Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Αριστομένης Προβελέγγιος (1850 – 8 Απριλίου 1936)

Ο Αριστομένης Προβελέγγιος (Εξάμπελα Σίφνου 1850 – Σίφνος, 8 Απριλίου 1936) ήταν Έλληνας πολιτικός, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά στη Γερμανία, συγκεκριμένα στα πανεπιστήμια του Μονάχου, της Λειψίας και της Ιένας. Ως φοιτητής ακόμα στην Αθήνα άρχισε να γράφει, σε αυστηρή καθαρεύουσα, μακρόστιχα ποιήματα, εμπνεόμενα κυρίως από την ελληνική μυθολογία («Θησεύς», «Το μήλον της έριδος»). Επιστρέφοντας από τη Γερμανία πήγε στη Σίφνο, αργότερα όμως έλαβε ενεργό μέρος στην πνευματική ζωή της Αθήνας. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από την ίδρυσή της (από τα πρώτα εκείνα μέλη που διορίσθηκαν με τη συντακτική πράξη ιδρύσεως της Ακαδημίας).

Από τα σημαντικότερα έργα του Προβελέγγιου θεωρείται η έμμετρη αριστουργηματική μετάφραση του Φάουστ του Γκαίτε, η πρώτη στην ελληνική γλώσσα: Διατηρώντας όλα τα στοιχεία του πρωτοτύπου, θεωρείται ταυτόχρονα πραγματική δημιουργία και «δευτέρα γραφή». H μετάφραση αυτή εκδόθηκε το 1887 από τον οίκο Mπαρτ και Xιρστ, με τυπογραφικούς χαρακτήρες της Oξφόρδης, πολλά σχεδιάσματα του Kάουλμπαχ και ξυλογραφίες του Kρέλιγκ, και απετέλεσε εκδοτικό γεγονός γιά την εποχή. Ο Προβελέγγιος μετέφρασε επίσης, το 1902, το κλασικό σύγγραμμα του Γκότχολντ Λέσινγκ, Ο Λαοκόων. Ο εγγονός του γράφει σχετικά: «Ο Aριστομένης Προβελέγγιος δεν ήτο μόνον γερμανομαθής, αλλά και γερμανοτραφής, μείνας εις Γερμανίαν επί πέντε έτη, σπουδάζων φιλολογίαν και λογοτεχνίαν εις γερμανικά πανεπιστήμια, λαβών και το διδακτορικόν από το Πανεπιστήμιον της Iένας, εις δε την βιβλιοθήκην του, προεξάρχουσαν θέσιν είχαν τα συγγράμματα του Goethe, του Schiller, του Heine και άλλων κολοσσών του πνεύματος.»

Ο Προβελέγγιος συνέγραψε επίσης λυρικά και δραματικά ποιήματα, δράματα και τραγωδίες με θέματα κυρίως από την αρχαία παράδοση, που όμως σήμερα έχουν σχεδόν λησμονηθεί. Βραβεύτηκε με το «Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών»
.
Ο Προβελέγγιος και το γλωσσικό ζήτημα

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η γλωσσική εξέλιξη του Προβελέγγιου. Αρχίζοντας ως ποιητής της καθαρεύουσας, αποδέχθηκε βαθμιαία (από την εποχή της παλαμικής «γενιάς του 1880») το μήνυμα του δημοτικισμού. Ως ορόσημο στην αλλαγή των γλωσσικών του πεποιθήσεων θεωρήθηκε η επαφή του με τον Νικόλαο Πολίτη και τον Εμμανουήλ Ροΐδη το 1890, στην επιτροπή του «Φιλαδέλφειου διαγωνισμού», όπου ο Προβελέγγιος ήταν επίσης μέλος. Η εξέλιξή του φαίνεται στη συγκεντρωτική ποιητική συλλογή του Ποιήματα παλαιά και νέα (1896). Ο Παλαμάς «χαιρέτισε» τη μεταστροφή του Προβελέγγιου, ανάλογη με αυτή του Καρκαβίτσα. Αξιομνημόνευτα είναι τα λόγια (στην καθαρεύουσα!) με τα οποία ο Προβελέγγιος προέβλεψε την επικράτηση της δημοτικής: «Η καθαρεύουσα, ην ως άνθος θερμοκηπίου εκαλλιέργησαν εν τοις σπουδαστηρίοις αυτών οι λόγιοι, εξέλιπε βαθμηδόν και η λύρα στέφεται με το ακμαίον και ευώδες άνθος της δημώδους. Η δε ανακαίνισις της νεοελληνικής ποιήσεως, υπέρ ης πολλοί και καλοί ποιηταί εμόχθησαν, ταφέντες υπό τα ψυχρά σάβανα της καθαρευούσης, βεβαίως θέλει επιτευχθεί εν μέλλοντι χρόνω δια της δημώδους...»

Ο Προβελέγγιος ασχολήθηκε και με την πολιτική και εκλέχθηκε βουλευτής Μήλου από το 1899 ως το 1905. Διετέλεσε επίσης γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών (1891-1892), ενώ αρνήθηκε θέση καθηγητή στο ίδιο Πανεπιστήμιο.

Έργα του

(έτος των πρώτων αυτοτελών εκδόσεων)

Ποίηση

Θησεύς, Αθήνα, τυπ. Α.Καναριώτου και Ζ.Γρυπάρη, 1870
Το μήλον της έριδος, Αθήνα, τυπ. Ανδ.Κορομηλά, 1872
Η μάνα Ελλάς στον Ποιητή, Αθήνα, τυπ. Παρνασσού, 1881
Παλαιά και νέα ποιήματα - Α΄, Αθήνα, εκδ. Κασδόνης, 1896
Ποιήματα, Αθήνα, εκδ. «Εστία», 1916
Διπλή ζωή, 1916
Εμπρός στο άπειρον· Σφιγξ και Πήγασος Αθήνα, εκδ. «Ι.Ν. Σιδέρης», 1926
Χρυσοπηγή, Αθήνα, εκδ. «Σαλίβερος», 1930
Το Αιγαίον, Αθήνα, ανάτυπο από τα πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 1934
Μεταθανάτια έκδοση: Είκοσι ποιήματα, Αθήνα, τυπ. Κείμενα, 1985 

Θέατρο

Ρήγας - δράμα, Αθήνα, εκδ. «Ι.Ν. Σιδέρης», 1920
Ασώτου επιστροφή, Αθήνα, εκδ. Ι.Δ. Κολλάρος, 1925
Κόρη της Λήμνου, 1891
Ιόλη, 1911
Το δίλημμα, 1916
Προς τη νίκη προς τη δόξα. 1913
Νικηφόρος Φωκάς - Τραγωδία εις πράξεις πέντε. Αθήνα, εκδ. Ι.Δ. Κολλάρος, 1916 (Βραβεύτηκε το 1915 στον «Αβερώφειο» διαγωνισμό.)
Φαίδρα - Τραγωδία. Αθήνα, εκδ. «Ι.Ν. Σιδέρης», 1916.
Ιφιγένεια εν Αυλίδι - Τραγωδία εις πράξεις τέσσαρας. Αθήνα, τυπ. «Ρυθμός», 1936.
https://el.wikipedia.org/

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Η ποίησις των ερειπίων

Σὲ βλέπω ἐκεῖ ρημόσπιτο, σὲ βλέπω ἐκεῖ ρημάδι.
Ἀγριόχορτα στὸ δῶμά σου τὰ χρόνια ἔχουνε σπείρει.
Χιόνια, βροχὲς σ' ἐγέρασαν, ἀντάρες σ' ἔχουν φθείρει,
καὶ στέκεις καὶ ὀνειρεύεσαι στὸ μακρινὸ λαγκάδι.

Τὸ μάτι μου, ἀπ' ὀνείρατα ποιητικὰ γεμᾶτο,
ποῦ τ' ἄπειρο διάστημα γοργὰ τὸ ταξειδεύει,
καὶ λούεται μὲς στὰ κύματα ποῦ λάμπουν ἐκεῖ κάτω −
μ' ἀγάπη καὶ προτίμησι στὸ δῶμά σου σταθμεύει.

Οἱ στοχασμοί μου − ἀναλαμπές, ποῦ στέλλουν οἱ αἰῶνες
καὶ ἡ Ζωὴ − στὸ δῶμά σου ἀνεβοκατεβαίνουν,
καὶ μέσα στὰ χαλάσματα, ποῦ ἀράχνες τώρα ὑφαίνουν,
πετοῦν τῆς φαντασίας μου ᾑ ρόδινες εἰκόνες.

Τί βρίσκει στὰ συντρίμμια σου τὰ θλιβερὰ τὸ μάτι;
ποιὰ βρύσι τρέχει ἀπόκρυφη στὰ σκόρπια σου λιθάρια,
καὶ πίνει ἡ φαντασία μου κι' ὡραίους κόσμους πλάττει,
κόσμους ζωῆς στὰ κρύα σου, νεκρά σου ἀπομεινάρια;

Καὶ κἄποτε μέσ' ἀπὸ κεῖ βαρειὰ φωνὴ μοῦ κράζει:
"Ὦ σύ, ποῦ ὁ νοῦς σου μέσα 'δῶ μ' αὐθάδειαν ὀργιάζει
κ' εὐδαιμονίας ὄνειρα στὰ ἐρείπια χρυσοπλέκει,
ξέρεις μιὰ μέρ' ἂν μ' ἔκαψε τοῦ πόνου ἀστροπελέκι;"


Ήταν ωραίες ῃ στιγμές εκείνες

Ἦταν ὡραῖες ᾑ στιγμὲς ἐκεῖνες,
ἡ ζήλεια, τὰ παράπονα, ἡ ὀργή.
Γιατὶ ἦτον ἔρωτος μεγάλου ἀντάρα,
ἦτον ὀδύνης ἀπελπιστικὴ κραυγή.

Κ' ἐτρέμανε τὰ λόγια μου στὰ χείλη,
κ' ἔτρεμε μέσ' στὸ στῆθος ἡ καρδιά,
ὡς τρέμει στοὺς ἀγροὺς τὸ στάχι,
ὅταν τὸ ζώνει λαίμαργη φωτιά.

Καὶ σὺ στεκόσουν ἀπαθὴς ἐμπρὸς μου,
καὶ μ' ἄκουες μὲ μιὰ ἀνήκουστη ἀπονιά,
ἀναίσθητη, σὰν ἄγαλμα μαρμάρου.
Οὔτε ματιὰ παρήγορη οὔτε λέξι μιά.

Καὶ σ' ἀποθέων' ἡ ἀγάπη ἐκείνη,
καὶ σ' ἔβλεπα στὸν πύρινό της οὐρανό,
ὑπέροχη καὶ ἀπρόσιτη καὶ ὡραία,
τὸ πλάσμα ἐσὲ τὸ ταπεινό.

Ὅ ἔρως πλέον ἔσβυσεν ἀπ' τὴν καρδιά μου,
ποῦ τὴν ἐπλούτιζε μὲ τὴν ἁγία του πνοή,
μ' αἴσθημ' αὐταπαρνήσεως, θυσίας.
Ἐζοῦσα, σὰν μιὰν ὑπεράνθρωπη ζωή.

Ὁ ἔρως πλέον ἔσβυσεν. Ἔχει στειρέψει
ὁ πλούσιος καὶ ζωογόνος ποταμός.
Εἶμαι κοινὸς θνητός. Μὲ τρέφουν τώρα
ἔννοιες μικρὲς καὶ ταπεινὲς κ' ἐγωϊσμός.

Τί θέλεις τώρα; ἐπέρασεν ἡ τρικυμία
ποῦ ἐστέναζε παραπονετικά,
καὶ σὰν ἀγάπης ὑπερτάτης ἁρμονία
σ' ἔθελγε, σ' ἐνανούριζε γλυκά.

Σ' ἐθέρμαινε τοῦ ἔρωτός μου ἡ φλόγα,
καὶ τώρα νοιώθεις στὴν καρδιά σου παγωνιά.
Τώρα θυμᾶσαι καὶ πονεῖς κι' ἀναστενάζεις
στὴν ἐγκατάλειψί σου καὶ στὴν ἐρημιά.


Η τέχνη παρήγορος

Εἰς τὸν Κον Κωστὴν Παλαμᾶν
(Μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ποιημάτων αὐτοῦ "Τάφος")

Στοῦ πόνου σου τ' ανήλια σκοτάδια
ἐκύτταξα μὲ μυστικὴ τρομάρα·
κόσμων ὡραίων εἶδα ἐκεῖ ρημάδια
καὶ χάος κ' ἐρημιὰ καὶ μαύρη ἀντάρα.

Εἶδα νὰ σέρνεται, νὰ παραδέρνῃ
μέσ' στὰ συντρίμμια ἐκεῖνα τὴν ψυχή σου
καὶ μιὰ χαρὰ φευγάτη παραδείσου
περίλυπη στὴ μνήμη της νὰ φέρνῃ.

Ὅμως ἡ θεία Τέχνη παραστέκει
καὶ γράφει μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς σου,
καὶ μαργαριταρένια σιγοπλέκει
στεφάνια ἀπὸ τὰ δάκρυα τὰ θερμά σου.

Ἠχολογάει σὰν μουσικὴ τὸ κλάμμα
μέσα στοὺς στίχους σου, καὶ τὰ κομμάτια
τῶν κόσμων ξανασμίγουν, ὤ, τί θάμμα!
καὶ γίνονται περίτεχνα παλάτια.

Μεταμορφώνεται τοῦ πόνου ἡ χώρα,
ἡ ἀτέλειωτη, σ' ἀνθόσπαρτο λιβάδι,
καὶ χαραυγὴ μερώνει νικηφόρα
τ' ἄγριο, τ' ἀπαρηγόρητο σκοτάδι.

Καὶ βλέπω τὴν ψυχή σου σὰν ἀκτῖνα
νὰ τρέχῃ αἰώνια ἀπ' ἄνθος σὲ λουλοῦδι
κατόπι ἀπ' τὸ χρυσό της τ' ἀγγελοῦδι,
ποῦ φτερουγίζει μέσα στἄνθη ἐκεῖνα.



Ω γη μητέρα


Σὺ μὲ τὸ πνεῦμά σου τὸ μυστηριακό,
ὦ Γῆ μητέρα, μ' ἔχεις ποτισμένο.
Αὐτὸ τὸ πνεῦμα σου παντοῦ εἶναι σκορπισμένο.
Τὸ αἰσθάνομαι καὶ τ' ἀγροικῶ
νὰ πνέῃ γύρω μου σὲ κάθε βῆμα
ἀπ' τὰ βουνά σου, ἀπ' τὰ λαγκάδια, ἀπὸ τὸ κῦμα,
σὰν ἕνας πόθος, σὰν μιὰ νοσταλγία
γι' ἀγνώστων οὐρανῶν μαγεία.
Μὲ πότισες μὲ τὴ λαχτάρα σου τὴν ἴδια.
Στὰ προαιώνια σου ταξείδια.
μέσα στοῦ χάους τὰς ἐκτάσεις,
ποὺ ἡ σφαῖρά σου γυρίζει καὶ γοργοκυλᾷ,
μὲ μάταιον ἔρωτα ζητᾷς νὰ φθάσῃς
τ' ἄστρο, ποὺ ἐμπρός σου φεύγει καὶ φωτοβολᾷ.
Κ' ἐγὼ τοῦ κάκου ἀνοίγω τὴν ἀγκάλη
πρὸς τῶν ἰδανικῶν μου τὰ ὀνειρώδη κάλλη,
ποὺ μ' ἀνυψώνουν, τὶς ἡμέρες μου λαμπρύνουν,
ἀλλ' ἄχ! σ' αἰώνια δίψα καὶ καϋμὸ μ' ἀφήνουν.

Ὦ μάννα Γῆ!

κι' οἱ δυό μας εἴμεθα αἰώνιοι νοσταλγοί.
Πετᾷς, γυρνᾷς, γυρνῶ κ' ἐγὼ μαζί σου
μέσα στὰ θαύματα τῆς ἀστρικῆς ἀβύσσου.
Κι' ὅταν καὶ σὺ μιὰ μέρα θ' ἀποστάσῃς
καὶ θὰ διαλυθῇς σὲ σύννεφο, σὲ ἀτμόν,
τὴ σκόνι μου θὰ τὴ σκορπίσῃς στὰς ἐκτάσεις
μέσα σὲ πλήθη ἡλίων, πλήθη ἀστερισμῶν.


Η Ελεημοσύνη

Θεὰ τοῦ πόνου, ταπεινὴ περνᾷς τὰ μονοπάτια
ποῦ φέρνουν στ’ ἄχαρα λημέρια,
κ’ ἔχεις πλουσία τὴν καρδιὰ καὶ πρόθυμα τὰ χέρια
καὶ ἀγγέλου ἀγαθότητα στὰ σπλαχνικά σου μάτια.

Εἶσαι ἡ πλουσιώτερη τῆς γῆς, Ἐλεημοσύνη,
κι’ ὅταν ἀκόμα φτωχικὰ τὸ χέρι σου χαρίζῃ.
Δὲν εἶνε πλούσιος κανεὶς γιὰ ὅσα θησαυρίζει,
ἀλλὰ γιὰ ὅσα μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἀγάπη δίνει.

Διαβαίνεις κι’ ὁ ἀγέρας σου παρηγοριὰ σκορπίζει,
λουλούδια ὁλόγυρα σου σπέρνεις·
δίνεις χαρὰ καὶ ἀνάσταση, καὶ γιὰ μισθό σου παίρνεις
δάκρυ ποῦ σὰν ἁγίασμα τὰ χέρια σου ραντίζει.

Λάμπει ἡ ἐλπίδα ἅμα φανῇς σὲ μάτι ἀπελπισμένο,
τὸ κλάμμα γίνεται τραγοῦδι,
καὶ ἡ ζωή ποῦ κοίτεται σὰ δέντρο μαραμένο,
νοιώθει κοντά σου ἄνοιξη, πετᾷ γιὰ σὲ λουλοῦδι.

Μὲσ στὴν καλύβη τοῦ φτωχοῦ, τὴν πιὸ σκοτεινιασμένη,
τὸ φωτεινό σου θρόνο στήνεις,
κ’ ἡ ὄψη σου φεγγοβολᾷ σὰν ἄστρο τῆς γαλήνης,
λαμπρότερη μεσ στὴν καρδιὰ τὴν πιὸ δυστυχισμένη.

Κρύβεσαι, ἀλλ’ ἡ χάρη σου σὲ μύριαις ὄψες λάμπει,
σ’ ἀμέτρηταις καρδιαὶς μυρίζει,
σὰν λούλουδο ποῦ ταπεινὸ βαθιὰ στὰ χόρτα ἀνθίζει,
μὰ στὸ γλυκό του ἀνάσασμα μυροβολοῦν οἱ κάμποι.

Τὴ δύναμή σου, ὦ θεά, τὴ μαγεμένη, οὐράνια
δὲν κτίζεις σὺ μὲ περηφάνεια
ἐπάνω εἰς τὰ μάταια τοῦ κοσμου μεγαλεῖα·
τὴν θεμελιόνεις στὴν εὐχὴ καὶ εἰς τὴν εὐλογία.

Οἱ πιὸ ἀδύνατοι τῆς γῆς, ἰδοὺ ἡ δύναμή σου!
χήραις, παιδάκια ὀρφανεμένα,
ποῦ τὰ γλυκαίνει ὡσὰν τὸ φῶς ἡ μητρικὴ στοργή σου,
σηκόνουνε τὸ θρόνο σου σὲ χέρια εὐλογημένα.

Ἐλεημοσύνη, ταπεινὴ περνᾷς τὴν οἰκουμένη,
κ’ ἐνῷ τὸ γόνυ ἐμπρός σου κλίνει
καὶ μ’ εὐλογίαις καὶ μ’ εὐχαὶς καὶ δάκρυα σὲ ραίνει,
σὺ γονατίζεις σπλαχνικὴ στῆς συμφορᾶς τὴν κλίνη.

Εσπερινός

Κατάκορφα τὸ βράδυ βράδυ στὰ βουνά,
ὅταν ὁ ἥλιος βασιλεύῃ δοξασμένος
μὲ φωτοβόλα σύννεφα στεφανωμένος,
καὶ πλέει ὁ κόσμος σὲ πελάγη φωτεινά.

Τὸ βράδυ βράδυ στ’ οὐρανοῦ τὴν ἀγκαλιά,
σὰν σὲ καθρέφτη ξάστερο ζωγραφισμένα,
στέκουν τὰ δένδρα τοῦ βουνοῦ σκοτεινιασμένα,
ἀκίνητα στὰ ὕψη των, στὴ σιγαλιά.

Μοιάζουν μὲ μαύρους, ρασοφόρους καλογήρους,
ποῦ πέμπουνε τὴν βραδυνή των προσευχὴ
ἀπ’ τὴν ἁγία, τὴν ὁλόφωτη ψυχή,
ὀρθοὶ στοὺς ἀναρίθμητους τῶν χρόνων γύρους.

https://el.wikisource.org/








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου