Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ (1866 - 28 Νοεμβρίου 1937 )


Με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Παύλος Νιρβάνας είναι γνωστός ο Έλληνας λογοτέχνης Πέτρος Κ. Αποστολίδης. Ο πατέρας του, έμπορος Κωνσταντίνος Αποστόλου Κουμιώτης, ήταν από την Σκόπελο και η μητέρα του, Μαριέττα Ιωάννου Ράλλη, από τη Χίο. Γεννήθηκε στην Μαριούπολη της Ρωσίας (σήμερα ανήκει στην Ουκρανία) το 1866 και πέθανε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 1937.
Σε μικρή ηλικία επιστρέφει στην Ελλάδα, στον Πειραιά, οπότε τελικά σπουδάζει στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1890). Το έτος 1890 κατατάσσεται στο Βασιλικό Ναυτικό, από όπου και παραιτείται με τον βαθμό του γενικού αρχιάτρου το 1922, έχοντας διατελέσει πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών επί Ελευθερίου Βενιζέλου. Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, από την ίδρυσή του το 1930 έως το θάνατό του το 1937.
Ο Παύλος Νιρβάνας εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές και δημοσίευσε πολλά χρονογραφήματα σε εφημερίδες. Διατηρούσε στενούς δεσμούς με αρκετούς λογοτέχνες της εποχής του και συνέβαλε στην ανάδειξη νεότερων λογοτεχνών π.χ. Ιωάννης Κονδυλάκης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Νίκος Καββαδίας. Τον συνέδεε αδελφική φιλία με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Λογοτεχνικά, τοποθετείται στον κύκλο του Κωστή Παλαμά. Επηρεάζεται από τον αισθητισμό και το συμβολισμό, καθώς και από το φιλόσοφο Νίτσε. Η πεζογραφία του διέπεται από ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία, ενώ γλωσσικά ξεκίνησε από καθαρεύουσα και κατέληξε στη δημοτική γλώσσα. Ο Τέλος Άγρας έγραψε πως "η ηθογραφία του είναι τραγική και αποκλίνει προς το ζωηρό λυρισμό, όταν δεν τρέπεται προς τον πραγματικό σαρκασμό", ενώ ο Κώστας Ουράνης ανέφερε πως "ακόμη και το χιούμορ του το χρησιμοποιεί για να προκαλέσει μειδίαμα και όχι για να καυτηριάσει .
Το 1923, βραβεύτηκε για το λογοτεχνικό του έργο με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ το 1928 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε από βρογχοπνευμονία στο Μαρούσι το 1937.

Προτομή Παύλου Νιρβάνα
Γλύπτης  Ιάσων Παπαδημητρίου 
Έργα

Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1884, όταν εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή και άρχισε να δημοσιεύει χρονογραφήματα στις εφημερίδες Άστυ, Ακρόπολη και από το 1905 στην Εστία με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος. Πήρε επίσης μέρος στην έκδοση του σατιρικού περιοδικού Αθήναι.
Ασχολήθηκε με πολλά είδη γραπτού λόγου, όπως διηγήματα, ποιήματα, μυθιστορήματα, δράματα, κριτικές μελέτες, δοκίμια, θεατρικά έργα, χρονογραφήματα και τη «Γλωσσική Αυτοβιογραφία», ενώ ασχολήθηκε και με τη μετάφραση.
Ένα από τα χρονογραφήματά του, το Η βιβλιοφιλία των Ελλήνων ή πόνος ψυχής πρωτοδημοσιεύτηκε στη εφημερίδα «Εστία» το 1950 και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στα Νεοελληνικά Αναγνώσματα για τους μαθητές των τότε Γυμνασίων.
Δάφναι εις την 25ην Μαρτίου 1821 (1884)
Η φιλοσοφία του Νίτσε (1898)
Γλωσσική Αυτοβιογραφία (1905)
Παγά Λαλέουσα (1907)
Ο αρχιτέκτων Μάρθας (1907)
Το χελιδόνι (1908)
Μαρία Πενταγιώτισσα (1909)
Όταν σπάση τα δεσμά του (1910)
Το συναξάρι του παπα-Παρθένη (1915)
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1916)
Η ηθική επίδρασις της επαναστάσεως (1923)
Το αγριολούλουδο (1924)
Ξενιτιά (1925)
Το έγκλημα του Ψυχικού (1928)
Εκλεκτές Ιστορίες (1930)
Ένας ίσκιος στη νύχτα (1934)



ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Η τέχνη

Τα τζάμια παγωμένα,
μαύρο, σβυστό το τζάκι,
τα τζάμια παγωμένα.
Ψυχομαχάει μια λάμπα
απάνω στο τραπέζι,
ψυχομαχάει μια λάμπα.
Στο ξέστρωτο κρεββάτι
μια γάτα ερημοπαίζει
στο ξέστρωτο κρεββάτι.
Μεσ' την καρδιά του ξύλου
ο σάρακας γκρινιάζει,
μεσ' την καρδιά του ξύλου.

Από τον τοίχο στάζει,
στάζει, δροσιά φαρμάκι
από τον τοίχο στάζει.
Κι' απάνω από την στέγη
μια κουκουβάγια κράζει
και κάτω από την στέγη
αργοξυπνούν δυο μάτια
- ένα τριζόνι τρίζει -
κ' εμπρός στα δυο τα μάτια
μιαν άνοιξη από ρόδα,
ξανοίγεται κι ανθίζει,
μιαν άνοιξη από ρόδα.
❋❋❋❋
Ἦταν μία φορὰ ἕνας Γιάννης...

Ἦταν μία φορὰ ἕνας Γιάννης
σ᾿ ἕνα πράσινο χωριό,
καὶ δὲν εἶχε οὔτε χαΐρι
καὶ δὲν εἶχε οὔτε μυαλό.

Μά, σὰ Γιάννης, δίχως γνώση,
τὸν ἐπόνεσε ἡ καρδιὰ
καὶ τοῦ κόλλησε μεράκι
γιὰ τὴν κόρη τοῦ παπᾶ!

Τἄκουσαν μικροί, μεγάλοι
καὶ γελοῦσαν - ὤχ! ὤχ! ὤχ!
Παλαμίδα σοῦ μυρίζει,
ντεϊμεντὲ νὰ φᾶς κολοιό.

Στὸν παπᾶ πηγαίνει ὁ Γιάννης
μιὰ καὶ δυὸ καὶ τοῦ μιλεῖ
καὶ τὴν Ἑλενιὼ γυρεύει
καὶ τὸ χέρι του φιλεῖ.

Μὰ ὁ παπὰς τὴν ἁγιαστούρα
παίρνει εὐτὺς καὶ τὸν ξορκίζει
καὶ μὲ τὴ χοντρὴ μαγκούρα
στὴν αὐλὴ τὸν προβοδίζει,

καὶ κρατώντας τὸ στειλιάρι
ἀνεβαίνει στὸ πατάρι:
- Κόρη μου νὰ σὲ χαρῶ
δυὸ λογάκια νὰ σοῦ πῶ!

Τὴν ἁρπάζει ἀπ᾿ τὴν κοτσίδα,
τὴν πετάει στὴν ἀντρομίδα
καὶ τῆς κάνει τὰ πλευρά της
μαλακὰ σὰν τὴν ...καρδιά της.

Τ᾿ ἄκουσαν μικροὶ μεγάλοι
καὶ γελοῦσαν - χά! χά! χά!
- Τῆς ἀγάπης τὶς λαχτάρες
σοὺτ καὶ μήτε τοῦ παπᾶ!

Μὰ τοῦ Γιάννη τὸ μεράκι
τώρα τοὔγινε φαρμάκι.
Φεύγει, πάει, μιὰ καὶ δυό,
στὸ ψηλὸ καμπαναριό,
κάνει τὸ σκοινὶ θηλιὰ
καὶ κρεμιέται στὰ καλά.

Κ᾿ ἡ ξανθὴ παπαδοπούλα
ἔγινε καλογριούλα.
Τὸ χτωήχι στὸ δεξί της,
κομποσχοίνι στὸ ζερβί της,

ξέχασε πατέρα, μάνα
καὶ τρελλὰ παραμιλᾷ:
-Χτύπα, Γιάννη, τὴν καμπάνα
γιὰ ν᾿ ἀρχίσει ἡ λειτουργιά.

Τἄκουσαν μικροί, μεγάλοι
καὶ γελοῦνε - χά! χά! χά!
χτύπα Γιάννη τὴν καμπάνα
γιὰ ν᾿ ἀρχίσει ἡ λειτουργιά!

Ο Νιρβάνας Επίατρος στο Ναυτικό Νοσοκομείο Νέου Φαλήρου το 1913. Ξενοδοχεία του τότε κοσμικού προαστείου του Νέου Φαλήρου, μετατρέπονταν σε νοσοκομεία, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες των Βαλκανικών Πολέμων. πηγή φωτογραφίας 

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 

Ένας αλχημιστής

Ενας φτωχὸς διάβολος ἐνεφανίσθη μίαν ἡμέραν εἰς κἄποιο γραφεῖον κομίζων ὅλα τὰ ρίγη τοῦ χειμῶνος. Ἕνα κουρελιασμένο πουκάμισο ἐξετέλει ἐπὶ τῆς θλιβερᾶς του ὑπάρξεως καθήκοντα γελέκου, σακκακιοῦ καὶ παλτοῦ ταὐτοχρόνως.
− Δὲ ζητάω ἐλεημοσύνη, κύριοι. Κανένα παληὸ παλτὸ ἂν ἔχετε νὰ μὲ οἰκονομήσετε − εἶπε πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ γραφείου − θὰ κάνετε μεγάλο μυστήριο. Βγῆκα ἀπ' τὸ νοσοκομεῖο, δὲν μπορῶ νὰ ἐργασθῶ καὶ θὰ ξαναπουντιάσω ἀπ' τὸ κρῦο.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ γραφείου, στοὺς ὁποίους εἶχαν μεταδοθῇ τὰ ρίγη τοῦ φτωχοῦ διαβόλου, ἐκυττάχθηκαν, μὲ συγκίνησιν, ἀναζητοῦντες μίαν λύσιν τοῦ τραγικοῦ προβλήματος. Ἐπὶ τέλους, κἄποιος ἀπ' αὐτοὺς πρόεβη εἰς τὴν φιλάνθρωπον χειρονομίαν.
− Πέρασε τὸ μεσημέρι ἀπὸ τὸ σπίτι − εἶπε στὸν τουρτουρίζοντα ἀλήτην, δίνοντάς του τὴν ὁδὸν καὶ τὸν ἀριθμὸν − νὰ σοῦ δώσω ἐγὼ ἕνα παλτό. Δὲν τώχω γιὰ πέταμα ἀκόμα, ἀλλὰ σὲ λυπᾶμαι, κακομοίρη.
Ὁ φτωχὸς διάβολος ὑπεδέχθη τὴν χειρονομίαν μὲ εὐχὰς καὶ εὐλογίας καὶ οἱ συνάδελφοι τοῦ δωρητοῦ δὲν εὕρισκαν λέξεις νὰ τοῦ ἐκφράσουν τὴν ἐπιδοκιμασίαν των.
− Αὐτὸ εἶνε ψυχικό! Ἔσωσες ἕναν ἄνθρωπον…
Ἂς ἀκούσωμεν τώρα τὴν συνέχειαν ἀπὸ τὸν εὐγενῆ φιλάνθρωπον.
− Λοιπόν, κύριοι, προχθὲς μ' ἐκεῖνο τὸ τρομερὸ κρῦο, εἶδα αὐτὸν τὸν κατεργάρη, στὸν ὁποῖον εἶχα χαρίσει ἕνα παλτό, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μὲ ὑπηρετήσῃ ἀξιόλογα μερικοὺς μῆνας ἀκόμα, τὸν εἶδα νὰ βγαίνῃ ἀπὸ μιὰ ταβέρνα…
− Τὶ σημαίνει; τοῦ εἴπαμε. Ἐπειδὴ τοῦ χάρισες ἕνα παλτό, εἶχες τὴν ἀξίωσιν νὰ παραιτηθῇ κάθε ἄλλης παρηγορίας εἰς τὸν κόσμον αὐτόν;
− Δὲν εἶχα τὴν ἀξίωσιν αὐτήν… μᾶς ἐξήγησεν. Ἀλλὰ τὸν εἶδα νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴν ταβέρνα, χωρὶς παλτό. Περὶ αὐτοῦ πρόκειται.
− Καὶ τί ἔγινε τὸ παλτό;
− Μετεμορφώθη εἰς κρασί. Ἁπλούστατα ὁ φοβερὸς αὐτὸς ἀλχημιστὴς εἶχε τὴν τέχνην νὰ μετουσιώνῃ τὰ παλτὰ εἰς κρασί. Διότι, ὅπως ἔμαθα ἀργότερα, τρεῖς ἄλλοι φιλάνθρωποι τὸν εἶχαν ἐφοδιάσῃ τὴς ἡμέρες ἐκείνες μὲ παλτά. Καὶ ποιὸς ξέρει πόσοι ἄλλοι ἀκόμα.
− Καὶ μετουσιώθησαν ὅλα εἰς κρασί;
− Ὅλα! Μὲ τὴν συνεργασίαν, ἐννοεῖται, τῶν παλιατζήδων. Φυσικά, ὅταν τὸν εἶδα νὰ τουρτουρίζῃ πάλι, δὲν μπόρεσα νὰ κρατηθῶ. Τὸν ἐκάλεσα καὶ τοῦ ἔδωκα νὰ καταλάβῃ ὅτι εἶνε ἕνας παλῃάνθρωπος, ἀνάξιος νὰ τὸν λυπηθῇ κανείς. «Τί τὤκανες τὸ παλτό;» τὸν ἠρώτησα μὲ μόλις συγκρατουμένην ἀγανάκτησιν. Καὶ τὶ νομίζετε πῶς μοῦ ἀπήντησε; −«Τὸ φοράω…». «Δὲ ντρέπεσαι νὰ λὲς ἀκόμα, πῶς τὸ φορᾶς;» τοῦ λέω. Καὶ τὶ μοῦ λέει; − «Τὸ φοράω ἀπὸ μέσα. Ἄλλοι, βλέπετε, φοροῦν τὸ παλτό τους ἀπόξω καὶ ἄλλοι ἀπὸ μέσα. Ὁ σκοπὸς εἶνε νὰ ζεσταθῇ κανείς…». Πῶς σᾶς φαίνεται ἡ ἀπάντησίς του;
− Πολὺ λογικὴ καὶ πολὺ εἰλικρινὴς …, τοῦ εἴπαμε. Ἔτσι ἢ ἀλλιῶς τὸ παλτό σου ἐξεπλήρωσε τὸν προορισμόν του. Θὰ ἦτο ἀσυγχώρητος ὁ φτωχὸς αὐτὸς διάβολος, ἂν ἀντὶ νὰ μετουσιώνῃ τὰ παλτὰ τῶν φιλανθρώπων εἰς οἶνον τὰ μετουσίωνεν εἰς ὕδωρ.
❋❋❋❋
Το προσφυγόπουλο του ουρανού

Εις τον προσφυγικόν καταυλισμόν της Λαχαναγοράς Πειραιώς ενεφανίσθη μίαν των ημερών ένας ανέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δεν ήτο ούτε Μικρασιάτης, ούτε Θραξ. Δεν τον είχαν κυνηγήσει αι ορδαί του Κεμάλ. Δεν του είχαν σπάσει το πόδι του οι Τούρκοι Τσέτηδες. Ήτον απλούστατα ένας αθώος σπουργίτης. Και καθώς επετούσε στον ουρανόν, τον οποίον δεν διεκδικούν, ως γνωστόν ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Τούρκοι, το λάστιχο ενός μικρού εντοπίου Τσέτη τον ετόξευσεν εις τα ύψη και δεν είχε την ευσπλαγχνία να του δώση τουλάχιστον τον θάνατον. Του ετσάκισε το ποδαράκι του. Και ο πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος από τον τρομερόν πόνον έπεσεν ως νεκρόν σώμα, εις το χώμα. Ο μικρός Τσέτης έσπευσε να τον αιχμαλωτίση, και νεκρόν ακόμη. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, ο πτερωτός τραυματίας ευρήκε την δύναμιν των φτερών του. Και εσώθη πάλιν, εις τα ύψη από τα οποία έπεσε.
Τα φτερά του όμως απέκαμαν εις την ουρανίαν περιπλάνησιν. Εδοκίμασε ν' ακουμπήση σ' ένα κλαδί δένδρου να ξεκουρασθή. Αλλά πώς; Μόλις επροσπάθησε να στηριχθή στο ποδαράκι του, τρομεροί πόνοι τον έκαμαν να παραιτηθή από κάθε ιδέαν αναπαύσεως. Και με τας τελευταίας δυνάμεις, που απέμεναν στις μουδιασμένες φτερούγες του, εδοκίμασε πάλιν να πετάξη. Έκαμε δύο-τρεις γύρους εις τον αέρα, αλλά οι φτερούγες του δεν τον εκρατούσαν πλέον. Ένοιωθε τώρα ότι ύστερα από λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θα ευρίσκετο κάτω στο χώμα, ανίκανος πλέον να σωθή από τους αγρίους Τσέτες της γειτονιάς. Εις ομοίαν περίστασιν, ο αεροπόρος, του οποίου εσταμάτησεν έξαφνα ο μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικά το έδαφος και ζητεί το κατάλληλον έδαφος, δια να προσγειωθή, όσον ασφαλέστερα μπορεί.
Έτσι έκαμε και ο μικρός πτερωτός αεροπόρος. Ο μοτέρ του δεν εδούλευε πια. Κατώπτευσε το έδαφος. Παντού δρόμοι, με τρομερά παιδιά, που επερίμεναν με τα λάστιχα τεντωμένα. Παντού εχθρικοί αυλόγυροι. Παντού άξενα κεραμίδια, όπου ένας τραυματίας σπουργίτης, ανίκανος ν' αναζητήση αλλού την τροφήν του, θα εκινδύνευε ασφαλώς να πεθάνη από ασιτίαν. Έξαφνα, προς ένα σημείον του εδάφους διέκρινε μίαν αυλήν, όπου γυναικούλες και μικρά παιδάκια, εκινούντο, με ένα ύφος μεγάλης δυστυχίας. Και επειδή η δυστυχία εννοεί την δυστυχίαν, ο πληγωμένος σπουργίτης δεν άργησε να καταλάβη ότι οι άνθρωποι αυτοί ήσαν αδελφοί του και ότι η αυλή αυτή δεν ήταν όπως οι άλλες αυλές των κακών ανθρώπων.
― Μαζί με τους δυστυχισμένους κι εγώ! εσκέφθη ο μικρός σπουργίτης.
Και, μ' ένα τέλειον β ο λ - π λ α ν έ, το οποίον οι άνθρωποι εδιδάχθησαν, ως γνωστόν, από τα πουλιά, ευρέθη μέσα εις την αυλήν του προσφυγικού καταυλισμού, κατάκοιτος στο χώμα, ανίκανος να κινηθή, έτοιμος ν' αποθάνη. Αλλά δεν άργησε να βεβαιωθή ότι ευρίσκεται μεταξύ πονετικών ψυχών. Μία ατμοσφαίρα συμπαθείας και αγάπης εσχηματίσθη γύρω από την δυστυχίαν του. Οι άλλοι δυστυχισμένοι εννοούσαν τον πόνον του. Τα παιδάκια δεν ήσαν εκεί σκληρά και άσπλαχνα, όπως τα άλλα παιδιά. Οι μεγάλοι δεν ήσαν κακοί και αδιάφοροι. Αγαθά χέρια τον εσήκωσαν και τον εχουχούλισαν. Και, δια να συμπληρωθή η ευτυχία του, μία ακόμη πονετική ψυχή έσκυψε από πάνω του, ως Θεία Πρόνοια. Ήταν η αγαθή Πρόνοια και των άλλων δυστυχισμένων, η δεσποινίς, η διακονούσα την Φιλανθρωπίαν εις τον προσφυγικόν καταυλισμόν.
― Το καϋμένο το πουλάκι! είπεν η δεσποινίς. Έχει σπασμένο το ποδαράκι του. Πρέπει να το κρατήσουμε κι αυτό δω, να το γιατρέψουμε, ώς που να μπορέση να ξαναπετάξη.
Ο μικρός σπουργίτης, μολονότι δεν εγνώριζε την γλώσσαν των ανθρώπων, εκατάλαβε πολύ καλά τί έλεγεν η δεσποινίς, διότι η γλώσσα της αγάπης είναι μία για όλα τα πλάσματα του Θεού. Και έσπευσε να ευχαριστήση την δεσποινίδα μ' ένα γλυκύτατον τσίου-τσίου.
― Ευχαριστώ, καλή μου κοπέλα, ευχαριστώ πολύ. Όταν γίνω καλά, θαρθώ να σου πω ένα ωραίο τραγουδάκι στο παράθυρό σου. Δεν τραγουδώ σαν το αηδόνι. Αλλά τα γλυκύτερα τραγούδια δεν είναι τα τεχνικώτερα. Ευχαριστώ, καλή μου κοπέλα, ευχαριστώ. Τσίου-τσίου!
Δύο τρυφερά χεράκια επήραν τον μικρόν πτερωτόν πρόσφυγα, του έδεσαν το ποδαράκι του, τον ετάισαν, τον επότισαν και ύστερα τον ετοποθέτησαν σε μια ζεστή και μαλακή φωλίτσα. Ήτο και αυτός ένα προσφυγόπουλο του ουρανού, όπου η κακία των ανθρώπων φθάνει κάποτε αγρία και τρομερά, ως να μην της έφθανε για να χορτάση αυτή η μεγάλη και απέραντη Γη.

Το αρχοντικό του Παύλου Νιρβάνα επί της τότε ονομαζόμενης οδού Βασιλίσσης Φρειδερίκης αρ. 34 στο Νέο Φάληρο (σημερινή οδός Ειρήνης)
πηγή φωτογραφίας 


ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

Το ήθος του Παπαδιαμάντη

Ὁ καημένος ὁ Ἀλέξανδρος! Καινούργιες ἀνησυχίες θὰ εἶχε πάλι ἡ ἀσκητική του ψυχὴ μὲ τὴ συρροὴ τόσων ξένων καὶ δικῶν μας μουσαφιρέων στὸ ταπεινό του σπιτάκι τοῦ ὡραίου νησιοῦ. Τὸν ἐτρόμαζε τόσο πολὺ «ἡ περιέργεια τοῦ Κοινοῦ».
Εἶχα διηγηθεῖ ἄλλοτε τὴν ἀνησυχία του αὐτή, ὅταν πῆγα, κλέφτικα, μὲ χίλιες προφάσεις, νὰ τὸν φωτογραφίσω ἀπάνω στὸ καφενεδάκι τῆς Δεξαμενῆς. Δὲν ὑπῆρχε ὡς τότε φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη. Καὶ συλλογιζόμουν ὅτι ἀπ᾿ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη μποροῦσε νὰ πεθάνει ὁ μεγάλος Σκιαθίτης, καὶ μαζί του νὰ σβύσῃ γιὰ πάντα ἡ ὁσία μορφή του. Καὶ πότε αὐτό; Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀσημότητα ποὺ νὰ μὴν ἔχει λάβει τὶς τιμὲς τοῦ φωτογραφικοῦ φακοῦ. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ μία τέτοια παράλειψη τῆς γενεᾶς μας σ᾿ ἐκείνους ποὺ θὰ ῾ρθοῦν κατόπι μας νὰ συνεχίσουν τὸ θαυμασμό μας γιὰ τὸν ἀπαράμιλλο λυρικὸ ψυχογράφο τῶν καλῶν καὶ τῶν ταπεινῶν καὶ τὸν ἁγνότατο ποιητὴ τῶν νησιώτικων γιαλῶν; Ἀλλὰ ὁ ἁγνὸς αὐτὸς χριστιανός, μὲ τὴ ψυχὴ τοῦ ἀναχωρητῆ, δὲν ἐννοοῦσε, μὲ κανένα τρόπο, νὰ ἐπιτρέψη στὸν ἑαυτό του μιὰ τέτοια εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα. «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα» ἦταν ἡ ἄρνησή του καὶ ἡ ἀπολογία του. Ἀποφάσισα ὅμως νὰ πάρω τὴν ἁμαρτία του στὸ λαιμό μου. Ὁ Θεὸς καὶ ἡ μακαρία ψυχή του ἂς μοῦ συχωρέσουν τὸ κρῖμα μου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὡραιότερους τίτλους ποὺ ἀναγνωρίζω στὴ ζωή μου, εἶναι ὅτι παρέδωκα στοὺς μεταγενέστερούς τη μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη.
Μὲ τί δόλια καὶ ἁμαρτωλὰ μέσα ἐπραγματοποίησα τὸν ἆθλο μου αὐτό, τὸ διηγήθηκα, ὅπως εἶπα, ἀλλοῦ. Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οἱ εὐλαβητικὲς γιορτὲς τῆς Σκιάθου, εἶναι ἡ ἀνησυχία του τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν ἀποτράβηξα ὡς τὴν προσήλια γωνίτσα τοῦ μικροῦ καφενείου, γιὰ νὰ ποζάρῃ μπροστὰ στὸν φακό μου. Νὰ «ποζάρῃ» εἶναι ἕνας λεκτικὸς τρόπος. Εἶχε πάρει μόνος του τὴ φυσική του στάση ἀπάνω σὲ μιὰ πρόστυχη καρέκλα, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος, μὲ τὸ κεφάλι σκυφτό, μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινοῦ ἁγίου, σὰν ξεσηκωμένη ἀπὸ κάποιο καπνισμένο παλιὸ τέμπλο ἐρημοκλησιοῦ τοῦ νησιοῦ του. Αὐτὴ δὲν ἦταν στάση γιὰ μία πεζὴ φωτογραφία. Ἦταν μία καλλιτεχνικὴ σύνθεση, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα ἔργο τοῦ Πανσελήνου ἢ τοῦ Θεοτοκοπούλου. Ἀμφιβάλλω ἂν φωτογραφικὸς φακὸς ἔλαβε ποτὲ μιὰ τέτοια εὐτυχία.
Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν βιαστικὸς νὰ τελειώνουμε. Γιατί; Μοῦ τὸ ψιθύρισε, ἀνήσυχα στὸ αὐτί, καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν εἶχα ἀκούσει - οὔτε φαντάζομαι πῶς θὰ τὸν ἄκουσε ποτὲ κανένας ἄλλος - νὰ μιλεῖ γαλλικά:
- Nous excitons la curiosité du public.
Ἀκούσατε; Ἐρεθίζαμε τὴν περιέργειά του ...Κοινοῦ! Ποιοῦ Κοινοῦ; Δὲν ἦταν ἐκεῖ κοντά μας παρὰ ἕνα κοιμισμένο γκαρσόνι τοῦ καφενείου, ἕνας γεροντάκος ποὺ λιαζότανε στὴν ἄλλη γωνία τοῦ μαγαζιοῦ, καὶ δυὸ λουστράκια ποὺ παίζανε παράμερα. Αὐτὸ ἦταν τὸ Κοινό, ποὺ ἀνησυχοῦσε τὸν Παπαδιαμάντη ἡ «περιέργειά» του. Κι᾿ αὐτὴ ἦταν ἡ διαπόμπευσή του, ποὺ βιαζότανε νὰ τῆς δώσῃ ἕνα τέλος, - Ἡ φιλία ἐνίκησε τὸ ζορμπαλίκι... μοῦ εἶπε - ἀντιγράφω τὰ ἴδια του τὰ λόγια - στὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου του.
Μήπως δὲν ἦταν, στ᾿ ἀλήθεια, μιὰ πραγματικὴ θυσία ποῦ εἶχε κάνει στὴ φιλία μου; Μιὰ θυσία τῆς ἁγιότητάς του στὴν εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων.
Καὶ συλλογίζομαι τώρα τὶς ἑκατοντάδες τῶν Γάλλων προσκυνητῶν τῆς ἑταιρείας Μπυντέ, καὶ τῶν δικῶν μας τοῦ «Ὁδοιπορικοῦ Συνδέσμου», ποὺ πέρασαν τὸ κατώφλι τοῦ ταπεινοῦ του ἐρημητηρίου, ὅπου πλανᾶται τώρα ἡ σκιά του στὰ γνώριμα καὶ ἀγαπητά της κατατόπια τῆς ζωῆς του καὶ τῆς ἐργασίας του. Συλλογίζομαι τὴν παράταξη τῶν ναυτικῶν ἀγημάτων, ποὺ παρουσίασαν ὅπλα μπροστὰ στὸ μνημεῖο του. Συλλογίζομαι τὶς στολές, τὰ ξίφη, τὶς χρυσὲς ἐπωμίδες ποὺ ἔλαμπαν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ νησιοῦ του, γιὰ τὴ δόξα του. Συλλογίζομαι τοὺς λόγους τῶν ἐπισήμων, τοὺς ἐθνικοὺς ὕμνους, τὰ στεφάνια τῆς δάφνης, τὶς πανηγυρικὲς κωδωνοκρουσίες, ποὺ ἔπλεξαν μὲ ἤχους καὶ χρώματα τὸ ἐγκώμιό του.
Συλλογίζομαι ὅλα αὐτὸ τὸ δοξαστικὸ πανηγύρι, καὶ ἡ σκέψη μου πετάει στὸ «Κοινὸν» τοῦ ἐρημικοῦ καφενείου τῆς Δεξαμενῆς - ἕνα γκαρσόνι, ἕνας γεροντάκος, δυὸ λουστράκια - ποὺ ἀνησυχοῦσε, τὴ μακρυνὴ ἐκείνη μέρα ὁ μακαρίτης μήπως «ἐρεθίσῃ τὴν περιέργειά των». Τί ἀνησυχία θὰ εἶχε νοιώσει τώρα, στὰ βάθη τοῦ ταπεινοῦ τάφου ὅπου «ἀναπαύεται ἐν Χριστῷ» ὁ χριστιανὸς ποιητὴς τῶν ταπεινῶν, ἀπὸ τὸ δοξαστικὸ αὐτὸ θόρυβο; Καὶ πόσο θὰ βιαζότανε πάλι νὰ τελειώσῃ; Ἂν σάλεψαν, ἀπὸ μυστικὲς αὖρες, αὐτὴ τὴ στιγμή, τὰ κυπαρίσσια τοῦ τάφου του, ἕνας στεναγμὸς θὰ βγῆκε ἀπὸ τὸ θρόϊσμά τους. Ἕνας ἦχος, ποὺ θὰ ξαναψιθύριζε τὰ παλιά του ἐκεῖνα ἀνήσυχα καὶ τόσο συμπαθητικὰ λόγια, σὲ μιὰ γλῶσσα ποὺ τὴν ἐννοοῦσαν τώρα, γιατὶ ἦταν δική τους, οἱ εὐλαβητικοὶ προσκυνητές του τῆς γαλλικῆς γῆς:
- Nous excitons la curiosité du public.

Η περίφημη φωτογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τραβηγμένη από τον Παύλο Νιρβάνα

Ο εκφυλισμός της οθόνης

-Είσθε υπέρ του βωβού ή υπέρ του ομιλούντος κινηματογράφου;
Ο άνθρωπος προς τον οποίον έγινε η επίκαιρος αυτή ερώτησις, εθύμωσε.
-Γιατί σας παρακαλώ ονομάζετε βωβόν τον κινηματογράφο, που είχαμε ως τώρα, και θα τον νοσταλγήσωμεν γρήγορα -να μου το θυμηθήτε- αν τον χάσωμεν;
-Διότι απλούστατα, είνε βωβός. Μήπως ομιλούν τα προσωπά του;
-Δεν ομιλούν είπατε; Ιδού η μεγάλη πλάνη και η μεγάλη συκοφαντία. Δεν ομιλούν, κύριε, τα πρόσωπα της παντομίμας, που προσπαθούν να συνεννοηθούν με νεύματα και χειρονομίας. Τα πρόσωπα του κινηματογράφου, όχι μόνο ομιλούν, αλλά και ομιλούν με ένα εκλεκτόν τρόπον. Εν πρώτοις, δεν λένε ποτέ ανοησίες, όπως τα πρόσωπα του φωνηέντος θεάτρου. Έπειτα, δεν φλυαρούν ποτέ περί πραγμάτων περιττών, δεν κάνουν πνεύμα υπόπτου ποιότητος δεν διαπράττουν καλαμπούρια, δεν εκστομίζουν σαχλαμάρες με αξιώσεις φιλοσοφίας. Και όμως, συνεννοούνται μεταξύ των θαυμάσια.
-Μεταξύ των μπορεί, αλλά δεν συνεννοούνται με τον θεατήν.
-Λάθος κάνετε, κύριε. Αν δεν συνεννοούντο με τον θεατήν, ο θεατής θα έπαιρνε το καπελλάκι του και θα επήγαινε περίπατον. Και όμως, είδατε με πόσην προσοχή παρακολουθεί το δράμα. Προσπαθεί να μη χάση ούτε λέξιν. Και είνε τόσον βέβαιον αυτό, ώστε κανείς θεατής κινηματογράφου δεν ανέχεται να ομιλούν δίπλα του. Η νεκρική σιωπή, που βασιλεύει εις μιαν αίθουσαν κινηματογράφου δεν παρατηρείται ποτέ εις μιαν αίθουσαν θεάτρου, όπου όλοι ομιλούν ελευθέρως και σχολιάζουν και κρίνουν και θορυβούν παντοιοτρόπως. Αν τα πρόσωπα της οθόνης δεν ωμιλούσαν, δεν θα υπήρχε κανείς λόγος να βουβαίνονται οι θεαταί. Και υπό την έποψιν αυτήν ο παλαιός κινηματογράφος είνε πράγματι βωβόν θέατρον. Αλλά βωβόν εις την πλατείαν, όχι εις την σκηνήν.
-Ονομάζετε, λοιπόν, ομιλίαν τους γραπτούς διαλόγους, που προβάλλονται επί της οθόνης, μεταξύ των σκηνών;
-Ο Θεός να με φυλάξη, κύριε. Είναι η μόνη περίστασις, που τα πρόσωπα του κινηματογράφου εκστομίζουν κοινοτοπίες, με το χειρότερον δυνατόν ύφος. Παρατηρήστε δύο ερωτευμένους της οθόνης. Νομίζετε, ότι ομιλούν την γλώσσαν των αγγέλων, που δεν ακούσθηκε ποτέ από ανθρώπινα χείλη. Όταν η οθόνη αναλάβη να μας πληροφορήση εγγράφως, τι λένε μεταξύ των, ο θεατής καταλαμβάνεται από αηδίαν. Γι' αυτό ακριβώς, όσον χειροτέρα είνε μια ταινία, τόσον περισσότερον γραπτόν κείμενον μας παρουσιάζει. Η καλλιτέρα ταινία είνε εκείνη, που έχει τα ολιγώτερα γράμματα και μας αφήνει να συνεννοούμεθα απ' ευθείας με τους ήρωάς της.
Και ο εχθρός του ομιλούντος κινηματογράφου κατέληξεν:
-Αύριον θα αρχίσουν να ομιλούν και οι ήρωες της οθόνης, όπως ομιλούν και οι ήρωες της σκηνής. Και τότε οι κουφοί, που είνε ήδη οι ευτυχέστεροι από τους θεατάς του θεάτρου, θα είνε και οι ευτυχέστεροι των θεατών της εκφυλισμένης οθόνης.


Η βιβλιοφιλία των Ελλήνων ή Πόνος ψυχής 

Δύο μεγάλους φίλους έχουν τα βιβλία εις τον κόσμον αυτόν: τους ποντικούς και τους Έλληνας. Κάθε άνθρωπος, που έχει εις το σπίτι του το περιττόν έπιπλον, το ονομαζόμενον βιβλιοθήκη, είναι εις θέσιν να το γνωρίζει.
Εγώ, λόγου χάριν, εάν είχα κάποτε μερικά βιβλία και εάν δεν έχω σήμερον, το οφείλω εις τους δύο αυτούς παράγοντας. Τα μισά μου τα έφαγαν οι ποντικοί, χωρίς να γίνουν σοφότεροι από ό,τι ήσαν. Τα άλλα μισά μου τα έφαγαν οι φιλαναγνώσται φίλοι.
—Μου δανείζεις, καημένε, κανένα βιβλίο, να περνάω την ώρα μου;
—Πολύ ευχαρίστως, φίλε μου. Τι είδος βιβλίου θέλεις;
—Ό,τι και να είναι! Μου είναι αδιάφορον.
Ο Έλλην φιλαναγνώστης δεν έχει προτιμήσεις. Τον ενδιαφέρουν εξ ίσου όλα τα βιβλία. Πως ημπορεί λοιπόν να του αρνηθεί κανείς τον πνευματικόν άρτον; Δεν το αρνήθηκα ποτέ μου εις κανένα. Βαθμηδόν τα ερμάρια της βιβλιοθήκης μου ήρχισαν να χάσκουν ως γεροντική οδοντοστοιχία.
Αυτά τα βιβλία που εδανείσατε, κύριε, δεν θα ξαναγυρίσουν καμιά φορά μου είπε κάποτε η υπηρέτριά μου, η επιφορτισμένη με το ξεσκόνισμα της βιβλιοθήκης, και η οποία απεστρέφετο τα κενά, όπως η φύσις.
—Θα ξαναγυρίσουν κάποτε, παιδί μου της είπα. Αλλά ταξίδι είναι αυτό, βλέπεις. Ποιος ξέρει τις τους συνέβη στο δρόμο; Υπάρχουν, όπως γνωρίζεις και ναυάγια.
Ωμιλούσα εκ ναυτικής πείρας. Πράγματι, πολλά από τα πτωχά μου βιβλία δεν εγύρισαν ποτέ.. Κύριος οίδεν εις ποιους ωκεανούς έχουν ναυαγήσει. Τα επερίμενα, όπως περιμένει κανείς τους ξενιτευμένους του, τρέμων να βάλει το κακόν εις τον νουν του. Και εξακολουθώ να ζω με την τραγικήν αυτήν προσδοκίαν. Ποιος ξέρει! Και ο Ροβινσών είχε χαθεί χρόνια και χρόνια. Οι δικοί του τον εθεωρούσαν χαμένον. Έξαφνα ένα ευσπλαχνικόν κύμα τον έφερε εις την πάτριον γην. Αλλά μήπως ο Οδυσσεύς; Πόσους ενιαυτούς τον επερίμενεν η Πηνελόπη; Εξαναγύρισε και αυτός εις την Ιθάκην. Διατί να μην ελπίζω και εγώ ότι η Ιθάκη της βιβλιοθήκης μου θα ξαναδεχθεί κάποτε τους Οδυσσείς της;
Εν τω μεταξύ μερικοί από τους ξενιτευμένους μου φθάνουν έξαφνα εκεί που δεν τους περιμένω. Και όλοι έχουν την θλιβεράν όψιν των ναυαγών. Όλοι διηγούνται από μίαν τραγωδίαν. Κουρελιασμένοι, βρώμικοι, ακρωτιαρισμένοι, αγνώριστοι. Από τον ένα λείπει το εξώφυλλον. Από τον άλλον τα μισά φύλλα. Άλλος είναι γεμάτος λαδιές, ως πετσέτα λαϊκού οινομαγειρείου. Και άλλος μαρτυρεί με τις καπνιές και την στεατίνην, που εικονογραφούν τας σελίδας του, ότι κατά το διάστημα της αποσίας του, κατεγίνετο να σβήνει κάθε βράδυ το σπερματσέτο του φιλομαθούς φίλου, εις την υπηρεσίαν του οποίου είχεν αποσπασθεί. Ο τελευταίος, όταν μου επέστρεψε το ταλαίπωρον βιβλίον, εθεώρησεν υποχρέωσίν του να μου δικαιολογήσει το ασύνηθες γεγονός:
— Σου έφερα, μου είπε, εκείνο το βιβλίο. Δεν μου χρησιμεύει πλέον. Έβαλα, ξέρεις ηλεκτρικό στο σπίτι μου και δεν μεταχειρίζομαι τώρα σπερματσέτο.
Εννοείται ότι κατόπιν των αλλεπαλλήλων αυτών συγκινήσεων, που μου δημιούργησε η βιβλιοθήκη μου, έπαυσα προ πολλού ν΄αγορἀζω βιβλία. Υπάρχουν τόσοι βιβλιόφιλοι εις την Ελλάδα, ώστε να μη χρειάζωμαι κι΄εγώ. Εξάκαμα λοιπόν και τα τελευταία μου βιβλία και απέστειλα το σχετικόν έπιπλον εις την κουζίναν, δια να χρησιμεύσει ως πιατοθήκη.
Το συμπέρασμα είναι ότι όποιος αγαπά τα ζώα και τα βιβλία εις την Ελλάδα, δεν πρέπει να έχει ούτε ζώα ούτε βιβλία. Αποτελούν ένα διαρκή πόνον ψυχής

ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ και ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ-ΑΘΗΝΑ 1915πηγή φωτογραφίας 

Γλωσσική Αυτοβιογραφία (απόσπασμα) 

Ύστερα από κάμποσο καιρό, ο πατέρας μου με πήρε μια μέρα στα γόνατά του και μου είπε πως είναι καιρός ν’ αρχίσω να μαθαίνω γράμματα. Αφού το είπε ο πατέρας θα ήτανε σωστό. Μέρα-μέρα, νύχτα-νύχτα. Είχα την ιδέα και την έχω ακόμα, πως ο πατέρας μου τα ήξερε όλα, καλύτερα κι από το Θεό. Δεν τολμούσα ποτέ να ρωτήσω το γιατί. Ρώτησα μονάχα τη μητέρα μου: Γιατί θα τα μάθω τα γράμματα; Κι εκείνη φαίνεται πως δεν ήξερε καλά καλά το γιατί. Μου είπε μονάχα: «Άνθρωπος αγράμματος ξύλον απελέκητον». Δεν κατάλαβα τίποτε. Το μόνο που έκανα ήτανε να προσέχω από τότε στα ξύλα, ποια είναι πελεκημένα και ποια απελέκητα. Κι επειδή βαριόμουνα τους νεοτερισμούς, και τα γράμματα με τρόμαζαν λιγάκι, μου φαινότανε πως τα απελέκητα ξύλα ήσαν πιο όμορφα απ’ τα πελεκημένα. Μα δεν τολμούσα να το πω. 

Την άλλη μέρα ήρθε ο δάσκαλος. Ήτανε ένας νέος λιγνός, κιτρινιάρης, σπανός. Η μητέρα μου τον έλεγε δασκαλάκη. Αυτός μου άρεσε. Όπως ήμουνα κι εγώ παιδάκι, ο δασκαλάκης δεν με φόβιζε τόσο. Μου φαινότανε σαν παιγνίδι. 

Ο δασκαλάκης μου ’φερε κάτι πλάκες, τετράδια, πετροκόντυλα και μολύβια. Τέτοια παιγνίδια δεν είχα ιδεί ακόμη· τα πήρα στο χέρι μου, τα στριφογύριζα και τα καμάρωνα. Ο δασκαλάκης πήρε δύο καρέκλες, τις έβαλε κοντά μου και μου είπε καποια λόγια που δεν τα θυμάμαι. Δεν ξέρω γιατί, μα όταν άρχισε να μου μιλεί, θυμήθηκα το Ναπολιτάνο τον ψαρά και μ’ έπιασαν τα γέλια. Ο δασκαλάκης με χάιδεψε στην πλάτη με καλοσύνη, η μητέρα μου με μάλωσε. Ο δασκαλάκης είπε τότε – το θυμούμαι καλά: 
– Μην το μαλώνετε, κυρία! Έτσι είναι όλα τα παιδάκια. Όταν αρχίσουν να μαθαίνουν Ελληνικά, τους φαίνονται παράξενα και γελούμε. Ύστερα συνηθίζουν. 
Και ξανάρχισε: 
– Πρόσεξε, παιδί μου. Τα στοιχεία του αλφαβήτου της ελληνικής γλώσσης είναι είκοσι και τέσσαρα τον αριθμόν. 
Εμένα με ξανάπιασαν τα γέλια. 
– Πες το και συ, παιδί μου…ξαναείπε ο δασκαλάκης. 
Το ξαναείπα. 
Σιγά-σιγά θα συνηθίσεις. Δεν σου το είπα εγώ; 
Ο δασκαλάκης είχε δίκιο. Συνήθισα. Μήπως δεν είχα συνηθίσει και το μουρουνόλαδο; Όχι μόνο συνήθισα, μα σε λίγο καιρό έπαιζα στα δάχτυλα παρατατικούς, υπερσυντελίκους, μέσους μέλλοντας, δυϊκούς αριθμούς: τῷ ἀνθρώπῳ, τοῖν ἀνθρώποιν, και χίλια δυο πράματα, που δεν τα θυμούμαι σήμερα. Άρχισα να γίνομαι σοφός. Σε μισό λεπτό έκλινα τον "άνθρωπο", σε δύο λεπτά το "τύπτω, τύπτεις". Η γλώσσα μου γύριζε σαν σφοντύλι. Απ’ τα παιδιά είχα μάθει να λέω γρήγορα κι άλλα πράματα: «Άσπρη πέτρα ξέξασπρη απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη, εκκλησιά πελεκητή, μαρμακοντυλοπελεκητή», και άλλα. Μια φορά μάλιστα, που πήρα τον κατήφορο σ’ ένα συνηρημένο: "χρυσέος χρυσοῦς, τοῦ χρυσέου χρυσοῦ…" δεν ξέρω πώς κόλλησα στο τέλος: «Και ποιος την εμολυβοκοντυλοπελέκησε;…» με μια γρηγοράδα καταπληκτική. 
Ο δασκαλάκης μού χτύπησε μια με το χάρακα στο κεφάλι. Ήτανε η πρώτη φορά που μ’ έδειρε. 
Ωστόσο ήμουνα πρώτος στη γραμματική. Πολλές φορές έλεγα μέσα μου: γιατί τάχα να τα μαθαίνω όλα αυτά τα πράματα; Μα ντρεπόμουνα και να ρωτήσω, μήπως με περάσουν για κουτό. Έτσι θα είναι, έλεγα. Πρέπει να τα μάθω. Όπως πρέπει να βγάζω το καπέλο μου όταν μπαίνω σ’ ένα σπίτι, να τρώω με το πιρούνι και όχι με τα χέρια, να σηκώνομαι όταν μπαίνουν μεγαλύτεροί μου, καθώς έλεγε ο πατέρας, έτσι έπρεπε να μάθω και τους υπερσυντελίκους. Το πήρα απόφαση. Τίποτε πια δεν μου έκανε εντύπωση. 
Πλησίαζε σε λίγο η πρωτοχρονιά, θυμούμαι. Τ’ άλλα χρόνια, εκείνο το πρωί, πήγαινα στον πατέρα και τη μητέρα μου, τους φιλούσα το χέρι και τους έλεγα: «Χρόνια πολλά, να ζήσετε!». Κι έπαιρνα τα δώρα μου μ’ ένα φιλί. Τώρα όμως ήμουνα γραμματισμένος. Ο δασκαλάκης μού είπε πως πρέπει να κάνω ένα γράμμα συγχαρητήριο στους γονείς μου και να το δώσω ο ίδιος το πρωί πρωί. 
– Μα γιατί να κάνω γράμμα; του είπα. Μήπως θα το στείλω με το ταχυδρομείο; Δεν είναι καλύτερα να τα πω; 
– Όχι, παιδί μου, είπε ο δασκαλάκης. Δεν είσαι ακόμη δυνατός στα Ελληνικά και δεν θα μπορέσεις να τα πεις. Πιάσε και γράψε. 
Μου υπαγόρευσε, έγραψα, το διόρθωσε, το αντίγραψα και το άλλο πρωί, το πήγα στον πατέρα μου, χωρίς να βγάλω λέξη. Στεκόμουνα ορθός σα στρατιώτης. Ο πατέρας μου διάβασε το γράμμα και δάκρυσε. Με φίλησε και μου ’δωσε μια λίρα. Πρώτη φορά που πήρα τέτοιο μεγάλο δώρο. Και είπα μέσα μου: «Ξέρουν αυτοί τι λένε. Οι υπερσυντέλικοι βγάζουν χρυσάφι.» Ο πατέρας μου το είχε φυλάξει το γράμμα αυτό σαν κειμήλιο. Είναι λίγος μάλιστα καιρός που το βρήκα στα χαρτιά του και σας το διαβάζω, για να κλάψετε κι εσείς: 
«Πότνιοι γεννήτορες! ᾿Επὶ τῇ πρώτῃ τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἀνάπλεως συγκινήσεως κι’ εὐγνωμοσύνης, ἀνθ’ ὧν πολλά τε μὲ ἠγαπήσατε, πολλά τε δ’ εὐἐποιήσατε, ἐπεύχομαι ὑμῖν ὑγείαν, εὐτυχίαν καὶ πᾶν τò καταθύμιον. 
῎Ερρωσθε, 
ὁ ἐσαεὶ εὐγνώμων υἱός» 
Και το συγκινητικό αυτό κείμενο έφερε την υπογραφή μου, με ωραία, καλλιγραφικά γράμματα. 
Από τότε, πρέπει να τ’ ομολογήσω, η αγάπη μου και η υπόληψή μου για όλους τους παρακειμένους και τους υπερσυντελίκους, με τη λάμψη του χρυσού εικοσαφράγκου, αύξησε σημαντικά. Κι όταν από τα χέρια του δασκαλάκη παραδόθηκα στο σχολείο, όνειρό μου ήτανε να μάθω να γράμματα σαν εκείνα που μου υπαγόρευσε ο πρώτος μου, ο σπανός δασκαλάκης. 
Δεν άργησα να το καταφέρω. Με τη βοήθεια των κυρίων άρθρων της "Παλιγγενεσίας", που παίρνανε εκείνο τον καιρό στο σπίτι, και με κάτι σημειώσεις, που κρατούσα από όλες τις λέξεις που χτυπούσαν στο αφτί από τον Ξενοφώντα, τον Ισοκράτη και το Λουκιανό, έγινα "λόγιος νέος", από μαθητής της πρώτης του Γυμνασίου. Οι εκθέσεις μου στο σχολείο έκαναν εντύπωση. ένας καθηγητής μου και αγαπητός μου φίλος τώρα μού είχε γράψει κάτω από μια έκθεσή μου: «Ξένης χειρός όζει». Θαρρώ πως το βλέπω ακόμα με κόκκινα ζωηρά γράμματα. Ποτέ στη φιλολογική μου ζωή δεν έλαβε τέτοιο θυμίαμα η φιλοδοξία μου. Η γλώσσα άρχισε να υψώνεται μπροστά μου σαν είδωλο. Τα στοιχεία του αλφαβήτου μού φαίνονταν σαν κάποιες νότες, με τις οποίες έπαιζα μια μουσική που λίγοι την ήξεραν. Η τυπογραφική μελάνη άρχισε τον ίδιο καιρό να μου γαργαλίζει τη μύτη και ο συγγραφεύς να σκιρτά στα σπλάχνα μου. 
Δεν είχα αισθανθεί την ανάγκη να πω κάτι τι, ούτε είχα τι να πω. Ήθελα μόνο και μόνο να γράφω όπως έγραφε η "Παλιγγενεσία". Οι φράσεις, οι λέξεις, τα σχήματα του λόγου πετούσαν μέσα στο νου μου. Ζητούσα ένα σώμα να το ντύσω με τα ωραία αυτά κυριακάτικα φορέματα. Η ψυχή μου δηλαδή έμοιαζε σαν εμπορικό ετοίμων ενδυμάτων. Ήσαν όλα κρεμασμένα, ένα ένα με τη σειρά. Στο τέλος εύρισκα μια έννοια, μια κούκλα. Η κούκλα παρουσιαζότανε μπροστά μου με πρόστυχα, φτωχικά ρούχα. 
Είχα την αντίληψη που είχε ο Σούτσος για το Σολωμό: «Ιδέαι πλούσιαι φτωχά ενδεδυμέναι». 
Της έβγαζα τα κουρέλια της και την έντυνα τα γιορτιάτικα. Παραδείγματος χάριν: «Ένα πρωί περπατούσαμε στο περιγιάλι». Τα έτοιμα ρούχα αμέσως σε ενέργεια: «ὡραίαν τινα πρωίαν ἐβαδίζομεν παρά θῖνα ἁλός». Κι έτσι έβγαινε ένα έργο. Οι εφημερίδες του τόπου μας την άλλη ημέρα μού χαρίζανε την αθανασία. 
Ο τίτλος του "λογίου νέου" μού ανήκε.

Ο Παύλος Νιρβάνας το 1897 σε ηλικία 31 ετών
πηγή φωτογραφίας 



















1 σχόλιο: