Τα «Σταφύλια της οργής», το αδιαμφισβήτητο αριστούργημα του Τζον Στάινμπεκ, είναι η ιστορία των ταπεινών και καταφρονεμένων της Αμερικής στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, αμέσως μετά το μεγάλο κραχ του 1929.
Με τις σοδειές τους κατεστραμμένες από παρατεταμένη ξηρασία και από θυελλώδεις ανέμους που κουβαλούσαν πυκνά σύννεφα από χώμα, ξεριζωμένοι από τα χωράφια τους λόγω της εισβολής των νέων καλλιεργητικών μεθόδων, χιλιάδες εξαθλιωμένοι αγρότες του αμερικανικού Νότου εγκαταλείπουν τις εστίες τους κατευθυνόμενοι προς τη Γη της Επαγγελίας, την Καλιφόρνια.
Με τα λιγοστά υπάρχοντά τους φορτωμένα σε σαραβαλιασμένα φορτηγάκια ζουν ένα ταξίδι ολωσδιόλου εφιαλτικό ελπίζοντας να βρουν δουλειά και ψωμί. Τις τύχες μιας από αυτές τις οικογένειες παρακολουθεί το βραβευμένο με πούλιτζερ μυθιστόρημα του Στάινμπεκ (1939) και η πιστή κινηματογραφική του μεταφορά ένα χρόνο μετά.
Για να αποδώσει όσο μπορούσε πιο ρεαλιστικά την εξιστόρησή του, ο συγγραφέαςέζησε για ένα διάστημα ανάμεσα στους εσωτερικούς μετανάστες, οι οποίοι, φθάνοντας στον προορισμό τους, δεν άργησαν να αντιληφθούν ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως είχαν ελπίσει: τους περίμεναν η καχυποψία, η εχθρότητα, η αναδουλειά, η πείνα και η ανάλγητη συμπεριφορά των εργοδοτών και των εκπροσώπων του κράτους.
Το βιβλίο του Στάινμπεκ συζητήθηκε όσο κανένα άλλο στην εποχή του, με την ίδια ζέση επαινέθηκε και κατηγορήθηκε («ένα μάτσο ψέματα», «κομμουνιστική προπαγάνδα», κ.α.). Χαρακτηριστικά, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι τράπεζες θεωρούσαν το μυθιστόρημα επικίνδυνα ανατρεπτικό, η εταιρία παραγωγής20th Century Fox γύρισε την ταινία με τον παραπλανητικό τίτλο «Λεωφόρος 66», το όνομα της κεντρικής λεωφόρου στις ΗΠΑ που οδηγεί στην Καλιφόρνια. Παρά τις πιέσεις, το βιβλίο διαβάστηκε ευρύτατα και εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα κλασικά αριστουργήματα της αμερικανικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
" Δεν έχουμε τη δική μας ψυχή. Έχουμε ένα μέρος από μια μεγάλη ψυχή. Μια μεγάλη ψυχή που ανήκει σε όλους...
Θα βρίσκομαι παντού μέσα στο σκοτάδι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου δίνουν μάχη για να φάνε οι πεινασμένοι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου ο μπάτσος δέρνει τον ανήμπορο. Θα βρίσκομαι εκεί όπου οι άνθρωποι φωνάζουν επειδή είναι έξαλλοι και δεν αντέχουν άλλο.
Αλλά θα βρίσκομαι και εκεί όπου τα παιδιά γελούν επειδή πεινούν μα ξέρουν ότι το δείπνο τα περιμένει. Και θα βρίσκομαι εκεί όταν οι άνθρωποι θα τρώνε τους δικούς τους καρπούς και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι έφτιαξαν.
Θα βρίσκομαι εκεί..."http://tvxs.gr/
Ελάχιστα μυθιστορήματα έφτασαν ποτέ να συμβολίσουν μια ολόκληρη εποχή. Και το πιο εντυπωσιακό από αυτά είναι το πιο πολυσυζητημένο αμερικανικό βιβλίο του 20ού αιώνα. Από το 1939 που πρωτοεκδόθηκε, έχει κυκλοφορήσει σε εκατοντάδες εκατομμύρια αντίτυπα και έχει μεταφραστεί και ξαναμεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες.
Η εποχή είναι η δεκαετία του '30, το μεγάλο κραχ, η αρχετυπική οικονομική κρίση που εντυπώθηκε με τρόμο στο συλλογικό φαντασιακό. Και ο λογοτέχνης που την περιέγραψε και την εξήγησε τόσο δυνατά και τόσο καθαρά, ώστε το έργο του θα μείνει για πάντα στην ιστορία, είναι ο Τζον Στάινμπεκ, με τα "Σταφύλια της οργής".
Τα "Σταφύλια της οργής" είναι ένας ύμνος στον άνθρωπο και στην ανθρωπιά, στη δύναμη της οικογένειας, στη μάχη για τον επιούσιο, στις μικρές πράξεις καλοσύνης των ανθρώπων. Μέσα από την ιστορία της οικογένειας Τζόουντ, που ξεριζώνεται από τον τόπο της και μεταναστεύει, κηρύσσεται μια αλήθεια: και η αλήθεια αυτή, δοσμένη με μια λογοτεχνική αμεσότητα που καθηλώνει, είναι απόλυτη και τόσο επιτακτική σήμερα όσο κι όταν πρωτογράφτηκε.
Ίσως περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο, τούτο δω αποδεικνύει πως η μεγάλη λογοτεχνία δεν είναι ανάγκη να 'ναι ένας ερμητικός γρίφος, μα μπορεί με συγκλονιστικά οικείες λέξεις και εικόνες να δονήσει την ψυχή κάθε ανθρώπου.http://www.biblionet.gr/
Από το οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης:
Χρόνια και χρόνια οι μικροεργάτες της Οκλαχόμα καλλιεργούσαν
μόνο βαμβάκι, ώσπου το χώμα αδυνάτισε τόσο, που δε σήκωνε καμία
καλλιέργεια. Χώρια που την ίδια εποχή, το 1930, οι ουρανοί σταμάτησαν
να ρίχνουν νερό. Οι συνθήκες αυτές ανάγκασαν την οικογένεια Τζόουντ,
μαζί με ένα πλήθος μεταναστών, να τραβήξει για την πλούσια Καλιφόρνια.
Εκεί υπήρχε πολλή σοδειά και απούλητη, αλλά και ο φόβος ότι
οι νεοφερμένοι θα τους άρπαζαν τα χωράφια. Οι αγρότες μετανάστες
έβλεπαν την πλούσια σοδειά της Καλιφόρνια να σαπίζει ή να πετιέται στο
ποτάμι, ενώ η πείνα θέριζε μικρούς και μεγάλους. Και όταν το δίκιο γινόταν
αγανάκτηση: "Κομουνιστές!" τους φώναζαν οι αρχές.http://hallofpeople.com/
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
" Η γυναίκα είναι πιο εύκολη στις αλλαγές από τον άντρα ", είπε η μητέρα με ύφος παρηγορητικό. " Η γυναίκα κρατάει τη ζωή της στα χέρια της. Ο άντρας την έχει όλη στο κεφάλι του. Μη σε νοιάζει. Του χρόνου μπορεί ίσως να βρούμε κάποιο σπιτάκι."
- "Δεν έχουμε τίποτα τώρα " είπε ο πατέρας. "Σε λίγο δε θα υπάρχει ούτε σοδειά ούτε λεφτά. Τι θα κάνουμε τότε; Τι θα τρώμε; Και η Ρόζα κοντεύει να γεννήσει. Έχω φτάσει ν' αποφεύγω να τα σκέφτομαι όλα αυτά. Γι' αυτό ανασκαλεύω το παρελθόν για να μη σκέφτομαι. Μου φαίνεται ότι ξόφλησε πια η ζωή μας. "
- " Όχι δεν ξόφλησε " είπε χαμογελαστά η μητέρα. " Να κι άλλο ένα πράγμα που μόνο η γυναίκα το ξέρει. Το πρόσεξα αυτό. Ο άντρας ζει με πηδήματα... Ένα μωρό γεννιέται και ένας άντρας πεθαίνει, κι αυτό είναι ένα πήδημα... Αγοράζει ένα χτήμα και μετά το χάνει΄κι αυτό είναι ένα πήδημα... Η γυναίκα κυλάει σαν ρέμα. Είναι σαν ποτάμι με μικρές δίνες, μικρούς καταρράκτες, αλλά είναι ποτάμι που κυλάει. Έτσι τα αντιμετωπίζει η γυναίκα. Δε θα πεθάνουμε. Θα επιζήσουμε. Η ζωή κυλάει... Αλλάζει ίσως λίγο, αλλά πάλι κυλάει "
- " Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρη; " ρώτησε ο θείος Τζων. " Τι είναι εκείνο που θα εμποδίσει να σταματήσουν όλα; Που θα μας εμποδίσει από το να αποκάμουμε και να τα παρατήσουμε όλα; "
Η μητέρα σκέφτηκε για λίγο. Έτριψε τα χέρια της και μετά έπλεξε τα δάχτυλά της.
- " Δύσκολο να το πω " είπε. " Ό,τι κάνουμε μου φαίνεται ότι έχει σκοπό να κρατήσει αυτή τη συνέχεια. Έτσι μου φαίνεται εμένα. Ακόμη και η πείνα και η αρρώστια... Μερικοί πεθαίνουν, οι περισσότεροι όμως γίνονται πάλι καλά. Πρέπει να προσπαθείς να ζεις την κάθε μέρα, απλά και μόνο την κάθε μέρα. "http://antikleidi.com/
*******
Ένα τέτοιο έγκλημα ξεπερνά κάθε δημόσια καταγγελία. Μια τέτοια πίκρα είναι ανίκανα τα δάκρυα να τη συμβολίσουν. Όλες μας οι επιτυχίες καταρρέουν μπροστά σ’ αυτή μας την αποτυχία. Εύφορη γη, ολόισιες αράδες δέντρα, ρωμαλέοι κορμοί, καρποί ωριμασμένοι. Και τα ετοιμοθάνατα παιδιά από πελάγρα πρέπει να πεθάνουν, γιατί δεν βγαίνει κέρδος από τα πορτοκάλια. Και οι γιατροί της δημαρχίας συμπληρώνουν τα πιστοποιητικά- πέθανε από υποσιτισμό-γιατί τα τρόφιμα πρέπει να σαπίσουν, πρέπει να σαπίσουν με το ζόρι. Οι άνθρωποι έρχονται με δίχτυα να ψαρέψουν πατάτες από το ποτάμι, μα οι φύλακες τους συγκρατούν μακριά˙ έρχονται με αυτοκίνητα που βροντολογούν για να πάρουν τα πεσμένα πορτοκάλια, μα είναι ραντισμένα με πετρόλαδο. Και στέκονται σιωπηλοί να παρακολουθούν τις πατάτες να πλέουν μπροστά τους, ακούν τις στριγκλιές των γουρουνιών που τα σφάζουν μέσα σ’ ένα λάκκο και χύνουν πάνω ασβέστη, βλέπουν βουνά πορτοκάλια να λιώνουν σ’ ένα σάπιο πολτό˙ και ο λαός βλέπει τη σημερινή χρεωκοπία˙ και μεσ’ στα μάτια του πεινασμένου λαού η οργή μεστώνει. Μες στην ψυχή του λαού μεστώνουν και βαραίνουν τα σταφύλια της οργής, βαραίνουν για τον τρύγο.”http://hallofpeople.com/
*******
Να φοβάσαι και τη μέρα που θα σταματήσουν οι απεργίες, μ’ όλο που θα υπάρχουν ακόμα οι μεγάλοι ιδιοκτήτες-γιατί η κάθε μικροαπεργία που χτυπιέται, είναι μια απόδειξη πως έγινε το βήμα. Πρέπει κι αυτό να ξέρεις-να φοβάσαι τη μέρα που ο Συνειδητός Άνθρωπος θα πάψει να αγωνίζεται και να πεθαίνει για μια ιδέα, γιατί αυτή και μόνο η ιδιότητα είναι το θεμέλιο του Ανθρώπινου Συνειδητού, κι αυτή και μόνο η ιδιότητα κάνει να είναι ο άνθρωπος ένα όν ξεχωριστό μέσα στο σύμπαν.http://hallofpeople.com/
*******
“…Το πρόσεξα όπου κι αν σταθήκαμε. Πεινάνε οι άνθρωποι για κρέας και λαρδί, και όταν το βρούνε δεν τους θρέφει. Κι όταν δεν άντεχαν άλλο την πείνα ζητούσαν προσευχές....Μα δε φελάνε πια οι προσευχές.
Οι προσευχές δεν προμηθέψανε ποτέ λαρδί και κρέας. Για το κρέας και το λαρδί χρειάζονται γουρούνια.(......)
Οι άνθρωποι ζητάνε να ζήσουν μια ζωή πρεπούμενη και να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Και σαν γεράσουν πια, να κάθονται στην πόρτα τους και ν’ αγναντεύουν το ηλιοβασίλεμα. Και όσο είναι νέοι, να χορεύουν, να τραγουδούν και να πλαγιάζουν μαζί. Θέλουν να τρώνε, να μεθούν και να δουλεύουν.”http://anagertos.blogspot.gr/
*******
“…Ο Κέϊσι είπε: Έχω γυρίσει τον τόπο. Όλοι ρωτούν το ίδιο. Που θα φτάσουμε; Κατά τη γνώμη μου, δε θα φτάσουμε ποτέ μας πουθενά. Πάντα σε πορεία. Θα βρισκόμαστε ακατάπαυστα σε πορεία. Γιατί δεν κάθονται να το σκεφτούν οι άνθρωποι; Τώρα έχουμε ξεσηκωμό. ……
Απ’ τον κατατρεγμό έρχονται οι άνθρωποι σε απελπισία και επαναστατούν.”
*******
“…είχα βαλθεί με όλα μου τα δυνατά να πολεμήσω το διάβολο, γιατί φανταζόμουν πως ο διάβολος ήταν ο εχθρός.
Μα κάτι πολύ χειρότερο απ’ το διάβολο κρατάει στα νύχια του τον τόπο, και δε θα τον παρατήσει αν δεν κοπεί κομματάκια κομματάκια.”
*******
“…Είναι μια χώρα λεύτερη.
Ε, για δοκίμασε να κάνεις χρήση της λευτεριάς σου. Είσαι λεύτερος , σου λέει ο άλλος, μόνο σαν σου βαστά η τσέπη σου να πληρώσεις τη λευτεριά σου.”
Τζον Ερνστ Στάινμπεκ
Αμερικανός λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1962 και βραβείο Πούλιτζερ, γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1902 στο Σαλίνας της κομητείας Βάλεϋ που βρίσκεται κοντά στην ακτή του Ειρηνικού και στην εύφορη κοιλάδα του Σαλίνας, στην πολιτεία της Καλιφόρνια και πέθανε στις 20 Δεκεμβρίου 1968 στη Νέα Υόρκη, από από καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ νωρίτερα του είχε διαγνωσθεί πλήρης απόφραξη των στεφανιαίων αρτηριών. Η σορός του αποτεφρώθηκε και η τεφροδόχος με τις στάχτες του τάφηκε σε οικογενειακό τάφο, όπου βρίσκονται οι νεκροί από την οικογένεια της μητέρας του, στο «Garden of Memories Memorial Park», στην πόλη Σαλίνας.
Τον Ιανουάριο του 1930 παντρεύτηκε με την Κάρολ Χέννινγκ, με την οποία ήρθαν σε διάσταση το 1941 και το 1943 κατέθεσε εναντίον της αίτηση διαζυγίου. Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο με την Γκουίντολιν, «Γκουίν», Κόνγκερ και απέκτησαν δύο γιους, το 1944 τον συγγραφέα Τόμας «Τομ» Μάιλς Στάινμπεκ και το 1946 τον συγγραφέα και πολεμικό ανταποκριτή Τζον Στάινμπεκ IV, με την οποία χώρισαν το 1946. Tο Δεκέμβριο του 1950 παντρεύτηκε σε τρίτο γάμο, με την Ελέιν Άντερσον-Σκοτ, [Elaine Anderson], προϊσταμένη θεατρικής σκηνής, μια εβδομάδα από την οριστικοποίηση του διαζυγίου της από τον ηθοποιό Ζάκαρι Σκοτ, και έζησαν μαζί ως το τέλος της ζωής του.
Ήταν γερμανικής και ιρλανδικής καταγωγής. Το όνομα του Γερμανού προπάππου του από την πλευρά του πατέρα του ήταν Γιόχαν Άντολφ Γκροστάινμπεκ, και εξαμερικάνισε μετά τη μετανάστευσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Γονείς του ήταν ο Τζον Στάινμπεκ ο Πρεσβύτερος, ο οποίος δούλευε ως ταμίας και μητέρα του η Όλιβ Χάμιλτον, πρώην δασκάλα. Ήταν πολύ καλός μαθητής και διατέλεσε πρόεδρος της τάξεως του την τελευταία χρονιά του στο λύκειο του Σαλίνας, από το οποίο αποφοίτησε το 1919 και σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ μέχρι το 1925, χωρίς τελικά να καταφέρει να πάρει πτυχίο, ενώ παράλληλα έκανε διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα για να ζήσει και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη φιλοδοξώντας να γίνει συγγραφέας.
Το 1926 επέστρεψε στην Καλιφόρνια, όπου εργάστηκε ως ξεναγός και ως επιστάτης σε ιχθυοτροφείο και το 1930 μαζί με τη σύζυγό του Κάρολ Χένιγκ, [Carol Henning], μετακόμισαν στο Πασίφικ Γκρόουβ, [Pacific Grove], στη Χερσόνησο του Μοντερέυ, όπου δούλεψε ως εργάτης, ξυλουργός και ελαιοχρωματιστής. Την εποχή αυτή τον βοηθούσε οικονομικά ο πατέρας του, και μπόρεσε να εγκαταλείψει εγκαταλείψει μια δουλειά εργάτη σε αποθήκη εμπορευμάτων και να επικεντρωθεί στο γράψιμο. Έζησε από κοντά τις απεργίες και τις καταλήψεις της δεκαετίας του 1930 και κάποιες φορές, πήρε μέρος σε συγκεντρώσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Ηνωμένων Πολιτειών και κατηγορήθηκε ότι είχε μαρξιστικές πεποιθήσεις, ενώ οι κομμουνιστές ήρωες εμφανίζονται συχνά στα βιβλία του, όμως δεν έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το 1935 με τα χρήματα από τα πρώτα του βιβλία απέκτησε ένα καλοκαιρινό ράντσο στην κωμόπολη Λος Γκάτος και μετακόμισαν εκεί, ενώ το 1941 μετακόμισε εκ νέου στη Νέα Υόρκη μαζί με την με την μετέπειτα σύζυγό του, την τραγουδίστρια Γκόντολυν Κόγκερ, [Gwyndolyn Conger].
Το 1943 στη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, διετέλεσε πολεμικός ανταποκριτής Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για την εφημερίδα «New York Herald Tribune», ενώ την ίδια περίοδο εργάστηκε στο Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών, την υπηρεσία τον πρόγονο της CIA. Το 1948 έγινε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας, ενώ τον ίδιο χρόνο, μαζί με τον με τον φωτογράφο Ρόμπερτ Κάπα, [Robert Capa], ταξίδεψαν στη στη Σοβιετική Ένωση και επισκέφτηκαν τη Μόσχα, το Κίεβο, την Τιφλίδα, το Μπατούμ και το Στάλινγκραντ. Το 1966 ταξίδεψε στο Τελ Αβίβ του Ισραήλ για να επισκεφτεί την περιοχή «Βουνό της Ελπίδας», όπου ο παππούς του είχε ιδρύσει, στη μνήμη του αδελφού του Φρίντιχ Γκροσστάινμπεκ που δολοφονήθηκε από Άραβες διαγουμιστές στις 11 Ιανουαρίου 1858, μια αγροτική κοινότητα. Υπήρξε προσωπικός φίλος των προέδρων Τζων Κένεντι και Λίντον Τζόνσον και η φιλία τους ήταν, ίσως, ο βασικός λόγος για τον οποίο υπερασπίστηκε την Αμερικανική εμπλοκή στον πόλεμο του Βιετνάμ, απογοητεύοντας τους ειρηνιστές θαυμαστές του.
Πήρε το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1962, όμως τα αρχεία όμως της επιτροπής που άνοιξαν το 2012, χρειάζεται να περάσουν 50 χρόνια, στηΣουηδία αποκαλύπτουν ότι συνυποψήφιοι του ήταν ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Ζαν Ανούιγ, η Δανή Κάρεν Μπλίξεν και οι Βρετανοί, ο συγγραφέας Λόρενς Ντάρελ και ο ποιητής Ρόμπερτ Γκρέιβς. Ο Ανούιγ απορρίφθηκε γιατί ήταν πρόσφατη η βράβευση άλλου Γάλλου ενώ ο Γκρέιβς γιατί ήταν ποιητής. Η επιτροπή θεωρούσε ότι καλύτερος Αγγλόφωνος ποιητής ήταν ο Εζρα Πάουντ, όμως απορρίφθηκε γιατί ήταν οπαδός του φασισμού. Η Μπλίξεν πέθανε την ίδια εποχή και αποκλείστηκε, ενώ για τον Ντάρελ θεωρήθηκε ότι ήταν νωρίς.
Υπήρξε ο κύριος εκπρόσωπος του νατουραλισμού και εκφραστής του είδους που έγινε γνωστό σαν «dust bowl litterature», καθώς και της κοινωνικής πεζογραφίας στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ενώ θεωρείται από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους του 20ου αιώνα. Έγραψε είκοσι επτά βιβλία, τα οποία περιλαμβάνουν 16 μυθιστορήματα, έξι πραγματικές ιστορίες, πέντε συλλογές διηγημάτων, που διαπνέονται από ανθρωπισμό, ενώ περιγράφονται κι αναλύονται οι συνθήκες της ζωής του απλού λαού, του λαού που μοχθεί, βασανίζεται και πάντα αδικείται. Στα βιβλία του περιγράφει με επιτυχία τη ζωή των απλών ανθρώπων, ενώ η παρουσίαση των θεμάτων του είναι αντικειμενική και γεμάτη ευαισθησία. Η τάση αυτή απορρέει σε μεγάλο βαθμό, από το ότι ο ίδιος έζησε φτωχά στις δύσκολες εποχές των μαζικών μετακινήσεων από τη μια περιοχή στην άλλη, ψάχνοντας για έναν τόπο καλύτερο.
Τα γνωστότερα έργα του, πολλά από τα οποία διασκεύασε ο ίδιος σε θεατρικά, είναι:
- «Η Χρυσή Κούπα», [Cup of Gold], το 1929, το οποίο βασίζεται στη ζωή και το θάνατο του κουρσάρου Χένρι Μόργκαν,
- «Η πεδιάδα της Τορτίλα», [Tortillia Flat], το 1935, το βιβλίο βραβεύτηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της Λέσχης της Κοινοπολιτείας της Καλιφόρνια και το 1942 έγινε ταινία. Το βιβλίο παρουσιάζει τις ζωές των φτωχών ισπανόφωνων εργατών στο Μόντερεϋ της Καλιφόρνιας.
- «Τα σταφύλια της οργής», [The Grapes of Wrath], το 1938.
Το βιβλίο που θεωρήθηκε άσεμνο και παραπλανητικό και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του στα δημόσια σχολεία και τις βιβλιοθήκες της επαρχίας του Κερν από τον Αύγουστο του 1939 ως τον Ιανουάριο του 1941, απέσπασε στις 6 Μαΐου 1940, το βραβείο Πούλιτζερ. Αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας φτωχών καλλιεργητών, της οικογένειας Τζόουντ από την Οκλαχόμα, που χάνουν τη γη τους και μεταναστεύουν στην Καλιφόρνια την εποχή της μεγάλης οικονομικής υφέσεως. Μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Τζον Φορντ και ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο ηθοποιός Χένρι Φόντα, ήταν υποψήφιος για Όσκαρ.
- «Οι βοσκές του Παραδείσου», [The Pastures of Heaven], το 1932, συλλογή διηγημάτων
- «Σε έναν άγνωστο θεό», [To A God Unknown], το 1933,
- «Ανατολικά της Εδέμ», [East of Eaden], το 1952, που περιλαμβάνει συμβολικές αναφορές στη βιβλική ιστορία του Κάιν και του Άβελ και στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου έκανε το ντεμπούτο του ο Τζέημς Ντην.
Περιγράφει τη ζωή δύο οικογενειών, των Τρασκ και των Χάμιλτον, με βάση τη βιβλική ιστορία των Κάιν και Άβελ. Το έγραψε για τους δύο γιους του, τον Τομ και τον Τζων, που βρίσκονταν τότε σε προσχολική ηλικία, για να τους περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια τη δική του, την πεδιάδα του Σαλίνας. Ο ίδιος θεωρούσε ότι το έργο του «… Έχει όλα όσα κατάφερα να μάθω για την τέχνη της συγγραφής, όλη μου τη ζωή. Ό,τι άλλο έχω γράψει ως τώρα, ήταν απλώς μια άσκηση που με προετοίμαζε για το «Ανατολικά της Εδέμ»…».
- «Σε Αμφίβολη Μάχη», [In Dubious Battle], το 1936,
- «Γη της επαγγελίας»,
- «Άνθρωποι και ποντίκια», [Of Mice and Men] , το 1937, ο τίτλος του βιβλίου είναι εμπνευσμένος από τους στίχους του ποιητή Ρόμπερτ Μπερνς, ο οποίος αποκλήθηκε «Βάρδος της Σκοτίας».
- «Η Μακριά Κοιλάδα», [The Long Valley], το 1938, συλλογή διηγημάτων,
- «Η Θάλασσα του Κορτέζ», [Sea of Cortez], το 1941, το οποίο έγραψε μαζί με τον βιολόγο φίλο του Έντουαρντ Ρίκετς, [Edward Ricketts]. Το βιβλίο αποτελεί καταγραφή των ευρημάτων της έρευνάς τους για τα είδη θαλάσσιας ζωής που υπάρχουν στον Κόλπο της Καλιφόρνιας, γνωστός ως Θάλασσα του Κορτέζ.
- «The Moon is Down», [The Moon is Down], το 1942, συλλογή των άρθρων του ως πολεμικού ανταποκριτή,
- «Το κόκκινο πουλάρι» ,
- «Ρωσικό Ημερολόγιο», [Russian Journey], το 1948, βιβλίο που εικονογραφήθηκε με φωτογραφίες του Ρόμπερτ Κάπα,
- «Ο δρόμος με τις φάμπρικες», [Cannery Row], το 1945, , χάρη στο οποίο η λεωφόρος Ocean View στο Μοντερέυ, όπου διαδραματίζεται η ιστορία του, μετονομάστηκε το 1958 σε Cannery Row,
- «Το μαργαριτάρι», [The pearl] , το 1948,
- «Once There Was a War», το 1958,
- «Οι Ταξιδιώτες», [The Wayward Bus], το 1947,
- «Burning Bright» - θεατρικό (1950)
- «Γλυκιά Πέμπτη», [Sweet Thursday], το 1954,
- «Η Σύντομη Βασιλεία του Πιπίνου», [The Short Reign of Pippin IV], το 1957,
- «Ο Χειμώνας της Διχόνοιας», [The Winter of Our Discontent], το 1961,
- «Ταξίδι με τον Τσάρλι: Αναζητώντας την Αμερική», [Travels With Charley:In Search of America], το 1962.
Το Φθινόπωρο του 1960 ξεκίνησε το ταξίδι του σε 34 πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, το οποίο διάρκεσε ως το χειμώνα του 1961. Διάνυσε συνολικά περισσότερα από 16.000 χιλιόμετρα σε διάστημα εβδομήντα πέντε ημερών με ένα ημιφορτηγό, ειδικά διαμορφωμένο σε τροχόσπιτο το οποίο ονόμασε «Ροσινάντε», από το άλογο του Δον Κιχώτη, και με τη συντροφιά του σκύλου του Τσάρλυ . Αφετηρία του ήταν το εξοχικό του σπίτι στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης και έφτασε στον Ειρηνικό, περνώντας από το Μέιν και τις μεσοδυτικές πολιτείες, αφού έκανε στάση στη γενέθλια πόλη του, στην κοιλάδα του Σαλίνας στην Καλιφόρνια και στη συνέχεια πέρασε από το Τέξας πριν επιστρέψει στη Νέα Υόρκη. Το βιβλίο εκδόθηκε από το Viking Press το καλοκαίρι του 1962, και στις 21 Οκτωβρίου 1962 κατέλαβε την πρώτη θέση της λίστας των μπεστ σέλερ των New York Times, όπου έμεινε για μία εβδομάδα.
- «Αμερική και Αμερικάνοι», [America and Americans], δοκίμιο, το 1966.
- «The Winter of Our Discontent», το τελευταίο του μυθιστόρημα αποτελεί μια κριτική ματιά στον υλισμό της αμερικανικής κοινωνίας.
Έγραψε επίσης σενάρια για τις ταινίες
- «Στον ίσκιο του θανάτου», [Lifeboat],
- «The Forgotten Village», σενάριο, το 1941,
- «Viva Zapata!», το 1952, την οποία σκηνοθέτησε ο Ελία Καζάν και πρωταγωνιστές της ήταν οι Μάρλον Μπράντο και Άντονι Κουίν.http://el.metapedia.org/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου