Είναι μέρες που δε θες να ξυπνήσεις και,όταν επιτέλους κάνεις την ηρωική αυτή πράξη, δε θες να σηκωθείς από το κρεβάτι. Βήμα βήμα, πατήματα μικρά και αλαφρά, λες και δε θες να πατήσεις τη νάρκη, που κάπου είναι κρυμμένη στο πάτωμα. Γλιτώνεις τη νάρκη και στη γωνία σε περιμένει η κακή είδηση με μπόλικο θανατικό, με ιούς και στη στροφή σαλόνι κουζίνα σε περιμένει ο χάρος και σου υπόσχεται καυτές νύχτες μαζί του. Πας να του ξεφύγεις και ξαφνικά σε αρπάζει, σε φιλάει με πάθος και σε γεμίζει σάλια και μάλια και δε συμμαζεύεται. Άσε μας, ρε μάγκα, έχουμε και δουλειές με φούντες που μας περιμένουν και παιδιά και έξοδα και εκκρεμότητες, δε σου κάθομαι που να μαυρίσεις.
Χτυπάει καπακωτά το τηλέφωνο και η μάνα σου με ύφος λοιμωξιολόγου, επικοινωνιολόγου και επιδημιολόγου σου λέει ότι από τον ιό αυτόν μπορείς και να μαυρίζεις, ναι, να αλλάξεις χρώμα, φυλή...Σε λίγο θα μου πει και φύλο. Μέχρι τώρα είχα λευκό ποινικό μητρώο, μέχρι εδώ όμως. Παραλυμένη από τις λεπτομερειακές της αναφορές για τούτο τον ιό,σου σκάει και τη βόμβα και σε αποτελειώνει, ότι οσονούπω έρχεται και νέος πιο θανατερός. Σχώρα με, Θεέ μου, θα πω βαριές κουβέντες, μέρες άγιες.
Δυο μηνύματα στο κινητό και οι ειδήσεις στην τηλεόραση, αρχίζω να παίζω στα δάχτυλα την προπαίδεια της απώλειας και όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα...ένας θάνατος, πέντε θάνατοι, στους πόσους θανάτους κουλουριάζεσαι σαν μωρό στην κούνια σου και βάζεις τα κλάματα; Από όπου και να το πιάσεις δε συμμαζεύεται με τίποτα,σαν την μοδίστρα που προσπαθεί να σφίξει τα παχάκια στο φουστάνι της τροφαντής πελάτισσας. Και τρως και ψεύδεσαι, μωρό μου!
Κινητό, τσάντα, κλειδιά, κόκκινο κραγιόν και στο δρόμο για τη δουλειά...ένα μπάχαλο από ματαιότητες και μπερδεμένα κουβάρια. Τι κάνω εγώ εδώ; Σε πόσα δελτία θανάτου θα συναντηθούμε και στις πόσες μέρες θα βρεθούμε ξανά;
-Μου λείπεις...πονάω...Φοβάμαι.
-Μη φοβάσαι...όλοι φοβούνται.
Και κάπως έτσι πιστεύεις στον Θεό και σκέφτεσαι όλους του αγίους που σου μάθαινε η γιαγιά σου ότι υπάρχουν. Και κάπως έτσι η βλαστήμια ανακατεύεται με την προσευχή, όταν σκέφτεσαι πως αντί να αγκαλιάζεσαι σε κάποια παραλία στις Κυκλάδες, θα περιμένουμε αντάμα τις κορονοανακοινώσεις της ημέρας. Στους πόσους θανάτους σταματάμε, λέγε!
Δυσωδία παντού και το σενάριο να μπάζει νερά και να κάνει το αίμα σου να σε κοντράρει στα ίσια μέχρι να σπάσεις. Το κακό είναι τόσο πεισμωμένο, που...Γαμώτο, σε σκέφτομαι πάλι και νιώθω καλά. Μα το κακό είναι τόσο πεισμωμένο που είναι λες και πατάς λάσπες και βρομιές σε κάθε σου βήμα από το πρωί που θα βγεις από το σπίτι. Ναι, αλλά κάποτε και αυτές οι μέρες θα τελειώσουν και όλα θα ξεχαστούν. Μόνο που εμείς δε θέλουμε να ξεχάσουμε, αλλά να θυμόμαστε τα πάντα με κάθε ανατριχιαστική και πικάντικη λεπτομέρεια. Γι αυτό κρατάμε σημειώσεις, θα μας χρειαστούν.
Αγκαλιές στις Κυκλάδες...Τι λες τώρα; Από πού ακούγεται η Μελίνα; “Διώξε τη λύπη, παλικάρι, πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι!”.
Οι δυο μας; Κρυφά; Μπα, άσε, θα βρούμε τον μπελά μας, χωρίς ειδικό έντυπο μετακίνησης!
Η φύση οργιάζει, τα μέσα μας επίσης, κι εμείς κοιτάμε από τις χαραμάδες.
Ας ανακατέψω λίγο το ζουμί που βράζουμε όλοι μας! Ζ.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου