Μακάρι ο T. S. Eliot να μην είχε τόση απήχηση για να βρω αυτό το ποίημα.(1) Μακάρι να έφτανε μέχρι τον Ezra Pound και όχι παραέξω. Μακάρι να μην το άγγιζε το χέρι του Σεφέρη. Μακάρι η Κυμαία Σύβιλλα να πέθαινε και να ησύχαζα κι εγώ πριν τη γνωρίσω.
Μακάρι να είχα να κάνω με ένα έργο που να ενέτασσα στο ρεύμα του και να καθάριζα, μακάρι με έναν ποιητή ευχαρίστως αξιόλογο, και όχι με την ψυχή ενός (συν ενός) Νομπελίστα. Μα πιο πολύ μακάρι, καμία χώρα να μην ήταν τόσο έρημη, ώστε να νιώθω έτσι τεμνόμενη σήμερα τη ζωή μας με αυτούς τους στίχους του Eliot.
Το ποίημα Η Έρημη Χώρα (The Waste Land) είναι πολύ μεγάλο- ποσοτικά και ποιοτικά- και εγώ πολύ μικρή- ηλικιακά και πνευματικά- για να προβώ σε μια οποιασδήποτε πλευράς ικανοποιητική ανάλυση. Γράφω ένα κείμενο με στόχο να εκθέσω μια δική μου σκοπιά πάνω στο ποίημα, το σήμερα και την τρομακτική τους διακειμενικότητα, με την ελπίδα κάπως έτσι να αποταχθώ το δικό μου δαίμονα.
ΟΙ ΠΡΟΑΓΓΕΛΟΙ
Η χαρτομάντισσα κυρία Σόζοστρις και η προφητεία του πνιγμού, σε τίποτα δεν διαφέρουν από την ανακοίνωση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στις 12 Ιανουαρίου 2020 που επιβεβαίωνε την ύπαρξη ενός νέου ιού που αναφέρθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2019 στην πόλη Wuhan της Κίνας.(2) Και τα δύο γεγονότα θα μπορούσαν εξίσου να χτυπήσουν το καμπανάκι τους στη «χώρα»/ «γη» (πόσο μου αρέσει που υπάρχουν και οι δύο μεταφράσεις), ωστόσο για αναστάτωση ήταν πολύ αρχή. Και στην Ελλάδα της 26ης Φεβρουαρίου που έχουμε το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα του πλέον βαπτισμένου (με χίλια ονόματα) Covid- 19/ κορονοϊού/ κορωνοϊού/ κορωναϊού, η απόκρισή μας μετά από έναν πρώτο φόβο ήταν παρόμοια με της κυρίας Σόζοστρις: «Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας». Τίποτα παραπάνω.
Για να μην τα ισοπεδώνουμε όλα ωστόσο, ίσως υπήρξαν φωνές απ’ την αρχή που να είχαν πιο τεντωμένες τις κεραίες τους όπως τον Τειρεσία στο Γ’ Μέρος του ποιήματος. «Διέκρινα τη σκηνή, και προφήτεψα τα επίλοιπα» θα μας πει, όπως και στο δικό μας κόσμο είπαν κάποιοι από την αρχή για προσοχή, μέτρα, επιδημία, πανδημία και πίστευαν ότι «αυτό ακόμα είναι η αρχή». Κανείς δεν χρειάστηκε να δώσει επιπλέον σημασία. Και οι δικοί μας και ο μάντης επιβεβαιώθηκαν.
Η συνέχεια είναι ιστορία, μιλάω με ημερομηνίες.(3)10 Μαρτίου αναστέλλεται η λειτουργία όλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, 12 Μαρτίου έχουμε τον πρώτο επιβεβαιωμένο θάνατο από τον κορωνοϊό, για να φτάσουν με το έμπα του Απρίλη πενήντα. Και όλα αυτά μονάχα στην Ελλάδα, και όλα αυτά μετά από ήδη μικρές συστάσεις, μέτρα, περιορισμούς κυβερνητικούς και μη, μετά από ψύχραιμες καμπάνιες τύπου #menoumespiti, και όλα αυτά, το τραγικότερο, μέσα σε λίγες εβδομάδες.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Κάπως έτσι ξυπνήσαμε μαζί με την Έρημη Χώρα- και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους θα πω εγώ- σε έναν Απρίλη «σκληρό», γεμάτο «θύμηση και επιθυμία» όπου, «όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε».(4) Περιττό να πούμε ότι δεν πολυθυμόμαστε πως φτάσαμε στην Ελλάδα του σήμερα- από τις 23 Μαρτίου απαγόρευση κάθε άσκοπης μετακίνησης, σε καραντίνα με λίγα λόγια, μέχρι αυτή την ώρα που γράφω, επιβεβαιωμένα κρούσματα έως 16/4 2.207 με 105 θανάτους, δουλειά από το σπίτι, μαθήματα από το σπίτι, λειτουργίες από το σπίτι, νομίζω δεν μιλάμε πια μονάχα για «Βδομάδα» των Παθών. Αναφορικά μόνο, παγκοσμίως την ίδια ημερομηνία αριθμούνται 2.181.308 άνθρωποι που έχουν προσβληθεί από Covid-19 επιβεβαιωμένα και 145.471 καταγεγραμμένοι θάνατοι.(5)
«Το Κήρυγμα της Φωτιάς» ως ενότητα του ποιήματος δεν θα μπορούσε να περιγράψει πιο απτά την όψη της έρημης χώρας, την όσφρηση από τα αποκαΐδια, την αφή του τίποτα, τη γεύση της πικρίας, την ακοή της σιωπής. Από αυτό το σκηνικό του Eliot, πιο έντονα από οπουδήποτε αλλού μέσα στο κείμενο, λείπουν όλα τα άλλοτε αυτονόητα παρόντα στοιχεία: η σκεπή, τα φύλλα, ο αγέρας, οι νύμφες, οι μποτίλιες, τα χαρτιά, τα μαντίλια, τα κουτιά, τα αποτσίγαρα, όλα τα «τεκμήρια θερινών νυχτών» και μη, υποθέτω- με λίγα λόγια, όλα όσα έχει κανείς συνηθίσει στο οπτικό του πεδίο ζώντας σε μια ανθρώπινη γη. Και αλλού διάσπαρτα σε όλο το ποίημα βλέπει κανείς, με τη σειρά, την ερημιά να εμφανίζεται σε μύρια σχήματα και ονόματα· «σπασμένες εικόνες», «πεθαμένο δέντρο», «στεγνή πέτρα», «ήχος νεκρός», «πνιγμένο γέλιο», «ριγμένα κόκαλα», «αδειανή εκκλησία», για να αναφέρω μερικά μονάχα.
Από την ώρα που αντικρύζουμε μια τέτοια χώρα, σταδιακά περνάμε στην ταραχή, περνάμε στην αναστάτωση, «…δεν ήμουν/ Ζωντανός μήτε πεθαμένος, και δεν ήξερα τίποτε», «Δεν το’ χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς», φωνάζουμε απελπισμένοι μαζί με το Σεφέρη που μεταφράζει. Μα και βέβαια «δεν ξέραμε». Έχω την αίσθηση ότι από τη φύση του ο άνθρωπος καταλαβαίνει την αλήθεια κατόπιν εορτής. Μόλις ακυρωθεί ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ συνέδριο, μόλις εμφανιστούν ύποπτα συμπτώματα ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ νομό, μόλις ελέγξουν ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ μετακίνηση, μόλις νοσήσει Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ γνωστή, μόλις πεθάνει Ο ΔΙΚΟΣ ΤΟΥ «78χρονος με υποκείμενα νοσήματα». Ακριβώς όπως οι τραγικοί ήρωες. Η ιστορία κυλά με τόσες ευκαιρίες να ανοίξουμε τα μάτια μας και εμείς ακόμα περιμένουμε τον Αγγελιαφόρο να μας φέρει τα μαντάτα να θρηνήσουμε.
Όχι επειδή μιλώ οργισμένα δεν ξέρω τι αποκαρδιωτικό τού είναι να βρεθεί ο άνθρωπος μπροστά στη φοβερή πραγματικότητα. Χάνει ένα από τα πιο λίγα πράγματα που διατηρεί στις μέρες μας χωρίς νοίκι- την πίστη του. Την ίδια απελπισία έχουν και όλα τα πρόσωπα που ρίχνει ο Eliot στο ποίημα του. «Να πεις ή να μαντέψεις, δεν μπορείς» μας λέει στην «Ταφή του Νεκρού» εισαγωγικά ο αφηγητής, και στο τελικό «Τι Είπε ο Κεραυνός», σαν να κλείνει, το δραματοποιεί περισσότερο. Τα λόγια των προσωποποιημένων Ντάττα και Ντάγιαντβαμ μιλούν από μόνα τους: «Η ΦΟΒΕΡΗ ΤΟΛΜΗ ΜΙΑΣ ΣΤΙΓΜΗΣ ΠΑΡΑΔΡΟΜΟΥ/ ΠΟΥ Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΦΡΟΝΗΣΗΣ ΠΟΤΕΣ ΔΕΝ Θ’ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙ» και «ΜΕ ΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΚΛΕΙΔΙΟΥ, ΚΑΘΕΝΑΣ ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ» αντίστοιχα. Τρομερός ο απολογισμός του καθενός μας για το τι έκανε πριν τα ζήσουμε όλα αυτά και ο υπολογισμός του τι θα ξημερώσει όταν τελειώσουν όλα. Δύσκολα νομίζω ελπίζουμε να βρούμε μετά από μια έρημη χώρα κάτι άλλο, πέρα από έρημη χώρα.
ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΡΗΞΕΙΣ
Παρόλο που ο Eliot θαρραλέα ξεκινά την Έρημη Χώρα με το γνωστό ανθρώπινο τέχνασμα της καταφυγής στη μνήμη ως αντιστάθμισμα των πολύ χειρότερων που συμβαίνουν στην τωρινή ζωή, στη δική μας κατάσταση θεωρώ αυτό έπεται πολλών άλλων συναισθημάτων σαν ανάγκη. Το μεγαλύτερο ίσως μέρος της Α’ Ενότητας, ο ποιητής το καταναλώνει στη θύμηση απλών και φαινομενικά αδιάφορων στιγμών, όπως το χειμώνα και το καλοκαίρι του (ίσως ο ενικός εδώ συνεκδοχικά), συνομιλίες και συναναστροφή με ανθρώπους (σίγουρα τα ονόματα εδώ τυπικά), μαζί με επισημάνσεις και λεπτομέρειες στις οποίες σε καμία άλλη περίπτωση, εκτός λόγω της έκτακτης ανάγκης, δεν θα δινόταν σημασία και λόγος. Στις Β’ και Γ’ Ενότητες κυρίως, ύστερα, οι αναμνήσεις περνούν σε άλλη διάσταση και μπλέκονται σε ένα παραμιλητό που νομίζω μας κάνει να μη νοιαζόμαστε πια για το τι είναι αλήθεια από όσα θυμάται και θυμόμαστε και τι όχι. Φτάνουμε πλέον να αφηνόμαστε συχνά μέσα στο δράμα μας, από μικρά ερεθίσματα όπως αυτό του θρόνου και των αρωμάτων στο «Μια Παρτίδα Σκάκι», σε σκέψεις πάνω σε περασμένα, καθημερινά σκηνικά, σε ταπεινές ανθρώπινες συζητήσεις του κάποτε. Από τα σπίτια μας κι εμείς τα ίδια θα λέγαμε στη Λιλ: «Τώρα πού γυρίζει ο Γιάννης, κοίταξε να σουλουπιαστείς λιγάκι», «Είσαι ντιπ άμυαλη». «Βεγιαλαλά λεγιά/ Βάλλαλα λεγιαλαλά» και όλους τους στίχους απ’ την αρχή ως το τέλος πολύ καλά κάνει και τους δίνει τόσο παραστατικά το κείμενο, ώστε να ταυτιστούμε όλοι μας τώρα που πριν πέσουμε για ύπνο ξεπηδά στο μυαλό μας ένα περσινό βράδυ που (ούτε θυμόμασταν πριν απ’ την καραντίνα ότι) βγήκαμε, παίζουμε όλο το τραγούδι που ηχούσε στο μαγαζί παρενθετικά μες στην ανάμνηση, και έπειτα συνεχίζουμε τη σκηνή.
Σκοπίμως άφησα την κυρία του Καθίσματος στο Β’ για το τέλος, επειδή κάπως στο μυαλό μου ο «μονόλογος της τρέλας» που κάνει μες στα νεύρα της, είναι μια κλασική αντίδραση που έχουμε όλοι μας όταν επιστρέφουμε στην πραγματικότητα. Γλυκά τα αρώματα και η θύμηση της Φιλομήλας και του μύθου της, όπως ωραία πιάνουμε να γελάμε μόνοι μας με τα ζόρια που είχαμε τον Ιούλιο μέχρι να φτάσουμε Πειραιά να πάρουμε το πλοίο, μα ποιος ξυπνάει εύκολα μετά από τέτοια όνειρα... Όχι απαραίτητα με «νεύρα», όπως το λέει, του θυμού, πιο πολύ με νευρικότητα, με ένα έτοιμο ξέσπασμα: «Μείνε μαζί μου./ Μίλησέ μου. Λοιπόν ποτέ σου δεν μιλάς; Μίλησε.» θα γυρίσουμε να πούμε σε όποιον τόσες και τόσες μέρες έχουμε δίπλα μας στο καναπέ που έχουμε πια στοιχειώσει. «Τι είναι αυτός ο θόρυβος;» -ναι, έτσι νευρικά- «Τι είναι αυτός ο θόρυβος τώρα; Τι κάνει ο αγέρας;»- ρωτάμε, για παράδειγμα, ξανά, γιατί ούτε ακούμε την απάντηση πάνω στην ταραχή μας. Δεν μας ταράζει ο αγέρας, μας ταράζει η πραγματικότητα. Ο αγέρας μας ταράζει που έκλεισε με θόρυβο το παράθυρο και μας τη θύμισε και φύγαμε απ΄ τη μνήμη. Και πριν το καταλάβουμε βάζουμε τις φωνές στον πρώτο εύκαιρο άνθρωπο απ΄ τους ελάχιστους που δικαιούμαστε πια να βλέπουμε- «ΕΙΣΑΙ Ή ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ; ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙΠΟΤΕ ΜΕΣ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΟΥ;»… Ίσως βουρκώνουμε κιόλας, βγαίνουμε από το δωμάτιο, ούτε που ρίχνουμε ματιά πίσω στον καναπέ, είμαστε για να σκάσουμε. Μια ερώτηση είναι που έχουμε και δεν μας την απαντάνε: «Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω;».
Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ
Ανθρώπινη η απελπισία, ανθρώπινη και η παραίτηση, από κάποιο σημείο και ύστερα. Ανοίγουμε την τηλεόραση, ακούμε κορωνοϊό, μιλάμε με τον αδελφό μας, λέμε για κορωνοϊό, χαζεύουμε στο ίντερνετ, βλέπουμε κορωνοϊό. Κλεινόμαστε σε ένα δωμάτιο να ξεφύγουμε από όλους και από όλα, ας μη γελιόμαστε, σκεφτόμαστε κορωνοϊό. Πιάνω ένα κείμενο να γράψω να αποθέσω το μέσα μου, μιλώ για κορωνοϊό. Μια τέτοια καθημερινότητα σε σπρώχνει αργά ή γρήγορα πιο εύκολα στην κυνικότητα. Ξεκινάει η μέρα, ξέρουμε πως θα ακούσουμε νέα κρούσματα, ξέρουμε ότι καταρρέει η οικονομία, ξέρουμε πως από τη γειτονιά μας ως την άλλη άκρη του κόσμου πεθαίνουν άνθρωποι (και όχι μόνο με γιατρό ή άλλο άνθρωπο δίπλα τους), ‘έλα’ λέμε κάποια στιγμή από μέσα μας, ‘να τα δούμε- να τα ξέρουμε- να πέσουμε για ύπνο’. Έτσι «αστειεύεται» και ο αφηγητής στο τέλος του Μέρους Α’ που χαιρετά το φίλο του και τον ρωτάει για το λείψανο που έθαψε στον κήπο του. Και πολύ περισσότερο παράδοση στη ροή των πραγμάτων βλέπουμε στη σκηνή που ο Eliot παίζει με τον Τειρεσία και τον νέο που έρχεται στο σπίτι της δακτυλογράφου. «Από το νου της μια άμορφη σκέψη περνά: / ‘Λοιπόν έγινε ό, τι έγινε: καλά που έχει τελειώσει΄». Αυτή την τελευταία φράση λέει μια γυναίκα που μόλις κοιμήθηκε με τον εραστή της, τόσο ξερά, τόσο παθητικά, όσο και ο τυφλός Τειρεσίας, που ωστόσο έχει τα μάτια για να δει αυτό τον ξεπεσμό. Εδώ ο ίδιος θυμάται- δεν θυμάται τις δόξες του στην Θήβα, να περιμένουμε από μια δακτυλογράφο, πολύ εγγύτερα σαν φιγούρα σε εμάς, να βρει χαρά σε τέτοια χώρα;
ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΕΠΑΦΗΣ
Όλα όσα μας συμβαίνουν μέσα στην πανδημία, καλώς ή κακώς σε δεύτερη ανάγνωση, τα κρίνουμε συγκριτικά. «Απίστευτο, ούτε ‘Χριστός Ανέστη’ δεν θα πούμε φέτος σε έναν άνθρωπο. Αλλά εντάξει, καλά είμαστε, σήμερα πάλι είδα- που ήταν;- πέθαναν 2.000». Δεν λέω πως δεν έχει κάποιος το δικαίωμα να παραπονεθεί που δεν θα πάει στην εκκλησία φέτος το Πάσχα. Ούτε βέβαια εννοώ ότι κοιμάται ήσυχος που έχασαν τη ζωή τους οι άνθρωποι σε άλλο σημείο της σφαίρας και όχι στο δικό του σημείο. Βασικά λέω, ότι δεν πρέπει να είναι έτσι. Αλλά νομίζω μπορούμε όλοι να καταλάβουμε πόσο μεγάλη ανάγκη έχουμε να δούμε το ένα μας θετικό δίπλα στα ενενήντα εννιά κακά ενός προϋπολογισμού εκατό νέων μέσα στη μέρα. Και αν μια ώρα έχουμε τη δύναμη να καθησυχάσουμε τον διπλανό μας που ανησυχεί περισσότερο από μας, πάλι θα το κάνουμε. Θα δώσουμε μια πρόσκαιρη λύση εκεί που αναρωτιέται τι άλλο θα μας ξημερώσει- «Πιέζοντας μάτια δίχως βλέφαρα και περιμένοντας ένα χτύπημα στην πόρτα» θα δανειστούμε αυτή τη φράση του ποιήματος ή μια άλλη πιο δυνατή και θα προσθέσουμε: «μην σκας ρε μάνα, θα δούμε τι θα γίνει» για να την ηρεμήσουμε. Ομοίως θα πάρουμε μια ανάσα και θα χαμηλώσουμε το κεφάλι (σχεδόν με μια ενοχή που λέμε ότι δεν αντέχουμε άλλο εμείς) για άλλες χώρες που βλέπουμε στην κυριολεξία να ερημώνουν, με κάθε πιθανή έννοια. Πόσο όμορφο που μεταφέρει ακέραιο ο ποιητής το «Θάνατο από Πνιγμό» από ένα άλλο του ποίημα, να το διαβάσουμε κι εμείς, να κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή για το Φληβά που τελικά πνίγηκε, όπως είχε προειδοποιήσει η χαρτομάντισσα. Με το «Εθνικέ ή Εβραίε», ανατριχιαστικά το ποιητικό εγώ μας προτρέπει να στοχαστούμε το νεκρό που κάποτε ήταν ζωντανός, όμορφος και ψηλός, και τώρα πια δεν είναι κανένα από τα τρία, ενώ εμείς τουλάχιστον το πρώτο και πιο σημαντικό.
Όλοι μας υποφέρουμε, όλοι οι «Πύργοι πέφτουν/ Ιερουσαλήμ Αθήνα Αλεξάντρεια/ Βιέννη Λόντρα/ Ανύπαρχτες» και έτσι περνάω στο κύκνειο άσμα «Τι Είπε ο Κεραυνός». Μια έρημη χώρα δεν έχει σύνορα και εύκολα καταλαβαίνουμε πως ο ποιητής τυχαία ονομάτισε ελάχιστες για να μην το πει ξερά ότι μιλά για την ανθρωπότητά μας σύσσωμη. «Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και συ μαζί μου/ Μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο/ Υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι σου». Έτσι ακριβώς, θέλει και ερώτημα; Πάντα κάποιος περπατεί πλάι μας. Πάντα λυπόμαστε για τα κακά νέα οπουδήποτε, πάντα βαριαναστενάζουμε όταν ακούμε στις ειδήσεις για μια πόλη που πήγαμε πρόπερσι, πάντα ανησυχούμε για τα ξαδέλφια μας στο εξωτερικό. Και αυτό, να φανταστούμε, μετά από τα εγχώρια πάθη, μετά από τα δικά μας προβλήματα, μετά από τα προσωπικά όνειρα που μπήκανε και αυτά σε καραντίνα, μετά από τόσα άλλα που τρομάζω να σκεφτώ πως υπάρχουν στο μυαλό καθενός. Είναι δεξιά και αριστερά, πίσω και μπρος, πάντα όμως πλάι μας (φανερό πόσο αποφεύγω να πω τη λέξη ‘μέσα’). Πλάι είναι και η ηλικιωμένη στον τρίτο, πλάι είναι και η Νάξος, πλάι είναι και η Ισπανία. Όπως τελικά τόσο πλάι μας ήταν και η Wuhan.
Αν είχαμε μια φωνή πάνω από το κεφάλι του καθενός μας σε σκηνικά όπως τα τελευταία, θα τα έλεγε σε ήχο μαντολίνου όπως το τραγουδάκι στη Γ’ Ενότητα, τρίβοντάς μας συμπονετικά τον ώμο. «Άνθρωποι μου φτωχοί μου άνθρωποι που δεν περιμένετε/ Τίποτε.», και μετά σε πένθιμο τόνο όπως ο αφηγητής «Ω φεγγαράκι μου λαμπρό φέξε της Κύρα- Πόρτερ/ Φέξε της κόρης της.». Με άλλα λόγια, «Θεέ μου, λυπήσου μας».
Δεν θέλω να μιλήσω εκ μέρους του Θεού, αλλά ο Σεφέρης μίλησε εκ μέρους του Eliot και κανείς δεν περίμενε ότι μέσα στην Έρημη Χώρα θα έβρισκε στο τέλος το κουράγιο να μας πει και μια καλή κουβέντα. Η όλη πορεία ανάγνωσης των κεφαλαίων του ποιήματος και η έκπληξη μου όταν φτάνω στο «κάτω κάτω της γραφής», είναι κάπως σαν την αντίδραση που θα είχε η Πανδώρα και μες στον πανικό της, γέρνει μια στιγμή να κοιτάξει στον πάτο του πιθαριού. Πόσο πιο αριστοτεχνικά ο Eliot να φτιάξει τον επίλογό του απ’ το να βάλει τρεις σανσκριτικούς όρους (μετά από ήδη πολλές απηχήσεις στον ινδουισμό μέσα στο κείμενο) να μας τα πουν έξω απ’ τα δόντια- ‘Datta’ (= Δόσιμο) ·ναι, κάναμε όσα κάναμε ανεύθυνα και βρισκόμαστε τώρα σε πανικό- ‘Dayadhvam’ (= Συμπόνοια) ·έτσι είναι, καθένας κάθε που ακούει κλειδί και νέο, θυμάται γιατί τα ακούει και κάνει τον ήχο αυτόν εκκωφαντικό- ‘Damyata’ (= Έλεγχος) ·ΠΑΥΣΗ. Ή έστω όχι παύση, τουλάχιστον όχι έλεγχος, τουλάχιστον μια ανάσα να σκεφτεί. «Τάχα θα βάλω πια τις χώρες μου σε τάξη;». Πρώτη φορά σε πραγματικό χρόνο και όχι μέσα από τις αναμνήσεις, βλέπουμε λέξεις όπως «χαρούμενα», «ήσυχη», «χελιδόνι». Και ρωτώ εγώ: Ίδιο δεν είναι αυτό με τα δελφίνια που κολυμπάνε στα κανάλια της Βενετίας; Ίδιο δεν είναι με τα χαρτάκια που αφήνουν ένοικοι στο ασανσέρ για να τα βρουν οι γείτονές τους και να τους τηλεφωνήσουν αν θελήσουν κάτι; Ίδιο με τον Bocelli που τραγουδά σε ένα άδειο Duomo; Με τον Elisha Nochomovitz που έτρεξε 42.2 χιλιόμετρα το μπαλκόνι του πάνω κάτω; Με τα πακέτα μάσκες που έστειλε η Κίνα στην Ιταλία γράφοντας “Είμαστε κύματα της ίδιας θάλασσας, φύλλα του ίδιου δέντρου, άνθη του ίδιου κήπου, Siamo con voi, forza Italia!”; Για αυτή την ανθρωπιά και την ελπίδα, την αγάπη που υπάρχει στη Χώρα Γη, τη μόνη ουσιαστική χώρα, πριν, μετά και ενώ είναι έρημη, τον άνθρωπο που αναγεννάται στο τέλος σαν το Φοίνικα, που υπάρχουν «πλάι μας» από τις αρχές του 20ου που τα λέει Eliot μέχρι σήμερα, και άλλο τόσο πίσω από κείνον και πάει λέγοντας μέχρι το ανέκαθεν, γίνεται να μιλήσουμε; Πολύ τίμιο το ποίημα μας και δεν έκρυψε τίποτα: φρίκη, χαμός, θάνατος, απελπισία, μνήμες, σύγχυση, παρακάλια, κυνικότητα, τραγικότητα, παραμιλητό, παραίτηση. Έρημη γη θα ονομάζαμε και εμείς τον κόσμο από τη μέρα που οι ζωές μας ελέγχονται από έναν ιό. Αλλά αφού τα είπε και ξεθύμανε, αφήνει την καημένη την Damyata να πει στο τέλος και τα άλλα: «Με τα συντρίμμια αυτά στύλωσα τα ερείπιά μου/ Ωραία, θα σας κανονίσω.». Δεν φτιάχνει την κατάσταση, αλλά έστω μπαίνει στον κόπο να σκεφτεί μια λύση. Και εγώ έτσι θα κινηθώ να μας θυμίσω ότι, ακόμα γεννιούνται παιδιά στον κόσμο, ακόμα πολλοί κοιμόμαστε αγκαλιά με τις γυναίκες μας, ακόμα ο καιρός ανοίγει, ακόμα παίζουμε τα απογεύματα με το σκύλο μας και πολλά υπάρχουν μικρότερα, όμοια και μεγαλύτερα, που ο καθένας μας ξέρει ότι ακόμα είναι αρκετά τυχερός να τα έχει. Και καταστροφολογικά να μιλήσω για τους πιο κυνικούς, αν πεινάσουμε, θα πεινάσουμε όλοι, αν νοσήσουμε, θα νοσήσουμε όλοι, αν πεθάνουμε, θα πεθάνουμε όλοι, όλα για όλους μας μαζί γίνονται σε αυτή την έρημη χώρα, τη χώρα που έπρεπε να συμβεί ένας κορωνοϊός για να καταλάβουμε πως είναι μία και οι κάτοικοί της έχουμε την εθνικότητα «άνθρωπος». Τόσα κρατάμε μέσα μας ετούτη την ώρα, ας κρατήσουμε δυο φράσεις παραπάνω κι ας κλείσουμε προσωρινά τη σκέψη μας μαζί με αυτή του Eliot: «Ντάττα. Ντάγιαντβαμ. Ντάμυατα./ Σάντι σάντι σάντι» ( =Δόσιμο. Συμπάθεια. Έλεγχος. / Ειρήνη ειρήνη ειρήνη).
Νίκη Μακρυπόδη
Παραπομπές
1.T.S. Eliot, Η Έρημη Χώρα, [μετ. Γιώργος Σεφέρης]
2.World Health Organization, https://www.who.int/emergencies/diseases/novel-coronavirus-2019/situation-reports
3.Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/2020_coronavirus_pandemic_in_Greece
4.Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (Β’ Σχεδίασμα)
5. Worldometer, https://www.worldometers.info/coronavirus/
Η φωτογραφία είναι από http://www.exlibris-oldbooks.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου