στο τέντωμα το δέρμα σχίζει
κι όταν γυρνάει η βελόνα στη σχισμή
το αίμα κόκκινο αναβλύζει και πασχίζει
το σώμα που ταξίδεψε πολύ
να θρέψει πάλι να κολλήσει όσο ραγίζει.
«Ν’ αφήσω» είπε η βελόνα στην κλωστή,
«κάποιες ρωγμές να στάζουν, να μιλάνε.
Να μην τις κλείνω πια σφιχτά,
ραμμένες μοιάζουνε με δόντια που γελάνε..
Να δει ο κόσμος τις σχισμές αληθινές
κι ότι οι κλωστές φιμώνουν και δε λένε
όσα το δέρμα ένιωσε
και όσα το αίμα καίνε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου