Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ (1861−1920)


Ο Ιωάννης Κονδυλάκης (1861− 25 Ιουλίου / 7 Αυγούστου 1920) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, διηγηματογράφος, δημοσιογράφος και χρονογράφος. Ήταν ο πρώτος πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ και από τα γνωστότερα έργα του είναι ο "Πατούχας" και "Όταν ήμουν δάσκαλος" . Ως λογοτέχνης, θεωρείται από τους κύριους εκπροσώπους του ελληνικού νατουραλισμού και "πατέρας του χρονογραφήματος", όπως τον ονόμασε πρώτος ο Παύλος Νιρβάνας.

Πρώτα χρόνια και εκπαίδευση

Γεννήθηκε στη Βιάννο Λασηθίου της Κρήτης το 1861. Στη γενέτειρά του βρίσκεται και η προτομή του, έργο του Ρεθεμνιώτη γλύπτη Γιάννη Κανακάκη. Είχε έναν αδελφό, τον Χαράλαμπο Κονδυλάκη, δάσκαλο στο επάγγελμα. Η Κρητική Επανάσταση του 1866 οδήγησε την οικογένειά του να εγκατασταθεί στον Πειραιά για μια τριετία και να συνεχίσει εκεί τις γυμνασιακές του σπουδές. Κατόπιν επανήλθε στην Κρήτη. Το δημοτικό σχολείο το τελείωσε στο χωριό του, ενώ τα εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στα Χανιά.

Το 1877 ο Κονδυλάκης εγκατέλειψε το Γυμνάσιο για να πάρει μέρος στις επαναστατικές κινήσεις που γίνονταν στη Μεγαλόνησο. Την περίοδο 1879-1881 εργάστηκε στα Χανιά και στη Σητεία ως δικαστικός υπάλληλος.

Το 1884 σε ηλικία 23 χρόνων «μυστακοφόρος και σοβαρός» όπως έλεγε θυμοσοφικά κάπου ο ίδιος, αποφοίτησε από τη Βαρβάκειο Σχολή Αθηνών. Την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το διήγημα «Η Κρήσσα ορφανή» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εστία». Φοίτησε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να πάρει πτυχίο, ενώ έγραφε στην «Εφημερίδα» του Δημητρίου Κορομηλά.

Εκπαιδευτική και δημοσιογραφική σταδιοδρομία

Από το 1885 υπηρέτησε ως δάσκαλος στην Κρήτη (Μώδι Χανίων), θέση την οποία γρήγορα εγκατέλειψε για να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Συνεργαζόταν με την εφημερίδα «Άμυνα» των Χανίων, ενώ το 1889 για σύντομο χρονικό διάστημα εξέδιδε και δική του εφημερίδα, την «Νέα Εβδομάδα». Αλλά η αρθρογραφία του ενόχλησε τις τουρκικές αρχές που τον εκτόπισαν.

Εγκαταστάθηκε τότε (1889) οριστικά στην Αθήνα, όπου και πάλι ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Άστυ, Σκριπ και Εστία. Αρχικά χρησιμοποιούσε πολλά ψευδώνυμα (όπως Κονδυλοφόρος, Δον Κανάγιας καί Jean Sans Terre ή στα ελληνικά Ιωάννης Ακτήμαν, αλλά στη πορεία κράτησε το «Διαβάτης» ενώ τα δύο τελευταία τα έκανε για να υποδηλώσει την φτώχεια του από την οποία πάντα υπέφερε. Τα ψευδώνυμά του είναι χαρακτηριστικά για τον αυτοσαρκασμό και για το χιούμορ τους. Για είκοσι χρόνια έγραφε το καθημερινό χρονογράφημα της εφημερίδας Εμπρός, της οποίας ήταν και αρχισυντάκτης. Τα χρονογραφήματά του (έγραψε συνολικά περισσότερα από 6.000) διακρίνονται για το κομψό προσωπικό ύφος τους, το χιούμορ και την οξύτητα της παρατήρησης.

Λογοτεχνικό έργο

Ως λογοτέχνης παρουσιάζεται αρχικά με ηθογραφικά διηγήματα, για να φτάσει σε ένα αξιόλογο μυθιστόρημα, τον Πατούχα, που αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό και δυνατή διαγραφή χαρακτήρων. Συγκεκριμένα παρουσιάζει την ψυχολογία του αγνού ορεσίβιου κρητικού βοσκού του οποίου το αφυπνισμένο ερωτικό ένστικτο είναι το μόνο που θα μπορέσει να τον συνδέσει με την ανθρώπινη ομάδα. Σύμφωνα με δική του μαρτυρία, τον «Πατούχα» τον έγραψε στα διαλείμματα των συνεδριάσεων της Βουλής για την «Εφημερίδα» του Κορομηλά. Έγραφε στην καθαρεύουσα. Ήταν ένας εκ των ιδρυτών και πρώτος πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ.Εκτός των άλλων, έχει χαρακτηριστεί και ως ο «Πατέρας του χρονογραφήματος».

Το 1918 ξαναπήγε στην Κρήτη. Τότε σταμάτησε να γράφει στην καθαρεύουσα και υιοθέτησε τη δημοτική, παρουσιάζοντας μια στροφή. Ταξίδεψε και στην Αλεξάνδρεια. Τις εντυπώσεις του από το ταξίδι αυτό τις αφηγήθηκε σε σειρά άρθρων στην κρητική εφημερίδα «Νέα Εφημερίδα» που εκδιδόταν στο Ηράκλειο, με τίτλο «Μια περιπέτεια από Χανίων εις Αλεξάνδρειαν». Μετέβη εκεί, προσκαλεσμένος από κάποιον βαμβακέμπορο, ο οποίος ήθελε να εκδώσει εφημερίδα και να του αναθέσει την διεύθυνσή της. Αλλά, επικαλούμενος οικονομικά προβλήματα, ο έμπορος υπαναχώρησε.

Θάνατος

Το 1920 προσβλήθηκε από ημιπληγία. Πέθανε σε ηλικία 59 ετών στο Πανάνειο Νοσοκομείο του Ηρακλείου στις 25 Ιουλίου 1920.

Έργα

Διηγήματα (1884)
Ή Κρήσσα ορφανή διήγημα (1884)
Ο Πατούχας κρητική ηθογραφία της κρητικής επαναστάσεως (1892)
Οι Άθλιοι των Αθηνών (1895)
Όταν ήμουν δάσκαλος και άλλα διηγήματα κρητική ηθογραφία της κρητικής επαναστάσεως (1916)
Ενώ διέβαινα (1916) (χρονογραφήματα)
Ή Πρώτη αγάπη (1919) διήγημα, κρητική ηθογραφία της κρητικής επαναστάσεως
(αφήγημα με ψυχαναλυτικό χαρακτήρα, πρωτοποριακό έργο αφού γράφτηκε προτού γίνουν γνωστές στην Ελλάδα οί φρουδικές θεωρίες, το μόνο έργο του στη δημοτική γλώσσα)
Το '62. Κάτω ο τύραννος (κυκλοφόρησε σε δύο τόμους το 1962, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στην εφημερίδα «Σκριπ»από τον Οκτώβριο του 1895 έως τον Ιούνιο του 1896

Μελέτες
Συμπλήρωμα στο Σ. Ζαμπέλιου - Κ. Κριτοβουλίδου «Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης» (1893)

Μεταφράσεις
Μετέφρασε όλα τα ευρεθέντα στην εποχή του έργα του Λουκιανού καθώς και ορισμένα γαλλικά μυθιστορήματα των
*Μαρσέλ Προυστ (ηδονές και ημέρες,Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο),
*Φλωμπέρ (Μαντάμ μποβαρύ,Σαλαμπό,Ό πειρασμός του Αγίου Αντωνίου και τόμο τριών διηγημάτων:Μια απλή καρδιά, Ο θρύλος του Αγίου Ιουλιανού του Φιλοξενητή, Ηρωδιάς),
*Μπαλζάκ (Κρόμγουελ, Ανθρώπινη κωμωδία)
*Μπωντλαίρ (Σάλονς, H Φανφαρλό, Κρασί και χασίς, Ρομαντική τέχνη, Τα άνθη του κακού,Τεχνητοί παράδεισοι, H μελαγχολία του Παρισιού, Ό ζωγράφος της σύγχρονης ζωής, Το έργο και η ζωή του Ευγένιου Ντελακρουά, Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη, Απόκρυφα ημερολόγια και αισθητικά παράδοξα) και
*Μολιέρου (Ο ιπτάμενος γιατρός, Η ζήλια του μουντζούρη, Ασυλλόγιστος, Ο ερωτευμένος γιατρός, Οι γελοίες κομψευόμενες, Σγαναρέλος ή ο κατά φαντασίαν κερατάς, Το σχολείο των συζύγων, Οι εκνευριστικοί, Το σχολείο των γυναικών, Η κριτική του σχολείου των γυναικών, Ο αυτοσχεδιασμός των Βερσαλλιών, Γάμος με το στανιό, Ταρτούφος ή απατεώνας, Η πριγκίπισσα της ελπίδας, Δόν Ζουάν ή το πέτρινο φαγοπότι, Ο μισάνθρωπος, Ό Έλληνας γιατρός, Μελικέρτη, Γιατρός με το στανιό, Ο Σικελός ή ο έρωτας ζωγράφος, Αμφιτρύωνας, Ζώρζ Νταντέν ή ο αμήχανος σύζυγος, Ο φιλάργυρος, Ο κύριος Ντε Πουρσονιάκ, Ο αρχοντοχωριάτης, Οι υπέροχοι εραστές, Ψυχή, Οι κατεργαριές του Σκαπίνου, Οι ψευδοδιανοούμενες, Ο κατά φαντασίαν ασθενής και Η κόμισσα του Ντεσκαρμπάγκνας). https://el.wikipedia.org/


Πώς ερώμιεψε το χωριό - Διήγημα 

Πολλάκις είχεν ακούσει από τον πατέρα του την ιστορίαν διά την οποίαν εξεπούλησεν από το Μόδι και μετώκησεν εις το ορεινόν χωρίον Ακαράνου. Η αφορμή ήταν ένας Τούρκος με συμπάθιο και ένας χοίρος με συχώρεσι, ως έλεγε δια να εκφράσει το μίσος του κατά του Τούρκου εκείνου ιδιαιτέρως και κατά των Τούρκων εν γένει. Το Μόδι ήτο τότε ακόμη τουρκοχώρι. Είχεν ολίγους Χριστιανούς, αλλά ήσαν ταπεινοί κατωμερίτες, τριτάριδες, δηλαδή καλλιεργηταί των τουρκικών κτημάτων με απολαυήν ενός ποσοστού από το εισόδημα. Σχεδόν δούλοι. Ο μόνος όστις είχε κάποιαν ανθρωπίνην αξιοπρέπειαν και υπερηφάνειαν, διότι είχε και αρκετήν περιουσίαν ώστε να μη δουλεύει τους αγάδες, ήτο ο πατέρας του ο Μιχάλης Αλεφούζος. Αλλά ακριβώς διότι είχεν ανεξαρτησίαν φρονήματος και η σπονδυλική του στήλη δεν ελύγιζεν εύκολα, δεν τον εχώνευεν ο Κερίμ αγάς, ο πλουσιότερος και ισχυρότερος Τούρκος εις το Μόδι, άνθρωπος φανατικός και τυραννικός, ο οποίος ήθελε τους Χριστιανούς να συναισθάνονται ότι ζουν μόνον κατ’ ανοχήν των Τούρκων. Δια τούτο όταν διέβαινεν ο Αλεφούζος και τον εχαιρέτα μ’ ένα απλούν «καλή ’σπέρα, Κερίμ αγά», έσειε την κεφαλήν και τον παρηκολούθει με απειλητικόν βλέμμα απομακρυνόμενον. Μίαν ημέραν δε είπε προς άλλον Τούρκον παριστάμενον:

– Αυτός, μωρέ, βαλλαή, ο Αλεφούζος, είναι ασής[1]˙ εσήκωσε κεφαλή, δεν είναι ραγιάς αυτός.

Όταν η αιγυπτιακή κυριαρχία έφερε κάποιαν ανακούφισιν εις την κατάστασιν των Χριστιανών της Κρήτης, ο Αλεφούζος, ενθαρρυνθείς, έκαμε μέγα τόλμημα. Ηγόρασεν ένα χοίρον και τον έτρεφε δια τα Χριστούγεννα. Χοίρο στο Μόδι! Χοίρο στο χωριό του Κερίμ αγά, δίπλα μάλιστα στο κονάκι του! Φτου! Ανασινί σικτιγήμ ο γκιαούρης!

Τα πρώτα γρυλλίσματα του γουρουνιού διέχυσαν φρίκην εις το τουρκοχώρι και πολλών Τούρκων οι τρίχες ανωρθώθησαν. Έγινε συμβούλιον των αγάδων εις του Κερίμ αγά και απεφασίσθη να εκδιωχθεί από το χωριό ο αντάρτης Αλεφούζος ή να δολοφονηθεί. Αλλά προ πάσης άλλης ενεργείας να φονευθεί ο χοίρος. Δεν ήτο κατάστασις αυτή. Την περασμένην ημέραν, ενώ ο Κερίμ αγάς εκάπνιζε το τσιμπούκι του εις την αυλήν του, είδε κι επρόβαλε το ρυπαρόν του μούτσουνο από την ημίκλειστον αυλόπορταν. Φτου! Ντινινί σικεΐμ!

– Κιαμιάν ημέρα, βαλλαή, θα μας έρθει και ’ς το τζαμί να μάσε πει καλημέρα! είπεν άλλος αγάς. Αυτός τρυπώνει όπου βρει ανοικτά, μου! μου!

– Πρέπει να το σκοτώνει, ωρέ αγάδες, εγώ το ντομούζι, είπεν ο Τουρκαλβανός μπουλούμπασης, είδος ενωμοτάρχου, ο οποίος αντεπροσώπευεν εις το χωριό πάσαν εξουσίαν. Επεδοκίμασε δε καθ’ όλα τας ληφθείσας αποφάσεις.

Κατά την επιούσαν διερχόμενος προ της οικίας του Αλεφούζου έσυρε την πιστόλαν κι εφόνευσεν το γουρουνόπουλον.

– Γιατί δεν το δένετε, ωρέ, μέσα αυτό το ζουλάπι, φτου, αλλά μπελλιά σινί βερσίν, παρά το αφήνετε και τρυπώνει μέσ’ τα πόδια μας; είπε προς την γυναίκα του Αλεφούζου, ήτις ακούσασα την πιστολιάν ενεφανίσθη εις την θύραν ανήσυχος.

Ο Αλεφούζος ήτο πεισματάρης και μετά μίαν εβδομάδα έφερεν άλλον χοίρον, μεγαλύτερον, από τον Πλατανιάν.

– Μωρέ, για το Θεό, το σκοτωμό σου γυρεύεις, Μιχάλη; του είπεν εις των ομοχωρίων Χριστιανων. Μην τωνε μπαίνεις στα ρουθούνια, γιατί θα σε σκοτώσουνε!

– Δε με σκοτώνουνε, απήντησεν ο Αλεφούζος αταράχως˙ η γιανιτσαριά επέρασε.

Αλλά ο γιανιτσαρισμός δεν είχε περάσει όσον υπέθετεν. Ο μπουλούμπασης εφόνευσε και τον άλλον χοίρον, προφασισθείς τώρα ότι του ανέτρεψε τον ναργιλέ του. Ενόησε δε ο Αλεφούζος ότι, εάν εξηκολούθει προς πείσμα ν’ αγοράζει χοίρους, θα εβοήθει τον Τουρκαλβανόν να εξασκείται εις την σκοποβολήν.

Ο δε Καρίμ αγάς, ο οποίος έπνεε μένεα, εξεθύμανεν επί τέλους μίαν ημέραν, όταν συνήντησε καθ’ οδόν τον Αλεφούζον:

– Ειντά ’ναι, μωρέ, τα εντεψισλίκια που κάνεις! Χοίρους, μωρέ γκιαούρη, θα μάσε φέρνεις στο χωριό;

– Δεν ειν’ εντεψισλίκι, Κερίμ αγά, απήντησε με τόνον ευλαβή, αλλ’ευσταθή ο Αλεφούζος. Η πίστις μας λέει να τρώμε χοιρινό, με συμπάθειο…

– Η πίστις σας! Να… την πίστη σας!

Και συγχρόνως ύψωσε το τσιμπούκι και το κατέφερε κατά του Αλεφούζου. Αλλ’ ούτος, αποφυγών το κτύπημα, εκράτησε τον βραχίονα του αγά.

– Σ’ εμένα, μωρέ, σήκωσες χέρα, σκυλόπιστε! ανεκράυγασεν ο Κερίμ αγάς και ήρχισε να τον κτυπά λυσσωδώς. Άλλοι Τούρκοι προσέτρεξαν και ο Αλεφούζος μετ’ ολίγον ωδηγήθη εις το σπίτι του αναίσθητος και αιματοβαμμένος. Μετά ένα δε μήνα, εξελθών μίαν νύκτα δια να ταγίσει τα βόδια του, επυροβολήθη παρ’ αγνώστου και πληγωθείς εις τον ώμον διέτρεξε μέγαν κίνδυνον και επί πολύ έμεινε κατάκοιτος. Βεβαιωθείς δε ότι οι Τούρκοι είχαν απόφασιν να τον ξεκάμουν, ηναγκάσθη να ξεπουλήσει και να καταφύγει εις το ορεινόν χωρίον Ακαράνου.

Ο υιός του Σταμάτης, είχεν ακούσει πολλάκις παρά του πατρός του αυτήν την ιστορίαν και από της παιδικής του ηλικίας εμάζευε μίσος εις την ψυχήν του εναντίον των Τούρκων και ιδίως των Μοδιανών και ονειροπόλει εκδίκησην. Ο Κερίμης είχεν αποθάνει, είχε αποθάνει και ο γέρος Αλεφούζος˙ ας κάμουν καλά αυτοί οι δύο εις τον άλλον κόσμον, όπου βεβαίως απεκόμισαν και το μίσος των. Αλλ’ όπως ο Αλεφούζος είχε αφήσει υιόν, είχεν αφησει υιόν και ο Κερίμης τον Αρίφ αγάν. Αυτοί οι δύο θα έλυαν τους οικογενειακούς λογαριασμούς. Ο Αρίφης ήτο όλως διάφορος του πατρός του. Αγαθός άνθρωπος, αγαπών το κρασί και τας διασκεδάσεις, τα είχε καλά με Χριστιανούς και Τούρκους, και εμοίραζεν τον καιρόν του μεταξύ του Μοδιού, όπου είχε σύζυγον και τέκνα, και των Χανιών, όπου είχε ερωμένας και συμπότας. Το μόνον έργον του ήτο να διασκεδάζει και να δανείζεται ή να πουλεί, όταν το εισόδημα δεν επήρκει εις τα ανάγκας του.

Ο Σταμάτης είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του την φιλεργίαν και την ιδιαιτέραν κατά των Μοδιανών Τούρκων μνησικακίαν. Ήτο της αυτής περίπου ηλικίας με τον Αρίφην, νέος τριανταπέντε ετών, ηράκλειος την κατασκευήν, με γενειάδα ξανθήν και τραχείαν, με μάτια γεμάτα ζωηρότητα και πονηρίαν.

Μίαν ημέραν έμαθαν οι Μοδιανοί έξαφνα ότι ο Σταμάτης Αλεφούζος εξηγόρασε τα πατρικά του κτήματα και μετ’ ολίγας ημέρας εγκατεστάθη εις το πατρικόν του σπίτι δίπλα εις το κονάκι του Αρίφη. Μία δε από τα πρώτας του φροντίδας ήτο να φέρει εξ Ακαράνου μίαν γουρούναν με 6-7 γουρουνόπουλα, τόσον θορυβώδη και αεικίνητα, ώστε ενόμιζες ότι εγέμισε χοίρους το χωριό. Και πράγματι εγέμισε, διότι και όσοι εκ των Χριστιανών Μοδανιών δεν είχαν ηγόρασαν, και όσοι τους είχαν δεμένους τους άφηναν ελεύθερους να περιφέρωνται εις το χωριό και εις τους πέριξ αγρούς, να επισκέπτωνται ενίοτε το τουρκικόν καφενείον, να εισέρχωνται εις τας τουρκικάς αυλάς, προς μεγάλην αγανάκτησιν και φρίκην των χανουμισσών, και ν’ αναστατώνουν τους λαχανοκήπους των αγάδων.

Τώρα πλέον μπουλούμπασης δεν υπήρχε και η εποχή του γιανιτσαρισμού είχεν απομακρυνθεί τόσον, ώστε εκινδύνευε να λησμονηθεί. Το Μόδι από τουρκοχώρι, μετεβάλλετο εις χριστιανοχώρι, διότι κατά την τελευταίαν επανάστασιν πολλοί των Τούρκων εφονεύθησαν ή εκόλλησαν εις τα Χανιά˙ τους Τούρκους δε διεδέχοντο Χριστιανοί εκ των ορεινών χωρίων, μιμηθέντες το παράδειγμα του Σταμάτη και αγοράζοντες τα πωλούμενα τουρκικά κτήματα. Όσον δε έβλεπε τον χριστιανικόν πληθυσμόν του χωρίου αυξάνοντα και τον τουρκικόν ελαττούμενον, ο Σταμάτης εθριάμβευε. Και μίαν ημέραν είπε προς τον Αρίφην με μειδίαμα πειρακτικόν:

– Αϊ, Aρίφ αγά, να ’ζιε ο ραμετλής[2] ο μπαμπάς σου να ’δει το χωριό ετσά που γίνηκε!

Ο Αρίφης εσκυθρώπασε.

– Πώς εγίνηκε; είπε με φωνήν πνιγμένην.

– Να, ρωμέικο, λω δα! Γιάδε, γιάδε!

Και με θριαμβευτικήν χειρονομίαν του έδειξε κοπάδι γουρουνόπουλα, τα οποία ήρχοντο ακολουθούντα την βραδυπορούσαν μητέρα των. Ο Αρίφης όμως παρετήρησε τα γουρουνόπουλα χωρίς να πτύσει ή να βλασφημήσει, ως ο πατέρας του.

– Αν έζιε ο μπαμπάς σου, προσέθηκεν ο Σταμάτης, θα ’σκαζε.

Αλλ’ όσον έβλεπεν ότι ο Αρίφης, αντί να θυμώνει, εφαίνεται μάλλον λυπούμενος από τα πειράγματά του, του Σταμάτη το πείσμα εμετριάζετο. Και εγκατέλειψε μίαν εκδίκησιν την οποίαν εσχεδίαζε προ πολλού˙ να στείλει την ημέραν του Μπαϊραμιού ως δώρον προς τον υιόν τού Κερίμ αγά το καλύτερόν του χοιρίδιον.

Αλλ’ ουδέποτε ίσως η ψυχή του Σταμάτη εχάρη όσον κατά την παραμονήν των Χριστουγέννων, ότε το Μόδι αντελάλησεν από κραυγάς χοίρων σφαζόμενων. Δια να εντείνει την αγαλλίασίν του αυτός επανέλεγε γελών κι από τ’ αυτιά, κατά το λεγόμενον:

– Σήμερο μόνον το κατάλαβα πώς το Μόδι ερώμιεψε.

Πάντοτε δε είχε την ιδέαν ότι, μεθ’ όλην την απάθειαν την οποίαν εδείκνυεν ο Αρίφης, ενδομύχως έσκαζε. Δεν ήτο και μικρό να του σφάξει δύο χοίρους μπρος την πόρτα τους! Αλλά μετά τινάς ημέρας ο Αρίφης, επιστρέφων από τα Χανιά, εσταμάτησεν έφιππος προ της θύρας του Σταμάτη.

– Καλησπέρα, γείτονα, είπε προς τον εμφανισθέντα Σταμάτην. Φέρε κρασί να με κεράσεις… Είμαι στα κέφια μου απόψε.

Ο Σταμάτης εκινήθη δια να φέρει κρασί, αλλ’ο Αρίφης τον εσταμάτησε.

– Κι ένα καλό μεζέ.

Έπειτα έσκυψεν εκ του εφιππίου και είπε χαμηλοφώνως:

– Ένα κομμάτι.. λουκάνικο!

[1] Ασής = αντάρτης

[2] Ραμετλής = μακαρίτης




Ο Μάνος Χατζιδάκις. Διαβάζει Ιωάννη Κονδυλάκη

Το ποίημα. Πώς ερώμιεψε το χωριό

Όταν ήμουν δάσκαλος

Παρουσίαση

Ο Ιωάννης Κονδυλάκης γεννήθηκε το 1861 στο Βιάμο της Ανατολικής Κρήτης και πέθανε το 1920. Έμαθε γράμματα στην πατρίδα του και στην Αθήνα, όπου τελείωσε το γυμνάσιο μεγάλος στην ηλικία, διότι διέκοψε για ένα διάστημα (το 1877) και κατέβηκε στην Κρήτη για να πάρει μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωσή της. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή, αλλά δεν την τελείωσε. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως δημοδιδάσκαλος στην Κρήτη, αλλά γρήγορα παραιτήθηκε και εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, ασχολούμενος με τη δημοσιογραφία. Έγραφε κυρίως χρονογραφήματα στις εφημερίδες της εποχής με το ψευδώνυμο «Διαβάτης».
Το έργο του Κονδυλάκη (εκτός από το χρονογραφικό) περιλαμβάνει τα "Διηγήματα" (1884), εμπνευσμένα κυρίως από τον αγώνα της Κρήτης, το μυθιστόρημα "Ο Πατούχας" (1892), τη συλλογή διηγημάτων "Όταν ήμουν δάσκαλος" και άλλα διάφορα διηγήματα (1916) και το κύκνειο άσμα του, τη νουβέλα "Η πρώτη αγάπη" (1919). Το μυθιστόρημα σε συνέχειες σε εφημερίδα της εποχής με τίτλο "Οι άθλιοι των Αθηνών" (1895) δε φαίνεται να έχει ιδιαίτερη αξία, αν και δίνει μια ενδιαφέρουσα εικόνα της ζωής στη μικρή Αθήνα του 1870.
Από το έργο του ξεχωρίζει "Ο Πατούχας", κρητική ηθογραφία με πολλά λαογραφικά στοιχεία και ζωντανό
λόγο, αλλά και με τη διαγραφή ενός από τους πιο δυνατούς τύπους της νεοελληνικής πεζογραφίας. Επίσης ξεχωρίζει "Η πρώτη αγάπη" κυρίως για την πρωτοτυπία και την τόλμη του θέματος. Περιγράφει τον έρωτα ενός πεντάχρονου αγοριού για μια πολύ μεγαλύτερή του κοπέλα και θα μπορούσε να διακρίνει κανείς φροϋδικά στοιχεία. Εξίσου σημαντικό είναι και το εκτεταμένο διήγημα "Όταν ήμουν δάσκαλος", που παρουσιάζουμε εδώ και που είναι ικανό να δείξει στον αναγνώστη τις αρετές του Κονδυλάκη: Ζωντανή αφήγηση, πλούσια και ρέουσα γλώσσα, στην οποία η καθαρεύουσα της διήγησης (της ομιλίας του αφηγητή) εναλλάσσεται με την ιδιωματική (κρητική) δημοτική της μίμησης (της ομιλίας των προσώπων). Ακόμα, η ευρηματικότητα και η ζωηρή αίσθηση του χιούμορ σε συνδυασμό με τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων και τη γρήγορη κίνηση της πλοκής. Τέλος, η απρόσμενη και συνήθως δραματική «λύση», μέσα από την εναλλαγή του αστείου και του σοβαρού, του παιγνιώδους και του τραγικού, όπως είναι και η ίδια η ζωή.
Στο διήγημά μας ο αφηγητής, που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, μόλις τελείωσε το σχολείο, διορίζεται «σχολάρχης» σ' ένα χωριό της Κρήτης και αφηγείται περιστατικά αυτής της σχολικής χρονιάς τόσο μέσα όσο και έξω από την τάξη και το σχολείο. Τα γεγονότα μάλιστα του σχολείου και της διδασκαλίας είναι δοσμένα με τόση ενάργεια που ασφαλώς σχετίζονται με τις εμπειρίες του ίδιου του Κονδυλάκη ως δασκάλου, ενώ παράλληλα προβάλλουν πρωτοποριακές για την εποχή παιδαγωγικές αντιλήψεις. (Κώστας Μπαλάσκας, από την εισαγωγή της έκδοσης) 

Απόσπασμα 

Εις την μελέτην της γραμματικής προσετέθη η μελέτη της αριθμητικής. Το πείσμα και η ανάγκη μού έδωκαν και την απαιτουμένην νέαν καρτερίαν, αλλά δεν ηδύναντο να δώσουν και εις την μνήμην μου την πειθαρχίαν των αριθμών εις ην δεν είχε συνηθίσει. Και πολλάκις πράγματα τα οποία είχα εννοήσει και απομνημονεύσει την προτεραίαν με διέφευγαν την επιούσαν. Το δέος το οποίον διετήρουν από τους μαθητικούς χρόνους δια τα μαθηματικά, επέφερε σάστισμα και ταραχήν εις την διάνοιάν μου, καθ’ ην στιγμήν επεχείρουν να παραδώσω.

Είχα παρατηρήσει όμως δύο των μαθητών μου, ιδίως δε εις εκ των μεγαλυτέρων, ονόματι Μανούσος, είχαν εξαιρετικήν νοημοσύνην και επιμέλειαν και ήσαν δυνατοί εις όλα τα μαθήματα. Και είχα ήδη αρχίσει να επωφελούμαι τας γνώσεις και την αντίληψίν των εις την τεχνολογίαν. Ερωτών αυτούς, δια να ίδω τάχα εάν γνωρίζουν τον γραμματικόν κανόνα, υπεβοήθουν την μνήμην μου δια των απαντήσεών των και ούτω διδάσκων εδιδασκόμην. Εσκέφθην δε να εφαρμόσω και εις τας δυσκόλους περιστάσεις της αριθμητικής την μέθοδον ταύτην.

Οσάκις τα προβλήματα μου εφαίνοντο δύσκολα, έλεγα με την μεγαλυτέραν αφέλειαν:

-Μελετήσατε αυτά τα προβλήματα. Περιττόν να σας τα παραδώσω. Είναι ευκολώτατα, παιγνιδάκια.

Την ημέραν δε καθ’ ην είχαμε αριθμητικήν, εκάλουν τον αμελέστερον να λύση τα «παιγνιδάκια», βέβαιος ων εκ των προτέρων ότι θ’ απετύγχανεν. Εκάλουν έπειτα άλλον και άλλον και ούτω παρέτασσα τους ασθενεστέρους προ του μαυροπίνακος. Τελευταίον εκάλουν τον ένα εκ των επιλέκτων:

– Έλα συ, Κώστα, να τους δείξης ότι δεν μπορούν να νοιώσουν τα ευκολώτερα των πραγμάτων. Προσέχετε καλά, ανόητοι!

Ο Κώστας ήρχιζε την λύσιν, εγώ δε παρηκολούθουν δια του ενός οφθαλμού τα τελούμενα επί του μαυροπίνακος, δια δε του άλλου όχι πλέον τας σημειώσεις μου, αλλά την φυσιογνωμίαν του Μανούσου. Ο τυφλοσούρτης μου ήτο ζωντανός τώρα. Εάν έβλεπα επιδοκιμαστικά νεύματα ανεφώνουν:

-Βλέπετε τώρα, τι εύκολα πράγματα σας εντρόπιασαν; Εύγε, Κώστα! Κάμε το άλλη μια φορά να το νοιώσουν.

Και ούτω ο Κώστας εδίδασκε τους συμμαθητάς … και τον διδάσκαλόν του.

Εάν όμως διέκρινα εις την φυσιογνωμίαν του Μανούσου σημεία αποδοκιμασίας, μορφασμόν ή μειδίαμα, ήρχιζα να κινώ την κεφαλήν:

-Δεν τα κατάφερες, Κώστα, και θα καλέσω το Μανούσο να σου βάλη τα γυαλιά… Για σκέψου λίγο… Ας είναι, δεν τα καταφέρνεις… έλα, Μανούσο!

Ο Κώστας απεσύρετο κατακόκκινος και παρεχώρει την θέσιν του και την κιμωλίαν εις τον αντίζηλον. Διότι ούτω κατώρθωνα συγχρόνως ν’ αναπτύσσω μεταξύ των δύο επιλέκτων άμιλλαν, ήτις υπεδαύλιζε και διετήρει τον ζήλον και την επιμέλειάν των. Ο Μανούσος πάντοτε με καταπληκτικήν ευκολίαν εύρισκε την ορθήν λύσιν. Αλλά τι θα εγίνετο, Θεέ μου, αν ήτο και αυτός ως οι άλλοι; Μίαν φοράν παρ’ ολίγον να ευρεθώμεν εις το αδιέξοδον τούτο. Επρόκειτο περί της υφαιρέσεως εσωτερικής ή εξωτερικής, δεν ενθυμούμαι καλά. Ο Κώστας περιήλθεν εις αμηχανίαν, το δε πρόσωπον του Μανούσου δεν εξέφραζε τίποτε. Τώρα μάλιστα με παρετήρει και αυτός προσπαθών να μαντεύση την λύσιν από τας κινήσεις της φυσιογνωμίας μου. Αλλ’ εγώ είχα φυσιογνωμίαν σφιγγός ανεξερεύνητον, ενώ εντός μου εσφάδαζε αγωνία φοβερά. Αλλά τι να γίνη; Ο Κώστας είχε κοκκινίσει μέχρι των ώτων και κύψας την κεφαλήν, παρητήθη από την αδύνατον επιχείρησιν. Ηναγκάσθην δε να καλέσω τον Μανούσον και συγχρόνως εσκεπτόμην πυρετωδώς τι να είπω και τι να κάμω εν περιπτώσει καθ’ ην θα εψεύδετο και η τελευταία μου ελπίς. Και πράγματι μετ’ ολίγον ήρχιζε να κοκκινίζη και ο Μανούσος και εψιθύρισε:

– Παράξενο πράμα! Εχθές το ’καμα χωρίς καμμία δυσκολία.

Ο διδάσκαλος είχε καθήκον πλέον να παρέμβη με τα φώτα του· αλλ’ ο διδάσκαλος δεν ενόει ν’ αναμειχθή εις πράγματα τόσον εύκολα, από τα οποία δεν ενόει τίποτε. Και ανεκουφίσθη με μίαν σκέψιν: «Το κάτω κάτω καταργούμεν την υφαίρεσιν. Σήμερον δεν την χρησιμοποιούν πια. Η νέα μέθοδος…» Με αυτήν την «νέαν μέθοδον» εδικαιολόγουν πολλά πράγματα.

Αλλ’ καθ’ ην στιγμήν ήνοιγα το στόμα δια να καταργήσω την υφαίρεσιν, ήνοιξε το ιδικό του και ο Μανούσος – καλή του ώρα! – και επρόφερεν έν επιφώνημα, πλήρες χρηστών ελπίδων:

– Α! Το βρήκα.

– Έλα, Αρχιμήδη! του είπα. Εγώ προς τιμωρίαν δεν σ’ εβοήθησα… Έπειτα πρέπει να μάθετε να σκέπτεσθε μόνοι σας… Η νέα μέθοδος αυτό επιβάλλει.

Και όταν οι αριθμοί έφθασαν εις αίσιον πέρας:

– Ωραία! ανεφώνησα. Βλέπεις ότι δεν εχρειάζετο και μεγάλη φιλοσοφία… Αμέ όταν θα διδαχθήτε Άλγεβραν εις το γυμνάσιον, πώς θα κάνετε; Εκεί να ιδήτε αλαμπουρνέζικα! Εγώ, που ήμουν ο πρώτος της τάξεώς μου εις τα μαθηματικά (ω, αν με ήκουεν ένας καθηγητής των μαθηματικών με παραγναθίδας!)… Έλα κάνε το άλλη μια φορά να δούνε και οι άλλοι.

Φαίνεται όμως ότι η ηθοποιία μου δεν κατώρθωνε να κρύπτη τελείως την αδυναμίαν μου εις την οξυδέρκειαν του Μανούσου. Εις τούτο άλλως συνετέλουν και αι σπερμολογίαι του καλού μου συναδέλφου, αίτινες, αν δεν επιστεύθησαν, αφήκαν όμως υπονοίας. Και μου εφάνη ότι ο Μανούσος δεν μου εδείκνυεν από τινός όλον τον σεβασμόν, ότι ήρχισε να γίνεται αλαζών, μαντεύσας ίσως ότι είχεν την ανάγκην του ο διδάσκαλος. Ο κίνδυνος δεν ήτο μικρός· και έπρεπε να παταχθή ταχέως το κακόν πριν ή γενικευθή και μετατραπή εις ανταρσίαν. Έπρεπε να του πάρω τον αέρα, δια να μη μου τον πάρη αυτός. Και μίαν ημέραν, ενώ διήρχετο πλησίον μου και μου εφάνη ότι δεν μ’ εχαιρέτησεν ή ότι μ’ εχαιρέτησεν αμελώς, τον εσταμάτησα και με οργήν του είπα:

– Γιατί δεν χαιρετάς, ε; Γιατί δεν χαιρετάς;

– Εχαιρέτησα, δάσκαλε, απήντησεν ωχριάσας.

– Τόσον καλά εχαιρέτησες ώστε δεν σε είδα. Αλλ’ εγώ δεν ανέχομαι αυθαδείας. Τας κόβω μία και καλή.

Και συγχρόνως με την τελευταίαν λέξιν επλατάγισαν δύο ραπίσματα εις τα μάγουλά του.

– Τι νόμισες; Είσαι ο πρώτος στα μαθήματα, αλλ’ οφείλεις να είσαι και ο πρώτος εις την συμπεριφοράν… Πήγαινε και άλλη φορά να είσαι προσεκτικώτερος!

Και απομακρυνόμενος είπα μονολογών:

– Και να μου μαθαίνης καλά το μάθημα.



Ο Πατούχας 

Παρουσίαση

Ξεπερνώντας το ηθογραφικό πλαίσιο που προσφέρεται για να τροφοδοτήσει τη νοσταλγική μνήμη του συγγραφέα, ο Ιωάννης Κονδυλάκης πλάθει με τον Πατούχα του έναν ανθρώπινο τύπο, με διαστάσεις μονιμότερες και αναγνωρίσιμες σ' όλους τους χώρους της κοινωνικής ζωής. Ο πρωτόγονος έφηβος με τις αχαλίνωτες ορμές, την αθωότητα του πρωτόπλαστου και την πονηράδα του αγριμιού, δεν παραμένει μια φολκλορική φιγούρα, αλλά χάρη στο καταλυτικό χιούμορ του Κονδυλάκη, την ψυχογραφική του δεινότητα και τη δροσιά της ποίησής του, ξεφεύγει από τις σελίδες του βιβλίου και ζει δίπλα μας, γενιές ολόκληρες, σπαρταριστός, αληθινός και οικείος. (. . .) (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

Απόσπασμα 

Β΄.
Δύνασθε νὰ φαντασθῆτε τὴν ἔκπληξιν τῶν γονέων του, ὅταν τὸν εἶδαν μίαν ἑσπέραν νὰ φθάσῃ, χωρὶς νὰ προηγηθοῦν προσκλήσεις καὶ παρακλήσεις ἐκ μέρους των. Ἡ μητέρα του ἔκαμε τὸν σταυρόν της δοξάζουσα τὸν Θεὸν ποῦ τὸν ἐφώτισε. Βέβαια θαῦμα ἦτο αὐτὸ τὸ ἀνέλπιστο. Ὁ Σαϊτονικολῆς ὅμως ἐφοβήθη ὅτι συνέβη τίποτε κακόν, ὅτι ζῳοκλέπται ἴσως ἐπέδραμον εἰς τὴν μάνδραν, καὶ τὸν ἠρώτησε μὲ ἀνησυχίαν πῶς ἤτονε κἐκατέβηκε.
−Ἦρθα νὰ σᾶςε 'δῶ, ἀπήντησεν ἁπλῶς ὁ Μανώλης. Ἀλλ' ἀφοῦ ἐκάθησεν εἰς τὴν σκοτεινοτέραν γωνίαν τοῦ σπιτιοῦ, ὡς συνήθιζεν, εἶπε κάτι τι καταπληκτικόν:
−Θὰ κάτσω κἐγὼ στὸ χωριὸ δυὸ τρεῖς μέρες. Ὅλο στὰ βουνὰ θὰ ζῶ, σὰν ἀγρίμι;
Καὶ τὸ εἶπε μὲ τοιοῦτον πεῖσμα εἰς τὴν φωνὴν, ὡς νὰ τοῦ εἶχαν ἀπαγορεύσῃ οἱ γονεῖς του τὴν ἐπάνοδον εἰς τὸ χωριό.
Ὁ Σαϊτονικολῆς ἀντήλλαξε μὲ τὴ γυναῖκά του βλέμμα ἐκπλήξεως καὶ χαρᾶς.
−Νὰ κάτσῃς, παιδί μου, ὅσο θέλεις, εἶπεν ἡ μητέρα του. Καὶ πάντα νὰ θέλῃς νὰ μείνης, καλλίτερα· μεγάλη μας χαρά. Κἐμεῖς αὐτὸ θέμε, κανακάρη μου.
−Ἐμεῖς δὲ σὲ θέλαμε νὰ γενῇς βοσκός, μοναχὸς σου γίνηκες, εἶπε καὶ ὁ Σαϊτονικολῆς. Κιἄ θὲς ἐσὺ ἕνα νἆσαι κοντά μας, ἐμεῖς τὸ θέμε χίλια, παιδί μου.
Ἡ οἰκογένεια ὁλόκληρος ἑώρτασε τὴν ἑσπέραν ἐκείνην. Ὅλοι οἱ συγγενεῖς, θεῖοι καὶ θεῖαι, καὶ ἡ μεγάλη ἀδελφὴ τοῦ Μανώλη μετὰ τοῦ συζύγου της, ἦλθαν νὰ χαιρετήσουν τὸν ἐπανελθόντα ἀποστάτην· καὶ εἰς ὅλων τὰ πρόσωπα ἔλαμπεν ἡ χαρά, ὡς ἐὰν ὁ πρωτότοκος τοῦ Σαϊτονικολῆ ἦτο νεκρὸς καὶ ἀνέστη. Ἀπέφυγαν ὅμως τὰς συνήθεις θωπείας, διότι ἐγνώριζαν ὅτι τὰ φιλήματα τὸν ἐξηγρίωναν, σχεδὸν ὅπως οἱ ραβδισμοί. Ὁ Μανώλης ὅμως ἦτο σιωπηλὸς καὶ μόνον μὲ τὸν μικρόν του ἀδελφὸν ἀντήλλαξεν ὀλίγας φράσεις. Ὁ μικρὸς οὗτος ἐφοίτα εἰς τὸ σχολεῖον καὶ ὁ Σαϊτονικολῆς εἶχε μεγάλην ἰδέαν περὶ τῆς ἐπιδόσεώς του εἰς τὰ γράμματα, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον τὸ παιδίον παρετήρει τὴν ποιμενικὴν ἐνδυμασίαν τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἐκ τῶν ἐρωτήσεων τὰς ὁποίας τοῦ ἀπηύθυνεν ἐφαίνετο ὅτι εὐχαρίστως θ' ἀντήλλασσεν ὅλην τὴν σοφίαν μὲ τὸν ἐλεύθερον βίον τοῦ Μανώλη.
Ὁ δὲ Σαϊτονικολῆς, ὅστις διὰ γενναίων σπονδῶν ἑώρτασεν εἰς τὴν τράπεζαν τὸ εὐχάριστον γεγονὸς τοῦ οἴκου του, ὡμίλησεν εὐθύμως, θέλων νὰ ἐνθαρρύνῃ τὰς ἡμέρους διαθέσεις τοῦ ἡμιαγρίου υἱοῦ του, καὶ ἔκρινεν ἐπιεικῶς τὴν μέχρι τοῦδε ἀπειθειάν του. Δὲν ἦτο τίποτε· ὅλα τὰ παιδιὰ τέτοια εἶνε, μὰ σὰ μεγαλώσουν, συμμορφόνουνται κιἀκοῦνε τοὺς γονεῖς των. Δὲν μποροῦν νὰ γείνουν κιὅλοι γραμματισμένοι.
Ἔπειτα διηγήθη τὸ ἀνέκδοτον ἑνὸς βοσκοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε καὶ αὐτὸς κατ' οὐδένα λόγον νὰ πλησιάσῃ ἄλλους ἀνθρώπους. Οὔτε γιὰ νὰ μεταλάβῃ δὲν ἔστεργε νὰ κατεβῇ στὸ χωριό. Μιὰ μέρα ποῦ τὸν εἶδε ἀπὸ μακρυὰ ὁ παπᾶς, τοὐφώναξε ὅτι ἔπρεπε νὰ κατεβῇ νὰ κοινωνήσῃ, ἀλλοιώτικα θὰ πήγαινε ἡ ψυχή του στὰ τάρταρα. Ἀλλὰ κι'ὁ βοσκὸς τοὐφώναξε: «Βάλε μού το στ' ἀραγοῦλι, πέψε μού το στοῦ Μαγούλη», κἔφυγε. «Καλὰ, εἶπε κιὁ παπᾶς, θὰ σοῦ δείξω 'γώ, ζωντόβολο!» Καὶ τὴν ἄλλη μέρα γεμίζει ἕναν ἀραγὸ ξύδι καὶ τοῦ τὸν στέλλει. Καὶ ὁ βοσκός, νομίζοντας ὅτι τὸ τουλουμάκι εἶχε κρασί, τὸ γύρισε κι' ἄρχισε νὰ πίνῃ νὰ πίνῃ, σὰν καταβόθρα, ὅσο ποῦ ἔνοιωσε τὸ ξύδι νὰ τοῦ θερίζῃ μέσα τὰ σωθικά.
Ὁ Μανώλης, ὅστις ἐξηκολούθει νὰ σιωπᾷ, κάτω νεύων, ἐγέλασε μὲ τὸ πάθημα τοῦ συναδέλφου του καὶ ἐξεθαρρεύθη ὀλίγον μὲ τὸν πατέρα του, ἀπὸ τὸν ὁποῖον τὸν ἐχώριζεν αἴσθημα ψυχρότητος καὶ φόβου.
Τὸ μικρὸν δ' ἐκεῖνο ξεθάρρευμα ἐπωφελήθη ὁ Σαϊτονικολῆς διὰ νὰ τοῦ παραστήσῃ ὅτι ἦτο καιρὸς πλέον νἀφήσῃ τὰ πρόβατα, διὰ νὰ ἔμβῃ κιαὐτὸς εἰς τὴν τάξιν τῶν ἀνθρώπων. Διὰ τὰ πρόβατα εἶχον τοὺς βοσκούς των· διὰ τὴν ἐπίβλεψιν ὅμως καὶ τὴν καλλιέργειαν τῶν κτημάτων δὲν ἤρκει μόνος ὁ γέρος· θὰ πῇς ὅτι δὲν ἦτο γέρος ἀκόμη, ἀλλὰ δὲν ἦτο καὶ νέος καὶ τὰ γεράματα ἐπλησίαζαν. Ἔπειτα ὁ Μανώλης ἔπρεπε νὰ φροντίσῃ καὶ γιὰ τὸ δικό του σπίτι. Ἦτο ἄνδρας πιά. Καὶ τὶ ἄνδρας! Ἄν ὅλοι οἱ νέοι σὰν κιαὐτὸν ἔπαιρναν τἀνάπλαγα νὰ ζοῦν σὰν ἀγριόγιδα, τὶ θὰ ἐγίνοντο ᾑ κοπελιές; καλόγρηες; Κεἶχε τώρα τώρα κάτι κορίτσια τὸ χωριό, κάτι νέα βλαστάρια, ποῦ δὲν ἤξερε κανεὶς νὰ διαλέξῃ.
−Αἴ, μωρὲ παιδί, ἀνεφώνησεν ὁ Σαϊτονικολῆς εὐθύμως, νὰ μὴν ἔχω 'γὼ τὴ νιότη σου!
−Ἔφαες τὸ κουλοῦρι σου κάτω τὴ μούρη σου! τοῦ εἶπε γελῶσα ἡ σύζυγός του, ἥτις ἱσταμένη πλησίον τοῦ υἱοῦ της, τὸν περιέβαλλε μὲ ἀκτινοβολίαν στοργῆς καὶ ἐγίνετο διερμηνεὺς τῆς σιωπῆς του. Ἐδὰ ν' ἄλλου ἀράδα.
Ἐπειδὴ δὲ ἴσως οἱ ὑπαινιγμοὶ τοῦ πατρὸς ἦσαν σκοτεινοὶ διὰ τὸν τραγίσιον ἐγκέφαλον τοῦ υἱοῦ της, ἔσκυψε καὶ τοῦ ἐψιθύρισε:
−Ἡ ἀράδα τοῦ Μανώλη μου, ποῦ θὰ τόνε παντρέψωμε μὲ μιὰ ὤμορφη κοπελιά.
Ὁ Μανώλης εἶχεν ἤδη ἐννοήσῃ ἀρκετά, ὡς ἐφανέρωσε τὸ ἐρύθημα τοῦ προσώπου του, ἀλλ' ὅταν ἤκουσε καὶ τὴν τελευταίαν ἐξήγησιν, εἰς τοιαύτην ἀμηχανίαν τὸν ἔφερεν ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐντροπή, ὥστε ἀπώθησε τὴν μητέρα του λέγων:
−Δὲ θέλω παντριγιὲς κιἄφησέ με, ναί!
Ἀλλ' ἐνῷ ἤθελε νὰ φανῇ θυμωμένος, προδότης γέλως ἔλαμπεν εἰς τὸ πρόσωπόν του.
−Δὲ θέλεις λέει; ἀνεφώνησε γελῶν ὁ Σαϊτονικολῆς. Γιὰ ξαναπέ το, κατεργάρη!
Ὁ Μανώλης ἔκρυψε τὸ πρόσωπόν του καὶ εἶπε μὲ πεῖσμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἐχόρευεν ἡ χαρά:
−Δὲ θέλω, δὲ θέλω, δὲ θέλω!
−Καλά, μὴ θές. Ἄφησε νὰ δῇς, τσὴ κοπελιὲς καὶ τότε τὰ λέμε πάλι.
Ὁ Σαϊτονικολῆς ἦτο κατευχαριστημένος, διότι εἶχε σχηματίσει πεποίθησιν ὅτι ὁ Μανώλης, καὶ νὰ τὸν ἔδιωχναν, δὲν θἄφευγε πλέον ἀπὸ τὸ χωριό. Καὶ ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸν του ἐφώναξε τὴν νοικοκυράν του νὰ φέρῃ κρασί, καρύδια, ἀμύγδαλα, ὅ,τι καλὸν εἶχαν στὰ πιθάρια. Ἐπειδὴ δὲ ἦτο θησαυρὸς ἀνεκδότων, ἐνίοτε παρατόλμων, διηγήθη καὶ τὸ ἁρμόζον εἰς τὴν προκειμένην περίστασιν. Κάποιος μιὰ φορὰ, διὰ νὰ σώσῃ τὸ γυιό του ἀπὸ κακὲς συναναστροφές, ἀποφάσισε νὰ τὸν ἀναθρέψῃ μακρὰν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους σἕνα ἔρημο πύργο. Ὁ νέος ἐμεγάλωσε, ἔγεινε ἄνδρας, χωρὶς νὰ δῇ ποτὲ γυναῖκες. Τότε τὸν ἐπῆρε ὁ πατέρας του κἐπῆγαν στὴν πολιτεία καὶ τὸν ἐγύρισε δεξιὰ κιἀριστερὰ. Ὁ νέος, σὰ μικρὸ παιδὶ ἀκάτεχο, ἐρωτοῦσε τὸν πατέρα του γιὰ κάθε πρᾶμμα ποὔβλεπε τεἶνε τοῦτο καὶ τεἶνε κεῖνο. Ὅταν εἶδε καὶ τὶς γυναῖκες, ἐξεστάθηκε κιἀρώτησε τὸν πατέρα του τὶ ἦσαν. «Αὐτοί, παιδί μου, εἶν' οἱ δαιμόνοι», τοὖπε ὁ πατέρας του, γιὰ νὰ τὸν φοβίσῃ, γιατ' εἶδε πῶς τοὔκαμαν μεγάλην ἐντύπωσιν. Ὅταν ἐγύρισαν πίσω στὸν πύργον των, ὁ πατέρας τοῦ εἶπε: «Ἀπ' ὅλα τὰ πράμματα ποῦ εἶδες στὴν πολιτεία, γυιέ μου, ποιὰ σοῦ ἄρεσαν καλλίτερα, γιὰ νὰ σοῦ τὰ φέρω;» −«Οἱ δαιμόνοι», ἀποκρίθηκε ὁ νέος ἀμέσως.
Ὅλοι ἐγέλασαν μὲ τὸ ἀνέκδοτον, διέφυγε δὲ μιὰ ἔκρηξις γέλωτος καὶ ἐκ τοῦ στόματος τοῦ Μανώλη καὶ ἐπειδὴ ὅλων τὰ βλέμματα εἶχον στραφῆ πρὸς αὐτόν, ἡ ἀμηχανία του ἐκορυφώθη καὶ συνεστρέφετο ἐπὶ τῆς καθέκλας, ὡς θέλων νὰ τρυπήσῃ τὴν γῆν, διὰ νὰ κρυβῇ μετὰ τῆς ἐντροπῆς του. Τοῦτο ὅμως δὲν ἠμπόδιζε ν' ἀναγνωρίζῃ ἐνδομύχως ὅτι εἶχε πολὺ δίκαιον ὁ νέος ἐκεῖνος. Μήπως καὶ αὐτὸς δὲν θὰ ἐπροτίμα ἕνα δαίμονα ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου; Καὶ ὅμως αὐτὸς καὶ τὸ θάρρος δὲν εἶχε νὰ τὸ ὁμολογήσῃ καί, ὅταν οἱ ἄλλοι τὸν ἐνθάρρυναν, ἔχανεν ἔτι μᾶλλον τὸ θάρρος του.
−Τὸ ἴδιο κιὁ Μανωλιός, συνεπέρανεν ὁ Σαϊτονικολῆς. Μᾶς ἐπεθύμησε λέει κἦρθε νὰ μᾶςε δῇ. Μὴν τὸν ἀκοῦτε. Ἦρθε νὰ βρῇ τὸν δαίμονά του. Θέλει κιαὐτὸς ἕνα δαίμονα.
Αἴ! αὐτὸ πλέον ἦτο πάρα πολύ. Ὁ Μανώλης ὅταν ἤκουσε τὸ συμπέρασμα καὶ τοὺς γέλωτας οἵτινες τὸ ἐπεδοκίμασαν, ὑπὸ τοιούτου πανικοῦ ἐντροπῆς κατελήφθη, ὥστε ἀνατιναχθεὶς ὥρμησεν, ὡς ἐκπτοηθεὶς τράγος, εἰς τὸ «μέσα σπίτι», συναντήσας δὲ τὴν μητέρα του ἐπανερχομένην μὲ τὸ κρασί, τὴν ἀνέτρεψε καὶ προχωρήσας ἐτρύπωσεν εἰς τὸ βάθος μεταξὺ τῶν πίθων.
Ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὅλοι ἔμειναν κατάπληκτοι διὰ τὴν αἰφνιδίαν ἐκείνην φυγήν. Ἔπειτα ὁ Σαϊτονικολῆς, ὅστις δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ γελάσῃ ὅταν εἶδε τὴν σύζυγόν του ἐγειρομένην ἐπιπόνως, μορφάζουσαν καὶ κρατοῦσαν ἔτι τὴν λαβὴν τοῦ θραυσθέντος δοχείου, ἐπλησίασε πρὸς τὴν μεσόθυραν κἐφώναξε πρὸς τὸν Μανώλην:
−Ἐδαιμονίστηκες, μωρέ;
−Μὲ τσοὶ δαιμόνους ποῦ κάθεσαι καὶ τοῦ λές!… εἶπεν ἡ σύζυγός του.
Ὁ δὲ Μανώλης, ὅστις εἰς τὴν φωνὴν τοῦ πατρός του διέκρινεν ἀπειλήν, ἀπήντησεν ἐκ τῆς κρύπτης του μὲ παράπονον, ὡς νὰ ἦτο ἕτοιμος νὰ κλαύση:
−Δὲ θέλω νὰ μοῦ λὲς τέτοια πράμματα, ἀλλοιῶς…
Ἀλλὰ δὲν συνεπλήρωσε τὴν ἀπειλήν, μὴ τολμῶν πλέον οὔτε νὰ διανοηθῇ ὅτι θὰ ἐπανήρχετο εἰς τὰ βουνὰ διὰ νὰ ἐξακολουθήσῃ τὸν πρότερον βίον.
Ὁ Σαϊτονικολῆς τοῦ ὑπεσχέθη ὅτι δὲν θὰ τοῦ ἔλεγε πλέον τίποτε περὶ δαιμόνων τοῦ ὡρκίσθη μάλιστα εἰς τὰ κόκκαλα τοῦ σκύλου, μὲ τὰ ὁποῖα, χάριν εὐφημισμοῦ, εἶχεν ἀντικαταστήσῃ εἰς τοὺς ὅρκους του τὰ «κόκκαλα τοῦ κυροῦ του».
Ἐνῷ δὲ ἡ Σαϊτονικολίνα ἐπέπληττε χαμηλοφώνως τὸν ἄνδρα της, διότι τὸ παράκαμε κιαὐτὸς μὲ τοὺς χωρατάδες του κιἀγρίεψε τὸ κοπέλι, ὁ Μανώλης ἐξῆλθε μὲ ἦθος διστακτικὸν καὶ φοβισμένον κἐκάθησεν εἰς μίαν ἄκραν κατὰ γῆς, ὅπως ἦτο συνειθισμένος. Κἐκείνη ἡ καθέκλα εἶχε πολὺ συντελέσῃ εἰς τὴν ἀμηχανίαν του ἐπ' αὐτῆς ἡ ἐντροπή του ἦτο περισσότερον ἐκτεθειμένη εἰς τὰ βλέμματα.
−Καλὰ ποῦ δὲν ἐκάθουντονε πρὸς τὴν ὄξω πόρτα, ἐψιθύρισεν ἐκ νέου ἡ Σαϊτονικολίνα πρὸς τὸν σύζυγόν της, ἀλλοιῶς θἄπαιρνε πάλι τὰ ὄρη κὕστερα τρέχε νὰ τόνε κυνηγᾷς.
Ὁ Σαϊτονικολῆς ἐμειδία μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς γυναικός του. Μωρέ, δὲ φεύγει δὲν ἦρθ' αὐτὸς γιὰ νὰ φύγῃ. Τὸ πρᾶμμα ποῦ τὸν εἶχε τραβήξῃ αὐτὴ τὴ φορὰ στὸ χωριὸ ἤτονε πολὺ δυνατό, παντοδύναμο. Καὶ ἄλλο ἀνέκδοτο ἀνέβαινεν εἰς τὰ χείλη του ἡ ἱστορία ἄλλου ἀφελοῦς βοσκοῦ, ὅστις κατέφυγεν εἰς ἰατρὸν διὰ νὰ τοῦ θεραπεύσῃ παράδοξον καὶ ὀχληρὸν νόσημα. Καὶ ἄν δὲν τὸν ἠμπόδιζεν ἡ παρουσία τῆς θυγατρός του, θὰ τὸ ἔλεγεν, ἀδιαφορῶν ἄν θὰ κατελαμβάνετο ὑπὸ νέου πανικοῦ ὁ υἱός του. Τόσον τὸ ἐπίκαιρον τῆς ἱστορίας τὸν ἐγαργάλιζεν.
Ἀλλὰ μὴ δυνάμενος νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν ἐπιθυμίαν του, ἤρχισε νὰ διαγράφῃ κατὰ διάνοιαν τὸ σχέδιον τοῦ ἐξανθρωπισμοῦ τοῦ υἱοῦ του, ἐνῷ ὁ Μανώλης, ἀναθαρρήσας ὀλίγον, ὡμίλει πρὸς τὸν ἀδελφόν του καὶ μεταξὺ ἄλλων τὸν ἠρώτα ἄν ὁ δάσκαλος τὸν εἶχε βάλῃ κιαὐτὸν στὸν φάλαγγα. Ὁ Σαϊτονικολῆς ἐμελέτα σειρὰν ὅλην ἐξημερωτικῶν μέσων, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ πρῶτον ἦτο νὰ τὸν ἀντικαταστήσῃ ὁ Μανώλης, ὡς ἀνάδοχος, εἰς ἕν βάπτισμα, διὰ τὸ ὁποῖον εἶχε δώσῃ ὑπόσχεσιν.
Τὸ πρωῒ τῆς ἐπιούσης, μετὰ τὴν λειτουργίαν, δὲν ἐχρειάσθησαν πολλαὶ προσπάθειαι διὰ νὰ πεισθῇ ὁ Μανώλης νὰ κάμῃ μετὰ τοῦ πατρός του ἕναν γῦρον εἰς τὸ χωριὸ μέχρι τῆς ἀγορᾶς. Ὁ νέος εἶχεν ἀποβάλῃ τὴν μαλλίνην ποιμενικὴν ἐνδυμασίαν· διὰ νὰ τὸν καλοπιάσῃ δὲ ἡ μητέρα του τὸν ἐνέδυσε μὲ τὰ καλλίτερα ἐνδύματα τοῦ πατρός του, τὰ ὁποῖα ὅμως τοῦ ἤρχοντο ὀλίγον στενόχωρα, καίτοι ὁ Σαϊτονικολῆς ἦτο ὑψηλὸς καὶ εὔρωστος.
Οὕτω ἔκαμε τὴν ἐπίσημον ἐμφάνισίν του εἰς τὸ χωριό. Καὶ εἴδαμεν ὁποία ὑπῆρξεν ἡ πρώτη ἐντύπωσις καὶ πῶς ἀπὸ θαυμασμοῦ ἡ Σπυριδολενιὰ τὴν ἔτρεψεν εἰς χλεύην. Τότε ἐκεῖνοι οἵτινες πρὸ μικροῦ εἶδον μόνον τὸν πλήρη ζωῆς ἔφηβον, εἰς τὸν ὁποῖον τὰ βουνὰ εἶχον δώσει τὸ ψήλωμα καὶ τὸν ἀέρα τῆς ἐλάτης, διέκριναν παντοῖα κωμικὰ ἐλαττώματα. Ἦτο παρὰ πολὺ ψηλός, τόσον πολύ, ὥστε νὰ ἐνθυμίζῃ τοὺς Σαρακηνούς, κάτι φαντάσματα φοβερὰ τῶν ἐρειπίων. Καὶ εἰς τὸ ὕψος ἐκεῖνο ἐνόμιζες ὅτι ἡ κεφαλή του ἐζαλίζετο καὶ δὲν ἐστέκετο καλά. Ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν φωνὴν δὲν εἶχε, καλέ, κάτι τι ἀπὸ τὸ βέλασμα τοῦ τράγου; Ἔπειτα ἦτο κακοζωσμένος, ἀσυστύλωτος καὶ δὲν ἤξευρε νὰ περιπατήσῃ στὸ ἴσωμα, ἀλλὰ συνεκρούοντο τὰ σφυρά του καὶ οἱ πόδες του παρέσυρον καὶ κατεκύλιον τοὺς λίθους τῆς ὁδοῦ, καὶ ἐγίνετο χαλασμὸς κόσμου. Τί πατούχας! Μέχρι τῆς ἑσπέρας τὸν ἐγνώριζον ὅλοι σχεδὸν οἱ χωριανοὶ μὲ τὸ ὄνομα τοῦτο καὶ ὅσοι τὸν εἶχαν ἴδει κατὰ τὴν ἡμέραν ὡμολόγησαν γελῶντες τὴν ἐπιτυχίαν. Αἴ, τὴ διαολολενιά, ποῦ τὰ βρίσκει! Ὅπως τῶν μεγάλων καλλιτεχνῶν τὰ ἔργα, καὶ τῆς Σπυριδολενιᾶς τὰ ἔργα εὐκόλως ἀνεγνωρίζοντο.
Ὁ Μανώλης πράγματι, ὡς νὰ ἐμάντευσε τὴν ἐντύπωσιν τὴν ὁποίαν ἔκαμεν εἰς τὰς γυναῖκας τὰς καθημένας ὑπὸ τὴν μεγάλην πλάτανον, ἦτο κατασαστισμένος καὶ ἐφαίνετο προσπαθῶν νὰ σμικρύνῃ τὸ πελώριον ἀνάστημά του καὶ νὰ κρυφθῇ εἰς τὸν πατέρα του δίπλα. Πρώτην φορὰν ἐξετίθετο εἰς τόσα βλέμματα, διότι ἕνεκα τῆς ἑορτῆς καὶ τοῦ ὡραίου ἐαρινοῦ καιροῦ, ὅλοι οἱ χωριανοὶ εὑρίσκοντο ἔξω, εἰς τὰ πρόθυρα καὶ ἐπὶ τῶν δωμάτων, καὶ ἐφαίνοντο ὡς νὰ εἶχον παραταχθῆ ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῦ ἐπίτηδες δι' αὐτόν. Τῳόντι δὲ ἡ ἐμφάνισίς του ἐπροκάλει κίνησιν περιεργείας καὶ ὅσαι γυναῖκες εὑρίσκοντο ἐντὸς τῶν οἰκιῶν προσέτρεχον καὶ αὐταὶ νὰ τὸν ἴδουν. Τὰ βλέμματα δὲ πρὸ πάντων τῶν γυναικῶν ἐστενοχώρουν τὸν Μανώλην, διότι εἰς αὐτὰς κυρίως ἐπεθύμει νὰ κάμῃ καλὴν ἐντύπωσιν, καὶ εἶχεν ἐλπίσει τοιοῦτον θρίαμβον ὅταν τὸ πρωῒ εἶδε τὸν ἑαυτόν του στολισμένον μὲ τὸ τσόχινον μεϊτανογέλεκον καὶ τὴν κόκκινην ζώνην· τώρα ὅμως ἐνόμιζεν ἐξ ἐναντίας ὅτι ἔκανεν ἀθλίαν ἐντύπωσιν καὶ ὅτι ὅλα τὰ βλέμματα τὰ ὁποῖα προσηλοῦντο ἐπάνω του τὸν ἔσκωπτον· ὁ φόβος δὲ οὗτος, ἀντὶ νὰ ἐντείνῃ τὰς προσπαθείας του διὰ νὰ φανῇ εὐπρόσωπος, τοὐναντίον τὰς παρέλυεν.
Ἐν τοσούτῳ πανταχόθεν τοὺς ὑπεδέχοντο φιλικοὶ χαιρετισμοί.
−Καλῶς τὰ δέχτηκες! καλῶς τὰ δέχτηκες! ἐφώναζαν πρὸς τὸν πατέρα του ἄνδρες καὶ γυναῖκες.
Ἀπηύθυναν δὲ καὶ πρὸς αὐτὸν διάφορα φιλοφρονήματα:
−Εἶντα κάνεις, Μανωλιό; Κά, τουλόγουσου γίνηκες κοντζὰ ντελικανὴς! Πότε τὤσυρες τοσονὰ μπόϊ;
Περισσότερον ἀπὸ τὸν Μανώλην σαστισμένος ἦτο ὁ σκύλος του, ὅστις τὸν ἠκολούθει ἀπὸ κοντά, μὲ τὴν οὐρὰν εἰς τὰ σκέλη, περιδεὴς προσβλέπων τοὺς σκύλους τοῦ χωριοῦ, οἵτινες προσέτρεχον πανταχόθεν, ὄχι διὰ νὰ χαιρετήσουν, ἀλλὰ διὰ νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τοῦ αὐθάδους ξένου, ὅστις εἰσῆλθεν εἰς τὸ κράτος των, χωρὶς νὰ ζητήσῃ τὴν ἄδειάν των. Καὶ τόσον αἱ λυσσώδεις ἐπιθέσεις των ἐστενοχώρησαν τὸ ταλαίπωρον ζῷον, ὥστε, ἀναγκασθὲν ἔξαφνα νὰ ζητήσῃ σωτηρίαν μεταξὺ τῶν κνημῶν του κυρίου του, παρ' ὀλίγον νὰ τὸν ἀνατρέψῃ. Ὁ Σαϊτονικολῆς τοὺς ἀπεδίωκε διὰ λίθων, ἀναγκαζόμενος νὰ διακόπτῃ τὰς ὁμιλίας, τὰς ὁποίας συνῇπτε μὲ τοὺς συναντωμένους· ἀλλὰ μετ' ὀλίγον ἐνεφανίζοντο ἐξ ἄλλων παρόδων, ἀπὸ τὰς θύρας καὶ τὰ δώματα, ἀενάως πληθυνόμενοι διὰ νέων ἐπικουριῶν. Οὕτω δὲ τὴν πορείαν πατρὸς καὶ υἱοῦ διὰ τοῦ χωρίου συνώδευεν ἡ βοὴ ἐκείνη τῶν ὑλακῶν καὶ ἐπηύξανε τὴν σύγχυσιν τοῦ Μανώλη, ὅστις ἁρπάσας πέτραν μεγάλην, τὴν ἔρριψεν ὡς ὠργισμένος Τιτὰν κατὰ τῶν σκύλων. Τἀποθαμένα σας! νὰ μᾶςε φᾶτε θέτε; Ἀλλ' ἀντὶ τῶν σκύλων, ὀλίγον ἔλειψε νὰ φονεύσῃ ἕνα γέροντα, θερμαίνοντα εἰς τὸν ἥλιον τοὺς ρευματισμούς του.
Τὸν δρόμον διέκοπτε, μεταξὺ δύο θορυβωδῶν νερομύλων, ὑψηλὸν μυλαύλακον, τοῦ ὁποίου τοὺς τοίχους ἐκάλυπτον βρύα καὶ θάμνοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ νερὸν κατέρρεε μὲ κελαρυσμὸν ἀπειρόφωνον. Ὁ Σαϊτονικολῆς, ἀκολουθούμενος ὑπὸ τοῦ υἱοῦ του, διῆλθε τρέχων ὑπὸ τὴν βροχὴν τῆς ἁψῖδος τοῦ μυλαυλάκου. Ὅταν δ' ἐπέρασαν, εἶδαν ὅτι πέντε ἤ ἕξ χανούμισες, ποῦ ἔπλυναν σκυμμέναι πλησίον τοῦ μύλου, εἶχον σταθῆ καὶ τοὺς παρετήρουν, ὅπως ἦσαν εἰς τὸ νερόν, μὲ τὰς ἐσθῆτας ἀνασυρμένας ἄνω τῶν γυμνῶν κνημῶν, μὲ τοὺς λευκοὺς πέπλους ριμμένους ἐπὶ τῶν νώτων καὶ κρατουμένους εἰς τὴν ὀσφύν. Μία μόνον εἶχε σύρει τὸ γιασμάκι πρὸς τὸ πρόσωπον διὰ νὰ καλυφθῇ τάχα.
Μία δὲ ἄλλη, μεσόκοπη, μὲ γιασμάκι δαμασκωτόν, εὑρίσκετο πέραν, εἰς τὸ «πηγάδι», ἁπλώνουσα τὰ πλυμένα της κατὰ σειρὰν ἐπὶ τῶν θάμνων τοῦ μυλαυλάκου· καὶ ἐκεῖθεν ἐφώναξε πρὸς τὸν Σαϊτονικολῆν κάτω:
−Καλῶς τὰ δέχτηκες, γείτονα! Γυιός σου δὲν εἶνε ὁ ντεληκανής;
−Γυιός μου, Ἀϊσὲ χανούμη, ἀπήντησεν ὁ Σαϊτονικολῆς.
−Νὰ τόνε χαίρεσαι.
−Καὶ τουλόγουσου νὰ χαίρεσαι τὰ δικά σου.
Ὁ Μανώλης ὅμως ὀλίγον ἐπρόσεξεν εἰς τὴν φιλόφρονα ἀλλ' ἡλικιωμένην χανούμισαν. Τὰ βλέμματά του, εἰς τὰ ὁποῖα ἔδιδε θάρρος ἡ ἀπόστασις, ἐστρέφοντο, κατὰ προτίμησιν, πρὸς τὸ ἄλλο μέρος τοῦ μυλαυλάκου, ὅπου διέκρινε νεαρὰ καὶ εὐειδῆ πρόσωπα καὶ ὅπου αἱ ἀνασυρμέναι ἐσθῆτες ἤσαν ἀποκαλυπτικώτεραι διὰ τὴν περιέργειάν του. Ἐτόλμησε μάλιστα, ἐνῷ ἀπεμακρύνοντο, νὰ στραφῇ καὶ νὰ παρατηρήσῃ ἐκ νέου. Δι' αὐτὸν ἄλλως αἱ γυναῖκες ἐκεῖναι δὲν ἦσαν ὅπως αἱ ἄλλαι, διότι ἦσαν τούρκισσες.
Ἀλλὰ καὶ τὰ λαθραῖα βλέμματα τὰ ὁποῖα ἔρριπτε πρὸς τὰς ὁμοθρήσκους του γυναῖκας δὲν ἦσαν ὀλιγώτερον φλογερὰ καὶ ἀχόρταγα. Καὶ μιὰ χήρα ὥριμος, ἥτις ἐδέχθη κατάστηθα ἕνα τοιοῦτον πιστολισμόν, ἀνετινάχθη:
−Πῶς ξανοίγει! φωτιὲς βγάνουνε τὰ μάτια του!
Ἰδὼν αὐτὴν ὁ Σαϊτονικολῆς, μεταξὺ ἄλλων γυναικῶν, τὴν ἐχαιρέτησε φαιδρῶς μακρόθεν καὶ τὴν ἠρώτησε τί ἤθελε στὴν ξένη γειτονιά, διότι τὸ σπίτι της ἦτο στὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ. Καὶ τί μαθαίνει ἀπὸ τὴ θυγατέρα της τὸ Μαροῦλι, ποῦ ἦτο στὴ χώρα. Νὰ μὴ τύχῃ καὶ τὴν κρατήσουν ἐκεῖ μέσα. Δόξα σοι ὁ Θεὸς τὸ χωριὸ εἶχε γαμπροὺς καλλίτερους κιἀπὸ τὴ χώρα. Καὶ διὰ νεύματος ἔδειξε τὸν Μανώλην, ὑπομειδιῶν.
Ἐνῷ δὲ ἀπεμακρύνονο, ἐπληροφόρει τὸν υἱόν του ὅτι ἦτο ἡ χήρα ἡ Ζερβούδαινα, μιὰ ὀλίγον ἐλαφρόμυαλη, «παρακούζουλη», ὅπως τὴν ἔλεγε, τῆς ὁποίας ἡ κόρη εὑρίσκετο ἀπό τινος καιροῦ εἰς τὸ Κάστρο, πλησίον μιᾶς θείας της. Ὁ Σαϊτονικολῆς ἠγάπα νὰ τὴν πειράζῃ, καί, ἄν τὴν συνήντα εἰς τὸν δρόμον, θἄλεγε τοῦ Μανώλη νὰ τῆς φιλήσῃ τὸ χέρι, ὡς σεβασμίας τάχα γραίας, διότι φοβερὰ ἐπειράζετο ὅταν ἔβλεπεν ἀμφισβητουμένην τὴν ἄλλως λίαν ἀμφισβητήσιμον νεότητά της.
Μετά τινας ἀκόμη ἐφόδους τῶν σκύλων, εἰς τὰς ὁποίας ὁ μὲν Μανώλης ἔχασε μέρος τῆς βράκας του ἀποσχισθέν, ὁ δὲ σκύλος του μέρος τοῦ αὐτιοῦ του, ἔφθασαν εἰς τὸ Τσαρσί, τὴν ἀγορὰν τοῦ χωριοῦ, μικρὰν ὁδὸν λιθόστρωτον, εἰς τὸ κέντρον τῆς τουρκικῆς συνοικίας, μὲ μαγαζιὰ ἑκατέρωθεν, τὰ ὁποῖα σχεδὸν ὅλα ἦσαν κυριολεκτικῶς παντοπωλεῖα, δηλαδὴ καφενεῖα, καπηλεῖα, μαγειρεῖα, μπακάλικα καὶ ὑφασματοπωλεῖα ἐν ταὐτῷ.
Ἡ κίνησις ἐδῶ ἦτο τόσον ζωηρὰ καὶ τόσος ὁ θόρυβος, ὥστε τὰ ἔχασεν ἐντελῶς ὁ Μανώλης, οὗτινος αἱ γεωγραφικαὶ γνώσεις ἦσαν τόσον περιωρισμέναι, ὥστε δὲν ἐγνώριζε πολλὰ μέρη τοῦ χωριοῦ καὶ μεταξὺ αὐτῶν τὸ Τσαρσί, ἀλλ' εἶχε μίαν ἀόριστον ἰδέαν ὅτι ἐκεῖ ἦσαν τὰ θαυμάσια τοῦ ἀγνώστου πολιτισμοῦ, τὸν ὁποῖον περιελάμβανε μία ἄλλη ἰδέα, ἀκόμη περισσότερον ἀόριστος καὶ περισσότερον θαυμασία, ἡ «χώρα». Τόσον δὲ ἦτο παρασκευασμένος ὑπὸ τῆς φαντασίας του νὰ ἴδῃ καταπληκτικὰ πράγματα, ὥστε ὅλα τοῦ ἐφαίνοντο μεγάλα καὶ θαυμάσια· καὶ οἱ ἑκατὸν ἤ τὸ πολὺ διακόσιοι ἄνθρωποι, οἵτινες ἐκινοῦντο εἰς τὸν χῶρον ἐκεῖνον, τοῦ ἔκαμαν ἐντύπωσιν χιλιάδων. Εἰς τοῦτο δὲ συνετέλει καὶ ἡ ποικιλία ἥν ἔδιδεν εἰς τὸ θέαμα ἡ ἀνάμιξις τῶν Τούρκων, γερόντων μὲ σαρίκια μεγάλα, τσιμπούκια καὶ παπούτσια κόκκινα ἤ μαῦρα, ἀφίνοντα γυμνὰς τὰς κνήμας, καὶ νεωτέρων μὲ φέσια τυνησιακά, τὰ ὁποῖα κατὰ τὸ πλεῖστον περιέβαλλε λεπτὸν στρόφιον, συγκρατοῦν τὴν ὀγκώδη κυανῆν φούνταν. Οἱ πλεῖστοι ἐκ τῶν τελευταίων εἶχον τὴν αὐτὴν μὲ τοὺς χριστιανοὺς ὑπόδησιν, στιβάνια ἁπλᾶ ἤ τσαρδίνια σχιστά, σφιγγόμενα δι' ἱμάντων, ὥστε νὰ προσαρμόζωνται τελείως εἰς τὴν κνήμην. Τὰ διακρίνοντα κυρίως τοὺς Τούρκους ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἦσαν τὰ ζωηρὰ καὶ ἀντίθετα χρώματα τοῦ ἱματισμοῦ. Καὶ ἐκ τῶν Χριστιανῶν πολλοὶ περιέβαλλον τὸ φέσι μὲ μανδῆλι, ἀλλὰ σκοτεινοῦ μᾶλλον χρωματισμοῦ. Ἐκ τῶν γερόντων ὅμως ἱκανοὶ ἐφόρουν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς «πετσέταν» λευκήν, ἥτις μόνον κατὰ τὸ δέσιμον διέφερεν ἀπὸ τὸ σαρίκι. Ὁ Μανώλης μάλιστα, ἐνθυμεῖτο μίαν λεπτομέρειαν περίεργον, τὴν ὁποίαν εἶχε παρατηρήσει εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Κάμποσοι ἐκ των γεροντοτέρων τούτων εἶχον, ὅπως καὶ ἐκ τῶν Τούρκων πολλοί, ξυρισμένην τὴν κεφαλήν, ἀφίνοντες εἰς τὴν κορυφὴν μικρὸν θύσανον. Καὶ φαίνεται ὅτι εἰς παλαιοτέρους χρόνους ἦτο πολὺ γενικωτέρα ἡ κόμμωσις αὕτη.
Ἀλλ' ἐκτὸς τῆς διακρίσεως τοῦ ἱματισμοῦ, ὑπῆρχε καὶ ἄλλη διαφορὰ μεταξὺ Χριστιανῶν καὶ Τούρκων, βαθυτέρα αὕτη, συνισταμένη εἰς τὸ ἦθος, τὸ ὁποῖον ἔδιδεν εἰς τοὺς Τούρκους τὸ συναίσθημα ὅτι ἦσαν οἱ κύριοι, ὄχι μὲν ἀπόλυτοι καὶ ἀχαλίνωτοι, ὅπως πρὸ τοῦ 21, ἀλλὰ πάντοτε διατηροῦντες τὴν ὑπεροχὴν ἥν ἔδιδεν εἰς αὐτοὺς ἡ ἐξουσία καὶ τὴν ὑπερηφάνειαν ἥν εἶχον ἐκ παραδόσεως.
Οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἦσαν μὲν οἱ πρὸ τοῦ 21 ραγιάδες, εἶχον ὅμως ἀκόμη ὁπωσδήπτε τὸ συναίσθημα τοῦ θέσει ὑποδεεστέρου, και τοῦ συναισθήματος τούτου ἡ ἀντανάκλασις ἐφαίνετο εἰς τὴν φυσιογνωμίαν αὐτῶν ὅσον καὶ ἄν ἤθελον νὰ τὴν κρύψουν. Ἐκ τῆς γενεᾶς, ἥτις εἶχε γνωρίσει τοὺς «μαύρους χρόνους τῆς σκλαβιᾶς», ἔζων ἀκόμη τόσον πολλοί, ὥστε νὰ μεταδίδουν καὶ εἰς τὴν φυσιογνωμίαν τῆς νεωτέρας γενεᾶς κάτι τι ἀπὸ τὴν κατήφειαν καὶ τὴν συστολὴν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, μολονότι αὐτοὶ πάλιν ἦσαν οἱ πρῶτοι τολμήσαντες νὰ ἐξεγερθῶσι κατὰ τοῦ φοβεροῦ δεσπότου καὶ παρασκευάσωσιν εἰς τοὺς νεωτέρους τὴν σχετικὴν ἄνεσιν τὴν ὁποίαν εἶχον. Χάρις εἰς τὸ θάρρος τῶν ραγιάδων ἐκείνων, οἱ νεώτεροι ἐγνώρισαν ὅτι οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦσαν ἀήττητοι, ὅπως ἐξ ἄλλου, χάρις εἰς τὴν αὐταπάρνησιν καὶ τὸν ἡρωϊσμὸν αὐτῶν, ὁ Τοῦρκος ἔμαθε νὰ λαμβάνῃ ὑπ' ὄψιν καὶ νὰ φοβῆται τὸν Ραγιᾶν. Καὶ ὅμως δύο ἤ τρεῖς ἐκ τῆς γενεᾶς ἐκείνης ἐξηκολούθουν ἀκόμη μὲ παράδοξον ἐπιμονὴν νὰ φοροῦν τὴν μαύρην πετσέταν, τὴν ὁποίαν οἱ χριστιανοὶ ἦσαν ὑποχρεωμένοι πρὸ τοῦ 21 νὰ φέρουν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς των εἰς ἔνδειξιν δουλικῆς ὑποταγῆς καὶ ταπεινώσεως. Ἴσως ὅμως ἤθελον οὕτω νὰ δίδουν εἰς τοὺς νεωτέρους ζωηροτέραν τὴν εἰκόνα τῆς ἐποχῆς των, ἵνα καὶ τὸ μῖσος κατὰ τῶν Τούρκων μεταδίδωσιν εἰς αὐτοὺς ἀσπονδότερον καί, ὅπως ἦτο εἰς τὴν ἰδικήν των ψυχήν, ἀκοίμητον.
Πράγματι δὲ ὁ Σαϊτονικολῆς, δείξας εἰς τὸν υἱόν του ἕνα ἐκ τῶν γερόντων ἐκείνων, ὅστις διήρχετο στηριζόμενος ἐπὶ βακτηρίας, τοῦ ἐψιθύρισε μὲ φωνὴν σοβαράν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπάλλετο ἡ ἐκδίκησις:
−Θωρεῖς πῶς ἤσανε ντυμένοι στὰ μαῦρα οἱ Χριστιανοὶ τὸν καιρὸ τῆς γιανιτσαριᾶς, γιὰ νὰ μὴ τσοὶ σκοτώνουν οἱ Τούρκοι;
Ὁ Μανώλης, ἄν ἐγνώριζεν ἀπὸ τὴν θρησκείαν ἐλάχιστα πράγματα, ἀπὸ τὴν ἱστορίαν ὅμως ἐγνώριζεν ἀρκετά, ὥστε νὰ ἐννοῇ αὐτὰ τὰ αἰσθήματα, τὰ ὁποῖα ἄλλως ἦσαν εἰς τὸ αἷμα του, ὅπως ἦσαν εἰς τὸ αἷμα ὅλων τῶν Κρητῶν.Μὲ τὸ γάλα τῆς μητρός του εἶχε θηλάσει τὸ μῖσος καὶ τὴν ἐκδίκησιν κατὰ τῶν Τούρκων. Ἀλλὰ τόση ἦτο ἡ συγκίνησις καὶ ἡ ἐκθάμβωσίς του, ὥστε δὲν ἤκουε. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἄλλως προσείλκυσε τὴν προσοχὴν αὐτοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἡ ἐμφάνισις ἑνὸς Τούρκου, ὅστις πρωῒ πρωῒ εἶχε παραβῆ τὴν ἐντολὴν τοῦ Μωάμεθ, καὶ κλονούμενος διήρχετο τὴν ἀγοράν, προσπαθῶν ἐκ διαλειμμάτων νὰ λάβῃ στάσιν ἡρωϊκήν. Εἰς ἑκάστην δὲ τοιαύτην ἀπόπειραν, ἀνεφώνει μὲ ὑποτραυλίζουσαν φωνήν:
−Εἶμαι ἄντρας ἐγώ, μωρέ!… παλληκάρι!… Μὰ τὸ νοῦρι τοῦ Μουχαμέτη, εἶμαι καὶ φαίνομαι.
−Πρᾶμμα ποῦ φαίνεται, κολαούζη δὲ θέλει. Εἶσαι ὁ καλλίτερος ἄντρας τοῦ χωριοῦ, Δερβὶς ἀγᾶ, τοῦ ἔλεγον ἑκατέρωθεν γελῶντες οἱ χωριανοί, οἵτινες ἦσαν συνειθισμένοι νὰ τὸν βλέπουν σχεδὸν καθ' ἑκάστην εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν, ἐγνώριζον δὲ ὅτι ἦτο ὁ ἀβλαβέστερος τῶν μεθύσων.
−Ἕνα χωριὸ τὸ μαρτυρᾷ, Ρωμῃοὶ καὶ Τοῦρκοι… πῶς εἶμαι παλληκάρι, εἶπεν ὁ Δερβὶς ἀγᾶς· και ἐνθουσιασθεὶς ἐπροχώρησε, προσπαθῶν νὰ τραγουδήσῃ:
Ἡ μπόμπερη κιὁ κουμπαρᾶς νὰ φάῃ τὸν περτσέ μου,
Ἄν ἴσως καὶ σ' ἀπαρνηστῶ, σγουρὲ βασιλικέ μου.
Ἔσυρε δὲ πρὸς τὸν ὦμον τὴν πλατεῖαν χειρίδα τοῦ ὑποκαμίσου του καὶ ἀπεκάλυπτε τὸν βραχίονά του, διὰ νὰ φαίνεται ἀρειμανιώτερος.
Εἰς τὸ κάτω μέρος τῆς ἀγορᾶς ἐσχηματίζετο μικρὰ πλατεῖα, ὅπου ἦσαν τὰ ἰδιαίτερα καφενεῖα τῶν Τούρκων, τὸ τζαμὶ μὲ μιναρὲν ἡμιτελῆ, καὶ ἀπέναντι αὐτοῦ κρήνη μεγάλη μὲ τουρκικὴν ἐπιγραφὴν καὶ καυκία σιδηρᾶ, κρεμασμένα δι' ἁλυσίδων, διὰ νὰ πίνουν οἱ διαβάται. Ἀλλ' οἱ Χριστιανοὶ ἀπέφευγον νὰ πίνουν μὲ τὰ τάσια ἐκεῖνα τῶν Τούρκων «γιὰ νὰ μὴ μαγαρίσουν».
Ὁ Σαϊτονικολῆς ἐπληροφόρησε χαμηλοφώνως τὸν υἱόν του ὅτι τὸ τζαμὶ ἦτον ἄλλοτε ναὸς τοῦ Μιχαὴλ Ἀρχαγγέλου, τὸν ὁποῖον, ὅπως καὶ πολλὰς ἄλλας ἐκκλησίας, κατέλαβον διὰ τῆς βίας οἱ Τοῦρκοι, ὅταν ἐκυρίευσαν τὴν Κρήτην. Ἔπειτα τοῦ ἔδειξε τὸν Μουδίρην, ὅστις συνεκέντρωνεν εἰς ἑαυτὸν ὅλην τὴν ἐξουσίαν διοικητικὴν καὶ δικαστικὴν τῆς ἐπαρχίας καὶ δι' ὀλίγων ζαπτιέδων ἤ γραμμένων, μωαμεθανῶν καὶ χριστιανῶν, ἐτήρει τὴν τάξιν. Ὁ Μουδίρης ἦτο Τουρκαλβανὸς ἐκ τῶν ἀπομεινάντων ἐν Κρήτῃ ἀπὸ τῆς αἰγυπτιακῆς κυριαρχίας καὶ διὰ τῶν ὁποίων ἡ σιδηρᾶ διοίκησις τοῦ Μουσταφᾶ πασᾶ κατώρθωσε τότε νὰ δαμάσῃ τοὺς Τουρκοκρητικοὺς καὶ ἀποκαταστήσῃ τὴν τάξιν ἐν Κρήτῃ. Καὶ κατ' ἀρχὰς μὲν ἦτο δίκαιος ἄνθρωπος· ὑπὸ τὴν τουρκικὴν κυβέρνησιν ὅμως καὶ ἐκ τοῦ συγχρωτισμοῦ του μετὰ τῶν Τούρκων τῆς Κρήτης ἔγεινε φανατικὸς καὶ διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Ἀλλ' εἰς τοῦτο ἐφαίνετο ἀκολουθῶν καὶ τὴν πολιτικὴν τῆς κυβερνήσεώς του, ἥτις, ἀφοῦ ἠναγκάσθη νὰ δώσῃ εἰς τοὺς Χριστιανοὺς προνόμια κατὰ τὸ 1858, ἐφρόντιζε τώρα νὰ τὰ ἐκμηδενίσῃ.
Ὁ Μουδίρης ἐκάθητο εἰς τὴν μικρὰν ὑπόστεγον αὐλὴν τοῦ τζαμιοῦ μετὰ τοῦ Ἰμάμη κἐκάπνιζον τὰ μακρά των τσιμπούκια, ὁμιλοῦντες εἰς γλῶσσαν ἑλληνικήν, τὴν ὁποίαν ἐκαρύκευον μὲ τουρκικὰς λέξεις.
Ἀπὸ τῆς θέσεως ἐκείνης ὁ Μουδίρης ἠδύνατο νὰ περιλάβῃ δι' ἑνὸς βλέμματος σχεδὸν ὁλόκληρον τὸ χωριό, τὸ ὁποῖον ἐκεῖθεν ἀρχόμενον καὶ ἁπλούμενον εἰς τὸ ἐπίπεδον τῆς ἀγορᾶς καὶ τῆς τουρκικῆς συνοικίας, ἐξετείνετο ἔπειτα ἀμφιθεατρκῶς ἐπὶ τῶν κλιτύων τοῦ βουνοῦ, εὐρὺ καὶ φαιδρόν, ὡς γελαστὸν πρόσωπον, ἐν μέσῳ πλαισίου ἐξ ἐλαιώνων καὶ δασῶν καταρρύτων. Σειρὰ δένδρων ὑψηλῶν, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο ὡς ἀναβαίνοντα πρὸς τὰ ὄρη, ἠκολούθει τὸν μαίανδρον τὸν ὁποῖον διέγραφε καταρρέων διὰ τοῦ χωρίου ὁ «ποταμός», ρύαξ ἀστείρευτος, δίδων τὴν κίνησιν εἰς πέντε νερομύλους. Ἐπὶ τῶν δωμάτων ἐφαίνοντο ὅμιλοι ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, φαιδροὶ εἰς τὸ ἱλαρὸν φεγγοβόλημα τοῦ ἐαρινοῦ ἡλίου, περιάγοντες τὸ βλέμμα εἰς τὴν εὐδαίμονα κοιλάδα τὴν ἀνοιγομένην κάτω πρὸ τοῦ χωριοῦ, ὅπου τοὺς συσκίους κήπους καὶ τοὺς βαθεῖς ἐλαιῶνας διεδέχετο σμαραγδίνη θάλασσα σπαρτῶν, σχηματιζομένη εἰς ἄβακα θαυμάσιον ὑπὸ τῶν διασταυρουμένων διωρύγων, δι' ὧν ἔφευγον, ὡς ἀργυροὶ ὄφεις διολισθαίνοντες εἰς τὴν πρασινάδα, τὰ ὕδατα τῶν ρυάκων καὶ τῶν ἀμετρήτων πηγῶν. Ἐκεῖθεν τὸ βλέμμα, ἀκολουθοῦν σειρὰν διαδοχικὴν λόφων καὶ κοιλάδων ὀρεινῶν, ἔφθανε κάτω μακράν, ὅπου παραπέτασμα βουνῶν ὑψηλότερον ἐσχίζετο, σχηματίζον τὸ Φαράγγι, εἰς τὸ στόμα τοῦ ὁποίου διεγέλα μία ἰδέα θαλάσσης, μία λεπτοτάτη ταινία τοῦ Λυβικοῦ πελάγους. Πρὸς δυσμάς, εἰς τὸ ὄπισθεν τῶν βουνῶν κενόν, τὸ ὄμμα ἐμάντευε τὴν εὐρεῖαν πεδιάδα τῆς Μεσσαρᾶς, ἀπὸ τὴν ὁποίαν μεμονωμένος ἀνυψοῦτο, εἰς τὴν ἀοριστίαν ἐλαφρᾶς ὀμίχλης ὁ Κόφινας, βουνὸ μονοκόρυφον, ὅπου κατά τινα προφητείαν, ἀποδιδομένην εἰς κάποιον «γέροντα Δανιὴλ», ἔμελλε νὰ κολυμβήσῃ μοσχάρι στὸ αἷμα, κατὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Κρήτης.
Ἀπὸ τὴν κοιλάδα καὶ ἀπὸ τὸ χωριό, ἀπὸ ὅλον ἐκεῖνο τὸν περίκλειστον, ὡς καλιάν, χῶρον ἀνεδίδετο εἰς τὴν φωτοπλήμμυραν τοῦ ἡλίου καὶ εἰς τὴν ἁρμονίαν τοῦ βόμβου τῶν ὑδάτων καὶ τῶν ἐντόμων μία χαρὰ ζωῆς, μὲ τὸν θόρυβον τῶν ἀνθρώπων συνδιαλεγομένων ἀπὸ δώματος εἰς δῶμα, μὲ τὰς φωνὰς τῶν γυναικῶν αἵτινες ἐκάλουν τὰ τέκνα των ἀπὸ τὰ ὕψη τοῦ χωριοῦ, μὲ τὰ ᾄσματα, μὲ τοὺς μυκηθμοὺς τῶν βοῶν καὶ τῶν δραγατῶν τὸ βυκάνισμα, μὲ τοὺς συριγμοὺς τῶν κοσσύφων καὶ τῶν ἀηδόνων τὸ κελάδημα. Ἀδύνατον νὰ φαντασθῇ ἄνθρωπος ὅτι εἰς τὸ εἰδύλλιον ἐκεῖνο ἐνήδρευε μῖσος θανάσιμον μεταξὺ δύο λαῶν, τοὺς ὁποίους ἐχώριζεν ἡ θρησκεία, ἀλλ' ὄχι καὶ ἡ καταγωγὴ, καὶ οἵτινες εὐκαιρίαν ἐζήτουν ν' ἀλληλοφαγωθοῦν.

Ι. Κονδυλάκης, Ο Πατούχας, Τα Άπαντα, τόμος Β΄, Αθήνα, Εκδόσεις Αηδών, 1961 (β΄ έκδοση), σ.σ. 74−89


Πρώτη αγάπη

Παρουσίαση

Στην "Πρώτη αγάπη" του Κονδυλάκη τρία πρόσωπα αναμετρούνται με αφορμή το πρωτόφαντο ξύπνημα της αγάπης. Ο έφηβος Γιώργης ερωτεύεται την κατά δεκαπέντε περίπου χρόνια μεγαλύτερή του Βαγγελιώ. Η μητέρα του αντιδρά έντονα. Τη στιγμή που φαίνεται πως καταφέρνει να απομακρύνει τον γιο από την αγαπημένη, η τελευταία αρρωσταίνει. Το πάθος του αγοριού αναζωπυρώνεται, οδηγώντας στα άκρα τη σύγκρουση των δύο γυναικών. Ο Κονδυλάκης συνθέτει μια πρωτότυπη αφήγηση με θέμα την αφύπνιση του ερωτικού ενστίκτου, εξιστορώντας τον αγώνα του ήρωα να ισορροπήσει ανάμεσα στην αγάπη για τη μάνα και στον έρωτα για τη Βαγγελιώ. Υπάρχει τελικά κερδισμένος στην "Πρώτη αγάπη"; Η Βαγγελιώ που αποθεώνεται; Η μάνα που «σώζει» τον μονάκριβό της;
Η μελέτη της Κέλης Δασκαλά παρακολουθεί αρχικά πως διαχειρίζεται ο Κονδυλάκης τον μύθο της ανυπέρβλητης, ιερής, άδολης πρώτης αγάπης. Κατόπιν, αντλώντας παραδείγματα και από άλλες μορφές έκφρασης (κινηματογράφο, κόμικς, τηλεόραση), σκιαγραφεί την εξέλιξη του μύθου από τον ρομαντισμό ως τις μέρες μας. Οι cougar ladies αντικαθιστούν τις εξιδανικευμένες γυναικείες μορφές του παρελθόντος. Τη νοσταλγία για τη μοναδική πρώτη αγάπη αντικαθιστά τώρα η σαγήνη του παθιασμένου «μεγάλου έρωτα», ανεξάρτητα αν είναι ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τρίτος... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Παρουσίαση[...] 

Το μυθιστόρημα υπόσχεται να ανασυνθέσει με ακρίβεια και πληρότητα τη φυσιογνωμία της Αθήνας και να εκθέσει καυτά κοινωνικά προβλήματα. Ωστόσο, την αληθοφανή αναπαράσταση του κόσμου και του υποκόσμου της πρωτεύουσας υπονομεύουν υπερβολές, απιθανότητες, και ερεθιστικές λεπτομέρειες, που ανταποκρίνονται στον εθισμό του κοινού στα αγαπημένα μοτίβα της λαϊκότερης λογοτεχνίας. Η πρωτεύουσα εμφανίζεται ως χώρος επικίνδυνος και ρυπαρός, αναπαράγοντας μια στερεότυπη ταύτιση του άστεως με το κακό, ταυτόχρονα, όμως, ο αναγνώστης διδάσκεται τρόπους επιτυχούς διαβίωσης στην πόλη. Η αντινομία αυτή εξηγεί καλύτερα τη διττή ιδεολογική φορά του κειμένου. Η εμπειρία της Αθήνας των Αθλίων, αμφίσημη και αντιφατική στην ουσία της, συμβαδίζει με την ευρύτερη διακύμανση της ελληνικής κοινωνίας του περασμένου αιώνα ανάμεσα στον θαυμασμό για τα επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού και τη δυσαρέσκεια για τα επισφαλή αποτελέσματα μιας ανεξέλεγκτης αστικοποίησης. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Τα βιβλία και οι παρουσιάσεις τους από https://www.politeianet.gr/










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου