"...ένα πράγμα με παρακινεί και μένα να γράφω, ότι τούτην την Πατρίδα την έχουμε όλοι μαζί και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Έγραψα γυμνή την αλήθεια να ιδούνε όλοι οι Έλληνες και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και τα παιδιά μας να λένε : έχουμε αγώνες πατρικούς, έχουμε θυσίες."
Ο Ιωάννης Τριανταφύλλου, γνωστότερος ως Ιωάννης Μακρυγιάννης (Κροκύλειο Φωκίδας, 1797 - Αθήνα, 27 Απριλίου 1864), ήταν Έλληνας συγγραφέας, πολιτικός, στρατιωτικός και οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε το 1797, στον οικισμό Αβορίτη του Κροκυλείου Φωκίδας και το οικογενειακό του όνομα ήταν Τριανταφύλλου, του Δημητρίου και της Βασιλικής το οποίο και απέκρυπτε επιμελώς στη νεαρή του ηλικία καθ' υπόδειξη της μητέρας του λόγω φόβου περαιτέρω αντεκδικήσεων, επειδή ο πατέρας του Δημήτρης είχε φονευθεί, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, σε συμπλοκή με τους Τούρκους όταν ο Μακρυγιάννης ήταν ενός έτους. Οι λόγοι της δολοφονίας του πατέρα του είναι άγνωστοι: ίσως συνδέονται με περιστατικά του κλεφταρματολικού βίου της οικογένειάς του. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, μετά από επιδρομή των Τούρκων, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Αβορίτη μαζί με την μητέρα του Βασιλική και τα αδέρφια του και να εγκατασταθεί στη Λειβαδιά. Το 1811, η οικογένειά του τον έστειλε πίσω στη Φωκίδα στην υπηρεσία του συγγενή Παναγιώτη Λιδωρίκη, ο οποίος εκτελούσε χρέη ζαπτιέ (Τουρκικά "zaptiye" ο χωροφύλακας) στη Δεσφίνα. Αργότερα, εστάλη στον αδερφό του Παναγιώτη, Θανάση Λιδωρίκη, στην Άρτα. Εκεί άρχισε, από το 1817, να ασχολείται με το εμπόριο: ο Θανάσης Λιδωρίκης, ο ευεργέτης του, του είχε αναθέσει τη διαχείριση δικών του υποθέσεων και στηριζόμενος ο ίδιος ο Μακρυγιάννης στο δίκτυο και την επιρροή του Λιδωρίκη, ανέπτυξε και δική του εμπορική δραστηριότητα. Μέχρι το 1819 είχε αποκτήσει σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία (σπίτι από καταχρεωμένο προύχοντα και αμπέλι). Στην Άρτα των τελών της δεκαετίας του 1810 ανήκει στους οικονομικά ευκατάστατους μικροεμπορευματίες και δανειστές.
Η μύηση στη Φιλική Εταιρεία
Το 1820, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, άγνωστο από ποιόν, αφού ο ίδιος δεν τον ονομάζει στα Απομνημονεύματά του, είχε την ιδιότητα του κληρικού-οικονόμου. Τον Σεπτέμβριο του 1820 φτάνει στην Άρτα ο βοεβόδας της Ναυπάκτου Μπαμπά πασάς και συλλαμβάνει τον Θανάση Λιδωρίκη και τον έμπιστό του Μακρυγιάννη, αλλά ο πρώτος κινητοποιώντας το δίκτυο των γνωριμιών του στο αληπασάδικο και σουλτανικό περιβάλλον της Άρτας, κατόρθωσε να απελευθερωθεί ο ίδιος και ο πρώην υποτακτικός του. Από την Άρτα έφυγε στις 13 Μαρτίου 1821 και με ενδιάμεσο σταθμό το Μεσολόγγι έφτασε στην Πάτρα με σκοπό να πραγματοποιήσει εμπορικό ταξίδι αλλά κυρίως να πληροφορηθεί την όλη κατάσταση στην περιοχή για λογαριασμό των Φιλικών της Άρτας. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Απόστολος Βακαλόπουλος, για την αποστολή αυτή του Μακρυγιάννη, λειτουργούσε ως ο «πρώτος επίσημος Έλληνας κατάσκοπος της Επαναστάσεως» Στην Πάτρα έγινε αντιληπτός από τις τουρκικές αρχές και κινώντας υποψίες, βρίσκει προσωρινό καταφύγιο στο ρωσικό προξενείο και μετά από ανθρωποκυνηγητό διαφεύγει με μια φελούκα. Επιστρέφοντας όμως στην Άρτα συλλαμβάνεται και φυλακίζεται επειδή ήταν «ένα πρόσωπο του αληπασάδικου περιβάλλοντος που είχε ύποπτες επαφές και μόλις γύρισε από έναν εξεγερμένο τόπο.»Τελικά απελευθερώθηκε, με τη βοήθεια του Ισμαήλ μπέη από την Κόνιτσα, Αλβανού αξιωματούχου και εξαδέλφου του Αλή πασά.
Ο Καραϊσκάκης και ο Μακρυγιάννης στην Ακρόπολη των Αθηνών σε ελαιογραφία του Θεόδωρου Βρυζάκη
Η επαναστατική του δράση
Τον Αύγουστο του 1821, μαζί με δεκαοχτώ άντρες από την Άρτα, με την ιδιότητα του μπουλουκτζή, και σε συνεργασία με το ένοπλο σώμα του Γώγου Μπακόλα, πήρε μέρος στη Μάχη του Σταυρού στα Τζουμέρκα, στη νικηφόρα μάχη του Πέτα (11 Σεπτεμβρίου 1821), όπου τραυματίσθηκε ελαφρά στο πόδι και στην πολιορκία της Άρτας (Νοέμβριος 1821) και την εκπόρθησή της.Μετέβη στο χωριό Σερνικάκι Σαλώνων, όπου ανάρρωνε μετά από ασθένεια. Επέλεξε να μείνει στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα κυρίως επειδή εντάχθηκε στα τοπικά δίκτυα προυχόντων και ενόπλων που στήριζαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Επικεφαλής 10 αντρών έλαβε μέρος στην κατάληψη της Υπάτης. Πολέμησε στην πτώση της Αθήνας σαν απλός στρατιώτης. Ως αναγνώριση των υπηρεσιών του, του προσφέρθηκε το αξίωμα του πολιτάρχη της απελευθερωμένης πόλης. Έτσι ερχόταν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες που υπέφεραν από διάφορες αυθαιρεσίες από τον φρούραρχο της Ακρόπολης Γιάννη Γκούρα. O Μακρυγιάννης εγκαταλείπει το Κάστρο της Αθήνας και πηγαίνει στη Σαλαμίνα όπου συναντά τον Νικηταρά, ο οποίος τον παροτρύνει να επιστρέψει στη Ρούμελη. Πηγαίνει κατευθείαν στη Βελίτσα όπου συναντά τον Ανδρούτσο ο οποίος θα προσπαθήσει να τον προσεταιριστεί να πάρουν από τον Γκούρα το κάστρο της Ακρόπολης.
Το 1823 συνεργαζόμενος με το σώμα του Νικηταρά συμμετείχε σε μια σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Στερεά Ελλάδα. Πολέμησε στους ελληνικούς εμφυλίους πολέμους με την πλευρά του Γεωργίου Κουντουριώτη.
Το 1825 υπερασπίστηκε το Νεόκαστρο από τον Ιμπραήμ, έως την πτώση του (6 Μαΐου 1825). Στις 13 Ιουνίου του 1825, μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη και λίγες εκατοντάδες άντρες, οχυρώθηκε στους Μύλους της Αργολίδας και αντιμετώπισε με μεγάλη επιτυχία τους πολλαπλάσιους άνδρες του Ιμπραήμ. Οι Τούρκοι, αν και χιλιάδες, δεν κατάφεραν να λυγίσουν την άμυνα των λίγων Ελλήνων και υποχώρησαν αφήνοντας πίσω πολλούς νεκρούς. Συμμετείχε επίσης στην Πολιορκία της Ακροπόλεως (1826-27). Κατά την διάρκεια της πολιορκίας αναγκάστηκε να μεταβεί στην Αίγινα, όχι μόνο για να θεραπευτεί από τραύματα αλλά και για να ζητήσει βοήθεια από την Κυβέρνηση. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη ο οποίος προσπαθούσε τότε να διασπάσει τον οθωμανικό κλοιό γύρω από την Ακρόπολη αλλά απέτυχε.
Η μεταπελευθερωτική του δράση
Καποδιστριακή περίοδος
Τον Απρίλιο του 1828 ο πεντακοσίαρχος Μακρυγιάννης διορίστηκε από τη διοίκηση του Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοποννήσου και της Σπάρτης. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Άργος. Εκεί έμεινε από το 1829 έως το 1832, όταν λόγω του εμφυλίου μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια μετακόμισε στο Ναύπλιο.Ο διορισμός του δυσαρέστησε τους Πελοποννησίους, διότι ήταν γνωστός ως "κυβερνητικός" κατά τον προηγούμενο εμφύλιο πόλεμο και εχθρός του Κολοκοτρώνη και των άλλων Πελοποννήσιων ανταρτών. Αιτείται οικονομικής βοήθειας λόγω της δεινής οικονομικής του κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει αφού τα οικονομικά του αποθέματα είχαν ελαττωθεί λόγω των μισθών που είχε καταβάλει στο στράτευμά του και λόγω των αγορών γης σε Αθήνα και Πειραιά μεταξύ 1828-1829. Επίσης ζητά παραχωρητήρια εθνικών γαιών στην Αττική έναντι όσων του όφειλαν οι Εθνικές Διοικήσεις από την περίοδο της Επανάστασης. Στα 1829 ξεκινά τη συγγραφή των Απομνημονευμάτων του.
Ο Μακρυγιάννης, επηρεασμένος από την όλη αντιπολιτευτική φημολογία - πως δηλαδή ο Κυβερνήτης είχε συμβιβαστεί με την προοπτική περιορισμού του νέου κράτους στην Πελοπόννησο - φημολογία που αποσκοπούσε στο να ανακτήσουν οι Ρουμελιώτες στρατιωτικοί την εξουσία στους απελευθερωμένους τόπους διαφωνώντας με τον Κυβερνήτη, ήλθε σταδιακά σε ρήξη με τον Καποδίστρια. Τον Μάιο του 1830 αντικαταστάθηκε από τον Νικηταρά, στη θέση του αρχηγού της εκτελεστικής δύναμης. Του προτάθηκε να αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα στα νησιά του Αιγαίου αλλά αρνήθηκε μη θέλοντας να υφαρπάξει την εργασία των εκεί αγωνιστών. Τελικά του απονεμήθηκε ο βαθμός του χιλίαρχου και ορίστηκε μέλος του στρατιωτικού δικαστηρίου στο Άργος.
Τον Αύγουστο του 1831 αποκαλύφθηκε η δράση της μυστικής αντικαποδιστριακής οργάνωσης Δύναμις ή του Ηρακλέους και κλήθηκαν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι να ορκιστούν δημοσίως ότι δεν ανήκουν σε καμία τέτοια οργάνωση: ο Μακρυγιάννης αρνήθηκε να δώσει τον όρκο που ήθελε η κυβέρνηση αντιπροτείνοντας δικό του τύπο όρκου, τον οποίο όμως η Γραμματεία Στρατιωτικών αρνήθηκε και του ανακοινώθηκε πως θεωρείτο εκτός υπηρεσίας. Μέσα στα αντικυβερνητικά σχέδια του Μακρυγιάννη ήταν και η κατάληψη του Παλαμηδίου με σκοπό τον εξαναγκασμό του Καποδίστρια στη σύγκληση Συνέλευσης. Όμως το σχέδιο ναυάγησε επειδή οι αντιπολιτευόμενοι στην Ύδρα δεν έδωσαν το αναγκαίο χρηματικό ποσό καθώς δεν συμφωνούσαν με το σχέδιο του στρατηγού.Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, πήγε στην Κόρινθο μαζί με τους Κωλέττη, Κουντουριώτη, Ζαΐμη, και διατάχθηκε να περάσει με τους άνδρες του στην Περαχώρα, όπου είχαν εγκατασταθεί οι συνταγματικοί πληρεξούσιοι με τη νέα κυβέρνηση, κατόπιν κινήθηκε δυτικά προς την Ιτέα με σκοπό την ενίσχυση του οπλαρχηγού Στάθη Κατζικογιάννη.
Περίοδος Αντιβασιλείας
Με την άφιξη του Όθωνα, ο Μακρυγιάννης επιθυμεί να εκφράσει την νομιμοφροσύνη του στον νέο ηγεμόνα υποβάλλοντας μάλιστα υπομνήματα για την αποκατάσταση των αγωνιστών. Μάλιστα ο Όθωνας θα προσφερθεί να βαφτίσει το τέταρτο παιδί του -ονομάστηκε Όθωνας- δείχνοντάς του την βασιλική του εύνοια. Στα τέλη Μάρτη 1833 διορίστηκε ταγματάρχης στο πρώτο από τα δέκα τάγματα ακροβολιστών που συστάθηκαν. Με δεδομένη την μέχρι τότε επιτυχία του σε θέσεις αστυνομικών καθηκόντων, του ζητείται να συμμετάσχει σε μια από τις επιτελικές θέσεις της υπό σύσταση χωροφυλακής, αλλά αρνείται.
Ο Κωνσταντίνος Μπέλλιος, ο οποίος γνώρισε καλά τον Μακρυγιάννη το 1836, επτά χρόνια νωρίτερα πριν ακόμα στραφεί και κατά του Όθωνα, ανάμεσα στ΄ άλλα, αναφέρει:
«Εκ τοῦ Νοσοκομείου ἐξελθόντες ἐπήγαμεν νά κάμωμεν βίζιταν τῷ Μακρυγιάννη, ὅστις εἶναι εἰς ὀργήν ἀπό μέρους τῆς Κυβερνήσεως, διότι ὑπέγραψεν ἀναφοράν, ἧν τό Δημοτικόν Συμβούλιον ἐποίησεν, ἐν τῇ ἀπουσία τοῦ βασιλέως διά τάς καταχρήσεις ἅπερ ἐποίησεν ὁ Άρμανσμπεργκ καί οἱ ἐν ὑπουργήμασι ὄντες Παυαροί [Βαυαροί], διά τούς μεγάλους φόρους, ὅπου εἰς τό ἔθνος ἔβαλε καί κυρίως διά τόν χαρτόσημον φόρον ὅστις κανένα μέρος της Ευρώπης δέν είναι τόσο βαρύς, ὥσπερ ἐν Ελλάδι καί διά τήν απομάκρυνσιν τῶν Παυαρών από Ελλάδος τήν οποίαν αδιακόπως κατατρώγουν. Τά ἐξ ἀμάξης ἔλεγεν αὐτός ὁ καλός ἄνθρωπος καί πατριώτης κατά τῶν καταχρήσεων καί κατ΄ ἐκείνων τῶν λεγομένων πατριωτῶν, τῶν μετά τοῦ Άρμανσπεργκ καί άλλων Παυαρῶν τήν Ελλάδα αρμεγόντων. Αὐτόν τόν ἄνδρα τόν ἔχοντα πέντε πληγάς εἰς διάφορα μέρη τοῦ σώματός του, κερδισμένας εἰς διάφορους μάχας ὑπέρ ἐλευθερίας καί ἀναγεννήσεως τῆς Ελλάδος, ἔχουν εἰς ὀργήν καί θέλουν νά ἀπομακρύνουν ἀπό Αθήνας ὡς ένα κατάδικον. Εφρύαττεν ὁ ἀνήρ κατά τῶν ἐπιβούλων τῆς πατρίδος του καί κατά τῶν εχθρῶν αὐτῆς».
Στις αρχές του 1840 συμμετείχε στις κινήσεις για την απελευθέρωση της Θεσσαλομακεδονίας και της Κρήτης. Τα επόμενα χρόνια εντάσσεται στις συνωμοτικές κινήσεις των αντιφρονούντων. Κατηγορούμενος για προετοιμασία κινήματος στην Αθήνα, τίθεται υπό στενή παρακολούθηση από τις αρχές. Στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου 1841 εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος με τη μερίδα του Δημήτριου Καλλιφρονά και δήμαρχο τον Ανάργυρο Πετράκη.
Όπλα Ιωάννη Μακρυγιάννη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Αθήνα.
Το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και η κατοπινή δράση
Ως πληρεξούσιος Αθηνών, ο Μακρυγιάννης, συμμετείχε στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα στην Εθνοσυνέλευση τον Ιανουάριο του 1844 σχετικά με τα δικαιώματα των ετεροχθόνων: υπήρξε ένας «από τους πιο θορυβώδεις αυτοχθονιστές»,καθώς αυτός πρώτος άνοιξε το ζήτημα υποβάλλοντας το υπόμνημα επιτροπής για τον αποκλεισμό από τις δημόσιες θέσεις των ετεροχθόνων. Η παρέμβαση αυτή θα στρέψει τη συζήτηση από τον προσδιορισμό των προσόντων του Έλληνα πολίτη, στον προσδιορισμό των προσόντων όσων αξιώνουν να καταλάβουν δημόσιες θέσεις. Στα Απομνημονεύματά του όμως τοποθετείται διαφορετικά, καθώς είναι επικριτικός της διαίρεσης που γέννησε το ζήτημα, την οποία απέδιδε σε συνωμοσία των πολιτικών και των ξένων.
Το καλοκαίρι του 1844 συμμετέχει στις εκλογές για την πρώτη Βουλή μετά το κίνημα του 1843, αλλά μειοψήφισε με 1.010 ψήφους και δεν εκλέχθηκε ανάμεσα στους τέσσερις βουλευτές της εκλογικής του περιφέρειας. Κέρδισε όμως το 48% των ψήφων στην Αθήνα. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς συμμετέχει στην έκδοση μιας εφημερίδος, της Εθνοκρατίας, και ως μέλος της εκδοτικής της εταιρείας αναλαμβάνει το ταμείο. Τον Ιούνιο του 1845 προβαίνει στην αποκάλυψη μιας αντισυνταγματικής μυστικής εταιρείας στον Υπουργό Στρατιωτικών Κίτσο Τζαβέλα, ενώ προειδοποιείται πως θα του γίνει απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του, η οποία και γίνεται από δύο άγνωστους άνδρες στις 22 Ιουνίου. Ο αντιπολιτευόμενος τύπος κατηγόρησε τον Μακρυγιάννη για επινοημένη από τον ίδιο απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του και για σύμπραξη με την αντιπολίτευση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.
Σχέσεις με οθωνικό καθεστώς
Γύρω στα 1851, φημολογείται πως ο Μακρυγιάννης βρίσκεται στο επίκεντρο συνωμοσιών σε βάρος του Όθωνα και της Αμαλίας, με συνέπεια, το 1852, να διατυπωθεί ανοικτά η σε βάρος του σχετική κατηγορία. Τον Μάρτιο του 1853, δικάζεται σε στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και, χωρίς σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία, καταδικάζεται σε θάνατο. Ο μόνος μάρτυρας ήταν ο δικηγόρος Ν. Στεφανίδης, ο οποίος κατέθεσε πως ο Μακρυγιάννης τού εμπιστεύθηκε ότι στις 25 Μαρτίου 1853 θα δολοφονούσε με ανθρώπους του το βασιλικό ζεύγος έξω από τον τότε μητροπολιτικό ναό της Αγίας Ειρήνης.Η ποινή του τελικώς μετατράπηκε σε ισόβια και κατόπιν σε δεκαετή κάθειρξη, για να αποφυλακιστεί στις 2 Σεπτεμβρίου 1854 με παρέμβαση του Δημητρίου Καλλέργη, τότε Υπουργού Εξωτερικών καθώς και Υπουργού Στρατιωτικών.
Στις 17 Οκτωβρίου 1862 η προσωρινή κυβέρνηση τον αποκατέστησε στο βαθμό του υποστρατήγου και στις 20 Απριλίου 1864 προβιβάστηκε σε αντιστράτηγο.
Ο θάνατος
Πέθανε στις 27 Απριλίου του 1864 στην Αθήνα, εξ υπερβαλλούσης σωματικής εξαντλήσεως, σε ηλικία 67 ετών.Την επομένη έγινε η κηδεία στο μητροπολιτικό ναό. Τον επικήδειο εκφώνησε ο γιατρός Αναστάσιος Γούδας και τον επιτάφιο ο Οδυσσέας Ιάλεμος, "δημοκρατικός" δημοσιογράφος από τη Λέσβο. Ποίημα απήγγειλε ο Αχιλλέας Παράσχος.
Οικογενειακή κατάσταση
Ο Μακρυγιάννης είχε παντρευτεί την αρχοντοπούλα Κατίγκω (Αικατερίνη) Σκουζέ (1810-1877), κόρη του Χατζή Γεωργαντά Σκουζέ, από την οποία είχε αποκτήσει συνολικά 12 παιδιά: 10 αγόρια και 2 κορίτσια. Τέσσερα από τα αγόρια του πέθαναν ενώ ο ίδιος ζούσε.
Μαρτυρίες και τεκμήρια του Μακρυγιάννη
Οι μαρτυρίες και τα τεκμήρια που μας άφησε ο Μακρυγιάννης κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες:
Τα Απομνημονεύματα, το πρώτο Ιστορικό.
Τα Ιστορικά Έγγραφα, που περιλαμβάνουν εκθέσεις του Μακρυγιάννη προς τη Διοίκηση και τις εφημερίδες της εποχής, επιστολές, όρκους κλπ., αλλά και τεκμήρια των εμπορικών και λοιπών του δραστηριοτήτων στην Άρτα, πριν την επανάσταση.
Τα «κάδρα του πολέμου» και η περιγραφή του λιθόστρωτου της αυλής του Μακρυγιάννη, που περιγράφονται στο πρώτο Ιστορικό.
Τα Οράματα και θάματα, το δεύτερο Ιστορικό.
Τα κάδρα του πολέμου
Αρχικά ο Μακρυγιάννης, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του, είχε ζητήσει από ένα φράγκο ζωγράφο να του εικονογραφήσει διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις από την Ελληνική Επανάσταση. Επειδή όμως δεν άρεσαν στον Μακρυγιάννη και δεν γνώριζε τη γλώσσα του, τον έδιωξε, αντικαθιστώντας τον από τον Παναγιώτη Ζωγράφο. Η συνεργασία μαζί του ξεκίνησε από το 1836 και διήρκεσε έως το 1839. Συνολικά δημιουργήθηκαν 25 πίνακες με θέματα από τους απελευθερωτικούς αγώνες. Οι εικόνες "υπαγορεύονται", φορτισμένες με τις κρίσεις και τις αξιολογήσεις του Μακρυγιάννη.Στις αρχές του 1839, σε συμπόσιο, παρουσίασε τις εικόνες στους πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, καθώς και σε φιλέλληνες, στρατιωτικούς και πολιτικούς. Προσέφερε τις επόμενες ημέρες μια σειρά αντιγράφων στον Όθωνα και στους παραπάνω πρέσβεις, με σκοπό να τις στείλουν στους ηγεμόνες τους. Οι σειρές που δόθηκαν στον Γάλλο και στον Ρώσο πρέσβη δεν έχουν βρεθεί, ενώ εκείνη στον Όθωνα ήταν αυτή που πιθανώς βρήκε ο Ιωάννης Γεννάδειος στη Βενετία και σήμερα βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Τέλος μια πλήρης σειρά βρίσκεται στη Βασιλική Βιβλιοθήκη του Κάστρου του Ουίνδσορ (Windsor Castle) και ήταν αυτή που δόθηκε στον Άγγλο πρέσβη. Η αποστολή των εικόνων σήμαινε την έκφραση ευγνωμοσύνης προς τις ξένες Δυνάμεις για τη συμβολή τους αλλά και την επισήμανση με τον πιο παραστατικό τρόπο πως ο ελληνικός λαός με το αίμα του κέρδισε την ελευθερία του και είχε δικαιώματα σε αυτήν. Για τον Άγγλο πρέσβη, οι πίνακες αυτοί χαρακτηρίζονταν από απλοϊκότητα ενώ για τον Γάλλο συνάδελφό του ήταν κάτι περισσότερο από κακοί, ήταν ολωσδιόλου γελοίοι. Μάλιστα το Γαλλικό Υπουργείο των Εξωτερικών ζήτησε από τον Γάλλο πρέσβη στην Ελλάδα να απορρίψει την προσφορά. Είναι όμως άγνωστο αν επιστράφηκαν στον Μακρυγιάννη ή παρέμειναν στη πρεσβεία της Γαλλίας στην Αθήνα.
Η κατάσταση της σωματικής και ψυχικής υγείας του Μακρυγιάννη
Λόγω των πολεμικών περιπετειών και των άλλων συγκυριών στις οποίες μετείχε ο Μακρυγιάννης, η νεώτερη έρευνα έχει ασχοληθεί με την κατάσταση της σωματικής και ψυχικής του υγείας και του πως αυτή υπήρξε καθοριστική για την προσωπικότητά του, τη σκέψη και τη δράση του. Πρώτη φορά τραυματίζεται το Σεπτέμβριο του 1821 στην περιοχή του Πέτα (όχι στην ομώνυμη μάχη). Ήταν τραύμα από πυροβόλο όπλο στην πρόσθια επιφάνεια της δεξιάς κνήμης, κοντά στο ύψος των σφυρών. Το βλήμα πιθανώς έμεινε μέσα χωρίς να αφαιρεθεί. Η δεύτερη φορά που τραυματίστηκε ήταν στις 13 Ιουνίου 1825 στους Μύλους Αργολίδος. Συγκεκριμένα στο μέσον του πήχη του δεξιού χεριού του. Μπήκε λοξά από έξω και κάτω και βγήκε προς τα μέσα και πάνω, αποσπώντας πιθανώς μερικά κομμάτια της κερκίδας.Καθώς όμως υπέφερε οι γιατροί θέλησαν να τον ακρωτηριάσουν από το ύψος του ώμου, αλλά ο Μακρυγιάννης αντέδρασε και τελικά η επέμβαση δεν έγινε. Το χέρι βέβαια δεν γιατρεύτηκε τελείως αλλά του έμεινε στον δείκτη μια μικρή δυσχέρεια. Ο πιο σημαντικός τραυματισμός που επηρέασε την ψυχική του υγεία σημειώθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1826 στην πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Δέχθηκε σε μια συμπλοκή τραύμα στο πλάγιο του τραχήλου. Πέφτοντας κάτω ποδοπατήθηκε από τους υποχωρούντες συμπολεμιστές του. Σηκώνεται και ξανατραυματίζεται στο αριστερό βρέγμα και αιμορραγεί πάλι στην ινιακή χώρα. Αφαίρεση του βλήματος από τον τράχηλο δεν επιχειρήθηκε ούτε η ανάταξη των σπασμένων οστών του κρανίου αφού θα αύξανε την πιθανότητα ενδοκρανιακού αιματώματος. Η μόνη ασθένεια που αναφέρει ότι πέρασε ο Μακρυγιάννης ήταν κάποια λοίμωξη, ίσως του αναπνευστικού, που επιπλέχθηκε από ρινορραγία και αρθρίτιδα των γονάτων. Κυρίως τα τραύματα είναι αυτά που επιτείνουν τις μελλοντικές ασθένειές του. Τον Ιανουάριο του 1832 έχει έντονους πόνους στην κοιλιά ή τη μέση και μάλλον είναι αιματηρές κενώσεις.Το 1837 υποφέρει, σύμφωνα με ιατρικά πιστοποιητικά του βασιλικού αρχίατρου Βαυαρού Λίνερμάγιερ (Linermayer), από μεγάλο απόστημα στην περιοχή του τραύματος του δεξιού αντιβραχίου και από επίμονη εμπύρετη γαστρεντερίτιδα. Με το πέρασμα των χρόνων η κατάσταση επιδεινώνεται. Ο ίδιος αναφέρει επεισόδια ζάλης και μια κρίση απώλειας συνείδησης. Στα 1849 αντιμετωπίζει περιστατικό εντεροκήλης στη δεξιά βουβωνική χώρα, που ο Μακρυγιάννης την αποδίδει στο ποδοπάτημα της κοιλιάς του από τους στρατιώτες του στην Ακρόπολη. Σίγουρα έπασχε από αιμορροΐδες που αντιμετώπιζε με βδέλλες.
Η πρώτη φορά που ετέθη ζήτημα ψυχικής υγείας του Μακρυγιάννη ήταν με έγγραφο του Υπουργού Στρατιωτικών Σπύρου Μίλιου προς τον ανακριτή την 1η Απριλίου 1852. Κατά τη διάρκεια της δίκης του Μακρυγιάννη, κλήθηκαν να καταθέσουν και γιατροί σχετικά με το αν εβλάφθη τας φρένας ο Μακρυγιάννης. Έτσι κατέθεσαν ο δόκιμος ιατρός Περικλής Σούτσος, ότι ο άνθρωπος δεν είναι εις κατάστασιν μανίας, αλλ' εις κατάστασιν μονομανίας προελθούσης από θρησκευτικά αίτια,ο οικογενειακός ιατρός Αλέξανδρος Βενιζέλος ο οποίος τόνισε ότι η σειρά της ομιλίας του ήτο ενίοτε συγκεχυμένη, ο Ερ. Τράιμπερ ο οποίος υπήρξε επιφυλακτικός τονίζοντας πως έπρεπε να παρακολουθηθεί συστηματικά, κάτι που επανέλαβε και ο αρχίατρος του Όθωνα, Βερνάρδος Ρέζερ. Μόνο ο Νικόλαος Κωστής επιφυλάχθηκε θεωρώντας πως δεν παρουσιάζει κάτι έκτακτο η συμπεριφορά του Μακρυγιάννη, αφού αυτό είναι το συνηθισμένο ύφος του προφορικού του λόγου.Σημαντική είναι η μαρτυρία της γυναίκας του, η οποία συμπίπτει με όσα ο σύζυγός της κατέγραψε στο Οράματα και θάματα και όσα κατέθεσαν άλλοι μάρτυρες.Ο ψυχίατρος Νίκος Σιδέρης αποδίδει τη συμπεριφορά του Μακρυγιάννη σε επιληψία του κροταφικού λοβού.Για τον Αθανάσιο Μπασδρά, «η προσωπικότητα του Μακρυγιάννη άλλαξε και απέκτησε κάποια χαρακτηριστικά οργανικά». Δηλαδή συνδέονται αιτιολογικά τα τραύματα στο κεφάλι με την ψυχοπαθολογία. Έπασχε από ψυχοπαθολογικά συμπτώματα τα οποία παρουσίασαν έξαρση από τα μέσα του 1844 έως τα μέσα του 1846, συμπτώματα τα οποία θα μπορούσαν να ανήκουν «στην κλινική εικόνα της εστιακής επιληψίας, χωρίς όμως να τεκμηριώνεται κάτι τέτοιο» Στις 9 Μαρτίου 1852 παρουσίασε εικόνα ντελίριου (delirium) που είναι άγνωστο πόσο διήρκεσε.
Αιμίλιος Προσαλέντης - Μακρυγιάννης
"Ο Ήλιος εβασίλεψε" το τραγούδι του στρατηγού Μακρυγιάννη
Και τοιούτως φκειάσαμεν τα γράμματα διά την Κυβέρνησιν και προσμέναμεν το φεγγάρι να βασιλέψη να βγάλω τον πεζοδρόμον διά την Κυβέρνησιν (ότι έβγαιναν από το πόστο μου). Λυπημένος ο δυστυχής Γκούρας διά τους αχάριστους συντρόφους του, οπού έγιναν φιλόζωοι εις τον κίντυνον της πατρίδος κι’ ανώτερού τους. Και εις τ’ αγαθά αυτεινού του κάστρου ήταν γενναίοι κι’ ατρόμητοι. Και τρώγαν τους δυστυχείς Αθηναίους. Αφού είδα την λύπη του, μίλησα καμποσουνών σημαντικών Αθηναίων και πήγαν και του είπαν: «Μην πικραίνεσαι ότι θέλουν να φύγουν αυτείνοι. Αυτό το κάστρο το φυλάμεν εμείς, οπού το κυργέψαμεν από τους Τούρκους. Και τώρα δεν τους το δίνομεν, αν δεν μας πεθάνουν».
Τότε έκατζε ο Γκούρας και οι άλλοι και φάγαμεν ψωμί· τραγουδήσαμεν κ’ εγλεντήσαμεν. Με περικάλεσε ο Γκούρας κι’ ο Παπακώστας να τραγουδήσω· ότ’ είχαμεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήση – τόσον καιρόν, οπού μας έβαλαν οι ’διοτελείς και γγιχτήκαμεν διά να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά. Τότε λέγω ένα τραγούδι·
Ο Ήλιος εβασίλεψε,
Έλληνά μου, βασίλεψε
και το Φεγγάρι εχάθη
κι’ ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια,
τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει·
«Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,
άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι’ αντρών τα μυργιολόγια
γι’ αυτά τα ’ρωικά κορμιά ’στον κάμπο ξαπλωμένα,
και μέσ’ το αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα.
Για την πατρίδα πήγανε ’στον Άδη, τα καϊμένα.
Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και μου λέγει: «Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμη ο Θεός, άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγη. – Είχα κέφι, του είπα, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν». Ότι εις ταρδιά πάντοτες γλεντούσαμεν.
Άρχισε ο πόλεμος κι’ άναψε ο ντουφεκισμός πολύ. Πήρα τους ανθρώπους μου, πήγα εκεί, καθώς ήμουν διορισμένος· και στάθηκα καμπόσο και πολεμήσαμεν. Ήφερα απόξω γύρα τα πόστα. Πήγα εις το κονάκι μου ό,τι έπαιρνε να βασιλέψη το φεγγάρι, να βγάλω τον πεζό διά την Κυβέρνησιν. Έρχονται μου λένε· «Τρέξε, σκοτώθη ο Γκούρας εις το πόστο του. Έρριξε αναντίον των Τούρκων· απάνου εις την φωτιά τον βάρεσαν εις τον αμήλιγγα και δεν μίλησε τελείως’. Πήγα, τον πήραμεν εις το νώμο και τον βάλαμε ’σ ένα μπουντρούμι. Τον συγύρισε η φαμελιά του και τον χώσαμεν.
ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΙΩΑΝΝΗ (ΓΙΑΝΝΗ) ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ 1797-1827 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΝΑΤΟΝ
Karl Krazeisen - Μακρυγιάννης
Ἄγγελος Σικελιανός - ᾨδὴ στὸ Μακρυγιάννη
Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε
Ἀπ᾿ τὶς σκόνες σκεπασμένο, τὸ δίστομο σπαθὶ τοῦ λόγου σου
στὸν ἥλιο Μακρυγιάννη.
Κι᾿ ἀπάνω καὶ στὶς δυὸ πλευρὲς γραφή
Ἀπ᾿ τὴ μιά, τὰ λόγια αὐτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:
«Τὴ λευτεριά μας τούτη δὲν τὴν ἥβραμε στὸ δρόμο,
καὶ δὲ θὰ μποῦμε εὔκολα στοῦ αὐγοῦ τὸ τσόφλι,
γιατὶ δὲν εἴμαστε κλωσόπουλα, σ᾿ αὐτὸ νὰ ξαναμποῦμε πίσω,
μὰ ἐγίναμε πουλιὰ καὶ τώρα πιὰ στὸ τσόφλι δὲ χωροῦμε».
Κι᾿ ἀπ᾿ τὴ δεύτερη πλευρά, γραφὴ ἄλλη χαραγμένη:
«Ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο τὸν δέχομαι
τὶς τόσες φορὲς τὸν θάνατο ἐζύγωσα, ἀδερφοί μου καὶ δὲ μὲ πῆρε,
ποὺ γιὰ τοῦτο τὸ θάνατο καταφρονῶ,
κι ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου πεθαίνω».
Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε ἀπ᾿ τὸ χῶμα αὐτὴν τὴ σπάθα
καὶ τέτοια διάβασε ἐπάνω της βαγγέλια.
Ἀπ᾿ τὶς σκόνες σκεπασμένο, τὸ δίστομο σπαθὶ τοῦ λόγου σου
στὸν ἥλιο Μακρυγιάννη.
Κι᾿ ἀπάνω καὶ στὶς δυὸ πλευρὲς γραφή
Ἀπ᾿ τὴ μιά, τὰ λόγια αὐτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:
«Τὴ λευτεριά μας τούτη δὲν τὴν ἥβραμε στὸ δρόμο,
καὶ δὲ θὰ μποῦμε εὔκολα στοῦ αὐγοῦ τὸ τσόφλι,
γιατὶ δὲν εἴμαστε κλωσόπουλα, σ᾿ αὐτὸ νὰ ξαναμποῦμε πίσω,
μὰ ἐγίναμε πουλιὰ καὶ τώρα πιὰ στὸ τσόφλι δὲ χωροῦμε».
Κι᾿ ἀπ᾿ τὴ δεύτερη πλευρά, γραφὴ ἄλλη χαραγμένη:
«Ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο τὸν δέχομαι
τὶς τόσες φορὲς τὸν θάνατο ἐζύγωσα, ἀδερφοί μου καὶ δὲ μὲ πῆρε,
ποὺ γιὰ τοῦτο τὸ θάνατο καταφρονῶ,
κι ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου πεθαίνω».
Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε ἀπ᾿ τὸ χῶμα αὐτὴν τὴ σπάθα
καὶ τέτοια διάβασε ἐπάνω της βαγγέλια.
John Makrygiannis by Peter von Hess
Νίκος Γκάτσος - Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη
Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη
δε μας τα 'γραψες καλά
δες ο Έλληνας τι κάνει
για ν' ανέβει πιο ψηλά.
Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη
πάρε μαύρο γιαταγάνι
κι έλα στη ζωή μας πίσω
το στραβό να κάνεις ίσο.
Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη
δε μας τα 'γραψες σωστά
το φιλότιμο δε φτάνει
για να πάει κανείς μπροστά.
Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη
πάρε μαύρο γιαταγάνι
κι έλα στη ζωή μας πίσω
το στραβό να κάνεις ίσο.
http://ebooks.edu.gr/
Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη
δε μας τα 'γραψες καλά
δες ο Έλληνας τι κάνει
για ν' ανέβει πιο ψηλά.
Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη
πάρε μαύρο γιαταγάνι
κι έλα στη ζωή μας πίσω
το στραβό να κάνεις ίσο.
Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη
δε μας τα 'γραψες σωστά
το φιλότιμο δε φτάνει
για να πάει κανείς μπροστά.
Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη
πάρε μαύρο γιαταγάνι
κι έλα στη ζωή μας πίσω
το στραβό να κάνεις ίσο.
http://ebooks.edu.gr/
Βαρλάμος Γιώργος-Ο Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης, 1983
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος
Συλλογή:Γράμματα στον Μακρυγιάννη ( 1979 )
Στίχοι:
Μόνο να γράφεις τ' όνομά σου
και 'κείνο το 'μαθες μισό
να συλλαβίζεις τα όνειρά σου
στο Άργος και στον Ιλισό
Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες
τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς
και τσικουδιά στους καφενέδες
τα παλικάρια να κερνάς
Του κόσμου το στενό γεφύρι
θα το περάσουμε μαζί
θα 'ναι η καρδιά σου παραθύρι
τα λόγια σου παλιό κρασί
Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες
τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς
και τσικουδιά στους καφενέδες
τα παλικάρια να κερνάς
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου