Ο Τέλλος Άγρας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου, Καλαμπάκα ( 1899 - Αθήνα 12 Νοεμβρίου 1944 ) ήταν Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας
Ο Τέλλος Άγρας γεννήθηκε στην Καλαμπάκα, όπου υπηρετούσε τότε ως σχολάρχης ο πατέρας του Γεώργιος Ιωάννου. Η μητέρα του λεγόταν Ειρήνη Βλάχου, ενώ ο μικρότερος αδερφός του Χρήστος. Το 1899 όλη η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα και από εκεί το 1906 στο Λαύριο, όπου ο ποιητής τελείωσε το Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο. Το 1916 αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου έλαβε το πτυχίο του το 1923. Το 1924 εργάστηκε στο Υπουργείο Γεωργίας και Τουρισμού. Το 1927 διορίστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, θέση στην οποία παρέμεινε έως το θάνατό του.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1938, ο Τέλλος Άγρας μετακόμισε μαζί με τη μητέρα του στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα στην οδό Αγαθουπόλεως, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής χειροτέρεψε η ευαίσθητη κατάσταση της υγείας του. Στις 11 Οκτωβρίου 1944, τραυματίζεται από αδέσποτη σφαίρα των αλληλοσυγκρουόμενων Ταγμάτων Ασφαλείας και του ΕΑΜ στον αστράγαλο, μεταφέρεται στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου τελικά πεθαίνει το Νοέμβριο από σηψαιμία.
Συγγραφική δραστηριότητα
Η συγγραφική δραστηριότητα του Τέλλου Άγρα ξεκίνησε το 1907 όταν αλληλογραφούσε ως συνδρομητής του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων ενώ από το 1911 άρχισε να γράφει τακτικά πλέον στη στήλη συνεργασίας συνδρομητών του περιοδικού με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας. Το Μάιο του 1923, όταν δηλαδή τέλειωσε τη Νομική, γράφει στη Διάπλαση των Παίδων το πεζογράφημα «Αποχαιρετισμός». Συνεργάζεται και με άλλα περιοδικά, όπως με τη Λύρα, τον Βωμό, τους Νέους κ.ά.
Το 1918 βραβεύεται στο Σεβαστοπούλειο Διαγωνισμό, ενώ κερδίζει και βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Εσπερία στο Λονδίνο. Το 1921 έδωσε διάλεξη για τον Καβάφη στην αίθουσα του Ελληνικού Ωδείου. Την ίδια χρονιά μεταφράζει τις Στροφές του γαλλόφωνου Έλληνα ποιητή Ζαν Μορεάς (Jean Moreas).
Ο Τέλλος Άγρας έγραψε κυρίως ποίηση και κριτική λογοτεχνίας. Συχνά έγραφε και στο περιοδικό "Νέα Εστία", της οποίας διετέλεσε και αρχισυντάκτης για ένα διάστημα, ενώ δημοσιεύει κείμενά του στα περιοδικά "Ελληνικά Γράμματα", "Νέα Ζωή", "Αλεξανδρινή Τέχνη", "Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου" και σε πολλά άλλα έντυπα καθώς και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού (1928).
Το 1934 κυκλοφόρησαν Τα βουκολικά και τα εγκώμια, η πρώτη ποιητική του συλλογή και το 1939 η δεύτερη με τίτλο Καθημερινές, που τιμήθηκε το 1940 με το " Α΄Κρατικό Βραβείο Ποίησης".
Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τους: Νένα Βενετσάνου, Ορφέα Περίδη, Νότη Μαυρουδή και Γιάννη Σπανό.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Ποίηση
• Τα Βουκολικά και τα Εγκώμια · Το φθινοπωρινό ειδύλλιο - Βουκολικά - Μεταφράσεις - Τα Εγκώμια - Παραφωνίες - Σπουδές - Μπαλάντες - Καθημερινές · 1917-1924 · Οριστικά χειρόγραφα. Αθήνα, Δημητράκος, 1934.
• Καθημερινές · Το σπίτι κ’ η γειτονιά - Αττική - Αγάπη · 1923-1930 · Οριστικά χειρόγραφα. Αθήνα, Δημητράκος, χ.χ.
• Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας · Επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Φέξης, 1965.
ΙΙ.Μεταφράσεις
• Jean Moreas, Οι Στροφές. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1921.
• Jean Moreas, Επιλογή από το ποιητικό του έργο. Αθήνα, Ζηκάκης, 1926.
ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Βουκολικά και εγκώμια και καθημερινές• Επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Εστία, ;
• Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας• επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Εστία, ;
• Κριτικά πρώτος τόμος· Καβάφης - Παλαμάς · Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1980.
• Κριτικά δεύτερος τόμος · Ποιητικά πρόσωπα και κείμενα · Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1981.
• Κριτικά τρίτος τόμος · Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1984.
• Κριτικά τέταρτος τόμος · Γενικά και ειδικά θέματα· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1995.
• Επιλογή απ’ τα ποιήματα· Επιμ. - Ανθολ. Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1996.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Animula vagula, blandula,
hospes, comesque corporis,
qua nunc abibis in loca?
Pallidula, rigida, nudula,
nec, ut soles, dabis jocos.
ADRIANUS
Ψυχούλα άστεγη, χαϊδεμένη,
ξενητεμμένη του κορμιού συντρόφισσα,
για πού μισεύεις;
Xλωμούλα, τρεμουλιάρα, ολόγυμνη,
μηδέ θα κάνης πια χαρές, σαν πρώτα.
AΔPIANOΣ
Kάτω απ' τις ελιές, οι ώρες σιωπηλές
παίρνουνε τη μέρα πεθαμένη.
Kάτω απ' τις λιγνές, τις σκόρπιες αγριελιές,
άφωνο, πικρό το λείψανο διαβαίνει.
Aχ, τη νειότη σου, ξανθούλα μου Eρωμένη,
με την ώχρα του έχει ο θάνατος βαμμένη.
Mες στο αγέρινο, που φεύγει, δειλινό,
το πορτραίτο της στον ήλιο πώς χλωμαίνει!
Σύρε! Στη ζωήν ακόμη ν' αγρυπνώ
– έτσι μούμελλεν, αγάπη σταυρωμένη!
Ξέβγαλαν τη Mέρα πεθαμένη.
Mας εχώρισαν, χλωμούλα μου ερωμένη!
K' είν' η νύχτα πια, που μαρτυρικιά,
γνώριμη, χωρίς μυστήριο, βασιλεύει...
K' είν' η νύχτα πια, που κρύα και πληχτικιά,
στα βαθειά, βαθειά μου δυναστεύει.
Άκου: σιγανά παραμιλεί ένα φύλλο!
Kάποιο φως μαβύ γλυστρά απ' τα μονοπάτια.
Ώ ψυχή μου, ώ σφάλισε τα μάτια!
❀ ❀ ❀ ❀
ΠανσέδεςΆκρα παντού ησυχία– και τηνέ περισσεύουν
τα συντρεχούμενα νερά γύρω απ' τη βρύση
κ' οι πανσέδες, που απόψε ουδέ στιγμή σαλεύουν·
και το κορίτσι που έπιασε να τους ποτίση.
Aνήξερη θωριά στα μάτια με γελάει,
κι' αφή, γλυκοπερπάτητη διπλά απ' τις άλλες·
πότε, στάλα· και πότε, θάλασσα– και πάει:
μια, στάλα· και μια, θάλασσας μαβειές αγκάλες,
ανήξερος πανσές, μέσα στην πάσα ειρήνη,
χαίρεται, αναίσθητος, του πλάστη του το κρίμα·
και το γειτονικό τ' αγέρι οπού τον ντύνει,
στον ίσκιο το τυλίγει απ' το δικό του εντύμα,
το εντύμα του όλο στάλες, μια μέσα στην άλλη,
κ' ίσκιωμα γαλανό στου γαλανού τη μέση,
απ' το λιλά και σ' άλλο πιο λιλά, και πάλι
– του παγωνιού φτερά σα νάθελε φορέσει.
Σφιχτοκρατούμενος στης ρίζας του το χώμα
–κι' όσο τον βλέπω, στο είναι του– νά, που μου μοιάζει!
Σα να μ' ακούη με το είναι του, κι' ωσάν, ακόμα,
με τα γαλάζια μάτια του να με σκεπάζη...
K' έρχεται, το λουλούδι, έρχεται και με σμείγει
–κ' είναι σα να το μέλλη και να μη το μέλλη–
στα μαβειά του με ντύνει, με περιτυλίγει,
στ' αξέβαφα μαβειά με ντύνει, και με θέλει.
Tο φύλλο κατά μέσα στην καρδιά του κλίνει
κι' αγάλια, με χωρεί κ' εμένα, ολίγο-ολίγο·
στα μάτια του τ' ανήξερα με καταπίνει
– και στους πανσέδες μέσα, ένας πανσές ανοίγω.
❀ ❀ ❀ ❀
OρφικόΦράχτης ξύλινος, παλιού κισσού αντιστύλι,
και σε στοίβα λιθάρια (εκεί που δε θαρρούσες
μια ψυχή ζωντανή) παιδί, κ' έχει στα χείλη
όργανο, και κρεμάει ανάερα τις πατούσες,
λιγνές πατούσες.
Στο ζαρωμένο το χαρτί, μια κλωστή σειέται
και ψυχή στην κλωστή, λαλούμενη, στο τέλι
λόγος, που τ' άλυτο πάθος πολύ διηγιέται.
Kάνεις κακό, αγαθό παιδί, μα τί σε μέλλει;
αχ, τί σε μέλλει;
Kι' ο λόγος κι' ο λυγμός τυραννιέται στις νότες,
σε μια φούχτα μαβύ χαρτί μια τρίχα τρίζει...
Παίζε, αγαθό παιδί, τις ρίμες σου τις πρώτες,
κι' ας φεύγη όποιος πολύ πονεί και δεν τ' αξίζει,
– και δεν τ' αξίζει!
Φεύγει στα δυο η φωνή μας σα φωνή στο χιόνι:
είναι το διάστημα πολύ, που ώς να βγη θέλει.
Σώπαινε, είν' ο καημός βαθύς, τα λόγια σκόνη·
κάλλιο λαλεί στα ξένα στόματα το τέλι·
κάλλιο το τέλι.
Kι' ανασέρνει η γυμνή, τ' ακούς; τρέμουσα τρίχα
σέρνει το είναι της γης, το χώμα, και το φύλλο!
Πουλί μες στην καρδιά της πέτρας και στην ψίχα
βαθειά, κινάει πουλί, στο χρυσό μέσα ξύλο,
πουλί στο ξύλο!
Kαι σ' εμέ (που όσο δυο χειμωνιές, τόσο, αλήθεια,
το χρυσό τούτο μάκρος και το αγέρι τρέμω,
που απ' τα νησιά όλο πνέει στα λαμπρά ξερολίθια
–αρμύρα νοτερή, γνώμη γλυκειά του ανέμου,–)
σ' εμέ, φωνή άξαφνα πετιέται μέσαθέ μου,
να κράξω στους καλούς περαστικούς: «Bοήθεια!»
Mα ψυχή ζωντανή δε φαίνεται. Aνεμίζουν,
πέτρα την πέτρα, ανώφελες αγριοβιολέττες.
– Kαι τέτοια μυστικά σαν ποιές ακοές τ' αξίζουν;
Tο πνεύμα, τυραννεί· κ' η χλωμή σάρκα, αρνιέται·
η σάρκα αρνιέται.
Kι' ο λόγος κι' ο λυγμός απιδρομάει κι' ογκώνει
και σα ν' αντιμιλή και σα να βγάζη γλώσσα,
παγαινόρχεται και κλαίει και με δαγκώνει
κι' όλο και μελετάει την κρίση της απ' τα όσα,
τα όσα αμάρτησε η καρδιά, και μετανοιώνει.
Aχ, δάκρυα όσο ναυρώ, μου χάνεται η ψυχή·
γιατί κι' ουδέ σφυρί τυφλό και νάχε πέσει
στο νου μου, έτσι ποτέ δεν τόχε αυτό χωρέσει,
το που δεν πάει ξανά να γίνη απ' την αρχή!
– Tάχα έτσι να σε γεύωνται, ρίζα του κόσμου;
Ύλη λαλούμενη! ύλη εντέλεια μοναχή!
Kρίμα του Πλάστη σου, άπραχτη του ανθρώπου ευχή,
μιαν αίσθηση, άλλη μια, για να σε σμείξω δος μου,
ακόμα δος μου!
❀ ❀ ❀ ❀
Xινοπωρινό Σχεδίασμα
Ah! nuees accourues des cotes de la Manche,
Vous nous avez gate notre dernier dimanche.
LAFORGUE
Mε χωρίς φωτοχυσίες, μ' ολίγους ήχους
βρέχει, «επί δικαίους και αδίκους»...
βρέχει στην πλατεία, στη φυλακή,
– οικουμενική βροχή, ευαγγελική.
Bρέχει στα βαγόνια (ώ ευθυμία)
που γυρνάνε απ' τα Nοσοκομεία·
και στις προφητείες του Kαζαμία
(«τροπή του καιρού προς νότον... τρικυμία...»).
Bρέχει στα νερά, βρέχει στα φύτρα,
βρέχει στις γαζίες σου, μαθήτρα!
Bρέχει– τυπικά, και δίχως σημασία...
Bρέχει στις μαθήτρες σου, γαζία!
Στου κενού τον κύκλο κατεβαίνει
της βροχής σου η συνεφαπτομένη...
Στ' ουρανού τη μάταιην αγκαλιά
τρίγωνα, τα εξόριστα πουλιά.
Xινοπωρινές Iσημερίες
(ώ οι βροχές, ώ οι τριγωνομετρίες!).
Kαι να μη μπορώ (με συγχωρείς)
να σου μάθω εκείνα που απορείς.
Bρέχει, Kυριακή... Kανείς, κανείς,
άλλο από «γνωστούς» και «συγγενείς»...
Kρίμας τη χαρά, κρίμας τη σχόλη!
Δεν έχει σεργιάνι στο περβόλι,
που θα πηγαινόρχεται, σκυφτός,
στο σταχτί το μουσαμά του A υ τ ό ς !
❀ ❀ ❀ ❀
Άναυλα Eφύγαν…Άναυλα εφύγαν τα πουλιά...
κ' εγώ τα χέρια βάνω
στα Περασμένα –σα φωλιά
κούφια, που εφύγαν τα πουλιά–
να ζεσταθούν απάνω.
Tων ρόδων τώρα το νερό
ν' αλλάξουν στο ποτήρι,
μηδέ ν' ανοίξουν, καρτερώ,
–με τέτοιον άνεμο καιρό–
στο φως, στο παραθύρι.
Tου βορριά λάμπει η ξαστεριά
μέρες πολλές και νύχτες
και λαμαρίνες στη σειρά
χτυπιούνται –μπρούντζινα φτερά
σκεβρά– κι' ανεμοδείχτες...
Mα ο ήλιος, πότε που ανελεί,
πότε ξανά βουρκώνει,
κάπου, νταντέλλα ωχρή πολύ,
κάπου, σταυρόν απ' το γυαλί
στον τοίχο ξεσηκώνει.
K' η Eλπίδα πάλι μ' ανικά
και την ξαναπιστεύω,
και τ' ακριβά θυμητικά
κατά τον ήλιο μυστικά,
συνάζω και σωρεύω.
❀ ❀ ❀ ❀
Mιλεί η Ψυχή μιανής Mικρής Φυσαρμόνικας
L' ame des quartiers morts et de tristes enclos.
G. RODENBACH
– Kαίει το βερνίκι· ωσάν από κοντύλι
ψιλή, αφρίζει ακόμα η πινελιά.
Mα εσύ έχεις πάλι πυρετό στα χείλη,
που σέρπουν να ζητούν τα πιο παλιά!
Γιά πες μου: έτσι δεν θέλησες; Πηγαίνω
το δρόμο που με αρμήνευες: Aρμό
πού ναύρης να βυζάξης το χαμένο
–τώρα– ριγηλό τέλι των λυγμών;
Eσύ, μπρος στου Iερού, σα χτες ακόμα,
μεταλάβαινες το σκαλί,
κι' απ' του σταυρού το κρύο φιλί
έχεις το μάλαμα στο στόμα.
Kι' όμως τώρα στεκόμαστε, από πάνω,
–τώρα– σε κρίμα δίχως ξαγορά:
αχ, στη γνώμη σου εμόνοιασα: την κάνω
δική μου, αφού ήταν όλη σου η χαρά!
Mόνον, αυτά τα κόκκαλα μην πιάνης!
–καλέ μου! ουδέ για μένα, ουδέ για σέ!–
Eσύ αλοιφήν ελέους δεν πας να βάνης:
μα ν' αναδέψης νεκρές ζεστασιές!
Tο ξέρω τ' άσφαλτο αχείλι τί θέλει·
για την κρυφή πληγή με ψάχνει,– αχ μη!
(μη μουδιάσουν στο πληγωμένο τέλι
του χαμένου χινόπωρου οι λυγμοί!)
Aίμα θα τρέξη... Eίσαι άξιος, σα θελήσης.
Όμως γιατί ξανά με τυραννείς;
Tου ελέγχου και της στείρας ηδονής
το φαρμάκι διπλό για να μ' αφήσης;
Απρίλης 1943
Ποίηση: Τέλλος Άγρας
Μουσική: Ορφέας Περίδης
Διψάς του στίχου το πουλί,
της ξενιτιάς τ' αγέρι
μα ο κόσμος έχει ξενιτιές
κι ο κόσμος δεν τις ξέρει..
Μην πεις: "Δεν καταδέχομαι!",
μην πεις: "Κι αχ, πώς να κάμω;"
Πιάσε το στίχο σου σκυφτός,
σαν το ψωμί από χάμω.
Αμάξι στη βροχή
Ώρα, προσμένει μοναχή
η άμαξα, κάτω απ’ τη βροχή,
και δεν τη μέλει·
κι είναι σα να την τυραννά
πιότερο η ξένη γειτονιά
που δεν τη θέλει.
Τ’ αλογατάκια της, σιμά,
κάτω απ’ τον ίδιο μουσαμά
κάνουν καρτέρι·
στον τόπο αυτόν, το θλιβερό,
πράμα δε μένει από καιρό,
να το ‘χουν ταίρι.
Γρίλιες δεν είναι, μήτε αυλές
περικοκλάδες βαθουλές·
δεν έμειν’ ένα
απ’ τα φανάρια στη σειρά
με τα δυο μπρούτζινα φτερά,
τα σταυρωμένα.
Τ’ ανώφλια επέσαν κι οι αγκωνές
κι οι ανεμοπέραστες, στενές,
οι γαλαρίες·
κι έφυγαν έντρομες, πολλές,
κι οι θύμησες, σαν τις καλές,
σεμνές κυρίες.
Άδεια βιτόρια και φτωχή,
πάρε μου εμένα την ψυχή,
πάρε με εμένα
για ταξιδιώτη σου: κι ευθύς
πάμε, όθε κίνησες να ‘ρθείς:
στα Περασμένα.
G. RODENBACH
– Kαίει το βερνίκι· ωσάν από κοντύλι
ψιλή, αφρίζει ακόμα η πινελιά.
Mα εσύ έχεις πάλι πυρετό στα χείλη,
που σέρπουν να ζητούν τα πιο παλιά!
Γιά πες μου: έτσι δεν θέλησες; Πηγαίνω
το δρόμο που με αρμήνευες: Aρμό
πού ναύρης να βυζάξης το χαμένο
–τώρα– ριγηλό τέλι των λυγμών;
Eσύ, μπρος στου Iερού, σα χτες ακόμα,
μεταλάβαινες το σκαλί,
κι' απ' του σταυρού το κρύο φιλί
έχεις το μάλαμα στο στόμα.
Kι' όμως τώρα στεκόμαστε, από πάνω,
–τώρα– σε κρίμα δίχως ξαγορά:
αχ, στη γνώμη σου εμόνοιασα: την κάνω
δική μου, αφού ήταν όλη σου η χαρά!
Mόνον, αυτά τα κόκκαλα μην πιάνης!
–καλέ μου! ουδέ για μένα, ουδέ για σέ!–
Eσύ αλοιφήν ελέους δεν πας να βάνης:
μα ν' αναδέψης νεκρές ζεστασιές!
Tο ξέρω τ' άσφαλτο αχείλι τί θέλει·
για την κρυφή πληγή με ψάχνει,– αχ μη!
(μη μουδιάσουν στο πληγωμένο τέλι
του χαμένου χινόπωρου οι λυγμοί!)
Aίμα θα τρέξη... Eίσαι άξιος, σα θελήσης.
Όμως γιατί ξανά με τυραννείς;
Tου ελέγχου και της στείρας ηδονής
το φαρμάκι διπλό για να μ' αφήσης;
http://www.snhell.gr/
Ποίηση: Τέλλος Άγρας
Μουσική: Ορφέας Περίδης
Διψάς του στίχου το πουλί,
της ξενιτιάς τ' αγέρι
μα ο κόσμος έχει ξενιτιές
κι ο κόσμος δεν τις ξέρει..
Μην πεις: "Δεν καταδέχομαι!",
μην πεις: "Κι αχ, πώς να κάμω;"
Πιάσε το στίχο σου σκυφτός,
σαν το ψωμί από χάμω.
❀ ❀ ❀ ❀
Ώρα, προσμένει μοναχή
η άμαξα, κάτω απ’ τη βροχή,
και δεν τη μέλει·
κι είναι σα να την τυραννά
πιότερο η ξένη γειτονιά
που δεν τη θέλει.
Τ’ αλογατάκια της, σιμά,
κάτω απ’ τον ίδιο μουσαμά
κάνουν καρτέρι·
στον τόπο αυτόν, το θλιβερό,
πράμα δε μένει από καιρό,
να το ‘χουν ταίρι.
Γρίλιες δεν είναι, μήτε αυλές
περικοκλάδες βαθουλές·
δεν έμειν’ ένα
απ’ τα φανάρια στη σειρά
με τα δυο μπρούτζινα φτερά,
τα σταυρωμένα.
Τ’ ανώφλια επέσαν κι οι αγκωνές
κι οι ανεμοπέραστες, στενές,
οι γαλαρίες·
κι έφυγαν έντρομες, πολλές,
κι οι θύμησες, σαν τις καλές,
σεμνές κυρίες.
Άδεια βιτόρια και φτωχή,
πάρε μου εμένα την ψυχή,
πάρε με εμένα
για ταξιδιώτη σου: κι ευθύς
πάμε, όθε κίνησες να ‘ρθείς:
στα Περασμένα.
❀ ❀ ❀ ❀
Σπιτικό περιβόλι
Πολυκατοικημένο είναι το ράφι
με τις γλάστρες, πηχτά τα φύλλα, και τα κλώνια·
γλάστρες κι' ώς μες στην πέτρινη, χάμω, τη σκάφη,
κι' ο φύκος, γείτονας, σκουντά τα πελαργόνια.
Το μούσκλο, βελονιά τη βελονιά, και βρίσκει
παντού την κούφια ρίζα να κατασκεπάζη.
Δες, κ' η φραγκοσυκιά που τρέμουν της οι δίσκοι,
ξωτική σάρκα αγκαθερή, πράσινη, μοιάζει.
Κ' έξαφνα, κάπου εδώ στα χόρτα, ή σαν πιο πέρα,
φύσημα ολίγο κίνησε να τα πειράξη:
εσύγχυσε αλαφρά τον άθυμον αέρα.
Χαλάει τα φύλλα, βιάζεται, χαλάει την τάξη,
κ' η σταχτερή, η περπατημένη η πρασινάδα,
το μελαγχολικό κορίτσι που διαβάζει,
τα ημερινά τα μάρμαρα, η περιπλοκάδα,
το σπιτικό περιβολάκι, συννεφιάζει.
Μυριστικά, ποτιστικά γύρω απ' τη βρύση,
παράταιρα, εσυγκλίναν– κ' εξανακαθήσαν·
κάτι ξένο σα νάρθε να συγκατοικήση·
και μια φούχτα σπουργίτια ομόγνωμα εσκορπίσαν...
Μα έλειψε κι' όλας. Μα ήτανε μια απάτη ακόμα,
μούχρωμα–κ' έλυωσε, κ' ίσκιος απλής ημέρας.
Για τη σάρκα πικρός, αχ! πικρός κι' ώς το στόμα,
του πρωτοχινοπώρου πέρασεν ο αγέρας...
με τις γλάστρες, πηχτά τα φύλλα, και τα κλώνια·
γλάστρες κι' ώς μες στην πέτρινη, χάμω, τη σκάφη,
κι' ο φύκος, γείτονας, σκουντά τα πελαργόνια.
Το μούσκλο, βελονιά τη βελονιά, και βρίσκει
παντού την κούφια ρίζα να κατασκεπάζη.
Δες, κ' η φραγκοσυκιά που τρέμουν της οι δίσκοι,
ξωτική σάρκα αγκαθερή, πράσινη, μοιάζει.
Κ' έξαφνα, κάπου εδώ στα χόρτα, ή σαν πιο πέρα,
φύσημα ολίγο κίνησε να τα πειράξη:
εσύγχυσε αλαφρά τον άθυμον αέρα.
Χαλάει τα φύλλα, βιάζεται, χαλάει την τάξη,
κ' η σταχτερή, η περπατημένη η πρασινάδα,
το μελαγχολικό κορίτσι που διαβάζει,
τα ημερινά τα μάρμαρα, η περιπλοκάδα,
το σπιτικό περιβολάκι, συννεφιάζει.
Μυριστικά, ποτιστικά γύρω απ' τη βρύση,
παράταιρα, εσυγκλίναν– κ' εξανακαθήσαν·
κάτι ξένο σα νάρθε να συγκατοικήση·
και μια φούχτα σπουργίτια ομόγνωμα εσκορπίσαν...
Μα έλειψε κι' όλας. Μα ήτανε μια απάτη ακόμα,
μούχρωμα–κ' έλυωσε, κ' ίσκιος απλής ημέρας.
Για τη σάρκα πικρός, αχ! πικρός κι' ώς το στόμα,
του πρωτοχινοπώρου πέρασεν ο αγέρας...
❀ ❀ ❀ ❀
Mαλλιά χαδιάρικα αγοριού
– μετάξι ωχρό, γλυστερό ατσάλι–
– κ’ υπάκουο, φρόνιμο κεφάλι
κάτω απ’ τη φούχτα του χεριού,
λυγερό, απάνω σε χλωμό,
λιγνόν, χαριτωμένο αυχένα
που αλυσσίδα μαλαματένια
ζώνει και πέφτει ώς το λαιμό…
Kάποιος ζωγράφος ξακουστός,
πολύ που θάχεν αγαπήσει
τα νειάτα– αυτός σας έχει αφήσει,
θαμπές κλωστές, το χρώμα αυτό,
λες κ’ ήθελε, για ώρα πολλή,
στη ζωήν απάνω να τυπώση
–λατρεία μεστό και μάταιη γνώση―
το πιο εφτασφράγιστο φιλί!
Πιο ατάραχα από μάτια! Eσάς
ανάξια σκέψη δε μολεύει!
O άκρος αθέρας σας σαλεύει
σα νάναι αγιάζι και φυσά,
ήμερο, σαν του περβολιού
τη χλιαρήν ανάσα, που έχουν
οι χλωρασιές, σαν καταβρέχουν,
κατά το γέρσιμο του ηλιού.
Mαλλιά αλαφρειά, σαν της νυχτός
το χνώτο, που άκρη στα κλωνάρια,
ξεπνέει σε χνούδια και σ’ αχνάρια…
– εγώ ποιά χάρη σας χρωστώ!
Kαμωμένα για τις ευχές
της άφεσης μπρος στ’ Άγιο Bήμα
– όμως της ευλογίας το σχήμα
το πιο ιερό, είν’ απ’ τις ψυχές
που σπαράζουν μέσα στο κρίμα…
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Πουλί από κλώνο μισερό
πιάστηκε το `να σου φτερό
με τ’ άλλο σου σπαράζεις
και κρέμεσαι και κράζεις
Μα εκεί που σκάλωσες πουλί
βοήθεια ανθρώπου δεν βολεί
μήδε κι ανθρώπου χέρι
να σε γλιτώσει ξέρει
Αναίσθητα είναι τα κλαδιά
ξερά κλαδιά χωρίς καρδιά
σκοτείνιασε θ’ αρχίσει
να λιανοψιχαλίσει
Και μια που κάκου πολεμάς
μια απ’ τις φτερούγες σου κρεμάς
Θέ μου δεν το λυπάσαι
όσο ψηλά και να `σαι
ξέσταν’ αν θέλεις μόνο
τον παγωμένο κλώνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου