το χώμα που με γλυκοτρέφει.




Hülya Özdemir art

Γιώργος Σαραντάρης - Σαν παπαρούνες του κάμπου

Σαν παπαρούνες του κάμπου
Όλη τη μέρα παρθένες κλαίγανε

Τρέχαν νερά στη χαράδρα
Που σκεπάζονταν με σύννεφα

Εκεί ο ουρανός γινόταν μουσική
Και παρηγορούσε τις παρθένες

Οι άντρες απ' το βουνό έβλεπαν λουλούδια
Νόμιζαν παράδεισο τη χαράδρα

Το γέλιο τους έσχιζε τον αγέρα
Έφτανε στ' αυτιά των γυναικών

Που εδώ μουσική εκεί χαρά
Εθαύμαζαν την περιπέτεια

Η καρδιά τους πήγαινε στους άντρες
Ο νους τους στα σύννεφα.



Art by Lawrence Alma-Tadema

Γιώργος Σεφέρης — Αφήγηση

Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγονταςκανείς δεν ξέρει να πει γιατίκάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπεςσαν αυτές που μας βασανίζουνε τόσοστην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα.Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τουςατέλειωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν, γυναίκεςπου γερνούνε δύσκολααυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνεςσαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνεςκαι δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών.Πηγαίνει μέσα στους δρόμους ποτέ δεν πλαγιάζειδρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γηςμηχανή μιας απέραντης οδύνηςπου κατάντησε να μην έχει σημασία.Άλλοι τον άκουσαν να μιλάμοναχό καθώς περνούσεγια σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνιαγια σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτεςπου δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς.Άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνοεικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνουπρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή.Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος και ήσυχοςμονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένασαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ’ το τρένοξυπνώντας άσκημα κάποια συννεφιασμένη αυγή.Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτεσαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσεικαι σας μιλώ γι’ αυτόν γιατί δε βρίσκωτίποτε που να μην το συνηθίσατε·προσκυνώ.

Daria Petrilli art


 Τούμας Τρανστρέμερ - Ανεμώνες 
Τίποτε πιο απλό απ’ το να σε μαγεύουν. Είναι απ’ τα πιο παλιά τεχνάσματα της γης και της άνοιξης: οι ανεμώνες. Είναι κατά κάποιο τρόπο αναπάντεχες. Ξεπετάγονται μέσ’ απ’ το περσινό καφετί θρόισμα σε παραμελημένα μέρη, όπου ποτέ δεν πέφτει το βλέμμα σου. Φλέγονται και αιωρούνται, πράγματι αιωρούνται, εξαιτίας του χρώματος. Το έντονο μενεξεδί και μπλε χρώμα τους δεν έχει κανένα βάρος τώρα. Εδώ βασιλεύει έκσταση, αλλά χαμηλών τόνων. «Καριέρα» -άσχετο! «Εξουσία» και «δημοσιότητα» -γελοίο! Διοργάνωσαν βέβαια μεγάλη δεξίωση πάνω στη Νινευί, «έκαναν φασαρία και μεγάλο σαματά». Ψηλοτάβανα – πάνω απ’ όλα τα κεφάλια κρέμονταν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι σαν όρνια από γυαλί. Αντί για ένα τέτοιο παραστολισμένο και θορυβώδες αδιέξοδο οι ανεμώνες ανοίγουν ένα μυστικό πέρασμα που βγάζει στην πραγματική γιορτή, όπου επικρατεί νεκρική σιωπή.

[Η ΑΓΡΙΑ ΠΛΑΤΕΙΑ, 1983.]

Μετάφραση Βασίλης Παπαγεωργίου.


Thomas Cooper Gotch, Death the Bride, 1894-95


Ρώμος Φιλύρας - Μπόρα Του Μάη

Μέσα στον Μάη αλάλαζεν ο θρίαμβος του χειμώνα
και της βροχής το σύθαμπον εβρόντα ο κεραυνός
και το χαλάζι μάραινε τη τροφαντή ανεμώνα
και τα μπουμπούκια π' άνοιγαν ματάκια προς το φως.

Και μέσα στο τρισκόταδο δεν έλαμψεν η μέρα
και δεν ακούσαμε γλυκό τραγούδημα πουλιών,
μα να βογγά απόκοσμα τον καταλύτη αγέρα
στα τρίστρατα των λιβαδιών και των περιβολιών.

Και τ' όνειρο μας που 'λεγε να λουλουδίσει τώρα
προσμένοντας τόσο καιρό του Μάη το λαύρο φως,
αλίμονο! η απάντεχη το πρόφτασεν η μπόρα
και σα μπουμπούκι το 'καψεν ο μέγας κεραυνός...

 Vincent Van Gogh'"Poppy Flowers".

 ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΖΑΛΩΝΗ«ΕΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ»

Ασκητεύω τώρα,
στην Ιερή Μονή του Πόνου,
με ηγουμένη την Αγία Φθορά.
Μεταλαβαίνω την ανάμνησή σου
κι ύστερα αντίδωρο τη θλίψη.
Με το φονικό όργανο της λογικής
που σε σκότωσα γονατίζω
στην ιερή γη του Πάρκου
και κοιτάζω τον ήλιο.

Σκύβει το κεφάλι του μελαγχολικός κι αυτός
μπροστά στο συντριμμένο σου σώμα.
Το προδώσαμε…
Αγαπούσε πολύ την εικόνα μας
εσύ άτεγκτο ευθυτενές άγαλμα
κι εγώ στα πόδια σου
ν’ αγγίζω τα τρυφερά πέταλα της Παπαρούνας
που πότιζα με δάκρυα πόθου στα ριζά σου.
Στη θέση σου τώρα, ένα τριζόνι μοιρολογεί
και κλαίει το φεγγάρι…
Η παπαρούνα έγειρε το μίσχο της,
τα δάκρυά μου περιμένει.
Μόλις σε θάψω, στο πάρκο θα γυρίσω
στην Ιερή Μονή που ίδρυσα του Άγιου Πόνου.

Ν’ ανάβω τα χλωμά μου τα κεριά
σ’ εκείνο το παλιό το μανουάλι
κι απ’ την πληγή μου που αιμορραγεί
η παπαρούνα μας θα ζει…
Ίσως το πούνε ουτοπία οι αξιοπρεπείς
μα ο ευαίσθητοι θα πούνε, τί μαγεία!

Η λευκότητά σου εισχωρούσε
μες στα φυλλώματα των ενστίκτων μου
και έσφιγγα το στήθος μου σφιχτά
μέχρι που να ματώνει.
Φοβόμουν…
Είδωλο της ψυχής μου!
Ναι, φοβόμουν…
Δεν είχα άδικο
δίχως ανταύγειες πλέον, τι λέω…


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΌ ΤΟΝ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΜΟΝΟΛΟΓΟ «ΕΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ»

 Nic Joly : “Never Forgotten” 

Το  εμπνεύστηκε από τη γνωστή φωτογραφία δύο αμερικανών στρατιωτών που υψώνουν τη σημαία μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το γλυπτό-μινιατούρα παρουσιάστηκε πέρσι σε γκαλερί του Birmingham ως μικρό σύμβολο μιας μεγάλης ιδέας: της παγκόσμιας ειρήνης.

John McCrae - In Flanders Fields

Το ποίημα In Flanders Fields («Στις πεδιάδες της Φλάνδρας») είναι ένα από τα πιο φημισμένα ποιήματα σε αγγλική γλώσσα με θέμα τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Γράφτηκε στις 3 Μαΐου του 1915 από τον καναδό αντισυνταγματάρχη John McCrae, ο οποίος υπηρετούσε ως νοσοκόμος αξιωματικός στο ιατρικό σώμα των Δυνάμεων του Καναδά. Την προηγούμενη ημέρα, ένας φίλος του είχε πέσει στην δεύτερη μάχη της Φλάνδρας κοντά στο Υπρ. Η παπαρούνα έγινε το σύμβολο των πεσόντων.

In Flanders Fields

In Flanders fields the poppies blow
Between the crosses, row on row,
That mark our place; and in the sky
The larks, still bravely singing, fly
Scarce heard amid the guns below.
We are the dead. Short days ago
We lived, felt dawn, saw sunset glow,
Loved, and were loved, and now we lie
In Flanders fields.
Take up our quarrel with the foe:
To you from failing hands we throw
The torch; be yours to hold it high.
If ye break faith with us who die
We shall not sleep, though poppies grow
In Flanders fields

Robert Vonnoh (1858-1933), Παπαρούνες. 1888

Στρατής Μυριβήλης - Η μυστική παπαρούνα 

Το πόδι απόψε το νιώθω πολύ καλύτερα.

Μου 'ρχεται να σηκωθώ σιγά σιγά, να προχωρέσω μέσα στο σιωπηλό χαράκωμα. Είναι πολύ παράξενο το χαράκωμα με τόσο φως. Φέγγει σαν μέρα και όμως δεν έχει φόβο. Το φεγγαρόφωτο από μακριά, σα δεν αντιλαμπίζει σε γυαλιστερό μέταλλο, δεν ξεσκεπάζει τίποτε. Μπορώ το λοιπόν να περπατώ λεύτερα κάτω από τον αχνό πέπλο του που προστατεύει σαν ασημί σκοτάδι.

Για μια στιγμή πάλι μου περνά η ιδέα πως ετούτη η μοναξιά είναι αληθινή. Πως τάχα σηκώθηκαν όλοι και φύγανε και μ' αφήσαν μονάχον, ολομόναχον εδώ πάνω. Τότες μια κρυάδα περνά, λεπίδι, την καρδιά μου. Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί.

Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ' ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. Έτσι λένε κάτι σακιά μεγάλα με χώμα που μ' αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ' εδώ χρόνον-καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. Ήρθαν και σάπισαν από τα νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα 'καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα-κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Άλλα πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ' άλλο.

Από δω το θέαμα θα 'ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που 'ναι πάνω πάνω. Ένας απ' αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου 'καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαράς.

Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που 'ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ' άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.

Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα 'βλεπε πως ήταν άλικη, μ' ένα μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί* του είναι ντούρο και χνουδάτο. Έχει κι έναν κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ' αργήσει ν' ανοίξει κι αυτός. Και θα 'ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.

Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ.

Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνοια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ' αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ' ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. Έτσι λέω θα 'ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια ανεπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά:

— Καληνύχτα... καληνύχτα και να 'σαι βλογημένη.

Γύρισα γρήγορα στ' αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία... Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! Άναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ' αφουκράζουμαι. Είναι ένα παιδιάστικο τραγούδι:

Φεγγαράκι μου λαμπρό...


 Robert Vonnoch, Λιβάδια με Παπαρούνες στις Φλάνδες-Γαλλία. 1892, 1914.


Rainer Maria Rilke - Παπαρούνες…

Δεν είχε απολύτως κανέναν στον κόσμο, η μικρή Άντγιε. Ήταν ορφανή. Το χωριό είχε επιφορτιστεί με την ανατροφή της. Ανατροφή;

Με το να πάει, δηλαδή, στο σχολείο. Γιατί κατά τ’ άλλα, κανένας δεν νοιαζόταν γι’ αυτήν. Ο χωρικός στο κόκκινο υποστατικό της έδινε φαγητό. Και αν δεν ερχόταν στην ώρα της, τότε είχαν οι παραγιοί μια μπουκιά παραπάνω. Γι’ αυτό και τους καθόταν στο στομάχι, αυτή η μικρή παλιοζητιάνα. Ακόμα κι εξαιτίας αυτής της παραπάνω μπουκιάς.

Μα και με το σχολείο, τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Ήξερε να απαντήσει σε κάποια, που ρωτούσε ο δάσκαλος, αν όμως πήγαινε να τα πει, οι άλλοι γελούσαν και εκείνη άρχιζε να κλαίει και οι άλλοι γελούσαν τότε ακόμα πιο πολύ. Εντέλει σταμάτησε να πηγαίνει. Κανείς δεν αναζήτησε τη μικρή.

Τριγύριζε λοιπόν ανεπρόκοπη όλη μέρα; Όχι βέβαια! Από νωρίς καθόταν έξω, στο σύνορο του χωραφιού με τις παπαρούνες, και έπλεκε.

Ναι, αυτό της το ΄χε μάθει η μανούλα. Η φτωχή καλή της μανούλα! Βέβαια, το πλεκτό προχωρούσε αργά με τα μακριά μυτερά βελόνια και τα μικρά αδέξια δάχτυλα. Όμως προχωρούσε. Και στην πραγματικότητα, δεν ήταν μόνη. Γύρω της, στην άκρη του χαντακιού, καθόταν μια ολόκληρη αυλή από κυρίες επί των τιμών, φτιαγμένη από παπαρούνες, οι μικρές κούκλες της. Μεγάλες, αλλά και μικρές. Κατακόκκινες, αλλά και πιο σκούρες. Η πιο ωραία ήταν η βασίλισσα. Καθόταν στον θρόνο της, πάνω σ’ έναν μικρό κοκκώδη βράχο, που γυάλιζε αστράφτοντας στον ήλιο σαν ατόφιο χρυσάφι.

Έτσι ξεχνιόταν και εκείνη λίγο μέσα σε αυτόν τον αριστοκρατικό κύκλο. Η Άντγιε καθόταν εκεί, πολύ σοβαρή, και έλεγε στην βασίλισσα ιστορίες. Ω, βέβαια, ήξερε κάποιες. Για τη Σταχτοπούτα, για νάνους και γίγαντες, για πνεύματα και καλικαντζάρους. Η βασίλισσα άκουγε, και οι κόκκινες κυρίες επί των τιμών έγνεφαν πέρα δώθε με το κεφαλάκι.

Όταν πια τους είχε διηγηθεί αρκετά, έπρεπε οι μικρές κουκλίτσες να χορέψουν μεταξύ τους. Πάντα δυο-δυο. Μόνο η βασίλισσα παρέμενε στο θρόνο της κι επέβλεπε τις σειρές του χορού. Έπειτα, επέστρεφαν πάλι όλες, ολόκληρο το πλήθος των κυριών της αυλής, στις θέσεις τους. Η βασίλισσα όμως ήταν πολύ αυστηρή. Αν κάποια από τις δεσποινίδες επί των τιμών λιποθυμούσε κι έπεφτε, δεν της δινόταν χάρη, έπρεπε να πεθάνει. Τότε η Άντγιε έπιανε την καταδικασμένη και διαπερνούσε το όμορφο άλικο κορμί της με το βελόνι πέρα ως πέρα…
Norman Garstin  Παπαρούνες.
Σήμερα η Άντγιε έπλεκε με μεγαλύτερη επιμέλεια από κάθε άλλη φορά. Σηκώνοντας το βλέμμα από τη δουλειά, αντιλήφθηκε, ότι όχι μόνο οι κυρίες επί των τιμών, αλλά και η βασίλισσα, έδειχναν γερασμένες και εντελώς μαραμένες. Βέβαια, κάθονταν εκεί όλη μέρα και ο ήλιος, που τώρα πια είχε γείρει βαθυπόρφυρος δίσκος επάνω στο μενεξεδί βουνό, σήμερα έκαιγε.

Αχνοφέγγοντας, χαμήλωνε η σιγαλιά του δειλινού, σκεπάζοντας βαριά το ίσιωμα με τις παπαρούνες. Στον αέρα απλωνόταν σιωπή –τόση, που κάποιος θα μπορούσε να ακούσει την καρδιά της Άντγιε να χτυπά, αν δεν ήταν τόσο μικρή, που μόλις ακουγόταν.

Η Άντγιε δεν ήθελε να γυρίσει ακόμα σπίτι. Εδώ ήταν πολύ ωραιότερα, απ’ ό,τι εκεί, στης ξένης αγρότισσας, κάτω από το χαμηλό ταβάνι, που έπεφτε συνέχεια ξύλο. Αχ, και φοβόταν τόσο τις ξυλιές! Η μαμά, ποτέ δεν την είχε χτυπήσει. Ποτέ!

Τα μάτια της μικρής βούρκωσαν. Ένιωσε ξαφνικά τόσο έρημη σ’ αυτόν τον μεγάλο, απέραντο κόσμο. Ένα δάκρυ κύλησε καυτό στα χλωμά, παιδικά μάγουλά της. Δεν είχε τίποτ’ άλλο, μόνο αυτές τις μικρές κούκλες!

Τώρα, σκέφτηκε να κόψει καινούργιες, όμορφες, δροσερές. Θα τις άπλωνε πάλι μπροστά της και θα τους έλεγε παραμύθια. Δεν έκλαιγε πια. Καθώς μάζευε τις παλιές κυρίες επί των τιμών, έφεξε μάλιστα για μια στιγμή κι ένα χαμόγελο στα παιδικά της χείλη.

Άρπαξε την κάλτσα που έπλεκε στο αριστερό, ενώ στο δεξί κρατούσε τις μαραμένες παπαρούνες. Έτσι προχώρησε βαθιά μες στο χωράφι, εκεί που άνθιζαν οι ωραιότερες και οι πιο μεγάλες.

«Αυτή θα γίνει βασίλισσα!», φώναξε όλο χαρά και έσκυψε να κόψει το μεγάλο λουλούδι.

Εκείνη τη στιγμή άκουσε πίσω της κατσάδιασμα και φωνές. Ο νεαρός, που είχε στη φύλαξη του το χωράφι, ερχόταν προς το μέρος της στριφογυρνώντας στον αέρα μια μακριά βέργα. Η Άντγιε έβγαλε μια κραυγή, έφυγε γρήγορα μπροστά και έτρεξε όσο μπορούσε βαθύτερα μες στο χωράφι. Πίσω της άκουγε τα βήματα του φύλακα όλο και πιο κοντά.

Έτρεχε, έτρεχε. Τα μάγουλα της ήταν κατακόκκινα. Αγκομαχούσε από τον αγώνα και το φόβο. Στο αριστερό έσφιγγε ακόμα με λύσσα την κάλτσα, στο δεξί κρατούσε τις παπαρούνες.

Τώρα ο νεαρός ήταν πολύ κοντά.

Συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις της φέρνοντας τα χέρια στο στήθος. Ξαφνικά σκόνταψε σε ένα σβώλο χώμα. Έπεσε. Ακούστηκε μια κραυγή.

Έμεινε ασάλευτη.

Με μια βρισιά ο φύλακας έσκυψε από πάνω της. Έπιασε άγαρμπα το μπράτσο της μικρής και σήκωσε το ραβδί. Μα αιφνίδια, το άφησε πάλι να πέσει.

Εκεί, πάνω από τα λουλούδια και το χέρι του παιδιού, έσταζε κάτι κόκκινο… γύρισε ανάσκελα το μικρό σώμα. Το κορίτσι δεν έδειχνε σημεία ζωής. Κάτω απ΄την ξεπλυμένη φτωχική ποδιά ανάβλυζε αίμα στο στήθος της.

Το βελόνι είχε φτάσει στην καρδιά. Τα γαλανά παιδικά μάτια είχαν μείνει ανοικτά. Στα χείλη της απλώνονταν ακόμα μια σκιά αγωνίας και τρόμου.

Η μικρή Άντγιε ήταν νεκρή.

Οι πολύχρωμες όμως παπαρούνες ολόγυρα, έγερναν πάνω από την μικρή τους φίλη και της σιγοψιθύριζαν στην αύρα του δειλινού…
(Μohn, 1895)
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης

Daniel Ridgway Knight, Κοπέλλα που μαζεύει παπαρούνες. 1898.

Ο Μύθος Της Ανεμώνης.

Το όνομα του λουλουδιού συνδέεται με τον αρχαίο ερωτικό μύθο του Άδωνι και της Αφροδίτης. Ο μύθος είναι πολύ γνωστός. Ενέπνευσε μάλιστα και μεγάλους ποιητές όπως ο Οβίδιος και αρκετά αργότερα ο Σαίξπηρ να γράψουν ύμνους σ' αυτόν τον έρωτα. 
Εμείς θα αναφερθούμε στο σημείο εκείνο του μύθου που έχει σχέση με το λουλούδι. Σύμφωνα με το μύθο λοιπόν ο Άδωνις βγήκε για κυνήγι στο δάσος.
Εκεί όμως τον παραφύλαγε ο θεός Άρης ο προηγούμενος εραστής της Αφροδίτης που ζήλευε τον Άδωνι αφού η Αφροδίτη τον παράτησε για τα μάτια του ωραίου νέου. 
Ο Άρης μεταμορφώθηκε σε άγριο κάπρο, επιτέθηκε στον Άδωνι και τον πλήγωσε θανάσιμα. Η Αφροδίτη άκουσε τα βογκητά του Άδωνι και έσπευσε να τον βρει. Όμως ήταν πια αργά.
Απαρηγόρητη η Αφροδίτη πήρε στην αγκαλιά της το άψυχο σώμα του αγαπημένου της και όπως λέγεται ράντισε με νέκταρ την πληγή. Και από το μείγμα που έκαναν το νέκταρ με το αίμα ξεπήδησε ένα όμορφο λουλούδι. Μόνο που η ζωή αυτού του λουλουδιού κρατάει λίγο.
Όταν ο άνεμος φυσάει κάνει τα μπουμπούκια του φυτού να ανθίσουν και ύστερα ένα άλλο ανεμοφύσημα παρασέρνει τα πέταλα μακριά. Έτσι το λουλούδι αυτό ονομάστηκε ανεμώνη ή ανεμολούλουδο επειδή ο άνεμος βοηθάει την ανθοφορία του αλλά και την παρακμή του.

Léon Giran-Max (1867-1927), Γυναίκα που κρατά καλάθι με παπαρούνες. 

Γιατί οι παπαρούνες έγιναν σύμβολο μνήμης των νεκρών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το συγκινητικό ποίημα του νοσοκόμου που έχασε τον συμπολεμιστή του. 


Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο «Μεγάλος Πόλεμος», όπως έμεινε στην ιστορία, αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη γενικευμένη σύρραξη κρατών. Σε γεωπολιτικό και κοινωνικό επίπεδο προκάλεσε τεράστιες συνέπειες που καθόρισαν την ανθρωπότητα τα επόμενα χρόνια. Η έναρξη του πολέμου έγινε στις 28 Ιουνίου του 1914, με αφορμή τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου. Στις 11 Νοεμβρίου 1918 και ώρα 11 π.μ., ο πόλεμος έληξε επίσημα μετά από 52 μήνες αιματοχυσίας, κατά την οποία σχεδόν 19 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.


Paul Cummins & Tom Piper: Weeping window 


Το ποίημα του Καναδού αντισυνταγματάρχη για τον θάνατο συμπολεμιστή του 


Η επέτειος του τέλους των εχθροπραξιών έμεινε γνωστή ως «Ημέρα της Μνήμης», ήταν αφιερωμένη στους πεσόντες του πολέμου. Σύμβολο της θυσίας τόσο των στρατιωτών και του ιατρικού προσωπικού, αλλά και των πολιτών που έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο έγινε η παπαρούνα. 

Η ιδέα προήλθε από το ποίημα του Καναδού Τζον Μάκρι, ο οποίος υπηρέτησε στον πόλεμο ως νοσοκόμος αξιωματικός. Ο Μάκρι έγραψε το ποίημα «Στις πεδιάδες της Φλάνδρας» στις 3 Μαΐου 1915 προς τιμήν του συμμαχητή και φίλου του, Αλέξις Χέλμερ, που σκοτώθηκε στη μάχη του Υπρ. Παρατήρησε ότι οι παπαρούνες ήταν το μοναδικό λουλούδι που φύτρωνε στα κατεστραμμένα από τα χημικά και τις οβίδες πεδία μάχης, αλλά και ανάμεσα στους τάφους της Φλάνδρας του Βελγίου. Επίσης, το κόκκινο χρώμα της παπαρούνας συμβόλιζε το αίμα που χύθηκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. 

Στις πεδιάδες τις Φλάνδρας, παπαρούνες ανθίζουν 

Ανάμεσα στους σταυρούς σειρά με σειρά, 
Την δικά μας θέση έτσι θυμίζουν. 
Κορυδαλλοί θαρραλέα πετώντας, 
αψηφούν των όπλων την κλαγγή σπάνια
 κελαηδίσματα τραγουδώντας.
Είμαστε οι νεκροί. 
Πριν λίγες μέρες, ζήσαμε, 
νιώσαμε την αυγή και είδαμε την ομορφιά της δύσης. 
Αγαπήσαμε και αγαπηθήκαμε, 
και τώρα κειτόμαστε στις πεδιάδες τις Φλάνδρας.
Κράτα αυτό που έμεινε από την μάχη μας με τον εχθρό. 
Σε σένα τ’ αδύναμά μας χέρια παραδίδουν τον πυρσό. 
Κάνε τον δικό σου, κράτα τον ψηλά. 
Και αν η πίστη σου καμφθεί για μας που ‘χουμε πεθάνει 
δεν θα κοιμηθούμε ποτέ, 
όσο φυτρώνουν παπαρούνες στις πεδιάδες της Φλάνδρας. 

Μαρία Κουτούση - Παπαρούνες μου με σμάλτο σε πορσελάνη. 


 Η «Ημέρα Μνήμης» 

Η 11η Νοεμβρίου στις αγγλοσαξονικές χώρες έχει καθιερωθεί ως «Ημέρα Μνήμης» Μετά το τέλος του πολέμου, η Αμερικανή καθηγήτρια Μόινα Μπελ Μίκαελ, διάβασε το ποίημα του ΜακΚρι που ήδη αποτελούσε ένα από τα πιο φημισμένα ποιήματα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Έντονα επηρεασμένη από τις «Πεδιάδες της Φλάνδρας» είχε την έμπνευση να πουλήσει μεταξωτές παπαρούνες για την οικονομική ενίσχυση των βετεράνων του Μεγάλου Πολέμου. Το ίδιο έκανε και η γαλλίδα Μαντάμ Γκερίν, η οποία πουλούσε χειροποίητες παπαρούνες στο Παρίσι για την ενίσχυση των παιδιών που ζούσαν στις πληγείσες από τον πόλεμο περιοχές. Η ιδέα της Μίκαελ είχε τεράστια απήχηση και από το 1922 λειτούργησε στο Λονδίνο το «Poppy Factory», όπου μέχρι σήμερα κατασκευάζονται περίπου 36 εκατομμύρια αναμνηστικές παπαρούνες. Στο «εργοστάσιο παπαρούνας» απασχολούνται κυρίως άτομα με αναπηρία που δυσκολεύονται να ενταχθούν στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Τα χρήματα από τις παπαρούνες πηγαίνουν στη Βασιλική Βρετανική Λεγεώνα, επίσημη φιλανθρωπική οργάνωση για στρατιωτικούς και βετεράνους. Στη Βρετανία και στις υπόλοιπες αγγλοσαξονικές χώρες συνηθίζεται την 11η Νοεμβρίου οι πολίτες να φοράνε μια χάρτινη παπαρούνα στο πέτο τους ως φόρο τιμής στους νεκρούς τόσο του Πρώτου όσο και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στη Γαλλία και το Βέλγιο η επέτειος έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς στα εδάφη των δύο χωρών έγιναν οι πιο αιματηρές μάχες. 

Στην Ελλάδα, ο Στρατής Μυριβήλης έκανε αναφορά στο λουλούδι στο αντιπολεμικό βιβλίο του «Ζωή εν Τάφω». 

«Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που ‘ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα. Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα ‘βλεπε πως ήταν άλικη, μ’ ένα μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση»....

 https://www.mixanitouxronou.gr/






Robert Vonnoh, Λιβάδια με παπαρούνες στη Γαλλία. 1888.


Η παπαρούνα μέσα από μύθους και ιστορίες 


Κι ως γέρνει δίπλα το κεφάλι της στον κήπο η παπαρούνα,

που την εβάρυνε η ανοιξιάτικη δροσιά για κι ο καρπός της,

και το κεφάλι του όμοια απόγειρε, βαρύ απ᾿ το κράνος, δίπλα.
(Ομήρου Ιλιάδα Θ΄ 306) 

H παπαρούνα, αυτό το ντελικάτο άνθος που σηματοδοτεί τον ερχομό της άνοιξης παίζει κρυφτό μέσα στους αγρούς μαζί με τα άλλα αγριολούλουδα. Με το πρώτο φύσημα του αέρα φυλλορροεί, μα η ομορφιά της δεν χάνεται. Αντίθετα, η παπαρούνα είναι από τα λίγα φυτά που διαδραμάτισε έναν τόσο σημαντικό ρόλο στη θρησκεία, στη μυθολογία, στην πολιτική και στην ιατρική. Αυτό το λουλούδι έχει μαγέψει λογοτέχνες και ποιητές και βοήθησε τους γιατρούς να θεραπεύσουν τους ασθενείς τους, εδώ και αιώνες. 

Υπάρχουν περί τα 100 είδη παπαρούνας στον κόσμο. Στην Ελλάδα υπάρχουν αυτοφυή γύρω στα δώδεκα είδη, τα οποία είναι γνωστά με το κοινό όνομα παπαρούνα. Μεταξύ αυτών, τα πιο γνωστά είναι:

- Η Μήκων η ροιάς (Papaver-Rhoea) γνωστή με το κοινό όνομα: παπαρούνα, κόκκινη παπαρούνα ή κουτσουνάδα (Κρήτη). Η ονομασία ροιάς οφείλεται στο γεγονός ότι φυλλορροούν και πέφτουν πολύ εύκολα τα πέταλά τους και είναι το πιο γνωστό είδος στην Ελλάδα, η κοινή παπαρούνα των αγρών, και

- Η Μήκων η υπνοφόρος (Papaver-somniferum), γνωστή με τα κοινά ονόματα: αφιόνι, μπλε ή πορφυρόχρωμη παπαρούνα, από την οποία παράγεται η μορφίνη (Morphium).

Είναι φυτά καλλωπιστικά ή φαρμακευτικά, καθώς περιέχουν γαλακτώδη χυμό, πλούσιο σε αλκαλοειδή και με ναρκωτική δράση.

Η Μήκων η ροιάς (Papaver rhoeas), ανήκει στο γένος Παπάβερ (Papaver) και ανθίζει την άνοιξη (Απρίλιο - Μάιο). Απαντάται σε ακαλλιέργητους αγρούς, ακόμα και στις άκρες των δρόμων και αγαπά τον ήλιο και τα γόνιμα υγρά εδάφη. Είναι μονοετής πόα, και εκτός από την Ελλάδα φύεται και σε άλλες παραμεσόγειες χώρες. Ο βλαστός της είναι όρθιος, λεπτός και κοίλος εσωτερικά. Τα φύλλα της είναι μετρίου μεγέθους, επιμήκη, σε χρώμα ανοικτό πράσινο.

 Anemones – Pierre-Auguste Renoir

Χαρακτηριστικός είναι ο ύπερός της, που τον περιβάλλουν πολυάριθμοι στήμονες, με μικρούς, γκριζωπούς προς το ιώδες ανθήρες. Η ωοθήκη, αφού ωριμάσει, μετασχηματίζεται σε κάψα γεμάτη πολυάριθμους, μικροσκοπικούς, σκουρόχρωμους σπόρους. 

Η Μήκων η ροιάς είναι εδώδιμη, οι νεαροί και τρυφεροί βλαστοί της και τα φύλλα μαγειρεύονται. Γίνονται λαδερά, μόνα ή με άλλα και χρησιμοποιούνται για την παρασκευή χορτόπιτας. 

Οι δε σπόροι του φυτού χρησιμοποιούνται σε αρτοσκευάσματα και γλυκά αντί σησαμιού και είναι πολύ αρωματικά. Στο πέμπτο βιβλίο του ο Αθήναιος αναφέρει τους «μακωνίδες άρτους», δηλαδή ψωμάκια εμπλουτισμένα με τα μικρά σποράκια από τις κόκκινες παπαρούνες. Τα αποξηραμένα άνθη της κοινής παπαρούνας είναι ελαφρώς καταπραϋντικά και δρουν ως αποχρεμπτικά σε αφεψήματα.

Το όνομά της, όμορφο όσο και η ίδια, λένε πως προέρχεται από την κελτική λέξη παπά, που σημαίνει τροφή για μωρά, και φανερώνει τη συνήθεια των Κελτών (οι Κέλτες ήταν πολεμικός λαός, ο οποίος από το 1000 π.Χ. άρχισε να εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη) να ανακατεύουν χυμό παπαρούνας στις κρέμες των μωρών, σαν φάρμακο για τις παιδικές αρρώστιες.

Εκτός από τον Όμηρο, έχουμε αναφορές και από άλλους αρχαίους συγγραφείς. Ο Θεόφραστος στο «Περί φυτών ιστορίας» γράφει: 

«Έχει δε και η των δένδρων αυτών υγρότης, ώσπερ ελέχθη, διάφορα είδη, η μεν γαρ εστιν οπώδης, ώσπερ η της συκής και της μήκωνος» (Θεόφραστος, Περί φυτών ιστορίας 1,12,2).

Είναι γνωστό ότι ο Ιπποκράτης γνώριζε τις ναρκωτικές ιδιότητες του χυμού και οι μαθητές του χρησιμοποιούσαν τόσο την κάψα, όσο και τον χυμό πολλών ειδών παπαρούνας.

Ο Διοσκουρίδης, μάλιστα, δίνει λεπτομερείς ενδείξεις για την παρασκευή του οπίου, όπως και τις αντενδείξεις αυτού του δαπανηρού φαρμάκου. Συνθλίβει την κεφαλή και τα φύλλα, τα πιέζει μέσα σε ένα γουδί, τα πολτοποιεί και στη συνέχεια με τον πολτό κάνει χάπια. Κατ’ αυτόν, ένα χάπι μεγέθους ενός μπιζελιού μπορεί να ανακουφίσει τον πόνο, να φέρει ύπνο, να ηρεμήσει κοιλιακούς πόνους, αλλά ασφαλώς η υπερβολική χρήση προκαλεί υπνηλία ακόμα και θάνατο.

Σε αντίθεση με τη ροιά, η Μήκων η υπνοφόρος δεν είναι καθόλου αθώα. Είναι το είδος της παπαρούνας από το οποίο παρασκευάζεται το όπιο, πηγή πολλών ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένης της μορφίνης.

Τα άνθη της υπνοφόρου έχουν 4 πέταλα λευκού, κόκκινου ή μωβ χρώματος με μαύρα στίγματα στη βάση τους. Ο καρπός της είναι πολύσπερμη κάψα. Οι παπαρουνόσποροι, που δεν έχουν υπνωτικές ιδιότητες, χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία τροφίμων ως μπαχαρικό και ως ζωοτροφή, αλλά και στην παραγωγή παπαρουνέλαιου. Από τους αρχαίους χρόνους οι σπόροι της χρησιμοποιούνταν ως μπαχαρικό. Τέτοιοι σπόροι βρέθηκαν και σε ανασκαφές που έγιναν σε παραλίμνιους οικισμούς στην Ελβετία.

 Claude Monet / Anemones in Pot, 1885


Η παπαρούνα πρωταγωνιστεί σε μύθους και λαϊκές δοξασίες εδώ και χιλιάδες χρόνια. Στην ελληνική μυθολογία, ήταν το ιερό φυτό της θεάς Δήμητρας και ήταν σημάδι γονιμότητας. Σύμφωνα με τον μύθο, η Δήμητρα ερωτεύτηκε τον Αθηναίο Μήκωνα και τον μεταμόρφωσε σε παπαρούνα, το ιερό φυτό της θεάς. Σαν λουλούδι και παράσιτο των σιτηρών συμβόλιζε την παρουσία της Δήμητρας ανάμεσά τους. Με παπαρούνες στόλιζαν τα αγάλματα της θεάς οι συμμετέχοντες στα Ελευσίνια Μυστήρια και παπαρούνες κρατούσε στα χέρια της η θεά, όταν πήρε τη μορφή της θνητής Νικίππης. 

«…Η Δήμητρα αιστάνθηκε ότι πονάει το ιερό το δέντρο
κι είπε οργισμένη: «Ποιος μου κόβει τα καλά δέντρα;»
Έλαβε αμέσως της Νικίππης τη μορφή, που ιέρεια οι πολίτες
δημόσια την ορίσανε, κι αφού πήρε στα χέρια
στεφάνια, παπαρούνες και στον ώμο κρέμασε κλειδί,
είπε, να μαλακώσει τον κακό κι αναίσχυντο άντρα:
«Παιδί μου, που τα δέντρα κόβεις τ’ αφιερωμένα στους θεούς,
παιδί μου ησύχασε, αγαπημένο τέκνο στους γονείς σου,
πάψε, και τους βοηθούς σου απότρεψε μην κι οργιστεί
η Δήμητρα η Σεβάσμια, τον ιερό της τόπο που ξεκάνεις». 

(Καλλίμαχος, Ύμν. Στη Δήμητρα 6.31-49)

Εκτός από τη Δήμητρα, και οι γιοι του Άδη, Ύπνος και Θάνατος συνδέονται με τις παπαρούνες και απεικονίζονται να τις κρατούν ή να είναι στεφανωμένοι με αυτές, προφανώς λόγω των ιδιοτήτων των διαφόρων ειδών παπαρούνας που φέρνουν από ύπνο μέχρι θάνατο.

Ένας άλλος μύθος μας αναφέρει πως η Αφροδίτη, για να τιμωρήσει τη Σμύρνα, επειδή καυχήθηκε πως είναι ομορφότερή της, την έκανε να νιώσει παράφορο έρωτα για τον πατέρα της και να ενωθεί μαζί του. H Σμύρνα, όταν κατάλαβε το θανάσιμο αμάρτημά της, έτρεξε στο δάσος να κρυφτεί. Η θεά τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε δέντρο, τη γνωστή Μυρσίνη. Αργότερα, από τον φλοιό του δέντρου γεννήθηκε ο Άδωνις. Η Αφροδίτη γοητεύθηκε από την ομορφιά του βρέφους και για να το προφυλάξει το έδωσε στην Περσεφόνη, να το μεγαλώσει στο σκοτεινό της βασίλειο. Όταν ο Άδωνις μεγάλωσε, έγινε ένας πανέμορφος άντρας με ωραίο κορμί και θεϊκή όψη. Η Περσεφόνη τον ερωτεύτηκε παράφορα κι αρνήθηκε να τον δώσει πίσω στην Αφροδίτη. Οι δύο θεές άρχισαν να μαλώνουν και να χτυπιούνται, αλλά καμιά δεν μπορούσε να υπερισχύσει.

Ο Δίας έλυσε τη διαφορά τους, αποφασίζοντας πως ο Άδωνις θα περνούσε το ένα τρίτο του χρόνου δίπλα στην Αφροδίτη, το άλλο ένα τρίτο δίπλα στην Περσεφόνη και το υπόλοιπο τρίτο όπου αυτός ήθελε. Έτσι, ζούσε πάντοτε τέσσερις μήνες στον Κάτω Κόσμο και οκτώ με την Αφροδίτη, γιατί η Αφροδίτη χρησιμοποιώντας τη μαγική της ζώνη, κατάφερε να της αφιερώσει την επιλογή του. Κάθε φορά που ερχόταν η εποχή να εγκαταλείψει τον Άδη και ν’ ανέβει πάνω στη γη, η φύση ολόκληρη τον υποδεχόταν με χαρά. Τα χωράφια γίνονταν καταπράσινα, τα λουλούδια και τα δέντρα άνθιζαν και ένα υπέροχο άρωμα πλημμύριζε την ατμόσφαιρα. Η Αφροδίτη εγκατέλειπε το θεϊκό της παλάτι στον Όλυμπο και ζούσε με τον νεαρό αγαπημένο της μέσα στα βουνά και τα δάση.

Ο Άδωνις έγινε κυνηγός και συνοδός του στο κυνήγι ήταν συνήθως η Αφροδίτη. Τυφλωμένος από πάθος και ζήλεια ο πολεμοχαρής Άρης, για τον έρωτα της Αφροδίτης και του Αδώνιδος, μεταμορφώθηκε σε αγριογούρουνο και τον σκότωσε. Τα δάκρυα της θεάς Αφροδίτης αναμείχθηκαν με το αίμα του νεκρού Αδώνιδος. Παπαρούνες φύτρωσαν εκεί που χύθηκαν τα δάκρυα και τα τριαντάφυλλα, που μέχρι τότε ήταν ολόλευκα, βάφτηκαν κατακόκκινα από το αίμα του.

Πεθαίνει ο όμορφος Άδωνις, κυθέρεια, τι να κάνουμε;
Κορίτσια στηθοδέρνεστε και σχίστε τα ρούχα σας.
(Σαπφώ, 6ος αι.π.Χ.) 

 Ειδώλιο θεάς με στεφάνι με κάλυκες μήκωνος

Από τη μινωική περίοδο έχουμε ευρήματα ειδωλίων που παριστάνουν την ονομαζόμενη «θεά των μηκώνων» που πήρε το όνομα από το στέμμα που φέρει στο κεφάλι, διακοσμημένο με κάψες παπαρούνας και λέγεται ότι εκπροσωπούσε μια θεότητα υγείας ή γονιμότητας.

Σχετικά με τη ναρκωτική χρήση του φυτού μας παραδίδει η μυθολογία ότι όταν ο Άδης απήγαγε την Περσεφόνη, η Δήμητρα για ν’ απαλύνει τη θλίψη της κόρης της, της έδωσε υπνωτικό χυμό παπαρούνας.

Ακόμα η ωραία Ελένη δίνει ένα ποτό που ονομάζεται νηπενθές στον Τηλέμαχο και τους συντρόφους του στην Τροία, το οποίο τους προκαλεί ευεξία για να τους κάνει να λησμονήσουν τη θλίψη τους για την απώλεια της μάχης. Προφανώς πρόκειται για τον χυμό της παπαρούνας.

Οι αρχαίοι Ρωμαίοι πίστευαν ότι η παπαρούνα μπορούσε να θεραπεύσει μια πληγωμένη από έρωτα καρδιά, για αυτόν τον λόγο τη χρησιμοποιούσαν στην άσκηση μαγικών πρακτικών, ενώ στα τραπέζια τους παρουσίαζαν εκλεκτές πίτες από μέλι, αλεύρι και σπόρους παπαρούνας.

Οι Αιγύπτιοι τοποθετούσαν παπαρούνες στα νεκροταφεία και στις κηδείες, ίσως γιατί το κόκκινο χρώμα τους είναι όμοιο με εκείνο του αίματος.

Στη μυθολογία της Ανατολής η παπαρούνα γεννήθηκε από τα βλέφαρα του Βούδα όταν κάποτε, εκεί που έκλειναν τα μάτια του από τη νύστα, θέλησε να αντισταθεί στον ύπνο.

Αν πας πάντως στην Κίνα, θα διαπιστώσεις ότι η παπαρούνα έχει μια ρομαντική έννοια για τους λάτρεις της. Σημαίνει την πραγματική αφοσίωση και την πίστη μεταξύ των εραστών. Αυτή η έννοια ξεπήδησε από ένα κινεζικό μύθο όπου λέγεται ότι μια όμορφη και θαρραλέα γυναίκα, η Lady Yee, ήταν παντρεμένη με τον Hsiang Yu, ένα πολεμιστή με τιτάνια δύναμη. Όταν ο Hsiang οδήγησε τα στρατεύματά του στη μάχη, η LadyYee επέλεξε να τον ακολουθήσει και να σταθεί στο πλευρό του σε κάθε μάχη. Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, μιας μεγάλης και επίπονης μάχης, ο στρατός του Hsiang περικυκλώθηκε και η ήττα ήταν αναμενόμενη. Εκεί η Lady Yee προσπάθησε να αυξήσει τις αντοχές του, χορεύοντας με το σπαθί του. Τα πέταλα του λουλουδιού της παπαρούνας αντανακλούν το πνεύμα της, όπως αυτή χορεύει στον άνεμο με το σπαθί. Όταν αυτή η προσπάθεια απέτυχε, η Lady Yee αυτοκτόνησε. Ένα σύμπλεγμα από παπαρούνες ξεφύτρωσαν σε πλήρη άνθιση δίπλα στον τάφο της.

Στη χριστιανική παράδοση, έχει δοθεί άλλο νόημα, καθώς υποστηρίζεται ότι η γερτή της στάση εκπροσωπεί τη χριστιανική πίστη που ξεκουράζεται εν αναμονή του ερχομού της Ανάστασης. Η συσχέτιση αυτή φαίνεται στη δοξασία, ότι η παπαρούνα φύτρωσε κάτω από τον σταυρό του Χριστού στο Γολγοθά και δέχτηκε τις σταγόνες από το αίμα του Εσταυρωμένου ανάμεσα στα πέταλά της, σταγόνες που της χάρισαν το άλικο χρώμα της.

Ερχόμενοι στις μέρες μας, η παπαρούνα χρησιμοποιείται επίσης συχνά ως σύμβολο για τον θάνατο, για ορισμένους λόγους. Για τους βετεράνους του πολέμου, φοριέται καρφιτσωμένη σε σακάκια, καπέλα και τσάντες, για να τιμήσουν τους νεκρούς τους στις 11 Νοέμβριου (Λήξη Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου-Μέρα Μνήμης), οι οποίοι διακινδύνευσαν τη ζωή τους με γενναιότητα στο πεδίο της μάχης. Αυτό προήλθε μετά το τέλος του 1ου Παγκόσμιου Πόλεμου, γιατί οι παπαρούνες φύτρωσαν στα πεδία της μάχης στη Φλαμανδία (πιστεύεται ότι το αίμα των στρατιωτών είχε προκαλέσει τις κόκκινες παπαρούνες να ανθίσουν και μερικοί το πήραν σαν σημάδι ότι τελικά ο πόλεμος έχει τελειώσει).

Αυτό το τόσο μικρό και λεπτεπίλεπτο λουλουδάκι έδωσε έμπνευση σε όλους τους καλλιτέχνες και ήταν η αφορμή να πλάσει ο άνθρωπος μύθους όμορφους γύρω από αυτό. Τα πέταλα και το κατακόκκινο χρώμα του είναι γεμάτα συμβολισμούς που στους περισσοτέρους από μας είναι αγνώστους. Γι’ αυτό όταν ξεχυθείτε στους αγρούς, απολαύστε την ομορφιά της παπαρούνας, αλλά να μη ξεχάσετε πως πίσω από αυτό το «αθώο» λουλουδάκι κρύβονται ισχυρές δυνάμεις.

«Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο, οπού θροΐζει ανάλαφρα σε πρωινό του Απρίλη μες σ’ έναν κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.»
Κώστας Ουράνης

 Henri Matisse Aνανάς και ανεμώνες, 1940. 


ΜΟΥΣΙΚΗ 

Παπαρούνα

Στίχοι: Αττίκ Μουσική: Αττίκ


Την πρωτόειδε μ' ολοκόκκινα ντυμένη καλλιτέχνης με κεφάλι αυτός ψαρό κοριτσάκι αυτή μικρό να μαζεύει ζωηρό παπαρούνες σε κάποιο αγρό. Οι διαβάτες την κοιτούσαν μαγεμένοι και περνούσαν μ' ένα βήμα σιγανό μ' αυτός μέσ' το δειλινό είπε μ' ύφος ταπεινό στο λουλούδι το ζωντανό: Παπαρούνα χαρωπή οι διαβάτες που διαβαίνουν σ' αγαπούνε μα σωπαίνουν και κανένας δε θα σου πει, Παπαρούνα φλογερή, παπαρούνα ζηλεμένη ο διαβάτης που προσμένει, άλλην δε ζητά να βρη. Δεν τον άκουσε η δροσάτη παπαρούνα εμεγάλωσε και πίστεψε πολλά λόγια ενός απατηλά, ύστερ' άλλου πιο τρελά κατρακύλησε χαμηλά. Ξεπεσμένη στου θεάτρου τη φουρτούνα κει που χόρευ' ένα βράδυ στη σκηνή σάμπως άκουσε βραχνή να της λέει μια φωνή απ' τη σάλα τη σκοτεινή. Παπαρούνα σκυθρωπή, οι διαβάτες που διαβήκαν σ' αγαπήσαν μα σ' αφήκαν βουτηγμένη μεσ'τη ντροπή. Παπαρούνα σκυθρωπή, παπαρούνα μαραμένη ο διαβάτης που προσμένει άλλην δε ζητά να βρει

Pierre Auguste Renoir Anemones, 1909


Παπαρούνα κόκκινη - παραδοσιακό τραγούδι σε διασκευή Γιώργου Γεωργιάδη

Παπαρούνα κόκκινη κι άλλη κατακόκκινη δάνεισέ μου τ΄άνθη σου τ΄ανθοκοκκινάδι σου. Να λουστώ να χτενιστώ στο γυαλό να κατεβώ να μαράνω δυο αδερφούς δώδεκα αδερφοποιτούς


Nalyssa Green - Παπαρούνα

Μουσική, στίχοι: Nalyssa Green

Στίχοι: μ’αρέσει να κρατάω τη φωτιά πολύ κοντά στο πρόσωπό μου σκυλιά μαζεύτηκαν κι απόψε γαυγίζουνε το θάνατό μου θα κόψω μία παπαρούνα να την κοιτάζω να πεθαίνει θα την καπνίσω και θα νιώσω κόκκινο μέσα μου να μπαίνει φυσάω σύννεφα γαλάζια φτιάχνω δικό μου ουρανό γι' αυτό δεν έφυγα ποτέ μου για πάντα έμεινα εδώ υπάρχουν τέτοιες ιστορίες που ο χρόνος λες πως σταματά νερό να μην ξεχνάς να πίνεις κάτι βαθιά σου να κυλά

 Oriental Poppies, Georgia O’Keeffe (1928)



Παιδική Χορωδία Σπύρου Λάμπρου - Παπαρούνα 

Μουσική - Στίχοι: Αγνώστου Άλμπουμ: "Τραγουδάκια Για Την άνοιξη" Στίχοι: Παπαρούνα στο λιβάδι από το πρωί ως το βράδυ Καμαρώνει αργοσαλεύει, πιο ψηλά να πάει γυρεύει Να της δουν τα τόσα κάλλη άνθρωποι και τόποι άλλοι. Τραλαλα… Από της φωτιάς τη φλόγα κι απ’ του σταφυλιού τη ρώγα Από την αυγή τα’ Απρίλη κι απ’ της κοπελιάς τα χείλη Πήρε χρώμα , πήρε κάλλη , δείτε την μικροί μεγάλοι. Τραλαλα… Βάφει κόκκινα τα πλάγια και στους κάμπους σπέρνει μάγια, Κόκκινο σκουφάκι βάζει , πρώτη τη Λαμπρή γιορτάζει Και της χαίρονται τα κάλλη γέροι, νιοι , μικροί , μεγάλοι. Τραλαλα…

Poppies In Tuscany is a painting by Pol Ledent



ΑΝΕΜΩΝΑ-ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ

Στίχοι: Καλδάρας Απόστολος Στης καρδιάς μου τον χειμώνα φύτρωσε μια ανεμώνα η δική σου η αγάπη η χρυσή Μα δεν πρόλαβε ν' ανθίσει και μαράθηκε πριν ζήσει γιατί κρίμα δεν την πότισες και εσύ Ποια αγάπη να πιστέψω και σε ποια να εμπιστευτώ που φοβάμαι μήπως πάλι προδοθώ Ποιο λουλούδι να ποτίσω δίχως φόβο στην ψυχή πως δε θα 'ρθει η στιγμή να μαραθεί Στης καρδιάς μου το χειμώνα φύτρωσε μια ανεμώνα μα τι κρίμα δεν την πότισες και εσύ Έναν έρωτα χαμένο έναν κόσμο γκρεμισμένο από τώρα να θυμάμαι στη ζωή Σαν χαρτί τα όνειρά μου φτερουγίζουν μακριά μου και μ' αφήνουν μια πικρία στην ψυχή Ποια αγάπη να πιστέψω και σε ποια να εμπιστευτώ που φοβάμαι μήπως πάλι προδοθώ Ποιο λουλούδι να ποτίσω δίχως φόβο στην ψυχή πως δε θα 'ρθει η στιγμή να μαραθεί Στης καρδιάς μου το χειμώνα φύτρωσε μια ανεμώνα μα τι κρίμα δεν την πότισες και εσύ

 Jean-Marc JANIACZYK Poppy field


Λάκης Παπαδόπουλος - Η ανεμώνα του Σικάγου | Lakis Papadopoulos - Ι anemwna tou Sikagou Δίσκος: Δικαίωμα στο όνειρο Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος Στίχοι: Μπαλτζή Σάννυ Στου Σικάγου το χειμώνα ήτανε μια ανεμώνα που γυρνούσε βράδυ απ' τη δουλειά. Έμπαινε στ' ανθοδοχείο με νερό απ' το ψυγείο άγρια ανεμώνα όνειρα γλυκά. Μέσα στον ουρανοξύστη αγκαλιά με το ξενύχτι χίλιες πόρτες, όμως ερημιά. Έφτιαχνε με γύρη στίχους, γέλια άκουγε απ' τους τοίχους άγρια ανεμώνα όνειρα γλυκά. Κάποια νύχτα από τους λόφους πήδηξε όλους τους ορόφους, τα μακριά ανεμίζανε μαλλιά. Και στην τρίτη λεωφόρο το κορμί της κάνει δώρο άγρια ανεμώνα όνειρα γλυκά.

Tuscan Poppies by JoeRay Kelley

Φωτεινή Παππά - Πίνακες ζωγραφικής με παπαρούνες 















πηγές 

https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/
http://antnikolis.blogspot.com/
https://mikreskathimerinesstories.wordpress.com/
https://idrymapoiisis.blogspot.com/












3 σχόλια:

  1. Σας ευχαριστώ κυρία Γεωργία Κοτσοβολου για την δημοσίευση του "'άνοιξε τα μάτια του μυαλού σου" είναι μεγάλη τιμή για μένα να είμαι μαζί με τους μεγάλους ποιητές, σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου!Με εκτίμηση, Μαρκάγγελος Δαμουλακης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Nα είστε καλά . Η κυρία Ζαλώνη μου υπέδειξε το ποίημά σας και την ευχαριστώ και εγώ με την σειρά μου

      Διαγραφή