Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗΣ "Η εκδρομή του Λίλο" - Παραμύθι


Courbet - Stream in the Jura Mountains

Η εκδρομή του Λίλο (παραμύθι) 

Ένας μαλακός ζεστός γούνινος όγκος έπεσε πάνω στον Λίλο, κάνοντάς τον να ασφυκτιά, να νοιώθει απελπιστικά παγιδευμένος, καθηλωμένος στο έδαφος, δεν είχε προλάβει να συνειδητοποιήσει για πότε από κυνηγός είχε μετατραπεί σε θήραμα.
Τίναζε με όλη τη δύναμη που είχε ,τα χέρια και τα πόδια, προσπαθώντας μάταια να ξεφύγει,
γαυγίζοντας απελπισμένα, αλλά το βάρος που είχε πέσει πάνω του, ήταν αδυσώπητο και τον κρατούσε ακινητοποιημένο ,κάθε αντίσταση ήταν τελικά μάταιη.
Ανασήκωσε τα χείλη γρυλίζοντας και προσπάθησε να μπήξει τα σουβλερά δόντια του στον όγκο που τον είχε καθηλώσει στο έδαφος, όταν ένοιωσε τέσσερα νύχια να σπρώχνουν το κεφάλι του στο έδαφος και ένα τεράστιο κεφάλι αρκούδας να τον κοιτάζει ειρωνικά δείχνοντας ,τα σουβλερά μεγάλα της δόντια.

ΙΙ
Ο Λίλο θα μπορούσε να πει κανείς ,πως είχε μια ευτυχισμένη ζωή. Ήταν αυτό που θα λέγαμε, αν κάποιος ,μας επέτρεπε να κάνουμε μια τέτοια παρομοίωση ,ο δημόσιος υπάλληλος των ζώων. Είχε βρέξει- χιονίσει εξασφαλισμένο φαγητό, νερό ,στέγη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, λογικά θα τον ζήλευε οποιοδήποτε άλλο ζώο.
Ήταν αυτό που θα λέγανε οι άνθρωποι ημίαιμο , έμοιαζε πολύ με λυκόσκυλο και ήταν πολύ πιο μεγαλόσωμός από τα συνηθισμένα ημίαιμα που ξέρουμε.
Η ζωή του από μικρός ήταν ταγμένη στην οικογένεια της μικρής Άννας.
Η Άννα ήταν η μοναχοκόρη της οικογένειας που ζούσε ο Λίλο και είχε αναλάβει την φροντίδα του, έργο που οφείλουμε να παραδεχτούμε ,το έβγαζε σε πέρας με μια, ομολογουμένως ευσυνείδητη ακρίβεια.
Ποτέ της ,δεν ξέχασε το φαγητό του η να αλλάξει νερό στο πιατάκι του.
Τον αγαπούσε πολύ και θαύμαζε την ρωμαλεότητα ,τη δύναμη, τον προστατευ-
τισμό, την αφοσίωση που έδειχνε απέναντι της.
Η Άννα ήταν μοναχικό κορίτσι, της άρεσε να ονειρεύεται μοναχή της, ξεχώριζε από τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου, είχε μια ασυνήθιστη ωριμότητα, που την έκανε να μη μπορεί να προσαρμοστεί εύκολα με τα παιδιά της ηλικίας της, ήταν λιγομίλητη, ένοιωθε διαφορετική, θα μπορούσαμε να πούμε ,πως μοναδικός φίλος της, ήταν ο Λίλο. Λάτρευε την δύναμη ,το περήφανο ύφος και την αφοσίωση που της έδειχνε.
Και του έδειχνε την αγάπη της, με το να τον φροντίζει, όσο κουρασμένη και αν ήταν ,πάντα τον πήγαινε βόλτα στη κοντινή πλατεία, έπαιζαν μεταξύ τους ,κυνηγούσαν ο ένας τον άλλον μέχρι να εξαντληθεί η Άννα ,αφού οι αντοχές του Λίλο, ήταν πολύ μεγαλύτερες από τις δικές της. Έπειτα σαν γύριζαν στο σπίτι η Άννα διάβαζε τα μαθήματα της, έβλεπε τηλεόραση και πάντα καθόταν δίπλα ο Λίλο, παρατηρώντας την προσεκτικά ,λες και προσπαθούσε να την μελετήσει, να την ψυχολογήσει, μερικές φορές μάλιστα την κοιτούσε με τέτοιο τρόπο που θα νόμιζε κανείς ,πως προσπαθούσε να της μιλήσει, ίσως όμως και να της μιλούσε.
Ο Λίλο ένοιωθε και αυτός με τη σειρά του πως πρόσφερε στην οικογένεια. Θεωρούσε τον εαυτό του φύλακα και υπερασπιστή του σπιτιού της Άννας, όποτε ερχόταν κάποιος άγνωστος γρύλιζε απειλητικά δείχνοντας τα δόντια του και μόνο σαν έβλεπε τις φιλικές διαθέσεις της οικογένειας ,απέναντι στον άγνωστο ,ησύχαζε κάπως ,αλλά πάντα ήταν σε εγρήγορση ,αφού ανά πάσα στιγμή μπορεί να τον χρειάζονταν.
Αυτή λοιπόν ήταν η ζωή του Λίλο, δεν είχε παράπονο, εκτός από μια μελαγχολία που τον έπνιγε, καθώς ζούσε σε ένα διαμέρισμα στην πόλη, πράγμα που, όπως και να το κάνουμε, τον περιόριζε, τον έκανε να νοιώθει φυλακισμένος, πως του έλειπε η ελευθερία, πως του έλειπε κάτι που δεν είχε γνωρίσει ποτέ και δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν, απλά μια αίσθηση συνεχόμενη ,ανεπαίσθητη και αδιόρατη.
Μια ανάμνηση, που σαν όνειρο θυμόταν, ήταν ,τότε, που κουτάβι ακόμη ζούσε μέσα σε ένα γυάλινο κουτί, σε μια βιτρίνα ενός pet shop. Έρχονταν δεκάδες άνθρωποι και τον κοιτούσαν, τον έβλεπαν, του μιλούσαν, τον χάιδευαν, μα…αυτός τους φοβόταν και έχωνε το κεφάλι του ανάμεσα στα κουρέλια που του είχαν βάλει για να κοιμάται, κάποιος προσεκτικός παρατηρητής ,θα αντιλαμβανότανε ,πως έτρεμε το μικρό κορμάκι του, μετά άκουγε φωνές να ρωτάνε, τι ράτσα είναι, τότε άκουγε μια φωνή να λέει πως είναι ημίαιμο, αλλά πως, στο αίμα του έτρεχε σίγουρα αίμα λυκόσκυλου, απλά δεν είχε πιστοποιητικό καθαρόαιμου ράτσας σκύλου, τότε, τις περισσότερες φορές άκουγε επιφωνήματα απογοήτευσης «αααα…κοπριτάκι… εεεε;;;,…μμμμ ..σιγά μη δώσουμε έστω και ένα ευρώ για τούτο το πράγμα, ευχαριστούμε, αλλά.. εμείς θέλουμε ένα καλό σκυλί ,όχι ένα μπάσταρδο». Έφευγαν και τον αφήναν ήσυχο, στη μοναξιά του.
Κάποια μέρα είδε να τον κοιτάει στη βιτρίνα ένα κοριτσάκι να ξεφωνίζει από χαρά που τον έβλεπε και να τον δείχνει , ήταν η μικρή Άννα με τον μπαμπά της.
Μπήκαν στο μαγαζί, δεν άκουσε να ρωτάνε τίποτα για την καταγωγή του και τον πήρανε.
Ένοιωθε πολύ φοβισμένος, δεν ήξερε που τον πηγαίνανε, ποιοι θα τον είχαν ,αν ήταν καλοί άνθρωποι, ήξερε πως ήταν στο έλεος τους, όμως, όπως είπαμε ,τελικά βρήκε καλούς ανθρώπους, τον αγαπούσανε και τον έκαναν να νοιώθει, πως ήταν μέλος ισότιμο της οικογενείας, μέλος μιας εξελιγμένης μορφής αγέλης.

ΙΙΙ 
Από τις ομορφότερες στιγμές στη ζωή του ήταν ,σαν καταλάβαινε ,πως η οικογένεια ετοιμαζόταν να πάει εκδρομή στο εξοχικό σπίτι που είχαν σε ένα ορεινό χωριό , κάπου στην Πίνδο.
Μόλις έβλεπε να ετοιμάζουν τις βαλίτσες, να βάζουν τρόφιμα στο μικρό φορητό ψυγείο, αμέσως καταλάβαινε ,πως θα έφευγαν εκδρομή και δεν μπορούσε να σκεφτεί ,τι να πρώτο κάνει για να δείξει τη μεγάλη του χαρά .Γυρνούσε όλο ανυπομονησία το σπίτι ,χωρίς σταματημό ,παρατηρώντας τη παραμικρή κίνηση που έκαναν.
Πόσες φορές δεν είχε ξεγελαστεί ,νομίζοντας πως ήρθε η ώρα για να ξεκινήσουν ,αλλά την τελευταία στιγμή τους έβλεπε να γυρνούν πίσω, σαν κάτι να είχαν ξεχάσει να πάρουν. Τότε δεν άντεχε άλλο και γαύγιζε δυνατά προσπαθώντας να τους πει «άντε θα φύγουμε καμιά φορά; δεν αντέχω άλλο να περιμένω».
Μια τέτοια στιγμή ήταν και η σημερινή, μόνο που τα γεγονότα δεν εξελίχθηκαν, όπως τα περίμενε, γιατί σαν έφτασαν στο χωριό, του απαγόρευσαν να πάει βόλτα μόνος ,όπως συνήθιζε , σαν έφταναν.
Άκουσε να του λέει η Άννα, πως είχαν συμβεί παράξενα γεγονότα στο χωριό, πως είχαν εξαφανιστεί σκυλιά, πως κάποιοι άλλαζαν τις κοίτες των ρεμάτων, κατέστρεφαν τα έργα αποθήκευσης νερού ,από όπου αρδευόταν το χωριό, από όπου ποτίζονταν τα μποστάνια, έπιναν οι άνθρωποι.
Ο Λίλο δεν μπορούσε να κατανοήσει ,γιατί ένας μεγαλόσωμος σκύλος ,έστω όχι καθαρόαιμος, όπως αυτός ,θα έπρεπε να φοβάται μια βόλτα στο δάσος, αφού όλα τα αγρίμια που ζούσαν εκεί ,τον φοβόντουσαν και μόλις έκανε αισθητή την παρουσία του κρυβόντουσαν ,όχι μόνο τα ζώα ,αλλά και οι άνθρωποι ένοιωθε πως τον κοίταζαν με δέος. Λοιπόν τι είχε να φοβηθεί;.
Κοίταζε με μάτια όλο θλίψη και παράπονο την Άννα ,έχοντας ακουμπήσει το σαγόνι του στα πόδια της. Η Άννα πάλι τον λυπότανε βλέποντας τον με αυτό το περίλυπο ύφος και κάποια στιγμή αποφάσισε να τον πάει βόλτα η ίδια στη πλατεία του χωριού.
Αυτό προς το παρών ήταν αρκετό για τον Λίλο, βγήκανε έξω με την Άννα και άρχισαν να τρέχουνε μαζί, όπως συνήθιζαν στη πόλη και όταν κουράστηκε η Άννα, άρχισε να μυρίζει οτιδήποτε βρισκόταν γύρω του ,άφηνε τα σημάδια της παρουσίας του σε όλα τα δένδρα και τις ρόδες των αυτοκινήτων. Η Άννα πάλι ,είχε μια συνήθεια για να της περνάει η ώρα, όταν ήταν απασχολημένος με τις προσωπικές του δραστηριότητες ο Λίλο. Φυσούσε έναν αυλό, που είχε φτιάξει μόνη της κόβοντας ένα καλάμι.
Είχε ανοίξει τέσσερεις τρύπες ,που τις κάλυπτε εναλλακτικά με τα δάκτυλα της ,κάνοντας να βγάζει η φλογέρα διαφορετικούς ήχους κάθε φορά.
Στην αρχή οι νότες που έβγαιναν από τον αυλό, έμοιαζαν σαν μικρά παιδιά που προσπαθούσε χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία να τα βάλει σε μια σειρά.
Μάλιστα είχε ονομάσει τις νότες ,μπαμπά , μαμά, Λίλο ,παππού , τους άλλαζε σειρά κατά πως της άρεσε, ώσπου στο τέλος είχε κατασταλάξει , σε μια μάλλον μονότονα επαναλαμβανόμενη, θλιμμένη μελωδία ,που είχε μόλις τρεις αλλαγές στις νότες, που τις ανακάτευε με αργό ρυθμό, αφού μόνο έτσι είχε καταφέρει να τις βάλει σε μια σειρά κατά πως ήθελε.
Ο Λίλο ,μερικές φορές σαν άκουγε τους ήχους του αυλού, σταματούσε κάθε απασχόληση του και καθόταν να ακούσει με περίσσια προσοχή, σαν να ήθελε να κατανοήσει, τι έλεγε η Άννα ,τι έβγαινε από την ψυχή της με αυτή τη μονότονη μελαγχολική μελωδία ,τότε καθόταν στα πόδια της, κουλουριαζότανε και την κοίταζε χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση, απλά κοίταζε τα μάτια της και τον αυλό.
Σήμερα όμως ο Λίλο δεν έκανε αυτό ,οι ήχοι που κατέβαιναν μαζί με τον αέρα από τις πλαγιές των ελατοσκέπαστων βουνοκορφών, οι μυρωδιές ,που μόνο αυτός μπορούσε να τις αντιληφθεί, τoν καλούσαν να ανέβει τον χωματόδρομο που οδηγούσε στο μικρό οροπέδιο της Σελλίτσας, όπου κυλούσε ένα ορμητικό ρέμα, έτσι σιγά – σιγά ο Λίλο υπακούοντας στο ένστικτό του και παρακούοντας τις εντολές της Άννας να γυρίσει πίσω, άρχισε να ανεβαίνει τον ελατοσκέπαστο κακό τράχαλο δρόμο που οδηγούσε στο βουνό.

ΙV
Κάποια στιγμή ,αφού διέσχισε το ελατόδασος μυρίζοντας τις γνώριμες μυρωδιές ,της ρίγανης ,της μέντας, των ασφόδελων , που ξεπρόβαλλαν δεξιά και αριστερά στο μονοπάτι , που μόνο αυτός μπορούσε να τις αναγνωρίσει ,τις μυρωδιές των ζώων του δάσους που τριγυρνούσαν σαν σκιές ανάμεσα στα έλατα, αφού άκουσε το γάργαρο διάφανο νερό ,που έτρεχε από μικρές πηγές που ανάβλυζαν μέσα στο δάσος ,έφτασε στην όχθη του ρέματος που διέσχιζε το μικρό οροπέδιο της Σελλίτσας.
Εκεί είδε ένα παράξενο θέαμα .Στην αντί πέρα όχθη ,ήσαν δυο αγριοκούνελα που τον κοίταζαν χωρίς, ίχνος φόβου ,αυτό δεν το είχε ξαναδεί ο Λίλο .Ναι ,τα μύριζε ,αλλά αυτά μόλις ένοιωθαν την παρουσία του, κρυβόντουσαν στα λαγούμια τους ,όπως όλα τα καθώς πρέπει αγριόκουνελα ,αλλά αυτά εδώ ,όχι μόνο δεν κρυβόντουσαν, αλλά γέλαγαν εις βάρος του και τον κορόιδευαν και όχι μόνο αυτό ,καθώς τα κοίταζε όλο έκπληξη ο Λίλο ,το ένα από αυτά τα αυθάδικα κουνέλια ,πήρε με το ένα χέρι ένα βολβό και τον πέταξε τόσο μακριά ,που πάρα λίγο να τον πετύχει.
Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Λίλο ,άρχισε να γαβγίζει εκτοξεύοντάς τους ακατανόμαστες βρισιές ,πηγαίνοντας μία δεξιά , μία αριστερά, παράλληλα στο ρέμα. Καταλάβαινε, πως γνώριζαν, ότι δεν μπορούσε να περάσει το ρέμα και για αυτό τον κοροϊδεύαν, όταν όμως του γύρισαν τα οπίσθιά τους και άρχισαν να τα κουνάνε δεξιά και αριστερά γελώντας.
Αυτό ήταν. Θόλωσε το μάτι του ,έχασε κάθε έλεγχο και κάνοντας μερικές μεγάλες δρασκελιές ,πήδηξε στο νερό αγνοώντας κάθε σκυλίσια λογική, τέτοιες προσβολές δεν μπορούσαν να μείνουν αναπάντητες, έπρεπε να τους δώσει ένα μάθημα για να καταλάβουν πως δεν μπορεί κανείς να χλευάζει το κύρος του ατιμώρητα.

Μόλις βούτηξε στο παγωμένο ορμητικό νερό που ερχόταν από τις χιονοσκέπαστες πλαγιές, συνειδητοποίησε πως ,ίσως ,δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα αυτό που έκανε ,πάγωσε μέσα στο νερό και η ορμή του ρέματος τον παρέσερνε μακριά από εκεί που ήθελε να φτάσει. Ο Λίλο κολυμπούσε απελπισμένα ,προσπαθώντας να βγει στην απέναντι όχθη, ώσπου κάποτε τα κατάφερε με μεγάλο κόπο ομολογουμένως. Σαν βγήκε έξω από το νερό τινάχτηκε πολλές φορές για να διώξει το παγωμένο νερό από πάνω του και άρχισε να τρέχει παράλληλα στις όχθες του ποταμιού ,ανάμεσα στο πυκνό παρόχθιο πλατανόδασος, όχι μόνο για να προλάβει τα αγριοκούνελα να μη κρυφτούν αλλά και για να ζεσταθεί, να ανακτήσει τη χαμένη θερμοκρασία του.
Σαν έφτασε στο ξέφωτο που ήσαν τα αγριοκούνελα ,είδε να τον περιμένουν ,να τον κοιτάνε και να γελάνε ,βγάζοντας την γλώσσα τους και κουνώντας τα αυτιά τους κοροϊδευτικά. Αυτό ήταν, λύσσαξε από θυμό ,επιτάχυνε όσο μπορούσε, γαυγίζοντας και ουρλιάζοντας πως θα ξεπλύνει με αίμα την προσβολή που του έκαναν ,αλλά η μοίρα τα έφερε αλλιώς ,καθώς ήταν έτοιμος να βγει στο ξέφωτο ένας τεράστιος όγκος έπεσε πάνω του ,ακινητοποιώντας τον στο έδαφος, με τέτοια ορμή που ούρλιαξε από τον πόνο και την έκπληξη.
Η αρκούδα που έπεσε πάνω του, θα μπορούσε να πει κάποιος τυχαίος περαστικός, πως καθόταν σε μια ελάχιστα τυπική στάση για μια άγρια αρκούδα του δάσους , που σέβεται τον εαυτό της.
Καθόταν πλάγια ξαπλωμένη ,πάνω στον Λίλο ,στηρίζοντας με το ένα χέρι το κεφάλι της και με το άλλο ,κρατούσε ένα ξερόκλαδο, το οποίο χρησιμοποιούσε για να καθαρίσει τα δόντια της ,με θρησκευτική ευλάβεια θα μπορούσε να πει κανείς.
Κάποια στιγμή ,καθώς σφάδαζε ανυπεράσπιστος στο χώμα ο Λίλο για να ξεφύγει από τον θανάσιμο κίνδυνο, γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του και του είπε , πως πρέπει να την ακολουθήσει ,χωρίς να φέρει αντίσταση, υπάκουα ,αλλιώς θα τον πέταγε στο ποτάμι ,θα καθόταν επάνω του αναπαυτικά και θα τον έπνιγε και να μην έκανε καμιά ανόητη προσπάθεια να δραπετεύσει, γιατί είναι χαζός, αφού ακόμη και τα κουνέλια τον ξεγέλασαν, τότε ακούστηκαν με μια φωνή τα κουνέλια να φωνάζουν προσβεβλημένα «ΑΓΡΙΟΚΟΥΝΕΛΑΑ είμαστεεε» τότε απάντησε η αρκούδα ανασηκώνοντας τους ώμους«καλά μου ξέφυγε μη το κάνουμε και θέμα».
Ο Λίλο με χαμηλωμένο το κεφάλι και την ουρά κάτω από τα σκέλια ακολούθησε την αρκούδα μουρμουρίζοντας πως, κάποτε θα την εκδικηθεί ,ώσπου έφτασαν στην είσοδο μιας τεράστιας σπηλιάς.

V
Ο Λίλο μπήκε μέσα στη σπηλιά έκπληκτος ,ό τι έβλεπε του φαινόταν παράλογο , παράξενο ακόμη και για ένα σκύλο.
Τα τοιχώματα της σπηλιάς ,είχαν κάτι περίεργες επιγραφές, σε μια άγνωστη γλώσσα ,που όμως άγνωστο γιατί, ο Λίλο ,την καταλάβαινε ,απλά δεν μπορούσε να κατανοήσει το νόημα της.
Έγραφαν περίεργα πράγματα οι επιγραφές, όπως «Ζήτω η wwf” η «Ζήτω η ΜΚΟ Αρκτούρος», μια άλλη έγραφε «Δάσος της Δαδιάς να γίνει όλη η γη» , μια άλλη πάλι έγραφε, οδηγίες σε περίπτωση που κάποιο ζώο τραυματιστεί , σε πιο μέρος να πάει για να το βρουν οι κατάλληλοι άνθρωποι και να το μεταφέρουν στο κέντρο περίθαλψης αγρίων ζώων της Αίγινας.
Το δεύτερο αλλόκοτο που είδε ο Λίλο μέσα στη σπηλιά, ήταν η αρμονική και ειρηνική συνύπαρξη ,διαφορετικών αγρίων ζώων στο ίδιο μέρος, όλα έδειχναν σα να ήταν απασχολημένα με κάποια σημαντική δουλειά, την οποία προσπαθούσαν πειθαρχημένα να τη βγάλουν σε πέρας. Ζώα που υπό κανονικές συνθήκες ,θα έπρεπε να ήταν εχθροί ,εδώ μέσα ζούσαν ειρηνικά και μάλιστα κουβέντιαζαν μεταξύ τους για -όπως του φάνηκε του Λίλο- σημαντικά θέματα.
Στο κέντρο της αίθουσας δέσποζε ένας θεόρατος σταλακτίτης ,όπου στη κορυφή του, καθόταν ένας αγέρωχος αετός ,παρόλο που το ένα φτερό του, ήταν κομμένο.
Η αρκούδα σταμάτησε τον Λίλο να χαζεύει και τον έσυρε βίαια, θα λέγαμε, στη βάση του σταλακτίτη με τον αετό ,που δεξιά καθόταν μια κουκουβάγια και αριστερά ένας λύκος, ενώ λίγο πιο πέρα με γυρισμένη την πλάτη στον σταλακτίτη ,έπλενε αδιάφορα τα χέρια της μια γάτα.
Ο Αετός σαν είδε τον Λίλο να κάθεται φοβισμένος ,του είπε με ύφος σοβαρό.
«Σκύλε σε φέραμε εδώ ,γιατί κατηγορείσαι για εγκλήματα εσχάτης προδοσίας, αφού αν και ζώο υπηρετείς δουλικά τον άνθρωπο, τον στηρίζεις με όλες σου τις δυνάμεις στο έργο του εναντίον μας ,κατηγορείσαι ,ως δοσίλογος, ως συνεργάτης των ανθρώπων, ως καταδότης, εγκλήματα που επιφέρουν την ποινή του θανάτου, έχεις να πεις κάτι για όλες αυτές τις κατηγορίες;»
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή της γάτας να λέει «σκοτώστε τον, είναι ψυχρός δολοφόνος ,όλο με κυνηγάει, γιατί έχει καταλάβει πως είμαι πληροφοριοδότης σας».
Κάτι πήγε να πει ο Λίλο ,μα τον διέκοψε η αρκούδα λέγοντας του «απάντησε στον αετό ,δεν θα φάμε όλη τη μέρα μαζί σου εδώ».
Ο Λίλο άρχισε να ψελλίζει πως δεν έχει κάνει τίποτα ,πως είναι αθώος.

Ο αετός άρχισε να φωνάζει «τι μας λες τώρα; δεν ξέρεις τίποτα ;όταν συνοδεύεις κυνηγούς και ψάχνεις τα απελπισμένα ζώα που έχουν κρυφτεί για να σωθούν; όταν μάλιστα πολλά από αυτά είναι πληγωμένα από σφαίρες η τραυματισμένα θανάσιμα ; δεν είσαι εσύ που τα βρίσκεις στη κρυψώνα που έχουν πρόχειρα βρει και τα φέρνεις καμαρωτά, τρόπαια στα πόδια των κυνηγών; Σε πόσες αλεπούδες έχεις αποκαλύψει την κρυψώνα τους ,σαν πάνε να βρουν κάτι να φάνε στα μέρη που ζουν οι άνθρωποι ; όταν μάλιστα οι άνθρωποι μεθοδικά έχουν εξαφανίσει κάθε τροφή που έχουμε ,είτε κλέβοντάς την από εμάς ,είτε καταστρέφοντας την με τα έργα τους; μας καταδικάζουν να πεθάνουμε από ασιτία και μετά μας λένε κλέφτες, επειδή πηγαίνουμε απελπισμένα στα μέρη που ζουν για να βρούμε κάτι να φάμε , κάτι για να ταϊσουμε τα παιδιά μας και τότε εμφανίζεσαι εσύ, γαυγίζεις και μας προδίδεις κατευθείαν, χωρίς κανένα δισταγμό στους ανθρώπους, μετά από όλα αυτά μας λες, πως, είσαι αθώος; πάρτε τον και σκοτώστε τον, είπε ο αετός στην αρκούδα.
«Σας παρακαλώ ,έτσι με έφτιαξε η φύση να ζω με τους ανθρώπους, να είμαι μαζί τους και να απολαμβάνω την ασφάλεια που μου δίνουν, να τους προφυλάσσω από τους κινδύνους ,να είμαι φίλος τους ,είμαι ένα με τους ανθρώπους, αλλά και αυτοί με αγαπάνε και με θέλουν μαζί τους ,στην παρέα τους» είπε ο σκύλος.
«Τι μας λες τώρα; Μοιάζεις με άνθρωπος; Οι άνθρωποι έχουν ουρά σαν εσένα;
Έχουν τρίχωμα οι άνθρωποι; Είσαι ένας από εμάς, με τη διαφορά, πως στράφηκες εναντίον μας, μας πρόδωσες» είπε ο αετός.
Τότε πετάχτηκε ένα φίδι και άρχισε να φωνάζει
«και εγώ δεν έχω τρίχωμα ,αλλά οι άνθρωποι με κυνηγάνε αδυσώπητα, με όλο τους το μίσος και γιατί παρακαλώ; Επειδή δεν έχω πόδια; Επειδή δεν έχω χέρια; Μα για αυτό έπρεπε να με λυπούνται ,να με βοηθούν, η ζωή μου είναι σχεδόν δισδιάστατη σε ένα κόσμο τρισδιάστατο, είναι φοβερή, αφήστε που λένε πως με κυνηγάνε επειδή ,λέει κάποτε έδωσα δώρο ένα μήλο σε μια ανθρωπίνα. Είναι δυνατόν εγώ να κάνω δώρο; Ποτέ στη ζωή μου δεν έκανα κανένα σε κανέναν δώρο, άλλωστε δεν έχω χέρια για να κάνω κάτι τέτοιο και τώρα τσακώνομαι με τη γυναίκα μου ,μου λέει πως οι άνθρωποι για να το λένε κάτι θα ξέρουν, αφού είναι ομολογουμένως πιο έξυπνοι , κατηγορώντας με ,ότι την απατάω με ανθρωπίνες και από τότε με αφήνει να κάνουμε σεξ μόνο μία φορά το χρόνοο» είπε κλαίγοντας απαρηγόρητο το φίδι για το οικογενειακό δράμα που ζούσε και συνέχισε ,μα γιατί δεν με αγαπάνε; Επειδή είμαι μακρουλό; Ε και; Κακό είναιαι; Και άμα με βλέπουν οι άνθρωποι κάνουνε μια περίεργη ιεροτελεστία ,ειδικά οι γυναίκες, πρώτα κτυπάνε ρυθμικά τα πόδια τους στο πάτωμα, μετά ανοίγουν το στόμα τους ,εγώ νομίζω πως θέλουν να με φάνε ,αλλά αυτές βγάζουν οξείς δυνατούς ήχους και μετά έρχονται δεκάδες άνθρωποι για να με σκοτώσουν, μετά με κατηγορούν πως έχω δηλητήριο ,πως θα προστατευτώ ;αφού εύκολα κάποιος μπορεί να με πατήσει; και να με σκοτώσει, κακό είναιαι; Εδώ οι ίδιοι οι άνθρωποι άμα πατήσει κάποιος τον άλλον κατά λάθος, γίνεται ολόκληρη φασαρία, σκοτώνονται μεταξύ τους ,εγώ δηλαδή που θα πεθάνω να μη προστατευτώ;

Ο αετός, τότε ,είπε στο φίδι ,πως αυτή την ιστορία με το μήλο την είχε ακούσει και αυτός αλλά ,όπως συμπέρανε «οι άνθρωποι μπορεί να είναι έξυπνοι ,αλλά με απίστευτη ευκολία πιστεύουν τις πιο παράλογες ιστορίες, αγνοώντας τις πιο απλές και λογικές».
Μετά γύρισε προς το μέρος του Λίλο και είπε
«Ούτε δεν σας αγαπάνε οι άνθρωποι όπως νομίζεις Λίλο, μόνο κάποιους εκλεκτούς της κάστας σου αγαπάνε, έχεις δει πως ζουν οι αδέσποτοι σκύλοι; τους φροντίζει κανένας; Όχι τριγυρνούν στους δρόμους πεινασμένοι σε άσχημη κατάσταση και κανείς δεν νοιάζεται γι΄ αυτούς, απεναντίας τους σκοτώνουν και μάλιστα μερικοί άνθρωποι με βασανιστικό τρόπο μόνο και μόνο για να γελάσουν, τους πατάνε με τα αυτοκίνητα τους, τι μας λες τώρα; Επειδή ζεις εσύ καλά νομίζεις πως ζουν όλοι οι σκύλοι καλά; Όχι βέβαια και το ξέρεις αυτό ,μόνο οι σκύλοι που τους χρησιμεύουν ζουν καλά και αυτό για όσο τους είναι χρήσιμοι η τους διασκεδάζουν ικανοποιητικά, έχω δει σκύλους που ζούσαν και υπηρετούσαν για χρόνια τους ανθρώπους και μόλις έπαψαν να τους χρησιμεύουν ,τους πήγαιναν μια «βόλτα» από όπου δεν επέστρεφαν ποτέ οι σκύλοι, δεν τα ξέρεις αυτά; Τα ξέρεις ,απλά δεν σε συνέφερε να τα ξέρεις, έκανες πως δεν ήξερες, είχες βολευτεί στην ήσυχη ζωή σου».
Ο Λίλο μόλις τελείωσε το ξέσπασμά του το φίδι και άκουσε αυτά που του είπε ο αετός, ξαναείπε με αβέβαιη επιμονή, πως είναι αθώος, τότε ο αετός του είπε πως θα τον στείλει στους μάρτυρες κατηγορίας και είπε στην αρκούδα να τον συνοδεύσει.

VI
Ο Λίλο όταν μπήκε στην αίθουσα των μαρτύρων κατηγορίας αντίκρισε ένα φοβερό θέαμα.
Δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες ζώα του δάσους κείτονταν στο έδαφος, άλλα βαριά πληγωμένα αιμόφυρτα, άλλα σφάδαζαν από τους πόνους, άλλα ήταν ήδη νεκρά.
Η αρκούδα τότε του είπε
«πες σε αυτά ,πως είσαι αθώος, κοίτα άλλα είναι πυροβολημένα και με το ζόρι κατάφεραν να συρθούν μέχρι εδώ για να ξεφύγουν από τον προσβλητικό θάνατο που τους επιφύλασσαν οι άνθρωποι, άλλα, όπως αυτά τα πουλιά ,πήγαν να φάνε σε χωράφια ανθρώπων καρπούς και δηλητηριάστηκαν από φυτοφάρμακα και χημικά λιπάσματα που χρησιμοποιούν κατά κόρο οι άνθρωποι, βλέπεις ; αυτοί είναι οι φίλοι σου»
Καθώς περνούσαν ανάμεσα στα πληγωμένα ζώα στάθηκε η αρκούδα δίπλα σε μια αλεπού που είχε σπασμένα τα πόδια της και αιμορραγούσε.
«αυτή πιάστηκε σε δόκανο, καθώς πήγε να φάει μια κότα στο χωριό και να ταϊσει τα παιδιά της, ίσα που καταφέραμε να την ελευθερώσουμε ,τουλάχιστον να μη πέσει στα χέρια των ανθρώπων».
Τότε ακούστηκε η αλεπού να παρακαλάει σπαρακτικά την αρκούδα « σε παρακαλώ λύτρωσε με, αφού ξέρεις, πως θα πεθάνω μέσα σε φρικτούς πόνους»
Τότε έσκυψε η αρκούδα ,της ζήτησε συγγνώμη και της είπε «περάσαμε καλά μαζί όλο αυτόν τον καιρό, τιμή μου που σε γνώρισα και ζήσαμε στο ίδιο δάσος» έσκυψε τη χάιδεψε με τη μουσούδα και τη δάγκωσε στο λαιμό λυτρώνοντας την .
Ο Λίλο ήταν πια σε κακή κατάσταση, ένοιωθε τύψεις, τώρα που έβλεπε όλα αυτά συνειδητοποιούσε τι συνέβαινε γύρω του, πια ήταν η θέση του, ποιος ήταν ο κόσμος του, που άνηκε, πως ζούσε σε ένα ψεύτικο κόσμο ,ενώ γύρω του συνέβαιναν εγκλήματα, πως η ζωή του δεν ήταν ανάμεσα στους ανθρώπους ,αλλά εδώ με τα άγρια ζώα του δάσους.
Ο Λίλο γύρισε προς την αρκούδα και της είπε « συγγνώμη δεν ήξερα ,ίσως δεν ήθελα να ξέρω».
Τότε μπήκε στην αίθουσα ένας αλαφιασμένος λύκος και φώναξε
« γρήγορα να φύγουμε ,έρχονται άνθρωποι προς τα εδώ με όπλα, η γάτα είπε πως άκουσε να λένε, πως έρχονται για να βρουν τον Λίλο, βρισκόμαστε σε κίνδυνο, διαταγή να βγούμε συντεταγμένα όλοι και να πάμε στο εναλλακτικό καταφύγιο, μέχρι τότε να βάλουμε στη φυλακή τον Λίλο, έτσι διέταξε ο αετός».
Έτσι ο Λίλο βρέθηκε σε ένα σκοτεινό κελί ενώ δίπλα του είχε συγκρατούμενο έναν ασβό.
«Αύριο θα σε σκοτώσουν Λίλο ,απόλαυσε τις τελευταίες σου στιγμές»
Ο Λίλο είπε «μακάρι να με σκότωναν τώρα ,δεν θέλω άλλο τη ζωή μου, νοιώθω ένοχος για την ζωή που έκανα μέχρι σήμερα, είχαν δίκιο η αρκούδα και ο αετός, για όσα με κατηγόρησαν, νοιώθω μεγάλο βάρος ,τώρα πια δεν ανήκω στους ανθρώπους , αλλά ούτε και εδώ ανήκω ,νοιώθω μοναξιά και το ξέρεις οι σκύλοι δεν αντέχουν την μοναξιά, μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι, για να εξιλεωθώ, μα εσύ γιατί είσαι εδώ;»
Ο ασβός απάντησε « μου ξέφυγε ξέρεις …η μυρωδιά αυτή …που βγάζω, μου ήρθε αυθόρμητα να το κάνω, βρώμισε όλη η αίθουσα και όλα τα ζώα βγήκαν έξω και εκτέθηκαν σε μεγάλο κίνδυνο , απαγορεύεται να χρησιμοποιούμε τα αμυντικά και επιθετικά όπλα μας, μόνο αν βγούμε από το καταφύγιο και αφού περάσει αρκετός χρόνος, ώστε να πάρουμε θέση στο βουνό ,έχουμε δικαίωμα να μπούμε στο παιχνίδι της ζωής. Γι΄ αυτό με έκλεισαν φυλακή, σε λυπάμαι φίλε ,που σε βλέπω τόσο λυπημένο ,αλλά δεν μπορώ να σε βοηθήσω, άλλωστε έξω, ούτε εσύ θα με βοηθούσες».
Όχι είπε ο Λίλο και ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό του και αυτό με τρομάζει, φοβάμαι τον εαυτό μου, νοιώθω ένοχος. <Μα…. για μια στιγμή> είπε ο Λίλο, <σκέφτηκα κάτι ,βοήθησε με να βγω έξω και άμα με δουν οι άνθρωποι θα ησυχάσουν και θα σταματήσουν να ψάχνουν, έτσι θα πάψετε να κινδυνεύετε, τι λες;»
«Γιατί να το κάνω;» είπε ο ασβός « εσύ θα μας προδώσεις μόλις βγεις έξω».
Ο Λίλο απάντησε « όχι δεν θα σας προδώσω ,θα σας γλυτώσω , θα με δουν και θα ησυχάσουν, μετά υπόσχομαι ότι θα επιστρέψω, σου δίνω το λόγο μου, άλλωστε ξέροντας πως γίνονται όλα αυτά, δεν μπορώ πια να ξαναγυρίσω στους ανθρώπους, δέθηκα μαζί σας, δέθηκα με την ελευθερία, δέθηκα με τη φύση μου, είμαι ένα με εσάς και σαν επιστρέψω κάντε με ότι θέλετε, σκοτώστε με δεν με νοιάζει, αρκεί να πεθάνω εδώ που ανήκω, εδώ που άνηκα πάντα, εδώ που είμαι ελεύθερος ….απλά δεν το ήξερα».
«Μα όλοι ξέρουμε» είπε ο ασβός « πως τα σκυλιά είναι πιστά ζώα ,θα προδώσεις τους ανθρώπους;»
«Όχι» είπε ο Λίλο «δεν μπορώ να τους προδώσω, άλλωστε υπάρχουν και καλοί άνθρωποι, απλά θέλω να ζήσω εδώ ,μαζί σας, χωρίς ανθρώπους ,να ξαναγίνω αυτό, που ήταν οι αρχαίοι πρόγονοι μου, να με βλέπει ο λύκος και να μη ντρέπεται που είμαι συγγενής του.»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρόταση του ο Λίλο και κατεβήκαν αλαφιασμένοι μια αλεπού, ένας λύκος και μια νυφίτσα, «ασβέ ,είσαι ελεύθερος, οι άνθρωποι πλησιάζουν, δόθηκε εντολή να σκορπίσουμε, εσύ Λίλο θα εκτελεστείς επί τόπου τώρα».
Τότε ο ασβός τους είπε, πως θέλει να μιλήσει με τον αετό και να μην εκτελέσουν τον Λίλο μέχρι να έρθει νεώτερη διαταγή.
Ο ασβός γρήγορα ανέβηκε στην αίθουσα, που επικρατούσε τώρα πανικός και μίλησε στον αετό.
«άκουσε με αετέ ,αν σκορπίσουμε έτσι, όπως είμαστε περικυκλωμένοι, πολλοί θα χαθούν από εμάς, οι περισσότεροι δεν θα ξεφύγουν, δεν θα προλάβουν , θα τους δουν οι άνθρωποι και θα γίνει σκοτωμός ,ίσως κιόλας να υποψιαστούν τι γίνεται και τότε πάμε χαμένοι, αν αφήσουμε τον Λίλο, να τους καθησυχάσει ,έχουμε μια ελπίδα να γλυτώσουμε όλοι, να μην μας κυνηγήσουν, αλλά ακόμη και να μας προδώσει ο Λίλο ,εμείς θα συνεχίσουμε κανονικά το σχέδιο διαφυγής, δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα».
Ο αετός αφού συμβουλεύτηκε την κουκουβάγια και το λύκο είπε στον ασβό
«δεν είμαι καθόλου σίγουρος για την απόφασή μου, αλλά πήγαινε να ελευθερώσεις τον Λίλο, ίσως καταφέρουμε να γλυτώσουμε ασφαλείς και να μη χαθούν ζωές.

VII
Ο Λίλο άρχισε να τρέχει ξέφρενα προς το ποτάμι ,όταν είδε τους ανθρώπους ,αμέσως αναγνώρισε ανάμεσα τους τον πατέρα της Άννας , έτρεξε στα πόδια του, τον αγκάλιασε ,παρά λίγο να τον ρίξει κάτω, τον έγλειφε συνέχεια. Ο μπαμπάς της Άννας ανταπέδωσε χαϊδεύοντας τον, αλλά ταυτόχρονα τον μάλωσε αυστηρά για την ανυπακοή, που είχε δείξει και τον απείλησε με τιμωρία, του έδεσε την αλυσίδα στο περιλαίμιο του και άρχισαν όλοι να αμφιβάλλουν κατά πόσο έστεκαν οι φήμες ,ότι γινόταν κάτι παράξενο εδώ πάνω, αποφασίζοντας να επιστρέψουν , «ίσως, είπαν, να ήταν τυχαία τα γεγονότα που συνέβησαν τον τελευταίο καιρό» και επέστρεψαν.
Η Άννα δεν πρόλαβε να αντιδράσει και ο Λίλο ήδη την είχε ρίξει κάτω από τη χαρά του, δεν ήξερε τι να πρώτο κάνει για να της δείξει πόσο την είχε επιθυμήσει, την κοιτούσε στα μάτια ,σαν να ήθελε να της εκμυστηρευτεί την περιπέτεια του ,αλλά και η Άννα είχε πια παραιτηθεί από οποιαδήποτε προσπάθεια να σηκωθεί όρθια και γέλαγε συνέχεια ,ρωτώντας τον γιατί της το έκανε αυτό καθώς προσπαθούσε να φτιάξει τα καστανόξανθα όλο μπούκλες μαλλιά της.
Την άλλη μέρα η Άννα έδεσε τον Λίλο και πήγαν την καθιερωμένη βόλτα.
Ο Λίλο παρόλο που ήταν απασχολημένος με τις συνήθεις δραστηριότητες του, συνέχεια σταμάταγε και κοιτούσε προς τα βουνά, προς το οροπέδιο της Σελλίτσας.
Τότε σοβάρευε ,σταματούσε να κουνάει την ουρά και αφουγκραζόταν τους ήχους και τις ανεπαίσθητες οσμές που έρχονταν από το δάσος.
Η Άννα ,τον ρωτούσε ,τι είχε πάθει ,τι του συνέβαινε, μα αυτός έμοιαζε σα να μην την άκουγε, μόνο κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι και άρχισε να σιγοκλαίει.
Η Άννα στεναχωρημένη τον χάιδεψε κοιτάζοντας και αυτή τα γύρω βουνά.
«τι θέλεις ; να ξαναπάς εκεί πάνω;» ρώτησε η Άννα.
Ο Λίλο έκανε πως πηγαίνει στο δρόμο που οδηγούσε στα βουνά και μετά ερχόταν πάλι ,αυτό το επαναλάμβανε συνέχεια, μία πήγαινε προς το δρόμο ,μία προς την Άννα.
Η Άννα ένοιωσε ,πως της μιλούσε, πως κάτι της έλεγε και σιγά - σιγά άρχισε να καταλαβαίνει, πως ήθελε να πάει στο βουνό, σα να ένοιωσε και η ίδια την ανάγκη του να φύγει, να τρέξει προς την ελευθερία.
Τις επόμενες ώρες ο Λίλο τις πέρασε ξαπλωμένος στα πόδια της Άννας, μόνο που, κάπου – κάπου ,την κοιτούσε θλιμμένα. Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκαν μαζί στο ίδιο δωμάτιο.
Την άλλη μέρα η Άννα έδεσε με την αλυσίδα το Λίλο, λέγοντας του ,πως θα πάνε μια τελευταία βόλτα ,μια και θα επέστρεφαν στην πόλη την ίδια μέρα.
Ο Λίλο ήταν σοβαρός καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, τον πήγαινε στο βουνό ,στο οροπέδιο της Σελλίτσας, δεν έκανε τίποτα από όσα κάνουν οι σκύλοι ,σαν βγαίνουν έξω, ούτε μύριζε τους ασφόδελους, ούτε τα δένδρα ,όπως το συνήθιζε ,μα και η Άννα ήταν αμίλητη , ήξερε πως, αυτή θα ήταν η τελευταία της βόλτα με τον Λίλο.
Όταν έφτασαν στο ποτάμι τον έλυσε και ο Λίλο στάθηκε κοιτώντας την στα μάτια, μετά άρχισε να χαϊδεύεται στα πόδια της και να κλαίει με το βλέμμα του όλο θλίψη.
Η Άννα έσκυψε ,τον κοίταξε στα μάτια, τον χάϊδεψε και τον φίλησε.
«πήγαινε όπου νομίζεις πως θα είσαι ευτυχισμένος, σε θέλω κοντά μου είσαι η συντροφιά μου ,μα δεν μπορώ να σε βλέπω δυστυχισμένο μαζί μου ,θα ήταν εγωιστικό να σε κρατούσα εν όσο ήξερα πως ,εσύ θα σκεφτόσουνα την ελευθερία, τον κόσμο σου ,φύγε πριν με πιάσουν τα κλάματα»
Ο Λίλο με μερικές μεγάλες δρασκελιές, πήδηξε για άλλη μια φορά στο ποτάμι και πέρασε στην αντί πέρα όχθη.
Σαν στάθηκε απέναντι από την Άννα τέντωσε το κεφάλι του προς τη μεριά της Άννας ,σαν να ήθελε με τη μουσούδα του να την φτάσει ,αλλά και η Άννα έτεινε το χέρι της προς τον Λίλο ,σαν να ήθελε να τον αγγίξει, μα δεν μπόρεσαν να φτάσουν ό ένας τον άλλον και τα άκρα τους έμειναν μετέωρα πάνω από το ποτάμι που τους χώριζε, ποτέ πια δεν θα ξανάγγιζαν ο ένας τον άλλον, ποτέ πια δεν θα ξαναέβλεπε ο ένας τον άλλον.
Έπειτα ο Λίλο κάθισε στην όχθη και άρχισε να αλυχτάει με έναν συγκεκριμένο τρόπο συνέχεια , τότε η Άννα έβγαλε από τη τσέπη της τον αυλό και άρχισε να παίζει τις νότες που συνήθιζε ,όταν έβγαινε έξω παρέα με τον Λίλο.
Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναείδε τον Λίλο ,ούτε ήθελε να πάει στο χωριό ,κάτι την έκανε να νοιώθει ,πως θα της έλειπε ακόμη περισσότερο ο Λίλο αν ξαναπήγαινε .
Πέρασε ένας χρόνος από εκείνη τη μέρα που αποχωρίστηκε τον Λίλο η Άννα , όταν κάποια μέρα πήγε στο χωριό ,καθώς τακτοποιούσε το σπίτι ,είδε τον αυλό της ,κάπου παραπεταμένο, τον πήρε και άρχισε να ανεβαίνει στο βουνό, σαν έφτασε στις παρυφές του ελατόδασους ,έκατσε σε ένα πεσμένο κορμό δένδρου, κοίταξε τις γύρω κορφές, τα μικρά πορφυρά σύννεφα που λικνίζονταν στις βουνοπλαγιές και άρχισε να παίζει με τον αυλό τις γνώριμες νότες, αυτές που έπαιζε-τότε- σαν περίμενε να τελειώσει ο Λίλο της εξερευνήσεις του , τότε άκουσε από κάπου μακριά να ξεχύνεται από τις γύρω χιονοσκέπαστες βουνοπλαγιές το γνώριμό αλύχτισμά του Λίλο, κατέβασε από τα χείλη τον αυλό και η Άννα χαμογέλασε λέγοντας ψιθυριστά «Λίλο μου ελπίζω να είσαι καλά εκεί, μακάρι να μπορούσα να δραπετεύσω και εγώ» και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Λίλο έμεινε στο δάσος μοναχός του για πολύ καιρό, δεν τον έκαναν παρέα τα άλλα ζώα, τον έβλεπαν με καχυποψία, κάποτε εμφανίστηκε ο Λύκος στον Λίλο και του είπε.
«κοίτα, δεν σε χωνεύω και το ξέρεις ,είσαι η ντροπή της οικογένειας, ένα κακομαθημένο χαζόσκυλο, όμως να …πώς να το πω, στην αγέλη χρειαζόμαστε κάποιον,… να κάνει τις αγγαρείες …ξέρεις, όπως να μας βγάζει τα τσιμπούρια ,να φυλάει τα λυκόπουλα σαν πηγαίνουμε για κυνήγι, τις δουλειές που δεν έχουμε καμιά όρεξη να κάνουμε εμείς»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του ο λύκος και ο Λίλο πήδηξε από τη χαρά του ,γαύγισε ,διαλαλώντας την αποδοχή του στην αγέλη, τότε του είπε ο Λύκος «έλα σταμάτα τις ανόητες πρωτευουσιάνικες συναισθηματικές σου εξάρσεις ,δεν ταιριάζουν σε κάποιο άγριο Λύκο που ξέρει να σέβεται τον εαυτό του, όπως είμαι εγώ και κάποτε ελπίζω να γίνεις και εσύ, πάμε σε περιμένει πολύ δουλειά…. Αα και ξέχνα τις λύκαινες μόνο αυτοί που αξίζουν αφήνουν να ζευγαρώσουν μαζί τους και εσύ έχεις πολύ δρόμο για να το αποδείξεις . 
ΤΕΛΟΣ
Μιχάλης Γεωργούλης
Μ.Γ. …

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου