Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ " Λογισμοί στο σύθαμπο " Διηγήματα


Θοδωρής Μπελίτσος - Λογισμοί στο σύθαμπο
Είδος - Διηγήματα
Ετος Εκδοσης - 2019
Σελίδες - 
156 
ISBN - 978-618 - 82852-2-4
Νέα Σμύρνη 2019

Στιγμιότυπα και φιγούρες της καθημερινότητας, συχνά με φόντο ιστορικά γεγονότα ή εορταστικές επετείους, αποτελούν τον καμβά των 26 διηγημάτων, επί του οποίου ο συγγραφέας καταθέτει τις σκέψεις, τις αγωνίες και τα σχόλιά του για το νόημα της ύπαρξης, την αξία της ζωής και το μεγαλείο του ανθρώπου. Σχόλια άλλοτε πικρά, άλλοτε αισιόδοξα μα πάντα με επίκεντρο τον άνθρωπο και τις αδυναμίες του.

Στα διηγήματα, που γράφτηκαν την περίοδο 2014-2018, περιλαμβάνονται και τα βραβευμένα σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς:
«Περνάς και δεν μας χαιρετάς...»,
Α΄ Βραβείο Διηγήματος Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας 2018.
«Στου Μπαμπούμ φαντάζ'»,
Βραβείο μυθοπλασίας και γλωσσικής απόδοσης στη ντοπιολαλιά της Λήμνου, 2018.

Το βιβλίο διατίθεται:
-Από το βιβλιοπωλείο AdLibitum, Νικομηδείας 18, Ν. Σμύρνη. τηλ. 2109338006
-Από το συγγραφέα: 6972143237 - iq1234@otenet.gr


Οπισθόφυλλο 

Αποσπάσματα

Περνάς και δεν μας χαιρετάς…

Α΄ Βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος 2018
της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας


«Αλλιώτικη μέρα σήμερα», σκέφτηκε ο Αλέκος. Ούτε ήλιος ούτε συννεφιά, καταχνιά μόνο και ζέστη. Απέναντι ο κουρέας ανέβαζε τα ρολά. Έβγαλε την τσίγκινη ταμπέλα στο πεζοδρόμιο: 
«Κουρείον η ‘‘Ομορφιά’’. Ανδρικόν-Παιδικόν», με ένα μεγάλο κόκκινο βέλος στο πάνω μέρος που έδειχνε προς την πόρτα του μαγαζιού.
«Γιατί γράφει παιδικόν; Αφού μόνο μεσήλικες και υπερήλικες κουρεύει, με λιγοστό μαλλί και πολλή όρεξη για κουβέντα», αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά ο Αλέκος. Όπως είχε αναρωτηθεί και χτες και προχτές και την προηγούμενη εβδομάδα αλλά και πέρυσι και πρόπερσι, από τότε που καθηλώθηκε στην καρέκλα της σάλας, μέσα από το παράθυρο. Όπως θα αναρωτιόταν την επόμενη μέρα, τη μεθεπόμενη, την επόμενη εβδομάδα, τον επόμενο μήνα, ίσως και τον επόμενο χρόνο. 
Τέταρτη χρονιά στην ίδια θέση, στο ανοιχτό παράθυρο της σάλας, το μισοκρυμμένο πίσω από τη νεραντζιά. Σαν έχασε τη Χρυσούλα, πήρε την κάτω βόλτα. Μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο βαρύθυμος. Το μεράκι για τη δουλειά του έφυγε. Τα μόνιμα βουρκωμένα μάτια δεν τον βοηθούσαν πια να ράψει, να γαζώσει και να μπαλώσει σωστά. Τα δάχτυλά του γίνονταν ολοένα και πιο δυσκίνητα, όχι μόνο από τα αρθριτικά. Δυσκολευόταν ακόμα και να τρυπήσει το δέρμα. Όταν χάλασε ένα μποτάκι που του είχαν φέρει για αλλαγή σόλας, το πήρε απόφαση. Αποζημίωσε την γυναικούλα που είχε έρθει έτοιμη για καυγά και την ίδια κιόλας ημέρα κλείδωσε το Υποδηματοποιείον. Δεν ξαναμπήκε μέσα εκεί. Σόλες, δέρματα και καλαπόδια απόμειναν να κρέμονται στον τοίχο, με ένα παράπονο και μιαν απορία για το ξαφνικό κακό που τα βρήκε. 
Τον πρώτο καιρό βγήκε από το σπίτι, πήγε στο καφενείο, πήγαινε στης ανιψιάς του, αλλά δεν είχε μάθει από κόσμο και δεν μπόρεσε να συνηθίσει. Τα αρθριτικά χειροτέρεψαν ακόμα πιο πολύ την κατάσταση. Σταδιακά κλείστηκε μέσα. Ο κόσμος του περιορίστηκε στη θέα από το παράθυρο της σάλας. 
-Καλημέρα, Μπάμπη. 
-Καλημέρα, Αλέκο, πάω στο μανάβη, θες τίποτα;
-Καλημέρα, κυρά-Κατίνα. 
-Καλημέρα, κυρ-Αλέκο, άστα η μέση μου με τάραξε απόψε. 
-Καλημέρα Αννούλα.
Μια πρωινή καλημέρα απόμεινε ως καθημερινή επαφή του με τη ζωή. Ποια ζωή, δηλαδή; Τα νέα των συνταξιούχων: γιατροί, φάρμακα, εξετάσεις, θεραπείες, αναπόληση του παρελθόντος. Και βέβαια, έννοιες για παιδιά, νύφες, γαμπρούς, εγγόνια και τα παρόμοια. Μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, χρόνο με το χρόνο, οι καλημέρες λιγόστευαν. Ο ένας μετά τον άλλον οι άνθρωποι που είχε ζήσει μαζί τους γερνούσαν, αρρώσταιναν, κλείνονταν στα σπίτια τους ή σε γηροκομεία, έφευγαν. 
Όταν κάποιος εξαφανιζόταν από το δρόμο, στην αρχή ρωτούσε τα παιδιά του, τους συγγενείς του, μα με τον καιρό δεν εύρισκε τι να ρωτήσει, αφού η απάντηση ήταν πάνω-κάτω η ίδια:
-Τι να κάνει, γεράματα κυρ-Αλέκο. 
Είτε δεν βαστούσαν τα πόδια, είτε δεν δούλευε το μυαλό. Σταδιακά, άρχισαν να τον αποφεύγουν, να μην περνούν από το παραθύρι του ή να περνούν βιαστικά κάνοντας πως δεν τον έχουν δει.
Περνάς και δεν μας χαιρετάς…
🌑    🌑    🌑    🌑
Η βραχνάδα στη φωνή της

Τη βραχνάδα της γιαγιάς της είχε η Μέλανι, που είχε και τ’ όνομά της και την τσαχπινιά της και τα μαύρα μάτια της και όλα τα χούγια της Μελανίτσας. Αυτή η βραχνάδα στη φωνή της τρέλαινε τους άντρες. Τους θύμιζε την Τζάνις Τζόπλιν και τη Μαριάν Φέιθφουλ. Στους νεότερους την Μπόνι Τάιλερ.
Ίσα που την πρόλαβε τη γιαγιά της. Αν δεν υπήρχαν κάποιες φωτογραφίες της, τη μορφή της δεν θα την ήξερε καθόλου. Τα περισσότερα γι’ αυτήν τα είχε μάθει από την μητέρα της, την Μιρτζάν Χαρακιάν, την Μερτζανή Σιαμέτογλου, τη θυγατέρα του Αχμέτη από το Κουρού-τεπέ, που δεν ήξερε αν έπρεπε να λέει πως ήταν Ρωμιά, Αρμένισσα ή Τουρκάλα. 
-Πάντως Αμερικάνα δεν είμαι, της έλεγε η μάνα της. Από την Ανατολή βαστάω. Αχμέτη λέγανε τον πατέρα μου, Αρμένης με ανάστησε, Ρωμιά ήτανε η μάνα μου. Τούρκικα, ρωμαίικα κι αρμένικα τραγούδια, τραγουδούσε.
Στα κουτουρού τ’ άκουγε αυτά η μικρούλα Μέλανι. Σύντομα τα ξέχασε. 
-Εγώ είμαι Μποστόνιαν μάδερ, μουρμούριζε δειλά στα αγγλορωμέικα, όσο ήτανε μικρή.
-Άι αμ ε Μποστόνιαν, ξεστόμισε με θράσος στα δεκάξι της, γουάτ δε χελ αρ γιου τόκινγκ, μάμι;
Παιδί του Γούντστοκ και των σίξτις, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη κι άρχισε να παίζει στην κιθάρα της: ‘Πίπολ αρ στρέιντζ’, ‘Δε χάουζ οβ ράιζινγκ σαν’, ‘Φόλινγκ φρομ γκρέις’, τέτοια. Έπαιξε και σε κάποια μπαρ για το χαρτζιλίκι της, αλλά πιο πολύ έπαιζε για την παρέα και τους φίλους και φυσικά για τους εφήμερους εραστές της. 
Ίδια η γιαγιά της και σ’ αυτό.

-ο-ο-ο-

Αυτή η βραχνάδα έσωσε τη Μελανίτσα, όταν ο θεός βαρέθηκε τον κόσμο κι άφησε Ρωμιούς, Αρμένηδες, Οβριούς και Τούρκους να σφάζονται σαν τραγιά. Ένα Τουρκάκι, ο Αχμέτης, που την αγαπούσε, τήνε ξύπνησε, όταν μπήκαν οι Τσέτες στο χωριό. Την έντυσε αντράκι και την έκρυψε στο μαντρί του, ψηλά στο Κουρού-τεπέ. Εκεί, μαζί με τα γίδια, έζησε για είκοσι μήνες, γυναίκα του Αχμέτ. Εκεί γέννησε την κόρη της, τη Μερτζανή, εκεί τη βύζαξε. 
Ώσπου ημέρεψαν οι άνθρωποι και αποφάσισε να κατέβει στο χωριό, να δει τι απόγιναν οι δικοί της. Χάλασμα το καφέ του πατέρα της, χάρβαλο το πατρικό της, ραγισμένος ο δικέφαλος στο πανωπόρτι. Ρωμιοί, Αρμένηδες και Οβριοί άφαντοι. Μόνο Τούρκους σκέπαζε το μεγάλο πλατάνι. Κάποιος τη θυμήθηκε και φώναξε: «σόιλε Ιμιτλερίμ, Μελανίτσα χανούμ». Για πότε φάνηκαν οι τζανταρμάδες, για πότε τη φόρτωσαν σε έναν αραμπά ούτε που πήρε χαμπάρι. Τι κι αν έδειχνε το μωρό της, τη Μερτζανή, στο καλάθι, τι και αν φώναζε «Ισί Άχμετ». 
«Μιμπάντελε Γιουνάν», της έλεγαν κι ανάθεμα αν καταλάβαινε τι σημαίνει. 
Τη φόρτωσαν σε ένα πλοίο κι έφτασε στον Πειραιά. Έκλαιγε συνέχεια. 
«Είμαι γυναίκα του Αχμέτη, γιατί με φέρατε εδώ;», έλεγε σε όποιον έβρισκε μπροστά της. «Ισί Άχμετ, ισί Άχμετ», μα όλο και λιγότεροι την καταλάβαιναν. 
«Σιαμέτογλου», είπε κάποιος πίσω από ένα γραφείο. «Χήρα με παιδί», συμπλήρωσε ένας άλλος σε ένα κατάστιχο. Έτσι έγινε Μελανία Σιαμέτογλου με χαρτιά και σφραγίδες του Ελληνικού κράτους. 
Μόνο αυτή γλίτωσε από τη φαμελιά της. Ούτε πατέρα, ούτε μάνα, ούτε άλλο συγγενή ξαναείδε. Σφάχτηκαν, τούρκεψαν; Γλίτωσαν και πήγαν αλλού; Τι απόγιναν, δεν έμαθε ποτέ. Ούτε για τον Αχμέτη έμαθε πως τρελάθηκε, όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί, και πως χρόνια ολόκληρα τριγύριζε στα ρουμάνια και στις κορφές του Κουρού-τεπέ, φωνάζοντας τ’ όνομά της και τ’ όνομα της θυγατέρας του: «γκιουζέλ σιβγκιλίμ», «γκιουζέλ Μερτζάν». 

🌑    🌑    🌑    🌑
FB, όπως ΦΟΒΟΣ

Μπήκε στην ιστοσελίδα του περιοδικού κι άρχισε να ξεφυλλίζει τις σελίδες των άλλων συνεργατών. Τρόμαξε. Δεν βρήκε κανένα με λιγότερα από χίλια λάικ. 
«Πρωί πρωί, ρε πούστη μου, χίλια λάικ. Τι γίνεται;»
Πήγε λίγο στα χθεσινά κείμενα. Τρόμαξε πιο πολύ. Όλα είχαν από τρεις χιλιάδες και πάνω. Ακόμα και των πιο νέων συνεργατών. Πανικοβλήθηκε. Φαντάστηκε τον εαυτό της στην ανεργία· να αφήνει το νοικιασμένο δυάρι· να επιστρέφει στο πατρικό της· το «στα έλεγα εγώ» της μάνας της. 
«Ρεπόρτερ και ανοησίες», της είχε πει, όταν ανακοίνωσε ότι θα γραφτεί σε σχολή δημοσιογραφίας. «Πάρε το Νικολάκη με το ψιλικατζίδικο, ρε κορίτσι μου, που λιώνει για σένα». Φυσικά εννοούσε: «Πάρε το ψιλικατζίδικο με το Νικολάκη». 
Αλλιώς τα νόμιζε, όταν ξεκίνησε. Δυο άρθρα την εβδομάδα της ζήτησαν, Τρίτη και Παρασκευή, για το πολιτιστικό ένθετο. Συγγραφείς, καλλιτέχνες, εκδηλώσεις, τέτοια πράγματα. Στρώθηκε με μανία στο ψάξιμο· παρουσιάσεις βιβλίων, συναυλιών, εκθέσεων. Συγκέντρωσε υλικό κι άρχισε να στέλνει. Από την αρχή άρχισαν τα σχόλια. 
«Ποιοι είναι αυτοί; Δεν τους ξέρει ούτε η μάνα τους».
«Είπα να προβάλω ανθρώπους της γενιάς μου», απολογήθηκε. «Πώς θα τους μάθουν, αν δεν γράψει κάποιος;». Αυτό το δεύτερο μόνο το σκέφτηκε, δεν το είπε.
«Κοίτα, εδώ είναι επιχείρηση, δεν κάνουμε χάρες σε κολλητούς. Προβάλλουμε ό,τι πουλάει», πήρε την πρώτη κρυάδα από τον σκληρό υπεύθυνο του πολιτιστικού. 
«Πήγαινε σε κανένα μαγαζί να μιλήσεις με την τραγουδίστρια, να γράψεις καμιά ίντριγκα, μισο-αλήθεια, μισο-ψέμα δεν έχει σημασία», τη συμβούλεψε ένας άλλος από τους παλιούς, που είτε την είχε πάρει με καλό μάτι είτε απλά του είχε γυαλίσει στο μάτι η νέα ρεπόρτερ.
«Για ένα κατοστάρικο το άρθρο θα τρέχω στα μαγαζιά της νύχτας;», σκέφτηκε αλλά ούτε αυτό το είπε.
🌑    🌑    🌑    🌑
Παράπλευρες απώλειες

Η ζωή του Αστέρη
Χωμένος στο λάπτοπ αναζητούσε σαλέ στις αυστριακές Άλπεις για τις χειμερινές διακοπές, όταν τον διέκοψε ο ήχος του κινητού. Η διοίκηση είχε στείλει το νέο κατάλογο των «διαθεσίμων», όπως αποκαλούσε κομψά τους υπό απόλυση υπαλλήλους. Χαμογέλασε, τον περίμενε άλλωστε. Άνοιξε το αρχείο κι άρχισε να το περιεργάζεται ανέμελα, έχοντας την κρυφή ελπίδα πως θα βρει μέσα εκεί κάποιον από τους δυνατούς ανταγωνιστές του.
Ξαφνικά η οθόνη του κινητού ξεχείλισε από παγάκια που πλημμύρισαν το δωμάτιο, στρογγυλοκάθισαν στο σαλόνι, απλώθηκαν στους καναπέδες, έφτασαν ως το λαιμό του. Άρχισε να τρέμει. Ο τυφώνας που είχε ξεσπάσει από καιρό, είχε φτάσει. Τυλίχτηκε με ένα κασκόλ και ξαναδιάβασε το μήνυμα. Δεν είχε κάνει λάθος. 
Το σιφούνι όρμησε στο δωμάτιο. Ρούφηξε το κάμπριο, το δωμάτιο του σαλέ και την κοκκινομάλλα γκόμενα μαζί με το σπάνιο διαμάντι που της είχε δωρίσει. Σκόρπισε στους πέντε ανέμους το ακριβό του κοστούμι, τα μεταξωτά πουκάμισα, το χειροποίητο περσικό χαλί, τις πιστωτικές κάρτες, ακόμα και το πανάκριβο κινητό.
Το ονοματεπώνυμο «Αστέριος Τριανταφύλλου», που αρχικά το προσπέρασε βιαστικά στη δεύτερη σελίδα, σηματοδοτούσε το τέλος του.
Τρεκλίζοντας άνοιξε το ερμάριο, πήρε ένα μπουκάλι βότκα και μπήκε στο ασανσέρ.

Η ζωή του Λάκη
-Δύο συν μία δώρο! κολλητέ. Δεν στο είπα; Στο είπα: ‘Ιτς μάι λάκι ντέι’.
-Σιγά, μη σου κάνουν και δώρα. Να σε βάλουν στο τρυπάκι θέλουν! Ξύπνα… ‘λάκι’.
Ξεκίνησε από ντροπή. Έπρεπε να φανεί ισάξιος των πιο παλιών. 
-Μαλάκα, δε γουστάρω, έλεγε στην αρχή στον κολλητό του. Αλλά αν δεν τραβήξω τζούρα με διώχνουν από την παρέα.
-Φύγε ρε μαλάκα! Όσο είναι νωρίς, απαντούσε ο κολλητός.
-Σιγά μη φύγω, τώρα που έχω τσάμπα δόση. 
Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και άραξε να νιώσει την απόλαυση. Σχεδόν τίποτα δεν ένιωσε, μόνο την έντονη πίκρα στο στόμα. Του ήρθε αναγούλα.
-Αφού σε χαλάει, μόνος σου το είπες, γιατί συνεχίζεις, ρε μαλάκα; τον ταρακούνησε ο κολλητός.
-Χέσε με και συ με τη μουρμούρα σου, απάντησε όλο νεύρα. Έβγαλε το δεύτερο φιξάκι, το έστριψε και μπήκε στο αόρατο για τους άλλους βασίλειο της χαράς. Εξωτική παραλία, γυμνόστηθες χαβανέζες με φούστες από χόρτα, τεκίλα και πολύχρωμα λουλούδια.
«Πσσσς! Τι λες ρε φίλε, κοίτα τι υπάρχει στον κόσμο κι εμείς κοιμόμαστε με τα μπάζα της οδού Αθηνάς».
Ο κολλητός έκλεισε την πόρτα και άφησε τον… ‘λάκι’ να κάνει το ταξίδι του.

🌑    🌑    🌑    🌑

Να πάρει ο δγιάβολος, για πεζικά!

«Έμπλεος ενθουσιασμού ο κ. Λυκειάρχης εκφώνησε μια μνημειώδη ομιλία, μεστή υψηλών νοημάτων», σχολίασε ο απεσταλμένος της τοπικής εφημερίδας, παραθέτοντας ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

Αείμνηστε συμπολίτα Μιχαήλο,
Η εχθρική σφαίρα ήτις ανέκοψε προώρως το νήμα του βίου σου, ανύψωσε το όνομά σου εις το πάνθεον των ηρώων υπερασπιστών της πατρίδος. Είμεθα υπερήφανοι δια το απαράμιλλον θάρρος όπερ επέδειξες αγωνιζόμενος τον υπέρ πάντων αγώνα εις το μέτωπον ένθα σε έταξεν το χρέος, υπεραμυνόμενος βωμών και εστιών.

-Επί σκοπόν! Πύρ!, έσκουξε ο έφεδρος ανθυπολοχαγός και οι φαντάροι της διμοιρίας πυροβόλησαν στον αέρα.
Η τελετή είχε τελειώσει. Ο δήμαρχος, ολόχαρος, έσπευσε να συγχαρεί τον ομιλητή και κάλεσε τους παρευρισκόμενους στο δημοτικό κατάστημα όπου θα προσφέρονταν αναψυκτικά, καφές και τα σχετικά. Ετοιμάζονταν να κατέβουν από την εξέδρα, όταν πλησίασε στο μικρόφωνο ένας ηλικιωμένος ξωμάχος, με ρούχα που φανέρωναν πως μόλις είχε έρθει από κάποιο χωράφι.
-Συγχωρέστε με για τα ρούχα αλλά είχα να αρμέξω και φοβήθηκα ότι δεν θα σας προλάβω, γι’ αυτό δεν άλλαξα, είπε. 
Ο τελετάρχης έτρεξε ενοχλημένος, αλλά πριν προλάβει να κλείσει το μικρόφωνο, εκείνος συνέχισε: 
-Είμαι ο Χαραλάμπης, με ξέρετε, ο ξάδερφος του Μιχαήλου. Άλλος συγγενής του δεν απόμεινε. Σκέφτηκα να σας διαβάσω το τελευταίο γράμμα που μου έστειλε από το μέτωπο πριν σκοτωθεί. Σαράντα χρόνια το φυλάω και να πού ήρθε η ώρα του. 
Ο τελετάρχης έκανε πίσω, υπακούοντας στο νεύμα του δημάρχου. Ως και τα πουλιά στα δέντρα σίγησαν, καθώς ο ξωμάχος ξεδίπλωνε το κιτρινισμένο χαρτί:

Εν Μετώπω τη 24/1/19…

Αγαπητέ εξάδελφε Χαράλαμπε,

Υγίαινε.
Ίδον να με εύχεσαι του χρόνου διπλός, αλλά βλαστήματα. Ο Θεός γνωρίζει εάν θα είμεθα πολίται ή θα μας τρώνε τα όρνια σε αυτά τα άγρια βουνά, διότι τα πεζικά είναι φωτγιά. Μάθε εξάδελφε ότι αυτήν την φοράν είχαμεν πολλά παιδγιά χαμένα και πολλά τραματιζμένα, με κομμένα χέρια, πόδια. Και άστα, είναι φρίκη!
Τους ασπαζμούς μου εις τους γονείς και αδέλφγια σου, εις τους γονείς μου, εις την μανάκα μας και εις όλους τους γνωστούς. Και πες στη Ζαφειρούλα πως δεν την ξεχνώ· μόλις πάρω άδεια θα περάσουμε δαχτυλίδια. Κάνε μου αυτή χάρη εξάδελφε, να πάρει ο δγιάβολος για πεζικά!

Σε χαιρετώ, 
Ο εξάδελφος σου 
Μιχαήλος Γ.
🌑    🌑    🌑    🌑

Καλήν ημέραν άρχοντες…

Ήταν ένα περίεργο σούρουπο. Δεκέμβρης. Χαμηλά στον ορίζοντα ένα χρυσοπόρφυρο μήλο έβαφε τα ήρεμα νερά του Μεσσηνιακού. Ο ήλιος που ολημερίς ήταν κρυμμένος πίσω από βαριά σύννεφα, είχε βρει ένα άνοιγμα και καληνύχτιζε τους υπηκόους του. Ήταν η ώρα που μπορούσες να τον αντικρίσεις κατάματα. Να νιώσεις τη δύναμή του, χωρίς να σε τρομάζει η λάμψη του. Να ρουφήξεις τη ζωντάνια και τη θέρμη του, χωρίς να τσουρουφλιστείς. Να μαγευτείς από την ισχύ του. Να νιώσεις αδύναμος και μόνο στη σκέψη πως μπορεί αυτή να είναι η τελευταία φορά που δύει. Στη σκέψη πως αποχωρίζεται για πάντα αυτόν τον πλανήτη που είναι δικό του δημιούργημα, πως αποφάσισε να φτιάξει έναν καινούργιο, απαλλαγμένο από το εγωιστικό ανθρώπινο γονίδιο. Ήταν η ώρα που όλα τα ζωντανά πλάσματα σιωπούν και λουφάζουν τρομαγμένα. Συγκεντρώνουν τη σκέψη τους σε μια προσευχή προς το ζωοδότη πατέρα τους να τα σπλαχνιστεί και να επιστρέψει το επόμενο πρωί, λαμπερός και ξεκούραστος, ώστε να συνεχίσουν κι αυτά να υπάρχουν. 
Ο Πότης μόλις είχε γυρίσει από το ράβδο. Πήρε τον καφέ του και βγήκε στο μπαλκόνι. Όπως κάθε απόγευμα, κάθισε στην πολυθρόνα του και βάλθηκε να αγναντεύει το βασιλιά του ουρανού που σε λίγο θα έσβηνε πίσω από τα βουναλάκια, στην απέναντι μεριά του κόλπου. Πλησίαζε το χειμωνιάτικο ηλιοστάσιο και ο ήλιος από καιρό είχε πάρει ρότα κατά το νοτιά προς την Κορώνη. Βασίλευε πάνω από τη Λογγά. Μετά τα Χριστούγεννα θα άρχιζε πάλι να ανεβαίνει προς το βοριά, θα έφτανε στο χοντρό βουνό πάνω από το Πεταλίδι, θα το προσπερνούσε και ως τον Ιούνιο θα πλησίαζε τη Βελίκα. Και ξανά-μάνα η ίδια διαδρομή.
Τέτοιες σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό του κάθε απόγευμα κι έπαιρνε κουράγιο και δύναμη να συνεχίσει τη μοναχική ζωή του. Με τις σκέψεις αυτές ανανέωνε τις ελπίδες του πως η ανθρώπινη φύση έχει και τις καλές πλευρές της και όχι μόνο τις άσχημες και βρώμικες που είχε γνωρίσει κατά κόρον στα τριάντα χρόνια της αστυνομικής του θητείας. Του έδινε κουράγιο το ηλιοβασίλεμα. Αυτά τα δέκα λεπτά, που ο δημιουργός ήλιος επέτρεπε στους θνητούς κατοίκους του πλανήτη Γη να τον αντικρίσουν κατάματα, ο Πότης στεκόταν σιωπηλός, με σεβασμό και δέος, ευχαριστώντας το παντοδύναμο άστρο που είχε δώσει παράταση ζωής για μια ακόμα ημέρα στον πιο αχάριστο πλανήτη που είχε δημιουργήσει και στο πιο αχάριστο ζώο αυτού του πλανήτη.

🌑    🌑    🌑    🌑

Στου Μπαμπούμ φαντάζ’
(στα Λημνιά)

Βραβείο μυθοπλασίας και γλωσσικής απόδοσης 2018
στο διαγωνισμό «Έμπνευσή μου η γλώσσα: Λογοτεχνική 
δημιουργία εμπνευσμένη από την ντοπιολαλιά της Λήμνου»

Μετά το παναγύρ’ τ’ Αγιώρεγ’ το Φαντνιώ λμέριαζε στ’ μάντρα. Τι κι αν φώναζ’ η δασκάλα στ’ μάνατς, τ’ Σνούδα, στη συντχιά στον πήγαδο που πάγαινε να ποτίσ’ το μαύρο.
-Έναι χουρκό ακόμα, Σνιώ, μπάντεξε κανά χρόνο να μάθ’ κομμάτ’ γράμματα και μετά το στέλνς στ’ μάντρα.
-Τι χουρκό, μι λέγς κερά-δασκάλα; Κοτζάμ κοπιλούδα γένκεν. Δεν νογάς, μαθέ, τα βζά τς πώς τσιτών’νε τ’ ποκαμίσατς. Τι λογού, δε γλέπς στην αγκηλσά πώς τ’ λμπίζντεν τα Καμνιωτέρια; Καλά τα γράμματα αλλά να με διν’ κι κανά χέρ’. Θα τ’ν έχω να λιέται ολμέρα, να σλατσέρν’ κι να χορεύ’ τον μπαλαρτό στην πλατέα; Αμάν ιγώ! Έτσ’ κι γέν’ ακνή, ποιος θα τ’νε πάρ’ κερά-δασκάλα;
Με κειά και με τ’ άλλα, το Φαντνιώ τ’ άφκεν το σκολειό.

Βιογραφικά στοιχεία 

Ο Θοδωρής Μπελίτσος (γεν. 1957) μεγάλωσε και ζει στη Νέα Σμύρνη. Είναι χημικός και υπηρέτησε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ασχολείται συστηματικά με την ιστορία, τη λαογραφία, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία ως συγγραφέας και ερευνητής. Έχει εκδώσει 25 περίπου βιβλία, μεταξύ των οποίων τη συλλογή διηγημάτων Κυνηγός ονείρων (2014) και τη νουβέλα Ζωές μετά… (2017). Έχει συμμετάσχει σε εκδόσεις συλλογικών έργων και έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα, μελέτες, βιβλιοκρισίες και διηγήματα σε έντυπα και ιστοσελίδες. Λογοτεχνικά εκφράζεται μέσα από τον ιστότοπο ‘The strange quark: Καταφύγιο λόγου’.
Για το έργο του έχει τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών, τους Δήμους Ν. Σμύρνης και Λήμνου, τον Πανιώνιο Γ.Σ. και άλλους φορείς. Έχει λάβει βραβεία στους διαγωνισμούς διηγήματος: 
α) Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας και 
β) Λογοτεχνικής δημιουργίας στη λημνιακή ντοπιολαλιά.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου