ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΛΙΟΦΩΤΗ : ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΧΘΟΣ - γυναίκες, μορφές του μύθου και της πραγματικότητας
ΕΚΔΟΣΕΙΣ : ΕΛΕΥΣΙΣ &ΥΔΡΑΝΗ
Φιλολογική επιμέλεια : Μαρία Λίτσα
Επιμέλεια εξωφύλλου και έκδοσης :Ρόζα Φατσέα
Εισαγωγή :Πόλα Βακιρλή Γιαννακοπούλου
Φωτογραφία εξωφύλλου: Παύλος Καλυμνάκης
Πίνακες κα φωτογραφίες εσωτερικού : Εικαστικός Εύα Πόγκα και ερασιτέχνης φωτογράφος Μαρία Λεκκάκου στο έργο της σελίδας 35
Εικαστικός και λογοτέχνης Γιώργη Παπανικολάου στα έργα των σελίδων 57 και 83
Εικαστικό Ασπασία Σταυροπούλου και ερασιτέχνης φωτογράφος Χριστίνα Κατριβέση στο έργο της σελίδας 63
Ζωγράφος - εικαστικός Λαμπρινή Σωτηράκη και φωτογράφος Μαρία Δούκα στο έργο της σελίδας 89
Χορηγός έκδοσης; εταιρία ταχυμεταφορών SMS–SPESIAL MAIL SERVIS,ΔΗΜΗΤΡΟΣ 8 ΕΛΕΥΣΙΝΑ -19200
AΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
στη μητέρα μου, την Αλεξάνδρα…
Για ό,τι ωραίο αγωνίστηκε με δύναμη, πάθος και πίστη σε δύσκολους καιρούς με πείσμα, επιμονή, τιμιότητα, και ήθος. Για κάθε γυναίκα του μόχθου που εκείνη έμπρακτα υπερασπίστηκε με σθένος.
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ-ΕΙΣΑΓΩΓΗ
στο βιβλίο ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΧΘΟΣ- Γυναίκες, μορφές του μύθου και της πραγματικότητας
της Κατερίνας Κολιοφώτη
από την Πόλα Βακιρλή Γιαννακοπούλου φιλόλογο και ποιήτρια
Πόνος ψυχής που γυρεύει λυτρωμό μέσα από τα γραπτά της, είναι τούτο το βιβλίο της Κατερίνας Κολιοφώτη. Ευαισθησία και τρυφερότητα που απορρέουν μέσα από προσωπικά βιώματα αλλά και κοινωνικές εμπειρίες, είναι το στίγμα του. Ταυτόχρονα διανθίζει τις αφηγήσεις της με πλούσια λαογραφικά στοιχεία. Η δράση των ιστοριών εκτυλίσσεται σε δυο χώρους κυρίως: στο χωριό της, στην Ήπειρο και στον χώρο εργασίας της, κυρίως στην Ελευσίνα. Δυο είναι οι παράγοντες που την επηρεάζουν κυρίως και οδηγούν τη γραφή της: η μεγάλη αγάπη της για τη φύση του Ηπειρώτικου χωριού της, με όλα της τα πλούτη. Το έμψυχο και άψυχο υλικό, από τα μικρά ως τα μεγάλα, από τα ζουζούνια και τα μυρμήγκια ως τον αετό και το ελάφι κατακλύζουν τις ιστορίες της. Κι από την άλλη, τα παιδιά, το σχολείο και συγκεκριμένα οι παιδικοί σταθμοί, είναι ο δικός της βιοχώρος, πλάι σε αυτόν του χωριού της. Και τους δυο αυτούς τους λάτρεψε και τους λατρεύει η Κατερίνα. Κι ανάμεσά τους να νιώθει ελεύθερη σαν πεταλούδα, σαν ξωτικό, κυρίαρχη του εαυτού της και των παθών της για να φυτεύει τον σπόρο της αλήθειας στις ψυχές όπως φύτευε ο πατέρας της τα σποράκια στον κήπο του ή η ίδια στον δικό της. Οι μορφές οι γυναικείες που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες της μοιάζουν απόλυτα, άλλοτε γυναίκες της πραγματικότητας κι άλλοτε του μύθου, έχουν το αρχέγονο πρότυπό τους: τη συγγραφέα τη δασκάλα, τη μάνα, την κόρη, τον άνθρωπο, την Κατερίνα. Ατσαλάκωτες στο χτύπημα της μοίρας σαν την Αντριάνα ή την Καλλιρόη, ορθές σαν την Ντάρια να ευδοκιμούν σε κάθε γη, ακούραστες και υπομονετικές σαν τη μάνα της ή τη γιαγιά της, δεν γνωρίζουν σύνορα, είναι διαχρονικές, είναι οι δασκάλες των παιδικών σταθμών που στέκονται δίπλα της, ανεξάντλητες και φιλότιμες όπως εκείνη. Είναι η «Μιτσή», η μικρόσωμη δασκάλα με τη μεγάλη ψυχή, είναι οι γυναίκες του πόνου που βίωσαν ένα πρόβλημα υγείας οδυνηρό και βγήκαν νικήτριες της ζωής. Είναι οι γυναίκες που έζησαν τη βία και τη κακοποίηση στα χέρια των αντρών κι όμως δεν λύγισαν. Είναι ακόμα αυτές που τόλμησαν να ζήσουν ένα χαμένο έρωτα που τον ξαναβρήκαν μπροστά τους, σαν τη Βαγγελιώ αλλά δεν το μετάνιωσαν. Είναι οι μανάδες που σφίγγουν τα χείλη σαν αποχωρίζονται τα παιδιά τους και κρύβουν το δάκρυ τους για να μη φανεί. Όλες αυτές μαζί είναι η Κατερίνα, μια ψυχή πολυδιάστατη, μια χαρισματική γυναίκα που κάθε φορά, όταν χρειαστεί, σπάει τα δεσμά της σκλαβιάς της για να ζήσει ελεύθερα, για να αναπνεύσει μαζί με τα πουλιά του κάμπου της τον ελεύθερο αέρα. Η γυναίκα με τις δυο πατρίδες όπως πολλές από μας, την Ήπειρο και την Ελευσίνα. Μέσα της, τις σύνδεσε σε μια σύζευξη μυστηριακή, μέρος του μυστηρίου της ζωής και η ίδια που το γεύεται δίχως συστολή, δίχως φειδώ, έτσι ανεπιτήδευτα, με μια γνησιότητα ανόθευτη από συμβιβασμούς και υποκρισία. Το βιβλίο της Κατερίνας Κολιοφώτη είναι ένα βιβλίο για μικρούς και μεγάλους, με παραμύθια και ιστορίες για ψυχές όλων των ηλικιών, άκρως ιαματικά για τις τραυματικές εμπειρίες των καιρών μας.
Διάφορα αποσπάσματα…
ΤΟΥ ΜΑΓΙΟΥ…
Ήταν Μάης. Πρωτομηνιά. Τα δέντρα είχαν πρασινίσει για τα καλά και το χορτάρι ψήλωνε χλωρό και δροσερό. Ανάμεσα του σαν πινελιές μωβ-λιλά, μοναδικής ομορφάδας αγριολούλουδα, τα Γιούλια. Τριγύρω τα πουλιά φτερούγιζαν τιτιβίζοντας πότε ανεβαίνοντας και πότε κατεβαίνοντας, ακροβατώντας στους βάτους και στην παραφορτωμένη αγριοαχλαδιά. Μια παρέα από αηδονότσιχλες έπλεκαν χορταράκι, χορταράκι τις φωλιές τους κάτω από τις βατομουριές. Που και που σταματούσαν, βουτούσαν ανάμεσα στις ανθισμένες μωβ κουκίδες και ξεσήκωναν το άρωμα τους από το υγρό, πράσινο χαλί. Ζαλιζόταν η ζωή, χανόταν,έσβηνε και δεν ήξερε τι έκανε! Ναι. Ήταν Πρωτομαγιά… Θυμήθηκε μωβ μνήμες από Αγώνες μυρωδάτους με όραμα και όνειρα. Μύρισε με αγωνία ολοτρόγυρα και αναζήτησε ξανά την ευωδιά τους. Αγώνες μοναδικούς με θέληση και πείσμα ζυμωμένους, αγώνες αναζήτησης του αυτονόητου. Δεν έκοψε τα Γιούλια. Ήταν φύλακες, πείσμα στα Ξεχάσματα των διεκδικήσεων της εργατιάς, των αλλοτινών καιρών που της έφερνε στη μνήμη το άσμα «Επέσατε θύματα αδέρφια μου εσείς». Ευτυχώς, το θυμόταν ακόμα κι ονειρευόταν εκ νέου αγώνες. Ήταν ζωντανή!
❃ ❃ ❃ ❃
Η ΠΑΣΤΡΑ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ απόσπασμα [ από τις δασκαλίστικες ιστορίες μου]
…..Στο τέλος της μέρας, πριν κλείσουν το σχολείο, κάθονταν και διόρθωναν ό,τι είχε φθαρεί από την ιματιοθήκη, από τα ρούχα που μεταμφιέζονταν τα παιδιά και το κουκλόσπιτο! Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο, τίποτα δεν πετιόταν σ αυτό το σχολειό. Τα φθαρμένα ρούχα στα χέρια τους, γίνονταν αγνώριστα! Γίνονταν κούκλες, ποδιές, πετσέτες, μαντήλια ή κουρελούδες. Κλωστή, βελόνα, ψαλίδια και στη γωνιά η ραπτομηχανή να δουλεύει. Ετσι μεγάλωναν φροντισμένα εκεί τα παιδιά. Μεγάλωναν με τη Θέρμη του ήλιου και δυνάμωναν με τη Δροσιά του αέρα. Πιότερο όμως από την αγάπη που η αυθεντική ψυχή των κοριτσιών εκείνων, είχε για την πάστρα και το νοικοκύρεμα.
Στον τελευταίο κόμπο της κλωστής τέλειωνε η Παρασκευή, τέλειωνε και η βδομάδα. Το κλειδί γύριζε στην κλειδαριά και το λουκέτο έκλεινε στην μεγάλη αυλόπορτα.
-καλό Σαββατοκύριακο Κορίτσια, τις αποχαιρετούσε η δασκάλα.
-καλό Σαββατοκύριακο και σε σένα, απαντούσαν και οι δύο.
-καλή ξεκούραση, συμπλήρωναν με μια φωνή και οι τρεις.
-Φύγανε, φύγανε ,φύγανε, ζήτωωωω! Άκουσα να φωνάζουν με μια φωνή όλα τα παραμύθια, ανοίγοντας τις σελίδες τους, για να κάνουν γλέντι οι ήρωες τους, πάνω στα αστραφτερά, πεντακάθαρα πατώματα.
Το Σαββάτο νισάφι πια, τους έσβηναν όλους από τη μνήμη. Έκλειναν στο ντουλάπι την κυρά-Μαρία,έβαζαν για ύπνο τη μικρή Ελένη, γέμιζαν τα βάζα με αλάτι ψιλό κι αλάτι χοντρό, άφηναν το μαντηλάκι μες στον κήπο του Γιαννάκη, ξεχνούσαν το Μανώλη στη μέση του κύκλου, άφηναν ορθάνοιχτα τα παράθυρα και κατηφόριζαν έξω απ’ το χωριό, κάτω στους ελαιώνες. Στα αμπέλια συναντούσαν την άνοιξη, στα δέντρα αφουγκραζόμουν το σκίρτημα των νεοσσών και χάζευα την αηδονότσιχλα να καταπίνει τα σαλιγκάρια. Όταν πια έφταναν στα πηγάδια έβγαζαν τα παπούτσια, πετούσαν το ψαθάκια ψηλά και έλουζαν τα μαλλιά στο νερό του πηγαδιού, τρίβοντάς τα με άσπρο χειροποίητο σαπούνι. Την επόμενη ξημέρωνε Κυριακή σ αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Θα μαγείρευαν, όπως κάθε Κυριακή, στο σπίτι της, παρέα με τη Βαγγελιώ και τη Μυρτώ μια χωριάτικη παραδοσιακή συνταγή. Η δασκάλα, θα γινόταν με ταπεινότητα και σεβασμό μαθήτρια τους, υποκύπτοντας ευλαβικά στη λατρεία των ντόπιων γεύσεων του νησιού.
❃ ❃ ❃ ❃
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ ΤΟΥ 2012
Για τον αγώνα των γυναικών ,κατά της νόσου του καρκίνου
… Στεκόταν στην άκρη του χωμάτινου δρόμου, ισχνός, με αραιά άσπρα μαλλιά και ρούχα που ποτέ δεν είχαν νιώσει τη ζεστασιά του σίδερου. Δίπλα του, ένας σκύλος και ένα αρνάκι, για του Πάσχα, ίσως, τη θυσία. Την κοίταζε ήδη από μακριά καθώς κατέβαινε με το σάκο της στους ώμους, το λουλουδάτο παντελόνι και τη δαμασκηνιά μακριά πουκαμίσα. Στο κεφάλι φορούσε μαντήλι μωβ, γεμάτο με κόκκινες παπαρούνες για τον ήλιο της μαγιάτικης Μεγάλης Πέμπτης.
Συνήθιζε να φοράει μαντήλι, από τότε που αρρώστησε το δέρμα της και νόσησε βαριά. Μα κατάφερε να ζήσει και να το αποκαταστήσει με τη δύναμη που της έδωσε η άγνοια της σοβαρότητας. Τον χαιρέτησε στο πλησίασμα. Κοντοστάθηκε και χάιδεψε το αρνί.
-Είναι η συντροφιά μου. Πούθε έρχεσαι κοπελιά; Μα τι ρωτάω; Γυναίκα από πόλεμο διωγμένη και από πατρίδα ξεριζωμένη είσαι. Προσφυγοπούλα, μαθές. Ε… ποιά άλλη θα ήταν έτσι καχεκτική και έτοιμη για το κιβούρι. Μόνο εσύ και ο σημερνός Εσταυρωμένος, τόσο πονεμένοι. Πόσο δρόμο για να ξεφύγεις, θα χεις κάνει κατακαημένη. Σαν κλαράκι λυγαριάς γέρνεις. Σε έκοψα εγώ. Να μια σταυρωμένη, σκέφτηκα, μόλις σε είδα. Έλα να σου πω. Εμένα που με βλέπεις, με έχει ξεχάσει ο χάρος εδώ. Εκατόν δύο χρονών παλικαράκι είμαι, γιατί τρώω από δαύτα.
Έβαλε το χέρι του στη τσέπη κι έβγαλε μια χούφτα μικρά αγουρωπά κορόμηλα. Έβαλε το χέρι στην άλλη και έβγαλε πέντε αποξηραμένα σύκα.
-Πάρε και τρώγε. Τρία ξινά και ένα γλυκό σαν μέλι και πάλι το ίδιο. Θα ξεσταυρωθείς, σου λέω. Κι όταν αποφάς, πήγαινε στη δημοσιά στο ξωκλήσι του Σωτήρα. Κοίτα στα μάτια αυτόν τον βασανισμένο που κάθε χρόνο Τον σταυρώνουμε. Πες του πως σε στέλνω εγώ και μείνε εκεί το βράδυ. Θα χαρεί, θα δακρύσει και θα κατέβει μόνος Του από τον σταυρό.
Άντε, βιάσου. Βόηθα και συ ξεσπιτωμένη, να Τον ξεσταυρώσουμε τον καψερό. Ε… τέλειωσε ο πόλεμος για σένα πες του, ξεσταυρώθηκες. Και βγάλε το μαντήλι σου, να δείξεις την ομορφάδα σου.
Έβγαλε με θάρρος το μαντήλι της και το γυμνό της κεφάλι άστραψε στον μαγιάτικο ήλιο. Εκείνος τα ‘χασε. Σα να τυφλώθηκε από το φως της, έσκυψε το κεφάλι και γονάτισε μπροστά της.
-Άγγελος, άγγελος Κυρίου μπρος μου!
Τα μάτια του έτρεξαν ποτάμια και το σκυλί δίπλα του έκλαψε γλυκά και παραπονεμένα, σαν άνθρωπος σε χαρμολύπη.
❃ ❃ ❃ ❃
ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥΣ ΕΝΟΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ
Το σωτήριο έτος 2015 συνάντησε τον Θάνο στους διαδρόμους ενός νοσοκομείου……………………………………………………………………………
-«Από ανάγκη για επικοινωνία με έναν ομοιοπαθή, ας μιλήσουμε» ,της είπε.
Εκείνη γέλασε. Αμέσως λύθηκαν, λες, κι αναγνωρίστηκαν σαν συγγενείς «εξ αγχιστείας λόγω της επάρατου», όπως πρόσθεσε γελώντας τρανταχτά εκείνος. Φιλοσοφώντας και περιμένοντας τους γιατρούς για τη θεραπεία, της θύμισε ότι ήταν εκεί για να πεθάνουν.
Έμειναν σιωπηλοί για αρκετή ώρα. Αφουγκράστηκαν την ασθένεια τους… ή κάπως έτσι. …………………………………………………………………………………………
-Σα να βαρέθηκα να ζω, της είπε.
Λέω να φεύγω.
-Ενώ εγώ, μετά από τόσους μικρούς θανάτους στην καθημερινότητά μου, με έχω κλάψει τόσο πολύ, που λέω να μείνω, είπε εκείνη.
-Να μείνεις για να ξαναρχίσεις, ξανά απ την αρχή.
Αν βέβαια βαρεθείς, έχω μια θέση στην μπάντα εκεί πάνω.
-Μπα! Λέω να μη βαρεθώ.
Ζω τη ζωή, αργοπορώντας την. Είμαι εδώ, γιατί έχω πεθάνει και έχω αναστηθεί πολλές φορές. Θα σου μαρτυρήσω ότι ο θάνατος με έχει ερωτευτεί. Μα εγώ όχι ακόμα. Με φλερτάρει εντόνως. Αν με καταφέρει τότε θα φύγω. Θα φύγω μαζί του δηλαδή.
Γέλασε πολύ ο Θάνος.
…………………………………………………………………………………………
-Μην ενδώσεις στον θάνατο. Αγωνίσου, έχεις τα φόντα να τον νικήσεις.
Πιες για μένα μια ρακή, για καλό κατευόδιο. Τραγούδα μου και ένα τραγούδι. Ύστερα έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε σαν μωρό.
Εκείνη έζησε. Θα μπορούσαν να ήταν ένα υπέροχο, ερωτευμένο ζευγάρι εν ζωή. Καταλάβαιναν τόσο ο ένας τον άλλον. Πνευματικά, πλατωνικά, ψυχικά, πιο ερωτευμένοι από τους οποιουσδήποτε υγιείς ανθρώπους.
Τα δάκρυα της για κείνον ποτέ δε θα στεγνώσουν κι ας γνωρίστηκαν στους διαδρόμους ενός νοσοκομείου.
Βάλτε να πιούμε...
Άκουσε, δε βιαζόμαστε
να φύγουμε βαρκάρη.
Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας,
δε σου ζητούμε χάρη.
Μα όσο να φύγεις, πρόσμενε
κι, αν θέλεις, σε κερνούμε.
Βάλτε να πιούμε…
ΔΙΑΦΑΝΑ ΚΡΙΝΑ
……Η συντροφιά και η συνδιαλλαγή με τις γυναίκες είναι πηγή «βιωματικής μάθησης», γιατί όταν τις παρατηρείς «σωστά», έχεις την τύχη να σταθούν στην παλάμη σου πασχαλίτσες, λιβελούλες και πεταλούδες με νεραϊδίσια πρόσωπα. Έχεις την τύχη της ακρόασης μιας μουσικής remix από ήχους τζιτζικιών, γρύλλων και κελαηδισμών που φανερώνει αλήθειες από εντός τους φερμένες.
Η φύση σε αγαπά και σου αφήνεται να τη δεις έτσι όπως ακριβώς είναι.
Αν αντέξεις, γίνεσαι «κατά κάτι» σοφότερος. Χρειάζεται τρόπος και τεχνική να χειριστείς μια τέτοια «μυσταγωγία». Αλλά, φίλε, αξίζει τον κόπο.
Κατερίνα Κολιοφώτη
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου