Ο ήλιος ξυπνά στα μονοπάτια. Ήχοι μικροί θαμποχαράζουν, τα παραθύρια γεμάτα όνειρα. Η μέρα καλπάζει αρχόντισσα.
Πρόσωπα απίστευτα νέα σε κάθε ξημέρωμα, ακολουθούν το φως σε γαλήνιες κάμαρες. Τα μαλλιά τους, ήλιος, το δέρμα τους, ώριμο στάχυ.
Οι μέρες τούς προκαλούν, τούς υπόσχονται, πάντα νέες, πάντα δυνατές….
Μια αιώνια νιότη τούς οδηγεί, μια παράτολμη ζωή ανασαίνει γύρω τους. Υπερβαίνουν τα όρια τους, υπερβαίνουν το χρόνο, οδηγούν το καράβι τους σε καινούριους κόσμους.
Μαριόλα, πλανεύτρα η πλάση φυσά απέραντη στο νου, καλπάζει σαν άγριο άλογο. Το φως ακέραιο οδηγεί τις ώρες. Κυβερνήτης ο νους ψάχνει τάξη στην ακυβερνησία των ονείρων. Ωραία κι απαιτητικά τα όνειρα τούς ματώνουν. Ταξιδεύουν σαν σμήνη, σκούζουν και κρώζουν. μπερδεύονται στα κλαδιά, ακούγονται σαν βροντερά λόγια, ερημώνουν τη νοσταλγία, υπόσχονται τον επιούσιο άρτο.
Ο ουρανός, πλάνος, γλυκοκοιτάζει. Σαν ασπρογάλαζη θάλασσα τυλίγει τον κόσμο. Σαν λυγερή σημαία φουρτουνιάζει, γαληνεύει, χαϊδεύει τα σύννεφα, που μεγάλα καράβια, ταξιδεύουν μ’ επιβάτη τον άνεμο.
Βαδίζουν οι ώρες ασυγκίνητες, συνεπείς, τέλειες. Κι αυτοί, παράταιροι με τον πανάρχαιο κόσμο, παρατηρητές κι άπειροι, ασυνεχείς κι άχρονοι...
Ποιος Θεός πολύτιμος τους έπλασε; Ποιον Θεό μαρτυρούν; Ποιον Θεό αναζητούν; Ποιο χελιδόνι γελάει στην υπογραφή τους;
Το σώμα τους, άγαλμα ζεστό, το τρώει η αρμύρα του καιρού. Τα πρόσωπα τους, μες την ομίχλη του χρόνου, πετρώνουν σαν άλλες γοργόνες στην πλώρη των ημερών.
Σώματα σαν λαμπάδες αγίων… Σώματα σαν δυνατές ριπές του ανέμου… Σώματα σαν ζεστές προσευχές… Ακυρώνουν τις ώρες, παίρνουν μονοπάτια απάτητα, καρτερούνε το θαύμα.
Xορευτές, ακολουθούν τις στάλες της βροχής. Αρνούνται την άρνηση κι υπόσχονται στις υποσχέσεις. Ταξιδεύουν με τα κουπιά των αστεριών, φτάνουν στις άκρες του σύμπαντος. Πόση δύναμη ν’ αναστήσουν την πλάση! Πόση γνώση να ζητήσουν συγχώρεση! Πόσο δάκρυ να νιώσουν το Θεό!
Το καράβι τους αγκυροβολεί στα θεμέλια του κόσμου, δρέπει τα στάχια της υπομονής.
Υπομονή του καλού Θεού να εργάζεται την ειρήνη, υπομονή των ημερών να βαδίζουν στη σειρά! Υπομονή της λογικής να μυρώνει την πλάση, υπομονή της μουσικής να κεντά την αρμονία! Υπομονή λευκή των νεκρών ν’ αγναντεύουν τον ορίζοντα, υπομονή των ζωντανών να διαβαίνουν τη δύσβατη ζωή!
Η δύναμη της άπειρη, η ελεημοσύνη της, λιμάνι. Ακολουθεί τις ψυχές στην αιωνιότητα, συντροφεύει το θρήνο της νοσταλγίας. Πετά με τα χελιδόνια που φέρνουν την Άνοιξη, κουρνιάζει στις ματιές που αναπαύονται η μία στην ειρήνη της άλλης.
Ωραίοι οι άνθρωποι, κρατούν τη σκυτάλη της ζωής. Ο χρόνος ο ακυβέρνητος έγινε μικρό σπουργίτι στη χούφτα τους. Οι στιγμές σταμάτησαν για λίγο κι αυτοί τις καρφίτσωσαν στα μαλλιά τους και τώρα τρέχουν ελεύθεροι κι άχρονοι.
Αργυραμοιβοί, δίνουν τα γρόσια τους στις μέρες. Κλέβουν την ανάσα τους, ανεβαίνουν στις ράχες τους και κυνηγούν τον κόσμο που αρμενίζει μ’ άσπρα πανιά.
Η θέληση τους, όρκος. Ομιλούν απαλά να μην ταράξουν τη σιωπή. Ρίχνουν πετραδάκια στη λίμνη του νου, έρχονται χελιδόνια, πίνουν απ’ τα νερά του. Ρυτιδώνει η σκέψη τους τη σιωπή του θανάτου, ευαγγελίζεται η ψυχή τους τη γιορτή του αόρατου αιώνα.
Άγγελοι μυστικοί οδηγούν την ανάσταση. Λαμπάδες γιορτινές φέρνουν το φως. Απέραντος ο νους ξαποσταίνει στον απέραντο Θεό… Η ευγνωμοσύνη ωριμάζει τις προσευχές. Η λογική πλάθει νέους Αδάμ.
Ξημερώνουν καταγάλανοι οι ουρανοί, ξαναγεννιέται ο άνθρωπος με καταγάλανη την ειρήνη μέσα του. Γιορτή θεσπέσια η αιώνια νιότη, δοξολογία βαθιά η χαρά...
Φωτοφόροι, υψώνουν τα λάβαρα της νίκης. Άρχοντες στ’ αρχοντικά του καιρού, κρατούν στο χέρι την αιωνιότητα. Κυβερνήτες της γης, σπέρνουν την ταπείνωση στους δρόμους της γαλήνης.
Με τρελό ρυθμό ακούγονται οι παιάνες της ελευθερίας, με τρελό καλπασμό οι χοροί των ονείρων. Η στοργή έγινε θάλασσα του νου. Πώς ειρήνευσε μονομιάς η μοναξιά η δύσβατη;
Άργησε λίγο η αγάπη, αλλά δεν τους ξέχασε. Οι ορίζοντες γίνονται δρόμοι φωτεινοί. Ήλιοι μεγάλοι και μικροί κρέμονται στις άκρες του σύμπαντος. Ακτίνες ρόδινες τρυπώνουν στα σκότη.
Πώς ξαναέπλασε ο Θεός τον κόσμο, πώς συγχώρεσε τη φθορά;
Η πλάση νέα και δροσερή με μια χούφτα περιστέρια στα ουράνια της. Το σύμπαν, νεώτατο. Η εξαίσια νίκη αντιλαλεί. Ο παλιός πόνος σμιλεύει τη νέα γνώση. Ας είναι έξυπνος ο νους να φέρει τη μετάνοια…
Ειρηνοφόροι ανέσπεροι οι άνεμοι, οι μέρες και οι νύχτες λευκές προσευχές. Τα πρόσωπα εξαίσια, τα σύνορα τους άδηλα. Κι οι ψυχές ύμνος γλυκός, ολόλαμπρος στον κοραλλένιο ουρανό...
Το ποιητικό πεζό « Η ΝΙΚΗ» περιέχεται στο βιβλίο ΨΙΘΥΡΟΙ ΣΤΑ ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ, Δράμα 2013 και στο λεύκωμα « ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου