Lorena Tinajero - Loud Silence |
Η σιωπή
Περί τριών πραγμάτων μην βιάζεσαι να μιλάς:
Περί του Θεού – μέχρι να στερεώσεις την πίστη σ’ Αυτόν. Περί της αμαρτίας του άλλου – μέχρι να θυμηθείς τη δική σου και περί της επόμενης ημέρας – μέχρι την αυγή της.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Εξοδος
Στον άγλωσσο τούτο κόσμο
που ήρθα για βουβές σπουδές
είναι οι ασκήσεις μου εκκωφαντικές
ξέρω, δεν ρέει ακόμα
δεν ρέει φυσικά η σιωπή μου.
που ήρθα για βουβές σπουδές
είναι οι ασκήσεις μου εκκωφαντικές
ξέρω, δεν ρέει ακόμα
δεν ρέει φυσικά η σιωπή μου.
Dorina Costras ·- Silence |
Η γλώσσα της Λυπιού είναι η σιωπή
Προοίμιο
Στη σιωπή τα ποιήματα
γεννιούνται όπως στον έρωτα
μόνο που το συνηθίζει
η ασυγκίνητη σιγή
και να τα γεννάει
και να τα καταπίνει.
1
Εδώ σπουδάζεις τη σιωπή
σα να ’ταν ξένη γλώσσα
κι αν έχεις ασκηθεί αρκετά
ξέρεις να ξεχωρίζεις τη διάλεκτο
της μέρας απ’ τη βαριά προφορά
της νύχτας.
Τα πουλιά τα μαθαίνεις απ’ έξω
όπως και το φως που αλλοιώνει
τη σημασία του τίποτα.
Δεν θα μπορέσεις ποτέ αυθόρμητα
να εκφραστείς σ’ αυτή τη γλώσσα
όμως θα σ’ αιφνιδιάζει πάντα η αλήθεια της.
Διαβάζεις τα δέντρα, τα βουνά στο πρωτότυπο.
Λες: Τι έχω εγώ να πω σ’ αυτή τη γλώσσα;
Το πληγωμένο ζώο μέσα σου βαθιά δεν απαντά.
Σωπαίνει.
Ορέστης Αλεξάκης - Ναι, μόνο στη σιωπή σου υπάρχεις
Ναι, μόνο στη σιωπή σου υπάρχεις
και μόνον απ’ την ίδια σου σιωπή
το λάλον ύδωρ αναβλύζει εντός μου
κι αυτό το φέγγος που
σε περιβάλλει
που μέσα του ενοικείς και κυοφορείσαι
θαρρώ σιωπής εμφάνεια είναι
θαρρώ τους δυο μες στη σιωπή συμπλέκεις κόσμους
κι ο τόπος σου
είναι ο τόπος όπου σμίγουν
ζόφος και φως
κι εσύ
με φως και ζόφο
πλάθεσαι και κυριαρχείς
στα σιωπηλά σκιόφωτα του ονείρου
και ιδού
τα μέσα στο βυθό τοπία
ξυπνούν κι ανθίζουν με
τον ερχομό σου
στολίζονται άστρα και όστρακα
κι αργά
προς τον δικό μας αναδύονται κόσμο
(Ορέστης Αλεξάκης, συλλογή Βυθός, 1985)
Andrew Salgado - The Silence Consumes Every Move
Στο τέλος, όλα σωπαίνουν
και μόνο στάζει μια βρύση
Για να μπορείς να θυμάσαι
(Ορέστης Αλεξάκης, συλλογή Ο ληξίαρχος, 1989)
Andrea Bocelli - La Voce Del Silenzio (The Voice of Silence)
Alison Jardine - Sunlight and Silence |
Μ. Αναγνωστάκης - Θα ῾ρθει μια μέρα
Θα ῾ρθει μια μέρα που δε θα ῾χουμε πια τί να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Ἡ σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε
βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω .(απόσπασμα)
Gerald Schwartz - Beauty of silence |
Νάνος Βαλαωρίτης
Σιωπή παγερή, σιωπή γεμάτη αγκάθια σιωπή από άγρια πρόσωπα και κόκκινα μάτια –σιωπή – Σιωπή θα τα πω στον πλάστη όλα, για να μάθεις να φέρεσαι να μάθεις να είσαι συνεπής και ορθόδοξος. Αντίο – φεύγεις αλήθεια; Αμ τι νόμιζες; φεύγω!
"Listen to the Silence at Night" by Rouble Rust
Στον Πέτρο Δήμα
Οι πρώτοι φθόγγοι που άκουσα στη ζωή μου, οι πρώτες λέξεις
δεν ήταν το νανούρισμα της μάνας μου και το κελάηδημα της σιταρήθρας.
Πάνω απ’ το λίκνο μου άρθρωνε ρήματα το γαλάζιο
κι έμπαζε μέσ’ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο η σιωπή
ένα ποτάμι υπέροχα λόγια. Μιας θαυμαστής
γλώσσας το χρυσό αλφάβητο διακλαδιζόταν μέσα μου.
Περνώντας μέσ’ από κοιτάσματα χρυσαφιού
στα βάθη μου εξακολουθεί το θείο αυτό ποτάμι
να ρέει, σιγά, σαν τα νερά των βυθισμένων ποταμιών,
που τρέχαν μ’ ένα βούισμα μελισσιών κάτω απ’ τους βράχους
του Ταϋγέτου, όταν οι ωραίες νύχτες τον νανουρίζαν
σαν ένα βρέφος κι ο λαγός όρθιος άκουγε το άπειρο!
Ό,τι καλύτερο άκουσα στον κόσμο αυτό δεν ήταν
παρά τα δάκρυα των απλών ανθρώπων κι η σιωπή.
Ακούστε το παλλόμενο πρωινό χαμόγελό μου!
Είμαι μια τόσο φλύαρη ψυχή! Ω, μη μου λέτε
πως δε μιλώ. Ούτε στιγμή δε σταματά η φωνή μου.
Σύννεφο εντός μου υψώνονται του θέρου οι σιταρήθρες
όταν σιωπώντας σας κοιτώ στα μάτια. Ένα μελτέμι
που βγαίνει μέσ’ από χρυσά φλάουτα είναι η σιωπή μου.
Η κάθε λέξη της σιωπής μου ανθίζει άγραφα χρώματα
κι είναι στημένα μέσα μου άπειρα ουράνια τόξα
που βρέχουνε χρωματιστές λέξεις μες στη σιωπή μου.
Jean Paul Avisse The Music of Silence
Νικηφόρος Βρεττάκος - Χορικό
Υπάρχουνε λύπες που κανείς δεν τις ξέρει…
Υπάρχουνε βάθη που δεν τ’ ανιχνεύει ο ήλιος…
Όρη σιωπής περιβάλλουν τα χείλη…
Και σιωπούν όλοι οι μάρτυρες.
Τα μάτια δε λένε…
Δεν υπάρχουνε σκάλες τόσο μεγάλες…
Να κατέβει κανείς ως εκεί που ταράζεται
του ανθρώπου ο πυρήνας. Αν μιλούσε η σιωπή,
αν φυσούσε, αν ξέσπαγε – θα ξερίζωναν όλα
τα δέντρα του κόσμου…
Leonid Afremov - Winter silence
Νικηφόρος Βρεττάκος - Η σιωπήΈγινε ξαφνικά μια σιωπή, που όλα φώναζαν
μές στο σπίτι βοήθεια. Εγώ ψύχραιμος, όσο
κι’ αν έτρεμαν όλα μέσα μου, όσο
κι’ αν είχα το πρόσωπο κίτρινο και άσπρο,
περίμενα πάντοτε πως κάτι θα σάλευε πριν
αρχίσουν να λιώνουν κερί και νερό
τα χαρτιά, τα βιβλία μου
πρίν
οι εικόνες στον τοίχο σκύψουν τα πρόσωπα.
Δυό γαρούφαλα έριξαν κιόλας στον τοίχο
τα κεφάλια λιπόθυμα. Βοήθησε, Κύριε!
Βρέξε να σβύσεις το σκοτάδι που καίει,
τη σιωπή που ανεβαίνει απ’ τις τέσσερες
γωνιές του σπιτιού. Ένας κόμπος φωνής
θα ριχνε άπλετο φως.
Sarit Jacobsohn - breaking the silence
Breaking the silence, Laureena Mc Kennitt
Attila Jozsef - Εναν αναγνώστη μόνο
Ο στίχος μου έναν αναγνώστη μόνο θέλει,
Μονάχα αυτόν που μ’ αγαπάει και με γνωρίζει,
Αυτόν που ενώ μέσα στο τίποτε αρμενίζει
Σα μάντης ξέρει ό,τι μες στ’ αύριο ανατέλλει.
Γιατί η σιωπή παρουσιάστη στα όνειρά του
Συχνά μ’ ανθρώπινη μορφή, κι εκεί στα βάθη,
Πλάι-πλάι η τίγρις και το τρυφερούλι ελάφι
Αργοπορούνε πότε πότε στην καρδιά του.
Από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Attila Jozsef Μετάφραση Γ. Ρίτσου
(Csak az olvassa...) (Hungarian)
Csak az olvassa versemet,
ki ismer engem és szeret,
mivel a semmiben hajóz
s hogy mi lesz, tudja, mint a jós,
mert álmaiban megjelent
emberi formában a csend
s szivében néha elidőz
a tigris meg a szelid őz.
ki ismer engem és szeret,
mivel a semmiben hajóz
s hogy mi lesz, tudja, mint a jós,
mert álmaiban megjelent
emberi formában a csend
s szivében néha elidőz
a tigris meg a szelid őz.
Max Ernst, L'occhio del silenzio, 1943-1944 |
Κική Δημουλά - Η περιφραστική πέτρα
Μίλα.
Πες «αστέρι», που σβήνει.
Δεν λιγοστεύει η σιωπή με μια λέξη.
Πες «πέτρα»,
που είναι άσπαστη λέξη.
Έτσι, ίσα ίσα,
να βάλω έναν τίτλο
σ’ αυτή τη βόλτα την παραθαλάσσια.
Κική Δημουλά, απόσπασμα
(Από τη συλλογή Το Λίγο του κόσμου)
Και μετά δεν μιλάμε πολύ
γιατί το όνειρο ζει στη σιωπή
Με το βλέμμα στους περαστικούς
να χα χίλιες σιωπές να ακούς.....
γιατί το όνειρο ζει στη σιωπή
Με το βλέμμα στους περαστικούς
να χα χίλιες σιωπές να ακούς.....
Silence - Peter Mathios |
Νίκος Εγγονόπουλος, «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής»
«… πολύ σιωπηλά είναι όλα, κι η σιωπή είναι
καλή μονάχα σαν κλείνει μέσα της χαρά.
Αλλιώς τη φοβάμαι…» Λη
τα σπέρματα
των λυκανθρώπων
κουράζουν
τα πηδάλια
του ορίζοντος
ριχτούν
αναμμένες φλογέρες
μέσα
στα ματωμένα φουστάνια
που κρέμονται
στα πυκνά κλαριά
των δέντρων
πνίγουν κοράκια
μεσ’ στους καθρέφτες
ζητούν
τη δικαιοσύνη
και τον οίκτο
των
παιδιών
εγώ
όμως
βάζω κόκκινα λουλούδια
μεσ’ στα μαλλιά της
ορθώνομαι
ολόγυμνος
μέσα σε κήπους
πορφυρούς
χάνομαι
μέσα σε
σκοτεινές σπηλιές
που κρυφτούν
βαθιά
ραφτομηχανές
και ψάρια
κίτρινα
που μιλούν
σα λουλούδια
κι ίσως
εγώ να είμαι πια
αυτός ο λυκάνθρωπος
των αστραπών
αυτός που λεν
σα βραδιάζει
ο «άνθρωπος παρένθεσις»
μες στις φυσούνες
της πλεκτάνης
στα
σάβανα
της πορείας
εν ώρα
νυκτός
όταν
πεθαίνει
ένα πουλί
σα θειαφοκέρι
κι έτσι πέφτουν
σταλαματιά, σταλαματιά
στους κρόταφους
των απεγνωσμένων
κλειδοκυμβάλων
τα ζευγάρια
των απογοητευμένων
κι ένα
βαρύ σύννεφο
από μακριά
ξανθά μαλλιά
με μάτια φαιά
πετάει αθόρυβα
μες σε
στενόμακρα υπόγεια
οπ’ ανθούν μόνο
λιμάνια
και
γυπαετοί
κι είναι η σιωπή
φωτιά
μιαν ανεμόσκλα
που τοποθετούν
προσεκτικά
στα χείλια
κι ένα άσπρο
άλογο
που είναι
ένα δέντρο
κοντά στη θάλασσα
κι ένα κόκκινο
άλογο
σαν
σημαία
και τρέχω
πάνω στα νερά
ακούραστα
με το λυρικό
ποδήλατο
με την περικεφαλαία
της αγάπης
κι όταν φτάσω
στο τελευταίο
σκαλί
της σκοτεινής
αυτής σκάλας
κι ανοίξω
την πόρτα
του δωματίου
τότες μόνε αντιλαμβάνομαι
πως το δωμάτιο
ήταν
είναι
ένας μεγάλος κήπος
γιομάτος μουσική
και
ζωγραφιές
ένα δωμάτιο
γεμάτο σεντόνια
ριχμένα
μέσα στον κήπο
σεντόνια
π’ άλλα ανεμίζανε
σα σημαίες
κι ωσάν
υελοπίνακες
κι άλλα ήτανε
ριχμένα κάτω
σαν καθρέφτες
κι άλλα
μιλούσαν
λέξεις άναρθρες
σαν καπνοδόχες
κι άλλα στρωμένα
σε κρεβάτια
σαν κομήτες
άλλα έμοιαζαν
κανάτια
άλλα ήτανε
σαν προβοσκίδες
κι άλλα
έντυναν
με δροσιά
και τραγικές κραυγές
γυναίκες ολόγυμνες
κι ωραίες
έτσι
που πρέπει
ίσως ναν κι ανάγκη απόλυτη
να παραβάλω
την όλη
κατάσταση
μ’ ένα γυαλί
που όταν
βάζεις
το μάτι
βλέπεις
ένα βαθύ
πηγάδι
και στο
βάθος
ένα
πουλί
Vladimir Volegov - SUNNY SILENCE |
Οδυσσέας Ελύτης - Επτά νυχτερινά επτάστιχα
II
Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ’ τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα
Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του – εκεί.
III
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από τ’ ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ’ άστρα!
Silence (1799-1801) by Johann Henry Fuseli
Silentium, Arvo Part
Ανδρέας Εμπειρίκος - Η σιωπή
Ὅσο και αν μένουν ανεκτέλεστα τα έργα, όσο και αν είναι πλήρης η σιγή (η σφύζουσα εντούτοις) και τον μηδέν αν διαγράφεται στρογγύλον, ως άφωνον στόμα ανοικτόν, πάντα, μα πάντα, η σιγή και τα ανεκτέλεστα όλα, θα περιέχουν εν μέγα μυστήριον γιομάτο, ένα μυστήριον υπερπλήρες, χωρίς κενά και δίχως απουσίαν, εν μέγα μυστήριον (ως το μυστήριον της ζωής εν τάφω) – το φανερόν το τηλαυγές, το πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής, Ἄλφα-Ὠμέγα.
Κ. Π. Καβάφης - Λόγος και Σιγή
Aζά καν ελκαλάμ μιν φάντα, ασσουκούτ μιν ζαχάμπ.
Aραβική Παροιμία
«Είναι χρυσός η σιωπή και άργυρος ο λόγος.»
Τίς βέβηλος προέφερε τοιαύτην βλασφημίαν;
τίς χαυνωθείς Aσιανός παραιτηθείς εις μοίραν
τυφλήν, βωβήν, τυφλός, βωβός; Ποίος οικτρός παράφρων
ξένος τη ανθρωπότητι, την αρετήν υβρίζων,
χίμαιραν είπε την ψυχήν, και άργυρον τον λόγον;
Το μόνον μας θεοπρεπές δώρημα, περιέχον
τα πάντα — ενθουσιασμόν, λύπην, χαράν, αγάπην·
εν τη ζωώδει φύσει μας ανθρώπινον το μόνον!
Συ όστις τον αποκαλείς άργυρον, δεν πιστεύεις
το μέλλον, λύον την σιγήν, μυστηριώδες ρήμα.
Συ εν σοφία δεν τρυφείς, πρόοδος δεν σε θέλγει·
με την αμάθειαν — χρυσήν σιγήν — ευχαριστείσαι.
Νοσείς. Είν’ η αναίσθητος σιγή βαρεία νόσος,
ενώ ο Λόγος ο θερμός, ο συμπαθής, υγεία.
Σκιά και νυξ είν’ η Σιγή· ο Λόγος, η ημέρα.
Ο Λόγος είν’ αλήθεια, ζωή, αθανασία.
Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν — σιγή δεν μας αρμόζει
αφού εις το ομοίωμα επλάσθημεν του Λόγου.
Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν — αφού λαλεί εντός μας
η θεία σκέψις, της ψυχής άυλος ομιλία.
Sound of Silence abstract painting by Vincent Kennedy .. |
Πώς να σωπάσω μέσα μου
την ομορφιά του κόσμου;
Ο ουρανός δικός μου
η θάλασσα στα μέτρα μου.....
Νίκος Καρούζος - Αντι – νεφέλωματην ομορφιά του κόσμου;
Ο ουρανός δικός μου
η θάλασσα στα μέτρα μου.....
Η σιωπή δεν είναι λευτεριά,
η σιωπή δεν είναι αιχμαλωσία
η σιωπή δεν είναι δωρεά, η σιωπή
δεν είναι ιδιοκτησία
η σιωπή είναι ένα καναρίνι στο μικρόφωνο
η σιωπή είναι ντελάλης από στάχτη
κάθε ρυάκι της κραυγάζει πως μονάχα η σιγή μιλιέται
κάθε στιγμή της χαστουκίζει τα ρολόγια
καταρρέουν ελατήρια ο καιρός παξιμάδια και βίδες
η σιωπή περιπαίζει τα αδιέξοδα
η σιωπή δεν κατάγεται από την Κίνα, η σιωπή
τη γλώσσα της φασκιώνει με συνταχτικό και κανόνες
αναπαύεται στα ανώμαλα ρήματα ερωτεύεται επιρρήματα
στους ρήτορες οπού σείουν τα μπαλκόνια συσσωρεύεται
πηγαίνει τις Κυριακάδες στην εκκλησία για να ψάλλει
συχνά τηγανίζει πατάτες
τα τύμπανα δικά της είναι , οι γενετήσιοι
σπασμοί της αγάπης
τα ουρλιάσματα των γυναικώνε στα μαιευτήρια
όλα τα κλάματα δικά της είναι κι όλα τα ξεφαντώματα
μα όμως τι όλεθρος
η σιωπή δε βρίσκει πουθενά το όνομά της.
(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος)
Ramon Vilanova Sunset, silence, wave |
Φραντς Κάφκα - Η σιωπή των σειρήνων
ΟΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ σωτήρια μπορεί να φανούν και τα ανεπαρκή, ακόμη και τα παιδαριώδη μέσα:
Για να προφυλαχτεί από τις Σειρήνες, ο Οδυσσέας έφραξε τα αυτιά του με κερί και έβαλε να τον αλυσοδέσουν στο κατάρτι. Κάτι ανάλογο, ασφαλώς, θα μπορούσαν να κάνουν ανέκαθεν όλοι οι ταξιδιώτες -εκτός από εκείνους που οι Σειρήνες πρόφταιναν να τους σαγηνεύσουν από μακριά- ήταν όμως παγκοσμίως γνωστό ότι δεν ωφελούσε. Το τραγούδι των Σειρήνων διαπερνούσε τα πάντα, και το πάθος των σαγηνευμένων δεν ήταν ικανό να σπάσει μόνο αλυσίδες και κατάρτια. Αυτό ο Οδυσσέας δεν το σκέφτηκε, αν και πολύ πιθανόν το είχε ακουστά. Εναπέθεσε τις ελπίδες του σε μια χούφτα κερί και μια αρμαθιά αλυσίδες, και γεμάτος αθώα χαρά για τα πενιχρά του μέσα, έβαλε πλώρη για τις Σειρήνες.
Οι Σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό και από το τραγούδι: τη σιωπή τους. Και πιθανότερο, παρόλο που δεν έτυχε ποτέ, θα ήταν να γλιτώσεις από το τραγούδι τους, παρά από τη σιωπή τους. Τίποτε στον κόσμο αυτόν δεν μπορεί να αντισταθεί στο αίσθημα πως τις νίκησες με το σπαθί σου, ούτε στην αλαζονεία που επακολουθεί και σαρώνει τα πάντα.
Κι η αλήθεια είναι πως δεν τραγουδούσαν οι τρομερές Σειρήνες καθώς τις ζύγωνε ο Οδυσσέας˙ γιατί πίστευαν, ίσως, ότι με τη σιωπή τους μόνο θα νικούσαν τούτο τον αντίπαλο - εκτός κι αν, βλέποντας τόση ευτυχία στο πρόσωπο του Οδυσσέα, που μόνο το κερί σκεφτόταν και τις αλυσίδες του, λησμόνησαν κάθε τραγούδι.
Ο Οδυσσέας όμως, τη σιωπή τους, ας μου επιτραπεί η έκφραση, δεν την άκουσε: του φάνηκε πως τραγουδούσαν, και πως μόνο εκείνος δεν τις άκουγε, επειδή είχε λάβει τα μέτρα του. Πριν ξεκινήσει, έριξε μια κλεφτή ματιά, είδε τον καμπυλωμένο λαιμό, τις βαθιές ανάσες, τα δακρυσμένα μάτια, το μισάνοιχτο στόμα, και πίστεψε πως όλα αυτά συνόδευαν τις άριες που ανάκουστες αντηχούσαν γύρω του. Κι έπειτα δεν τις ξανακοίταξε, γύρισε το βλέμμα του πέρα, μακριά, κι εμπρός στην αταλάντευτη απόφασή του οι Σειρήνες κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν, τόσο που, κι όταν βρέθηκε κοντά τους, μήτε που τις πρόσεξε.
Εκείνες όμως, ωραιότερες παρά ποτέ, συστρέφονταν, τεντώνονταν, παράδερναν τα απαίσια μαλλιά τους με τον άνεμο, και τα γαμψά τους νύχια σέρνονταν πάνω στα βράχια. Και πια δεν ήθελαν να ξελογιάσουν - μόνο να κρατήσουν ένα καθρέφτισμα από τα μεγάλα μάτια του Οδυσσέα ήθελαν, όσο γινόταν πιο πολύ.
Αν οι Σειρήνες είχαν συνείδηση, εκείνη η φορά θα ήταν το τέλος τους. Τίποτε δεν έπαθαν όμως˙ απλώς, ο Οδυσσέας τους ξέφυγε.
Στην ιστορία αυτή υπάρχει πάντως κι ένα υστερόγραφο: Ο Οδυσσέας ήταν, λένε, τόσο πολυμήχανος, τέτοια αλεπού, που μήτε η Θεά του Πεπρωμένου δεν μπορούσε να διαβάσει την ψυχή του. Και ίσως, αν και κάτι τέτοιο υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική - ίσως να πρόσεξε στ' αλήθεια πως σωπαίναν οι Σειρήνες, κι όλες αυτές οι προσποιήσεις που αναφέραμε, ήταν κάτι σαν ασπίδα, που την όρθωσε μπροστά τους, και μπροστά στους θεούς.
Θανάσης Κωσταβάρας - Τα διαπιστευτήρια της σιωπής
Διάβασα πάλι όλα μου τα ποιήματα
που έχω γράψει για σένα.
Τόσα πολλά λόγια
και τόσα λίγα τα ειπωμένα, τόσα στο βάθος τ’ ανείπωτα.
Όμως εσύ που μπορείς να διαβάσεις
τους άγραφους νόμους του μέσα μου σύμπαντος
εσύ που έχεις ακούσει το μοναχικό τριζόνι της νύχτας
που είδες το αόρατο φέγγος μιας τρομερής αποκάλυψης
εσύ, προπάντων εσύ
που συνεχίζεις ν’ ανθίζεις
πάνω στο μαύρο χιόνι που απλώνεται γύρω μου
μη βιαστείς να με κρίνεις να κλείσεις τους δρόμους, να διαβάσεις λάθος το μήνυμα.
Κοίταξέ με μόνο στα μάτια
μέτρησε τη βαθιά πληγή που ανοίγεται μέσα τους
άκου τη σιωπή που κάνει να τρίζουν τα φύλλα στις αστροφεγγιές τους
κι όταν ημερέψεις το φόβο
που σαν το παγιδευμένο αγρίμι ουρλιάζει
τότε θα καταλάβεις.
Θα δεις τι πόθοι ασφυκτιούν
το πάθος συντηρούν στις κρύπτες τους
τα ζυγιασμένα λόγια.
Frantisek Kupka the way of silence |
Τάσος Λειβαδίτης - Αυτός που σωπαίνει
ενός ατελείωτου χωρισμού
Κι εγώ έζησα σε νοικιασμένα δωμάτια
με τις σκοτεινές σκάλες τους
που οδηγούνε
άγνωστο πού…
Με τις μεσόκοπες σπιτονοικοκυρές
πού αρνούνται
κλαίνε λίγο
κι ύστερα ενδίδουν
και τ᾿ άλλο πρωί,
αερίζουν το σπίτι
απ᾿ τους μεγάλους στεναγμούς…
Στα παλαιικά κρεβάτια
με τα πόμολα στις τέσσερις άκρες
πλάγιασαν κι ονειρεύτηκαν
πολλοί περαστικοί αυτού του κόσμου
κι ύστερα αποκοιμήθηκαν
γλυκείς κι απληροφόρητοι
σαν τους νεκρούς στα παλιά κοιμητήρια.
Όμως εσύ σωπαίνεις…
Γιατί δε μιλάς;
Πες μου!
Γιατί ήρθαμε εδώ;
Από που ήρθαμε;
Κι αυτά τα ιερογλυφικά της βροχής πάνω στο χώμα;
Τι θέλουν να πουν;
Ω, αν μπορούσες να τα διαβάσεις!!!
Όλα θα άλλαζαν…
Όταν τέλος, ύστερα από χρόνια ξαναγύρισα…
δε βρήκα παρά τους ίδιους έρημους δρόμους,
το ίδιο καπνοπωλείο στη γωνιά…
Κι ολόκληρο το άγνωστο
την ώρα που βραδιάζει…
Maya Green Silence
Βύρων Λεοντάρης - Η σιωπή που ακολουθεί
Όχι μόνο τ` αθώα παράπονα,
που αναποδογυρίζουνε
με μια κλοτσιά στο στήθος,
όχι μόνο οι φωνές,
που τις ξαπλώνουν στις πλατείες,
όχι μόνο οι ανύποπτοι ενθουσιασμοί.
Πιο δυνατή είναι, πιότερο βαραίνει
η σιωπή που ακολουθεί,
η σιωπή των πεισμωμένων δρόμων,
των κλειστών παραθυριών,
η σιωπή των παιδιών
μπροστά στον πρώτο σκοτωμένο,
η σιωπή μπροστά στην ξαφνική ατιμία,
η σιωπή του δάσους,
η σιωπή του αλόγου δίπλα στο ποτάμι,
η σιωπή ανάμεσα σε δυό στόματα,
που δεν μπορούν να φιληθούν,
κι εκείνη η “ενός λεπτού σιγή”,
που παρατείνεται και γιγαντώνεται
μες στις καρδιές, μες στους αιώνες,
η σιωπή που αποφασίζει
τι είναι να μείνει, τι είναι να χαθεί.
(Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, εκδ. ύψιλον/βιβλία)
Arnold Böcklin - silence of the forest |
Η χώρα της σιωπής είναι από κρύσταλλο –
γαλάζιο κρύσταλλο, σαν από πάγο.
Εκείν χορεύουνε τα πάντα αθόρυβα
κι όλες οι εικόνες διαθλώνται στο άπειρο.
Ταν δάκρυα των παιδιών και τα παράπονα
αφήνουν το λεπτό ήχο της κιθάρας
Των σιωπηλών πλασμάτων τα χαμόγελα
ρόδινη ανταύγεια υψώνουν στα μεσούρανα
και τα βαθιά βλέμματα της αγάπης
ανάβουν φλόγες πυρκαγιάς γαλάζιες.
Στη χώρα της σιωπής ό,τι είναι γνήσιο
σαν μια καμπάνα ακούγεται γιορτάσιμη
που ανοίγει βουερούς θόλους στα ουράνια.
Στη χώρα της σιωπής συχνά ακροάστηκα
τις ασημένιες κωδωνοκρουσίες
που υψώνει κάποιο σμήνος γερανών.
Σε γάμους μυστικούς, σὲ λιτανείες,
σε τελετές ουράνιες παρευρέθηκα
στη χώρα της σιωπής που είναι από κρύσταλλο,
γαλάζιο κρύσταλλο σαν από πάγο…
Silence by AlexandraDart |
Νερούντα - Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις
Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Σου ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες στη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια η νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα κι απ’ αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Αζίζ Νεσίν - Σώπα, μη μιλάς…
Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
«σώπα».
Στο σχολείο μου κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε :»εσένα τι σε νοιάζει ; Σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
«κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ….σώπα!»
Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
«Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,
«θα βρεις το μπελά σου, σώπα».
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα»
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,
η γυναίκά μου ήταν τίμια κι εργατική και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε «Σώπα».
Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :
«Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα»
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα.
Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσά μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα».
και μαζευτήκαμε πολλοί
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ
εύκολα, μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα».
Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσά σου
και κάν’ την να σωπάσει.
Κόψ’ την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς ,
χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς»
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς.
Και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσά σου, κόψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσά σου.
Για να είμαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου,
γιατί νομίζω πως θα’ ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,
με έναν ψίθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!….
Η σιωπή του έρωτα – ποίημα του Όσκαρ Γουάιλντ (πρωτότυπο κείμενο)
As oftentimes the too resplendent sun
Hurries the pallid and reluctant moon
Back to her sombre cave, ere she hath won
A single ballad from the nightingale,
So doth thy Beauty make my lips to fail,
And all my sweetest singing out of tune.
And as at dawn across the level mead
On wings impetuous some wind will come,
And with its too harsh kisses break the reed
Which was its only instrument of song,
So my too stormy passions work me wrong,
And for excess of Love my Love is dumb.
But surely unto Thee mine eyes did show
Why I am silent, and my lute unstrung;
Else it were better we should part, and go,
Thou to some lips of sweeter melody,
And I to nurse the barren memory
Of unkissed kisses, and songs never sung.
Γιώργης Παυλόπουλος - Η σιωπή
Στην Αυγή – Άννα Μάγγελ
Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς νʼ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.
(Λίγος άμμος)
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Σου ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες στη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια η νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα κι απ’ αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Robert Pelles Silence 2002 τούτη η στενοχώρια στο δρόμο να 'χουνε γιορτή κι εμείς να ζούμε χώρια. |
Αζίζ Νεσίν - Σώπα, μη μιλάς…
Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
«σώπα».
Στο σχολείο μου κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε :»εσένα τι σε νοιάζει ; Σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
«κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ….σώπα!»
Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
«Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,
«θα βρεις το μπελά σου, σώπα».
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα»
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,
η γυναίκά μου ήταν τίμια κι εργατική και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε «Σώπα».
Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :
«Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα»
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα.
Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσά μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα».
και μαζευτήκαμε πολλοί
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ
εύκολα, μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα».
Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσά σου
και κάν’ την να σωπάσει.
Κόψ’ την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς ,
χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς»
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς.
Και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσά σου, κόψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσά σου.
Για να είμαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου,
γιατί νομίζω πως θα’ ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,
με έναν ψίθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!….
Mara Light; Painting, “Silence” |
Όσκαρ Ουάιλντ - Η σιωπή του έρωτα
Έτσι όπως συχνά ο ήλιος με την εντυπωσιακή του λάμψη
διώχνει το θαμπό φεγγάρι, όσο και αν αντιστέκεται
στη σκοτεινή σπηλιά του, χωρίς να ακούσει
ούτε ένα τραγουδι από το αηδόνι
έτσι η ομορφιά σου μου σφραγίζει τα χείλη
και κάνει παράφωνα για μένα τα πιο όμορφα τραγούδια
Κι όπως την αυγή πάνω από τα λιβάδια
περνά ο άνεμος με τα ορμητικά του φτερά
και σπάει τα καλάμια με τα δυνατά φιλιά του
που αυτά μόνο, μπορούν να γίνουν όργανα τραγουδιού
έτσι τα ορμητικά μου πάθη, παραδέρνουν συνέχεια μέσα μου
και η τόσο μεγάλη αγάπη κάνει την αγάπη μου βουβή
Όμως τα μάτια μου σου έδειξαν εσένα
γιατί είμαι σιωπηλός και η λύρα μου ακούρδιστη
πριν γίνει ο χωρισμός μας μοιραίος
και πριν μας αναγκάσει να φύγουμε
εσύ για άλλα χείλη που τραγουδούν με αρμονία
κι εγώ εδώ να αναπολώ μάταια
φιλιά που δεν έδωσα, τραγούδια που δεν είπα.
διώχνει το θαμπό φεγγάρι, όσο και αν αντιστέκεται
στη σκοτεινή σπηλιά του, χωρίς να ακούσει
ούτε ένα τραγουδι από το αηδόνι
έτσι η ομορφιά σου μου σφραγίζει τα χείλη
και κάνει παράφωνα για μένα τα πιο όμορφα τραγούδια
Κι όπως την αυγή πάνω από τα λιβάδια
περνά ο άνεμος με τα ορμητικά του φτερά
και σπάει τα καλάμια με τα δυνατά φιλιά του
που αυτά μόνο, μπορούν να γίνουν όργανα τραγουδιού
έτσι τα ορμητικά μου πάθη, παραδέρνουν συνέχεια μέσα μου
και η τόσο μεγάλη αγάπη κάνει την αγάπη μου βουβή
Όμως τα μάτια μου σου έδειξαν εσένα
γιατί είμαι σιωπηλός και η λύρα μου ακούρδιστη
πριν γίνει ο χωρισμός μας μοιραίος
και πριν μας αναγκάσει να φύγουμε
εσύ για άλλα χείλη που τραγουδούν με αρμονία
κι εγώ εδώ να αναπολώ μάταια
φιλιά που δεν έδωσα, τραγούδια που δεν είπα.
Η σιωπή του έρωτα – ποίημα του Όσκαρ Γουάιλντ (πρωτότυπο κείμενο)
As oftentimes the too resplendent sun
Hurries the pallid and reluctant moon
Back to her sombre cave, ere she hath won
A single ballad from the nightingale,
So doth thy Beauty make my lips to fail,
And all my sweetest singing out of tune.
And as at dawn across the level mead
On wings impetuous some wind will come,
And with its too harsh kisses break the reed
Which was its only instrument of song,
So my too stormy passions work me wrong,
And for excess of Love my Love is dumb.
But surely unto Thee mine eyes did show
Why I am silent, and my lute unstrung;
Else it were better we should part, and go,
Thou to some lips of sweeter melody,
And I to nurse the barren memory
Of unkissed kisses, and songs never sung.
I Found The Silence / Martin Stranka / Photography |
Γιώργης Παυλόπουλος - Η σιωπή
Στην Αυγή – Άννα Μάγγελ
Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς νʼ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.
(Λίγος άμμος)
Λία Σιώμου - Σε μια σιγή..
Σε μια σιγή πως βρέθηκες
Στου ονείρατος το διάβα
Και μάζεψες τα πέταλα
Ενός άνθους ταπεινού
Τα φύλαξες και έγειρες
Σ᾽ απατηλά λυχνάρια
Ξημέρωσε και έψαχνες
Αχνάρια του χαμού
Πως κι έμεινε στην σκέψη σου
Οράματος μια γεύση
Μιας ηλιαχτίδας χρύσωμα
Ζεστό στα σωθικά
Φωτός σκιά που σ᾽ άγγισε
Διαβατική στην πλεύση
Ελπίδων και χαμόγελων
Μακριά στα ανοιχτά
Και έμεινες μ᾽ οράματα
Τα ονείρατα φευγάτα
Και κράτησες τις θύμισες
Γλυκιά σου συντροφιά
Και έσυρες τα βήματα
Σε άμμους κι ακρογιάλια
Κι η θάλασσα σου κάλυψε
Τ᾽ αχνάρια στην στεριά
Κύμα κι αφρός και πέλαγος
Σου λίκνισε το βλέμμα
Κι η αλμύρα σου ᾽καψε πικρή
Την γλύκα των ματιών
Ο δε άνεμος που φύσηξε
Τα σάρωσε όλα πέρα
Και έσβησε τα χρώματα
Από το δειλινό
Από την συλλογή Ἑρωδιού η κατοικία῾
Δωδώνη 2001
Διονύσιος Σολωμός - Ελεύθεροι πολιορκημένοι
-«…Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό,τι σ’ έχω `γώ στο χέρι;
Οπού συ μου `γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».»
Αργύρης Χιόνης - Περί σιωπής λόγος
https://itzikas.wordpress.com/
Σε μια σιγή πως βρέθηκες
Στου ονείρατος το διάβα
Και μάζεψες τα πέταλα
Ενός άνθους ταπεινού
Τα φύλαξες και έγειρες
Σ᾽ απατηλά λυχνάρια
Ξημέρωσε και έψαχνες
Αχνάρια του χαμού
Πως κι έμεινε στην σκέψη σου
Οράματος μια γεύση
Μιας ηλιαχτίδας χρύσωμα
Ζεστό στα σωθικά
Φωτός σκιά που σ᾽ άγγισε
Διαβατική στην πλεύση
Ελπίδων και χαμόγελων
Μακριά στα ανοιχτά
Και έμεινες μ᾽ οράματα
Τα ονείρατα φευγάτα
Και κράτησες τις θύμισες
Γλυκιά σου συντροφιά
Και έσυρες τα βήματα
Σε άμμους κι ακρογιάλια
Κι η θάλασσα σου κάλυψε
Τ᾽ αχνάρια στην στεριά
Κύμα κι αφρός και πέλαγος
Σου λίκνισε το βλέμμα
Κι η αλμύρα σου ᾽καψε πικρή
Την γλύκα των ματιών
Ο δε άνεμος που φύσηξε
Τα σάρωσε όλα πέρα
Και έσβησε τα χρώματα
Από το δειλινό
Από την συλλογή Ἑρωδιού η κατοικία῾
Δωδώνη 2001
Laura Watmough - Early Morning Silence
Διονύσιος Σολωμός - Ελεύθεροι πολιορκημένοι
-«…Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει.
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό,τι σ’ έχω `γώ στο χέρι;
Οπού συ μου `γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».»
Pavel Tereshkovets | White Silence
«Η σιωπή είναι το κέλυφος του ήχου. Κλεισμένος μέσα της, ο ήχος τη ραμφίζει, όπως ραμφίζει το πουλί του αυγού το τσόφλι, θέλει κι αυτός να βγει και να πετάξει. Είναι μοιραίο λοιπόν να θρυμματίζεται, κάποια στιγμή, η σιωπή (τέτοια είναι η τάξη των πραγμάτων), για να μπορέσει ο ήχος ν’ ακουστεί. Ωστόσο, αν και θρυμματίζεται, ποτέ δεν αφανίζεται, αλλά, έτσι, κομματιασμένη, μέσα στον ήχο παρεισφρέει και, με παύσεις μαγικές, τον μετατρέπει, από θόρυβο, σε μουσική και ποίηση»
Silêncio / Silence by Fabiano Millani
https://itzikas.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου