Από τις εκδόσεις Βακχικόν κυκλοφορεί για πρώτη φορά σε ελληνική μετάφραση η ποίηση της σπουδαίας Αμερικανίδας ποιήτριας ΆιΟγκάουα. Πρόκειται για ανθολόγηση από το σύνολο του έργου της (οκτώ ποιητικές συλλογές) σε από κοινού μετάφραση από τους ποιητές Βαγγέλη Αλεξόπουλο και Διώνη Δημητριάδου.
Οπισθόφυλλο
Η ΆιΟγκάουα (AiOgawa),ή απλώς Άι, γεννήθηκε το 1947 στο Albany του Texasαπό πατέρα ιαπωνικής καταγωγής και μητέρα αφρικανικής και πέθανε το 2010 στο Stillwater της Oklahoma.Σπούδασε ιαπωνική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, ενώ ασχολήθηκε και με τη μελέτη του Βουδισμού.ΉτανΕπισκέπτριαΚαθηγήτριαστο Binghamton University καιστο State University of New York (1973 – 1974). Μετά την απονομή του Εθνικού Βραβείου (NationalBookAwardforPoetry) το 1999για την ποιητική της συλλογή «Vice», έγινε τακτική Καθηγήτρια στο Τμήμα Αυτοχθόνων Αμερικανών.
Η Άι είναι γνωστή για την επιδεξιότητά της στους δραματικούς μονολόγους, όπως επίσης και για τη χρήση σκοτεινών αμφιλεγόμενων θεμάτων στα έργα της. Αφηγείται μικρές αυτοτελείς ιστορίες, βιωματικές ήπροϊόν αληθοφανούς μυθοπλασίας. Με τον τρόπο που έζησε, που εκφράστηκε ποιητικά, και αντιμετώπισε το τέλος της ζωής της έδειξε πως διέθετε ένα σπάνιο ταλέντο για ζωή.Είναι μια φωνή ζωντανή και προκλητική στην παγκόσμια ποίηση.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
i.Σκληρότητα
Τα σημάδια απ’ τις οπλές στη νεκρή αγριόγατα
αστράφτουν στο σκοτάδι.
Είσαι γυμνός, καθώς τη σέρνεις στη βεράντα.
Ούτε αυτό θα ωφελήσει.
Το παγωμένο νερό που ήπιαμε δεν ωφέλησε,
ούτε τα ελατήρια του κρεβατιού
που χτύπαγαν σαν δάχτυλα
για να κρατήσουν τον ρυθμό.
Δεν έχω νιώσει ποτέ μου
τίποτα σαν κι αυτό. Δεν το καταλαβαίνεις;
Αυτό που λαχταρώ είναι σκληρό,
χτυπάει πάνω στα δόντια μου
πάει πάλι πίσω και με δαγκώνει.
ii.Ο άντρας με το σαξόφωνο
Τα πεζοδρόμια άδεια.
Μονάχα ο ατμός,
που αναδύεται από τις σχάρες των φρεατίων, μοιάζει ζωντανός,
καθώς βαδίζω άσκοπα από βιτρίνα σε βιτρίνα,
κάποτε σταματώντας να κοιτάξω, κάποτε όχι.
Το χιόνι της περασμένης εβδομάδας εύθραυστο τώρα
και αγνώριστο σαν τα απαλά, λευκά μαλλιά,
γενειάδα στο πρόσωπο της πόλης.
Κατευθύνομαι παρακάτω στην Πέμπτη Λεωφόρο
προς τις Τριακοστές,
με άδειο το μυαλό
όπως σου λένε οι Βουδιστές πως είναι δυνατό
χωρίς να προσπαθήσεις.
Μοναχά να μπορούσα
να μεταμορφωθώ σε πουλί
όπως ο σαμάνος που σκόπευα να γίνω
αλλά δεν μπορώ,
είμαι δεμένη με τη γη
και η μοναξιά είναι η συντροφιά μου,
μόνο σ’ αυτήν μπορείς να υπολογίζεις.
Όχι, μη, μην προσπαθείς να μου τα πεις αλλιώς.
Είχα τα πάντα και τα έχασα
και καθόλου δεν τα θέλω πίσω,
άσε με μόνο αυτό το πρωινό να κρατήσω,
η πόλη να κοιμάται
κι εκεί στη γωνία της Τριακοστής Τετάρτης και της Πέμπτης,
ο άντρας με το σαξόφωνο,
τα γάντια του, χωρίς δάχτυλα, λιγδιασμένα
όπως το πρόσωπό του,
οι στρώσεις των ρούχων του κολλημένες στο δέρμα του.
Ακουμπώ κάτω τη θήκη μου,
αυτός πάει πιο πίσω
για να μου δείξει ότι είμαι ευπρόσδεκτη,
και στεκόμαστε για λίγο
σε μιαν απόλυτη σιωπή
σκέφτομαι πως θα έπρεπε αλλού να ήμουν, όχι εδώ,
όχι σ’ αυτή την πόλη, όχι στην καρδιά της σκέτης φασαρίας.
Έπειτα φέρνει το σαξόφωνο στα χείλη του ξανά
κι εγώ σηκώνω το δικό μου
εισπνέω τον αέρα μέσα από το διάφραγμά μου
και σκύβω προς τον κρύο, χρυσό αυλό,
περιμένοντας να έρθουν οι νότες,
και όταν έρχονται,
για εκείνη τη μοναδική στιγμή
γίνομαι το ελεύθερο πουλί της φαντασίας μου,
που ανυψώνεται μόνο για να ξαναπέσει
πάνω στο τσιμέντο,
κάθε νότα ένα μαύρο λουλούδι,
που ανοίγει, σπλαχνικά ανοίγει
στην ανελέητη καινούργια μέρα.
iii.Σαλώμη
Ψαλιδίζω το κοτσάνι του κόκκινου γαρύφαλλου
και το τοποθετώ σε ένα μπολ με νερό.
Επιπλέει όπως θα επέπλεε το κεφάλι σου,
εάν στο είχα κόψει.
Αλλά τι θα γινόταν εάν σε είχα κόψει κομμάτια
για εκείνα τα απογεύματα
όταν ήμουν στα δεκαπέντε
έτσι σαν παραδείσιο πουλί
σφαγμένο για τα φτερά του.
Ακόμα και το όνομά μου έφερνε στον νου φτερούγες,
ψάθινα κλουβιά, πτήση.
Έλα κάθισε στα πόδια μου, είπες.
Αισθάνθηκα σα να είχα πετάξει εκεί·
δεν είχα βάρος.
Ήσουν σαράντα και παντρεμένος.
Το ότι ήταν η μητέρα μου δεν είχε σημασία.
Ήταν μια πόρτα που μου ανοίχτηκε.
Οι τρεις μας καλά μπλεγμένοι σε ένα είδος υπνηλίας
και μόσχου, ο μόσχος κάθε Κυριακής. Ιδρώτας και γλύκα.
Αυτή η γεύση από ξερό δαμάσκηνο και από γλυκόριζα
πάντα πίσω από τη γλώσσα μου
και η γλώσσα σου πάνω στα δόντια μου,
να αγγίζει μετά τη δική μου. Πόσες φορές; –
μέτρησα αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να θυμηθώ.
Και όταν νόμισα πως θα συνεχίζαμε για πάντα,
ότι τίποτα δεν μπορούσε να μας σταματήσει
καθώς χάναμε διαρκώς τη συναίσθηση,
έφτασαν διαταγές: Πόλεμος στον βορά.
Το σπαθί σου, οι χρυσές επωμίδες,
η στολή τόσο λαμπερά χρωματισμένη,
τόσο αταίριαστη σε πόλεμο, σκέφτηκα.
Και το άλογό σου· πώς ίππευσες έξω από την πύλη.
Όχι, πώς το άλογο χόρεψε κάτω από σένα
προς τον ήχο μιας κανονιάς.
Μπορούσα να το ακούω, τόσο πολλές λεύγες μακριά.
Μπορούσα να σε δω να πέφτεις, το πρόσωπό σου κατακόκκινο,
το άλογο να συνεχίζει να χορεύει χωρίς εσένα.
Και την ίδια στιγμή,
η Μητέρα αναστέναξε και έστριψε αδέξια στην αιώρα,
η Μαδέρα στο λεπτό κολονάτο ποτήρι
χύθηκε στο χορτάρι,
και ένιωσα να γίνομαι σκληρή σαν ξύλο στο χρώμα του μπράντι,
το δέρμα μου, χιλιάδες χορδές τόσο τεντωμένες
που καθώς περπατούσα προς το σπίτι
μπορούσα να ακούσω μουσική
να κατρακυλά σαν καταρράκτης από κινέζικο μετάξι
πίσω μου.
Πήρα το γράμμα σου από τον κόρφο μου.
Σαλώμη, άκουσα τη φωνή σου,
μικρό πουλί, πέτα. Αλλά δεν το έκανα.
Έλυσα τη λουλακί κορδέλα από τα στήθη μου
και ξάπλωσα στο κρεβάτι σου.
Μετά από λίγο άκουσα τα βήματα της Μητέρας,
την κοίταζα να περπατά προς το παράθυρο.
Έκλεισα τα μάτια μου
και όταν τα άνοιξα
η σκιά ενός σπαθιού διαπέρασε τον λαιμό μου
και η Μητέρα, ντυμένη σαν γρεναδιέρος,
έσκυψε και με φίλησε στα χείλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου