Έκδοση:1η
Ημερομηνία έκδοσης:09/11/2016
Αριθμός σελίδων:352
Θεματολογία:Ιστορικό Μυθιστόρημα
ISBN:978-960-605-132-6
Ημερομηνία έκδοσης:09/11/2016
Αριθμός σελίδων:352
Θεματολογία:Ιστορικό Μυθιστόρημα
ISBN:978-960-605-132-6
❃❃❃❃❃❃
Δυο γυναίκες στην Κέρκυρα μπλέκονται σε ένα κουβάρι μυστικών και περιπετειών που τις οδηγεί στην ευτυχία και τη λύτρωση. Μια συγκινητική ιστορία για τη δύναμη του έρωτα και των ονείρων
Ξέρεις τι θα ’θελα, Ρουμπίνα; Να κάνω όνειρα ξανά.
Όχι τίποτα μεγάλα κι εντυπωσιακά.
Από κείνα τ’ άλλα έστω, τα όνειρα «δεύτερης ευκαιρίας».
Αυτά που δεν σε απογειώνουν, όμως σε συντηρούν.
Να τι θα ήθελα, αν γινόταν. Να ονειρευτώ ξανά!
ΚΕΡΚΥΡΑ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1943. Ανήμερα της εορτής του Σταυρού το νησί σημαδεύεται με φωτιά, καταστροφές και απώλειες. Δύο νέοι, άγνωστοι μεταξύ τους μέχρι χθες, τρέχουν να σωθούν από τα γερμανικά βομβαρδιστικά. H μοίρα, όμως, θα τους ενώσει μονάχα για λίγο και μπροστά στη γερμανική κατοχή, τα όνειρά τους θα πάρουν μια απρόβλεπτη τροπή. Δίπλα τους άνθρωποι που τους αγάπησαν και τους μίσησαν πολύ σε ένα περίεργο γαϊτανάκι ανατροπών.
Άραγε είναι εφικτή μια δεύτερη ευκαιρία ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν χαμένα, ακόμα κι όταν το κακό παραμονεύει ενώ ο έρωτας μοιράζει τις υποσχέσεις του;
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Κάτω από το λιγοστό φως της λάμπας λαδιού, και αφού την τύλιγε με μια ζεστή σκιαβίνα, η Ασημίνα αρχίναγε κάθε βράδυ τις ιστορίες της. Ιστορίες που έκαναν τη φαντασία της μικρής να καλπάζει και που χωρίς αυτές ήταν αδιανόητο να απολαύσει τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες. Τη χάιδευε στο κεφάλι μιλώντας της με φωνή χαμηλή και ζεστή για το γιγάντιο πουλί με τα μεγάλα φτερά που είχε τόσο άσχημο πρόσωπο, ίδιο με το μπατιδούρο στο πορτόνι του σιορ Αντώνη του γείτονα. Το παραμύθι όμως που της άρεσε πιότερο ήτα εκείνο με τη Ρακέλε, την ανηψιά του Εβραίου, που ήταν όμορφη σαν ρόζα εκατόφυλλη κι έκλεψε την καρδιά του Βούλγαρη.
Μόνο καλές αναμνήσεις κουβάλαγε από τα χρόνια της αθωότητας, κι αν η μητέρα της δεν είχε βιαστεί να συναντήσει τον Δημιουργό της, σίγουρα ο πατέρας της δεν θα τολμούσε να την παντρέψει με τον πιο μισητό άντρα στην Κορυφώ.
Δεν ήταν γραφτό να παντρευτεί από γάρμπο. Το κατάλαβε αμέσως μόλις αντίκρισε τη σκληρή όψη του μέλλοντα συζύγου της. Όλα πάνω του την αηδίαζαν-το ψεύτικο χαμόγελο, η μυρωδιά αλλαζονείας που απέπνεε, οι γλοιώδεις μορφασμοί, τα βαριά του χέρια που’μοιαζαν προσθήκες του διαβόλου καθώς δεν είχαν φτιαχτεί για χάδια παρά μόνο για κακοποίηση και εξευτελισμό. Ακόμα κι αν ανάγκαζε την ψυχή και το σώμα της να στερηθούν τον έρωτα και να συμβιβαστούν με μια άχαρη πραγματικότητα, της ήταν αδύνατο να ανεχτεί το ξύλο που έτρωγε από τον Φίλιππο.
*Απόσπασμα σελ.13-14
❃❃❃❃❃❃
❃Όταν
έφτασαν στο λιμάνι, η Φλώρα με τη Στυλιανή ατένισαν με βαριά καρδιά το
αγκυροβολημένο πλοίο που ετοιμαζόταν να σαλπάρει. Σε λίγη ώρα θα άφηναν για
πάντα το νησί τους κάνοντας ένα νέο ξεκίνημα κάπου αλλού. Τα μάτια της Φλώρας
είχαν μουσκέψει και τα δάκρυα στόλιζαν σαν μικρά διαμάντια τα μακριά τσίνορά
της. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγε από την αγαπημένη της Ζάκυνθο. Δεν ήταν πως
δεν της δόθηκαν ευκαιρίες να δει κι άλλα μέρη. Με καπετάνιο άντρα μπορούσε να πάει όπου ήθελε, κι όμως ποτέ δεν
ένιωσε την ανάγκη, όπως άλλοι, να γνωρίσει διαφορετικούς τόπους. Για εκείνη το
νησί της ήταν τα πάντα. Ήταν το απέραντο Ιόνιο που απλωνόταν μπροστά, ο ήλιος όταν
ανάγγειλλε τη δύση του ρίχνοντας τις καστανόχρωμες ακτίνες στα γραφικά
καντούνια που πλημμύριζαν από ήχους ζακυνθινής σερενάτας. Ήταν τα πανηγύρια, ο
Άγιος Νικόλαος του Μώλου όπου παντρεύτηκε, ο κήπος με τα φιόρα που ’χε φυτέψει
μόνη της, οι φίλοι και οι γείτονές της.
Καθώς
το καράβι απομακρυνόταν από το λιμάνι, η Φλώρα στάθηκε όρθια στην κουπαστή να
το χορτάσει με το βλέμμα της μια τελευταία φορά. Όταν πια το μόνο που έβλεπε
ήταν τα αφρισμένα κύματα, αποφάσισε να καθίσει δίπλα στη Στυλιανή. Παρατηρούσε
την κόρη της που καθόταν αμίλητη τόση ώρα, αφήνοντας τη σοροκάδα να της
ανακατεύει τα μαλλιά. Έμοιαζε χαμένη σε βαθιές σκέψεις, σαν να κουβαλούσε τα
βάρη όλου του κόσμου στις πλάτες της. Από νωρίς στα βάσανα, σκέφτηκε η Φλώρα
πικραμένη. Δεν κατάφερα τελικά να σε προφυλάξω, παιδί μου…
Μόλις
αποβιβάστηκαν, η Φλώρα κοντοστάθηκε κι έκανε τον σταυρό της. «Άγιε μου Σπυρίδωνα,
βόηθα μας δύο γυναίκες μόνες τους κι ένα αγέννητο! Μη μας εύρει κι άλλη
συμφορά». Η Στυλιανή γύρισε και την κοίταξε στα μάτια, και μετά της έτεινε το
χέρι της, όπως τότε που ήταν μικρή κι είχε την ανάγκη της μάνας.
Με
βήματα βαριά και την καρδιά παραδομένη στη θλίψη, ζυμώνοντας νοερά το χώμα του
νέου σπιτικού τους με τα δάκρυα που έχυναν, σχημάτισαν ένα χωμάτινο θαρρείς
πουλί που τους έφερε μέχρι τον πρώτο όροφο μιας πενταώροφης πολυκατοικίας στο
κέντρο της πόλης κι εκεί έφτιαξαν από την αρχή το νοικοκυριό τους. Το μικρό
διαμέρισμα δεν θύμιζε σε τίποτα την αρχοντική μονοκατοικία στη Ζάκυνθο, όμως η
Φλώρα δεν το ’βαζε κάτω. Σε κάθε φανέστρα τοποθέτησε πιτέρια γεμάτα ολάνθιστα
φιόρα κι έραψε χρωματιστές κουρτίνες για να δώσει λίγο χρώμα στα μουντά
δωμάτια. Έστρωσε και το μεσάλι που της είχε δώσει η μακαρίτισσα η μάνα της όταν
παντρεύτηκε στο μεγάλο τραπέζι στο κέντρο του σαλονιού, δημιουργώντας την
ψευδαίσθηση πως τίποτα δεν είχε αλλάξει. Η αλήθεια όμως ήταν πως όλα είχαν
αλλάξει.
*Απόσπασμα
σελ. 229-230
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η Ιφιγένεια Τέκου γεννήθηκε και μεγάλωσε στις όμορφες γειτονιές της Άνω Κυψέλης. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αργότερα πήρε μεταπτυχιακό τίτλο από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Εργάστηκε ως διοικητική υπάλληλος για αρκετά χρόνια σε διάφορες πολυεθνικές εταιρείες, έκανε μεταφράσεις και ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά. Το πρώτο της βιβλίο κυκλοφόρησε το 2014 με τίτλο Μνήμες χαμένες στην άμμο (Κέδρος). Το 2015, κυκλοφόρησε το βιβλίο της Αγάπα το ή Παράτα το (Λιβάνης). Από τις Εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορούν τα βιβλία της Θάλασσες μας Χώρισαν (2015) και Να Ονειρευτώ Ξανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου