Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Η ΠΟΡΤΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

 Leonid Afremov - Night doors


«Διάβαζα και … πιέζοντας μάτια άγρυπνα και προσμένοντας ένα χτύπημα στην πόρτα. Σκεφτόμαστε για το κλειδί, καθένας μέσα στη φυλακή του» (Τ.Σ. Έλιοτ)

 Andrew Newell Wyeth

Νάνος Βαλαωρίτης " Οι Πόρτες "


Οι πόρτες κλείνοντας ξαφνικά ένα βράδυ
Μπορεί να μας χωρίσουν παντοτινά
Απ” τους δικούς μας ν” ακούγονται μόνον οι φωνές
Άδειες και μακρινές και τα κλειδιά
Να μη χωράνε πια στις κλειδαριές

Κι έτσι θα μένουν οι βασιλιάδες
Ακίνητοι και σκοτεινοί στα διπλανά δωμάτια
Με σπασμένα σπαθιά καθισμένοι
Οι θρόνοι τους γυμνοί τ” άλογα στα παχνιά δεμένα
Θα ονειρεύονται φεγγάρια και σπαθιά.

Τέτοιες στιγμές μη με ρωτάς για τις φωνές
Που ακούγονται συχνά τα βράδια, μακρινές
Δε θέλω να τις ακούσω “ αυτά που λένε
Τρέμει μην αναγνωρίσω τα μυστικά μηνύματα των φίλων
μου
Που νικημένοι σκορπισμένοι στην πεδιάδα

Κρυμμένοι στις πολιτείες αντικρίζουν το χαμό.
Μη με ρωτάς δεν ξέρω να μιλήσω
Οι γειτονιές είναι μικρές οι γυναίκες φαρμακερές
Η πολιτεία γεμάτη νεκρούς. Αφήστε με να ζήσω.

Νοέμβριος 1944 

 Sir LawrenceAlma-Tadema - Footsteps 



Νικηφόρος Βρεττάκος 


Έπεσε ξάφνω η πόρτα μου 

και φάνη ο μέγας κόσμος•

μέσα στο λίκνο της χαράς, 

έχασα τη φωνή μου.



Train Painting - Screen Door by Scott Kirby






Ιβάν Γκολ " Οι πόρτες "

Πέρασα μπροστά από τόσες πόρτες
μέσα στο διάδρομο των χαμένων φόβων και των φυλακισμένων ονείρων
άκουσα πίσω απ’ τις πόρτες δέντρα που τα βασάνιζαν
και ποταμούς που προσπαθούσαν να τους δαμάσουν
Πέρασα μπροστά απ’ τη χρυσή πόρτα της γνώσης
μπροστά από πόρτες που έκαιγαν και δεν ανοίγαν
μπροστά από πόρτες που κουράστηκαν να μένουν πολύ καιρό κλειστές
κι από άλλες σαν καθρέφτες απ’ όπου περνούσαν μόνο οι άγγελοι
Υπάρχει όμως μια πόρτα απλή, δίχως σύρτη ούτε μάνταλο
στο βάθος του διαδρόμου, απέναντι απ’ το ρολόι
η πόρτα που οδηγεί πέρα από σένα-
κανένας δεν τη σπρώχνει ποτέ

Μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς


 Sir LawrenceAlma-Tadema
Κατερίνα Γώγου " 25 ΜΑΪΟΥ "

Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
-αυτά που μ’ άφησαν-
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας «φασίστες!!»
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ’ ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ’ ανοίξω την πόρτα
και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
– γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ

«έτσι» «αόριστα»
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ΄όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-
Προβοκάτορας.


  Peter Ilsted
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ " Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΣΙΚΑΚΙΑ"  απόσπασμα

…Ἀσφαλεῖς χαλαρώσαμε
ὀρθάνοιχτες ἀφήναμε τις πόρτες
μπαινόβγαιναν τ’ ἄστρα

φύλακες ἀπ’ ἔξω τὰ ὄνειρα
τα πῆρε ὁ ὕπνος ἕνα βράδυ
μπῆκε ὁ λύκος
μᾶς κατασπάραξε
ὅλα τα κατσικάκια.

Γλίτωσε ἄραγε ἢ δε  γλίτωσε
ἐκεῖνο τὸ μικρότερο κατσικάκι
κρυμμένο πίσω ἀπ’ το ρολόι;

Μα  ἐκεῖ βρῆκε κι αὐτό
στοῦ λύκου το στόμα να  κρυφτεῖ;



  Peter Ilsted


Νίκος Εγγονόπουλος
 Κλέλια ἢ μᾶλλον Το ειδύλλιον της λιμνοθάλασσας



…βλέπεις ἐκεῖνο το μνημείο
ἐκεῖ πέρα
θ' ἀνοίξουμε την πόρτα
καὶ θὰ μποῦμε:
ἐκεῖ θε να σε πάρω αγκαλιά
κι’ ἀγκαλιασμένοι ἔτσι μια για πάντα
θὰ χαθοῦμε
μεσ' στῆς Δευτέρας Παρουσίας
τα πολύχρωμα
γυαλιά
Edward Hopper

Μάνος Ελευθερίου " Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ "

«Μοιάζει μαρμάρινη στήλη με τα εγχάρακτα
ονόματα ανθρώπων που έπεσαν για την πατρίδα.
Κάθεται χρόνια μπροστά στην πόρτα της.

Ποτέ στη ζωή της δε σηκώθηκε από ’κει.
Ίσως εκεί γεννήθηκε στα πένθη της και γέρασε.
Νερό των πεθαμένων πίνει, της Σελήνης.
Φοράει μαύρα και πενθεί.
Και για πολλούς πενθεί κι ίσως για μένα.

Ποτέ κανείς δεν πέρασε απ’ την πόρτα της.
Ποτέ κανείς να τη ρωτήσει πώς και τι.
Μονάχα εγώ ψωμάκι και τυράκι της πηγαίνω
και το χαρίζει στους αγίους.

Μια πόρτα στο χρώμα ακριβώς της στάχτης.
Ξύλο ναυαγίου, σκεβρωμένη, γριά πόρτα.
Μ’ ανοιγμένες φλέβες ξερές απ’ τον ήλιο
ίδιες με τα πλοκάμια χταποδιού
και τη χυμένη σκουριά της σάπιας κλειδαριάς.

Χρώμα σαν τα φτερά πολλών πουλιών
και των αγγέλων.»
(Μ. Ελευθερίου, «Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ», Γαβριηλίδης)


  Peter Ilsted
Ανδρέας Εμπειρίκος  " Η πόρτα "


Άνοιξε η πόρτα και έκλεισε μετά πατάγου. Οι εντός του οικίσκου εφώναξαν «Ποιος είναι;» Βλέποντες δε ότι ουδείς είχε εισέλθει και ότι απάντησις καμιά δεν ήρχετο, οι εντός του δωματίου συνεπέραναν: ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.

Και όμως η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι ο χρόνος είχε σταματήσει. Παρ’ όλον τούτο, πίσω απ’ το κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που ταλαντεύεται από ριπάς ανέμου. Εις το δωμάτιον κάτι ανεκύκλιζε τον μέχρι προ ολίγου στάσιμον αέρα – σαν να κτυπούσαν, τώρα, εκεί, πτερά πελώριου πελαργού, σαν να πτερούγιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το φέγγος των ουρανών εις το κλειστόν δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.

Η οικοκυρά εκοίταξε εμβρόντητος τους άλλους. Έπειτα όλοι εκοίταξαν μαζί το ανθογυάλι, που ευρίσκετο επί μικράς κονσόλας και έμειναν όλοι άναυδοι… Τα χάρτινα λουλούδια που περιείχε το δοχείο μεγάλωναν ακαριαίως σαν άνθη κήπου αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε εντόνως, σαν τόπος αγιότητος, σαν τόπος αγιωσύνης.
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)

  Peter Ilsted


Λέντου Ίβου " Σονέτο της πόρτας "

( Αργεντίνος ποιητής )

Αυτός που χτυπά την πόρτα μου δεν γυρεύει εμένα.
Ψάχνει εκείνον πάντα που δεν είμαι
μάζα ακίνητη πίσω από κάθε τοίχο είμαι,
σωσίας ή κλώνος μου, μέσα μου κρυμμένος.

Να ξέρω ποιος με ψάχνει και δεν με βρίσκει:
είμαι εκείνος που βρίσκεται μακριά από τον εαυτό του,
ίσκιος που πίνει ή ήλιος,
λίμνη είμαι ή λιμάνι
στην χίμαιρα του ορίζοντα.

Βάδισα ψάχνοντας να με βρω και ποτέ δεν με βρήκα:
και το σούρουπο, σαν καρτερώ
το χαμένο φως ενός νεκρού αστέρα

νιώθω νοσταλγία γι’ αυτό που ποτέ δεν ήμουν,
αυτό που έπαψα να είμαι, αυτό που ήχησε
και κρύφτηκε μέσα μου πίσω από εκείνη την πόρτα.

μετάφραση: Στάθης Ιντζές



Edward Lamson Henry
Νίκος Καρούζος " Εἴσοδος "

Εἶναι μία θύρα στα  μάτια κάθε νεκροῦ
με καίει τρόμος ἀπ᾿ την ἡλικία
τῶν λουλουδιῶν ἔτσι γρήγορα που  φεύγουν
ἔτσι γρήγορα εἶναι μια  θύρα βαμμένη με τη σιωπή
κι ὁ θάνατος μονόλιθος.
Κράζει τ᾿ ἀηδόνι μαῦρος κόρακας και θέλει τη φωνή του
μα  δεν ἔχει γλῶσσα ἡ δεύτερη ζωή μας. Καλη  νύχτα,
που  λέει ὁ θεατρίνος ἢ ὁ ψευδοσκότεινος, δεν  ὑπάρχει
κι οὔτε νύχτα κακή  κι ἀκόμη οὔτε νύχτα
εἶναι μονάχα το Δεν το Μην και τ' Οχι σαν καρπός
τοῦ δέντρου με τ᾿ ὄνομα Ἐγώ  κα τ᾿ ἄλλο τ᾿ ὄνομα Ταξιδεύω
κι ὅλα τα  λόγια μας ἐδῶ
φενάκη κ᾿ ἐσωτερικὰ τηλέφωνα
εἶναι μια  θύρα φοβερή
γι᾿ αὐτό  κρατοῦμε τουφέκι το  τραγούδι:
Μια θύρα, θύρα ἡ γκρέμιση
το σάλιο τοῦ χελιδονιοῦ που φτιάχνει με τα  φρύγανα
στα  δέντρα οὐράνιες φωλιές.
Και χωρίζουμε σὲ φῶς και  σκοτάδι το Ἕνα.
Χωρίζουμε τον  Ὀδυρμό  σε τύφλωση και  θυσία.



Jean-Leon Gerome
The Door of the El-Hassanein Mosque in Cairo , 1866
Τάσος Λειβαδίτης 

i. 
.... να  μποροῦμε νά  χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνί
ἕνα χαρούμενο δρόμο το πρωί  
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο το βράδι.


Ὅμως αὐτοί  σπᾶνε τις πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στον ἔρωτά μας.
Πριν ποῦμε το τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.


ii ……Χρόνια ἔζησα τρέμοντας τις πόρτες, ὥσπου μάζεψα τα χαρτιά μου, τις τύψεις μου κι ἔφυγα. Μα στον πρῶτο σταθμό  εἶδα πάλι ἐκεῖνο το  παιδικό φτερό και κατέβηκα.


iii  Οἱ ταξιδιῶτες χάθηκαν στο βάθος

ἄλλους τους κράτησε για πάντα τὸ φεγγάρι
οἱ καγκελόπορτες το βράδυ ἀνοίγουνε μ᾿ ἕνα λυγμό
οἱ ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι ἡ ἐξήγηση θα ᾿ρθεῖ κάποτε
ὅταν δεν θα χρειάζεται πια καμία ἐξήγηση



iv  Μυστική  πύλη

……Φτεροῦγες σάλευαν κάτω ἀπ᾿ τα ἔπιπλα, και στο   βάθος ὁ σκοτεινός καθρέφτης ἔκανε τα παιδιά  ν᾿ ἀρρωσταίνουν συχνά, γιατί δεν ἤθελαν να  μεγαλώσουν,
……ἡ μητέρα ἔκλαιγε και με   παρακαλοῦσε να κατέβω, μα  ἐμένα ἦταν ἡ μοῖρα μου να περπατάω στὸ ταβάνι, μια μάχη δική μου, μητέρα, ὅπου πάντα ὁ νεκρός ἤμουν ἐγώ.
……Γι᾿ αὐτὸ ἤξερα καὶ τῶν οὐρανῶν τη  μυστική  ὑπόγεια πύλη.


v.Την πόρτα ανοίγω το βράδυ

Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά.

Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,
σταμνί για να πιει ο καημός
κι ανάμεσά μας θα στέκει
ο πόνος, του κόσμου αδερφός.

Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν,
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε
θα ’ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.






Edward Hopper


Βύρων Λεοντάρης

… κι αὐτή  τόσο ὄμορφη τόσο ἄδικα ὄμορφη
τα μάτια μου νά  σέρνει μες στον κουρνιαχτό  τῶν δρόμων
κι ἀτέλειωτες ἀγρυπνίες κι ἡ σκιά μου πέρα δώθε σαν ἐκκρεμές
πίσω ἀπό  τα   παράθυρα
χτυπῶ την πόρτα μου… κανείς δεν  εἶμαι
ἀπῶν ματαιωμένος και ἀπῶν
ἄδειος – κερί μολύβι και  χαρτί 
λιώνει και το  μολύβι σαν κερί και το χαρτί   ἀποσαθρώνεται
το  κατατρῶνε ὀξειδώσεις σχιζομύκητες ἀνόβια
κι ἀναρωτιέμαι ἦταν ἀνάγκη ἔτσι νὰ εἰπωθεῖ ἡ ζωή μας
λέξεις και συλλαβές ἀλληλοσπαραγμένες
στίχοι με  κατακλεῖδες που  ἠχοῦν σαν λαιμητόμοι
Jean-Leon Gerome - The Guard

Κώστας Ουράνης  

ι . Τοῦ μαγικοῦ τοῦ κόσμου
ἂν ἔχω ἀνοίξει διάπλατη τη θήρα
το μυσικό χρυσό κλειδί της
ἀπό το χέρι σου το πήρα 

Eρωτικά

ιι. Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού…
 Η Αγάπη 


 Κώστας Κουκουζέλης
Γιώργης Παυλόπουλος " Τα αντικλείδια "

«Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για νʼ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.»

Old door... by Paul Guy Gantner
Μαρία Πολυδούρη " Ηχώ στο Χάος " (απόσπασμα)

Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες. Τελειώσαν
όλα. Να φύγουν κι’ οι στερνοί, να μείνω μοναχή μου.
Όλα δικά μου ήταν εδώ μέσα κι’ όλα μου λείψαν
κ’ έμεινε τόσο απίστευτα μοναχική η ψυχή μου.

Να φύγουν όλοι! Ακάλεστοι κι’ ας ήρθανε με δώρα.
Τίποτα δεν εταίριασε στην εξαίσια γυμνότη
που με τριγύριζε λαμπρή. Μεγαλειώδεις πλάνες
που εμπρός τους με ταπείνωσαν ικέτη και δεσμώτη.



Christopher Gerlach - The Open Door
 Ζακ Πρεβέρ  " Το μήνυμα "

Η πόρτα που κάποιος άνοιξε
Η πόρτα που κάποιος ξανάκλεισε

Η καρέκλα που κάποιος κάθισε
Ο γάτος που κάποιος χάιδεψε
Το φρούτο που κάποιος δάγκωσε
Το γράμμα που κάποιος διάβασε
Η καρέκλα που κάποιος έριξε
Η πόρτα που κάποιος άνοιξε
Ο δρόμος που κάποιος ακόμα τρέχει
Το δάσος που κάποιος διασχίζει
Το ποτάμι που κάποιος ρίχνεται
Το νοσοκομείο που κάποιος πέθανε.

 Μετάφραση ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ 


 Yan Zhi Yu  -  Girl With Bowl At The Front Door

Γιάννης Ρίτσος 

i  " Το χρέος των ποιητών "
Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες –
πόρτες κλειστές σ’ ερημωμένα σπίτια
και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές
.

Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μια πυρκαγιά,
κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη
κι άλλες πού μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο.
Απόσπασμα

ii  Το αγόρι και η πόρτα


Εκεί που έπεσε
είναι μια κόκκινη λίμνη,
ένα κόκκινο δέντρο,
ένα κόκκινο πουλί.
Σηκώθηκε όρθια
η πεσμένη καγκελόπορτα-
χιλιάδες άλογα.
Λαός καβαλίκεψε.
Κομνηνέ! – φωνάξαμε.
Γύρισε και μας κοίταξε
δε φορούσε επίδεσμο
ούτε στεφάνι.
Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα
και μαύρα, πιο μαύρα-
καλπασμός, – η ιστορία
Να προφτάσουμε.

iii  Ανυπόταχτη πολιτεία (απόσπασμα)

Ακούστε αυτό το τρίξιμο της πόρτας. Ελάτε
να βοηθήσουμε την πολιτεία που κοιλοπονάει τα μετάλλινα παιδιά
της.
Εσύ είμαι εγώ.
Εσύ κι εγώ, είμαστε εμείς.
Οι άξονες έχουν πολύ τεντωμένα τα νεύρα τους
κι έχουν πολλά τραγούδια που δεν τα ‘παν ακόμα.
Ποιος φταίει που λείπει το τραγούδι μας;
Εσύ κι εγώ κι εμείς.

Πολιτεία του κατραμιού και του θυμού και του ασβέστη, φταίμε
εμείς.
Ακούστε το τρίξιμο της πόρτας. Ελάτε.



Ν. Λύτρας. Τα κάλαντα.


Τζελαλαντίν Ρουμί


Τα λόγια μου ήταν κούφια, 
όλο πρέπει και μη. 
Για χρόνια χτυπούσα την πόρτα 
κι είδα όταν άνοιξε 
πώς χτυπούσα από μέσα.


Henri Matisse 



Μίλτος Σαχτούρης  " Η πόρτα "

Η πόρτα που άνοιξες με τόσο πάθος
άνοιξε στο θάνατο
και δε μπορούν να τον σκεπάσουν τρία λουλούδια
και δε μπορούν να τον ξορκίσουν
τα ζαχαρένια μάγουλα του κοριτσιού
πίσω απ’ την πόρτα
πίσω απ’ την πόρτα το κορίτσι γδύνεται στον άνεμο
τα κυπαρίσσια ψιθυρίζουνε μια προσευχή χιονιού
βογκάει λυγάει τα κλαδιά ο βοριάς ο μαύρος
οι ξυλοκόποι χάθηκαν στη θάλασσα
χλωμά καΐκια κατεβάσαν τις σημαίες τους
σάλπιγγες στο βυθό σημάνανε το τέλος
ενώ στο λιμάνι βγαίνουν κυριακάτικο περίπατο
γυναίκες μες στα μαύρα σέρνουν τ’ αγόρια τους
πεταλωτές παιδεύουνε τ’ άμοιρα τ’ άλογά τους
άγριες λατέρνες μαχαιρώνουνε τα ντέφια τους
παιδιά πουλάνε κοκοράκια κόκκινα σα χιόνι
καράβια και πουλιά σφυρίζουν φεύγουνε
κατάρτια ανοίγουν δρόμο ανάμεσα από τ’ άστρα
η πόρτα που άνοιξες με προσοχή
έχει άλλες χίλιες πόρτες πίσω της
πίσω από κάθε μια και μια κραυγή
πίσω από κάθε μια κι ένα στητό κορίτσι



Ŕene Magritte

Μαρκ Στραντ " Η πόρτα "

«Η πόρτα είναι μπροστά σου πάλι κι οι στριγκλιές
Αρχίζουν κι η τρελή φωνή εδώ εδώ
Ο μύθος της άνεσης πεθαίνει και το ανάκλιντρο
Του κορμιού της σκόνη. Σύννεφα μπαίνουν στα μάτια σου.

Είναι φθινόπωρο. Άνθρωποι πηδάν από τα τζετ
Οι συγγενείς τους πηδούν στον αέρα να τους συναντήσουν.
Γι αυτό οι στριγκλιές. Κανείς δε θέλει
Ν’ αναχωρήσει, κανείς δε θέλει να μείνει πίσω.

Η πόρτα είναι μπροστά σου και αδύνατο να μιλήσεις.
Ειν’ η ανάσα σου αργή κι όλο κρυφοκοιτάς απ’
Το παράθυρο. Ο γιατρός σου φοράει ποδιά χασάπη
Και κρατάει μαχαίρι. Εγκρίνεις.

Και θυμάσαι την πρώτη φορά που ήρθες. Τα φύλλα
Στροβιλίζονταν απ’ τις μουριές όπως έτρεξες προς το σπίτι.
Έτρεξες όπως φανταζόσουνα πως θα ‘τρεχες.
Το χέρι σου στην πόρτα. Εδώ είναι που μπήκες εσύ.»
(Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά Γράμματα)




 Ŕene Magritte

Ναζίμ Χικμέτ
Ταξιδεύοντας "

Ανοίγουμε τις πόρτες
κλείνουμε τις πόρτες

δρασκελάμε τις πόρτες
και στο τέρμα του μοναδικού μας ταξιδιού
μήτε πολιτεία μήτε και λιμάνι

Το τραίνο εκτροχιάζεται, το πλοίο ναυαγεί, τ’ αεροπλάνο συντρίβεται
Ένα μονάχα επισκεπτήριο στον πάγο χαραγμένο

Αν είχα δικαίωμα, δικαίωμα εκλογής
Να ξαναρχίσω ή όχι τούτο το ταξίδι τούτο το ταξίδι
Θα το ξανάρχιζα, Θα το ξανάρχιζα, Θα το ξανάρχιζα
Μτφ Γιάννης Ρίτσος



 Ŕene Magritte

Μίροσλαβ Χόλουμπ  " Η πόρτα "

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Μπορεί απ’ έξω εκεί να στέκει
ένα δέντρο, ένα δάσος,
ένας κήπος,
ή μια πόλη μαγική.
Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Μπορεί να είναι το σκυλί που ψαχουλεύει.
Μπορεί να δεις κάποια μορφή,
ή ένα μάτι,
ή την εικόνα
μιας εικόνας.
Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Αν είναι η καταχνιά
θα καθαρίσει.
Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Κι αν είναι μόνο η σκοτεινιά
που θορυβεί
κι αν είναι μόνο
κούφιος άνεμος
κι αν
τίποτα
δεν είναι
έξω εκεί,
πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Τουλάχιστο
θα γίνει
κάποιο
ρεύμα.

(μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς)

Claude Monet .


Πηγές 
http://users.uoa.gr/
https://itzikas.wordpress.com/



















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου