Φωτογραφία - Μαρία Σίδερη |
Πέτρα τ' αλάτι
-ηταν εδώ αλυκές-
Ω, είναι τόποι που πληγώνουν πόδια απαλά.
Αλυκές και κοίτα, φυτρώνουν σίλυβα της Μαρίας μαβιά , στεφάνια αιχμών.
Θα ματώσεις το χέρι σου.
-Ετσι θ' αλείψω τα μάγουλα σου,
Αγαπημένη, έτσι, και μην γυρίσεις
Να δεις, το πνεύμα της γης
Τώρα με τούτον τον αγέρα
Ντύνοντάς σε μιαν ώρα σωτηρίας
Θα με σβήσει από τα μάτια σου,
Τα μάτια σου βάφει πορφύρα
Του ορίζοντα που απλώνει σαν Ουρανός
Θα σβήσει η εικόνα μου,
Δύο κοχύλια σφραγίζοντας
Την όραση σου.
Μην ακόμη,
Μην ακόμη χαθείς
Πέρα πιο μακριά απ' ό,τι ήδη είσαι,
Μην ακόμη ξεχάσεις
Της βρύσης το νερό
Γκρεμισμένη βρύση στην πέτρα
Κι η κάππαρη φυτρώνει
Στα λιθάρια που άφησαν
Κάτω από τον πλάτανο.
Έτσι βαμμένη με το αίμα μου
Κράτησε το νερό που έτρεχε,
Κράτησε με.
Άφησες το καπέλο με τ' αστεροειδή
Τις κορδέλες του κρέμασες
Στα κλαδιά ανάθημα
Κι έκαιγε ο ήλιος, ήσουν χαρούμενη
Τόσες φορές
Που χόρευες με το.κελάρυσμα.
Υποφέρεις, δεν θέλεις
Να δεις;
-Μακάριοι οι μη ιδόντες
Και πιστεύσαντες!
-Ειδες, όμως!
Ανεβαίνεις με το λευκό παρασόλι
Λιμνούλα δροσιάς
Απο τα πρωινά της φτέρης
Στα πόδια σου από μάργαρο
Μικρά χρυσόψαρα
Μέσα στον πίδακα
Σου λένε πόσο αγαπούσες
Τις μαρμαρυγές των αναπηδήσεων
Χαρά των στιγμών
Που παίζει το φως τοξεύοντας
Το σώμα.
Είδες, μείνε,
Μην αφήνεις τα χέρια μου,
Θυμάσαι,
Θυμήσου ακόμη ,
Το μέλι των ματιών σου,
Τους κατοπτρισμούς
Στις ίριδες τους!
Το μικρό φεγγάρι ξέρει να περιμένει
Βιάζεσαι!
Παίρνεις μαζί σου ακόμα σημάδια,
Κελαρύσματα ,
Ξυπόλητες γυναίκες
Με τα χέρια στη μέση
Κι ένα βαρύ φορτίο
Στο κεφάλι ολόρθες,
Σερπετες , μηδέ παράπονο
Μηδέ καρτερία
Αφήνεις
Τον κοχλία των ανέμων
Στον Λαβύρινθο της πόλης
Με το Κάστρο
Τις αγράμπελες , τα μεγάλα λιθάρια
Τις αγριόχηνες στους βαλτοτοπους,
Την άγρια θάλασσα , και,
Το δαχτυλίδι στον βυθό .
Τα χέρια μου δεν φτάνουν πια
Να σε στρέψω
Στην άσπρη λεύκα,
Ανίπτασαι
Μαρτυς εγώ
Που δεν θα ρωτήσει κανείς.
-Βλεπω τον άνω βυθό,
Τα φύκια του διβαρίου,
Πρωταρχικές ακτίνες
Ανέστιου φωτός
Βλέπω αστερίες ζωντανούς,
Τους νερόμυλους,
Και την εσταυρωμενη
Μοιχαλίδα στην φτερωτή,
Την όμορφη φτωχή κοπέλλα
Στο παραθύρι, κεντά
Περιμένει εσένα.
Βλέπω εσένα
Ματωμένο στην λάμψη του ιώδους
Στέκεις ανάμεσα σε αγκάθια
Και ηλιοτρόπια
Δεν θέλω τέτοια θύμηση
Την προδοσία του νερού
Δεν θέλω
Που πέτρωσε το αλάτι
Και τα παιδιά που χάθηκαν
Τους φίλους μου ,
Τις φωνές
Πόσες φωνές,
Πόσα τα χρώματά τους.
-Θα θυμάσαι τη γεύση
Των μούρων και της αψιθιάς
Την ευωδιά της σταφίδας
Του άχυρου
Μια κλωστίτσα ευχής
Σε πράσινα κλωνιά,
Θα θυμάσαι εμένα
Που δεν μπορώ να φύγω
Από τούτον τον ακανθώνα
Από τούτο τον πικρόγλυκο
Τόπο των τραυμάτων.
Δεν μπορείς να δεις
Πώς με παίρνει η λάσπη
Εσύ με κρατούσες
Και μ' έφερες εσύ
Στον ακανθώνα
Κάτω από τα σύννεφα
Να πατώ έρημη αλμύρα
Χωράφι ανύποπτο
Πληγών με άσπρες
Φλέβες
Στις πράσινες λόγχες. .
-Θα σε θυμάμαι στην στερνή σου
Δόξα
Τη ν τελευταία σου ανάσα
Ν'αφήνεις
Στον νυμφώνα λευκότητας
Πατημένης από χρόνια εγκατάλειψη
Την τελευταία κόκκινη στάλα
Των φλεβών σου
Ν' ανθίζει πλάι στην νεκρή φώκια
Κάτοικο άλλοτε της μικρής σπηλιάς
Που σφραγίστηκε.
Θα σε πάρω μαζί μου
Μέσα στα μάτια μου
Ονειροπόλο οδηγό
Μιας εξαίσιας στρατιάς
Ηττημένων.
Ο μόνος χρόνος
Που γνώρισα
Είναι αυτός της προσδοκίας.
Χάνεσαι, χανομαι.
Η μόνη μας σωτηρία .
Μαρία Σίδερη
Ιούλιος 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου