Τρίτη 28 Απριλίου 2020

ΕΥΑ ΜΑΖΟΚΟΠΑΚΗ "Η Οργή του Τυφλού Ποταμού", Μυθιστόρημα



Εύα Μαζοκοπάκη : Η οργή του τυφλού ποταμού
Εκδόσεις :Πηγή, 2020
Είδος : Μυθιστόρημα 
Σελίδες : 510 
Διαστάσεις : 21x14εκ
ISBN : 978-960-626-228-9

Οπισθόφυλλο 

Σε ένα μικρό χωριό της Κρήτης, κοντά στα νερά του Τυφλού ποταμού, ξεδιπλώνεται η ιστορία μιας κλειστής, συντηρητικής ανθρώπινης κοινωνίας, πλασμένης από ένα συνονθύλευμα αγγέλων και δαιμόνων επί γης. Κρίματα, ενοχές, ψέματα, πάθη, αναμεμειγμένα με πόθους, όνειρα, ελπίδες, αγάπη… Οι ανθρώπινες ύβρεις αμέτρητες, το σκοτάδι των ψυχών απύθμενο. Η νέμεση καραδοκεί και η κάθαρση πλησιάζει.
Ο ποταμός του χωριού είναι Τυφλός ή η τυφλότητα ανήκει στη σφαίρα της ανθρώπινης εσωτερικότητας; Ένας οργισμένος Τυφλός ποταμός μπορεί να ξεπλύνει τα κρίματα και να οδηγήσει στην κάθαρση; Να φέρει την όραση στις απαίδευτες ψυχές και να χαρίσει το φως στις λεηλατημένες ζωές; Θεραπεύεται άραγε η τυφλότητα της ψυχής;



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 

i. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

"ΤΟ ΦΩΣ"

Απρίλης του 1900
Κάπου σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης…
Αρχοντικό των Πετράκηδων.

Ξημέρωνε τρεις του Απρίλη,σε ένα ορεινό χωριό, λίγο πιο κάτω από την κορυφή του Ψηλορείτη.Στο αρχοντικό των Πετράκηδων όλοι ήταν σε εγρήγορση. Εδώ και τρεις μέρες κοιλοπονούσε η Πετράκαινα και το μωρό δεν έλεγε να κάνει την εμφάνιση του.Δέκα χρόνια περίμενε το χωριό αυτή τη γέννηση. Δέκα χρόνια που πέρασαν μέσα σε αναστεναγμούς,δάκρυα, ελπίδες, προσδοκίες. Κι επιτέλους έφτανε η μέρα που το αρχοντικό θα γέμιζε χαρά, πόθους, παιδικές φωνές. Η μαμή του χωριού εδώ και τρεις μέρες είχε εγκατασταθεί στο αρχοντικό για να βοηθήσει την αρχόντισσα Πετράκαινα να ξεγεννήσει. Μα το μωρό δεν έλεγε να έρθει στον κόσμο τόσο εύκολα. Λογικό. Ούτε η σύλληψη του υπήρξε εύκολη. Εννιά χρόνια πάλευε η αρχόντισσα να μείνει έγκυος και πάνω που είχε αρχίσει να απογοητεύεται ήρθε η πολυπόθητη εγκυμοσύνη. Και τώρα πάλι το μωρό δημιουργούσε δυσκολίες. Δεν ήθελε να διευκολύνει ούτε τη μητέρα του που σφάδαζε από τους πόνους, ούτε τη μαμή που ιδροκοπούσε με πρακτικά βότανα να ανακουφίσει την αρχόντισσα και φυσικά μήτε τον άρχοντα που προσδοκούσε την πολυπόθητη γέννηση. Αλλά σήμερα το πήρε απόφαση. Θα ερχόταν στον κόσμο των θνητών και ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει.

Η μαμή έπιασε στα χέρια της το παιδί. Δόξα σοι ο θεός, ήταν γερό κι αγόρι. Ο άρχοντας θα της έδινε γερό μπαξίσι.Αυτά σκεφτόταν η μαμή ,όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε πως ερχόταν κι άλλο μωρό από πίσω.Διπλή γέννα στο Πετραίικο! Αυτό κι αν ήταν θαύμα!! Η μαμή άρπαξε και το δεύτερο παιδί βιαστικά στα χέρια και...στην κυριολεξία κόντεψε να πάθει αποπληξία.

" Τί είναι τουτονέ το πλάσμα; Ίντα ναι ρσενικό γιά θηλυκό; Όχου πώς γίνεται θέ μου; Ίντα να πω του αφέντη; Θα με σφάξει την έρμη!"

Η μαμή είχε τρομοκρατηθεί. Έσιαξε,όπως μπορούσε τη λεχώνα και βγήκε από το δωμάτιο αφού απίθωσε τα μωρά στο πλάι της μάνας.Βγήκε έξω ξέπνοη κι έτρεξε να φύγει μακριά από το αρχοντικό. Ούτε μπαξίσι ήθελε, ούτε κουβέντες.

Να απομακρυνθεί από το τέρας της φύσης που αναγκάστηκε να φέρει στον κόσμο, μόνο, ήθελε.

Ο Πετράκης βλέποντας την έντρομη μαμή, έτρεξε στην κάμαρα να δει την γυναίκα του.Όλα ήταν σε πλήρη τάξη. Η μάνα και τα δύο μωρά.

" Θα ζορίστηκε φαίνεται η τροζή η Μαριγώ με τσι δυό γέννες και βγήκε όξω να πάρει αέρα. Α ρε Μαριγώ και με κοψοχόλιασες! Και δε μού πε κι ίντα ναι τα παιδιά! "

Ο άρχοντας άνοιξε τις πάνες που ήταν σκεπασμένα τα βρέφη. Κόντεψε να σκάσει από περηφάνια! Γιος! Θαύμασε το πρώτο βρέφος ,το πήρε στην αγκαλιά του και το φίλησε όλο στοργή.

Η αρχόντισσα εκείνη την ώρα άνοιξε τα μάτια της κι αντίκρυσε την ευτυχία στο πρόσωπο του κύρη της.

"Δόξα σοι Κύριε" σιγοψιθύρισε η λεχώνα.

Και τότε συνειδητοποίησε πως στο άλλο πλάι της υπήρχε και δεύτερο βρέφος που περίμενε υπομονετικά τη σειρά του να το αγκαλιάσουν και να το φιλήσουν οι γεννήτορες του.

" Αφέντη μου" ψιθύρισε η αρχόντισσα,μα δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της κι ο άρχοντας άνοιγε την πάνα του δεύτερου βρέφους. Σεισμός να έπιανε το αρχοντικό του, κεραυνός να έπεφτε στο κεφάλι του,φωτιά να περιέλουζε το κορμί του θα ήταν λιγότερο οδυνηρό,από το..θέαμα που αντίκρυσε. 

"Τέρας, ένα τέρας" βόγγηξε και παραλίγο να του ρθει νταμπλάς.

"Μανολιό" έσκουξε.Ο επιστάτης που περίμενε από έξω τις διαταγές του άρχοντα τσακίστηκε να μπει μέσα. 

"Παίξε τσι καμπάνες για τη γέννηση του γιου μου και πάρε τουτονέ το μιαρό και πέτα το στο γκρεμό."

Έτσι ξεκίνησε η ιστορία της ζωής του για το δεύτερο βρέφος. Δεν είχε καν την ευκαιρία να νιώσει έστω και για.. μία φορά στην πορεία του την αίσθηση της μητρικής αγκαλιάς,το χάδι του πατέρα, το φιλί της μάνας, το νανούρισμα της θαλπωρής,την ανθρώπινη ζεστασιά.

Η αρχόντισσα τρόμαξε και έβαλε τα κλάματα.

" Γιάντα αφέντη μου;" είπε μόνο. Και ο άρχοντας άνοιξε την πάνα του βρέφους. Η γυναίκα έμεινε άφωνη.Είχε δίκιο ο κύρης της."Τέρας! ".

Πρόλαβε μόνο και διέταξε τον επιστάτη.

" Όχι στο γκρεμό ,Μανολιό.Στην υπόγα του αρχοντικού ".

Ο Μανολιός κοίταξε τον άρχοντα κι εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.Δεν ήθελε να πάρει τέτοιο κρίμα πάνω του και η ενοχή του, να βαρύνει και το άλλο του παιδί.

" Στην υπόγα..ναίσκε.Μια μπουκάλα γάλα κι αν τα καταφέρει να ζήσει ,στα δέκα διώξε το μακριά από επαέ.Και ξέχασε το και συ πως είδες το τέρας. Μη μου ξαναμιλήσεις γι' αυτό μπλιό! " και έστρεψε το βλέμμα του στην αρχόντισσα που ήδη νανούριζε τον διάδοχο των Πετράκηδων.

Έτσι άρχισε η μαρτυρική πορεία του" πλάσματος " στον κόσμο. Αποχωρίστηκε ακαριαία από το δίδυμο αδελφάκι του,εισέπραξε την σκληρότητα και την απόρριψη από τη γέννηση του και δεν ξανάδε για χρόνια το φως του ήλιου, κλεισμένο στο σκοτεινό υπόγειο του αρχοντικού της "οικογένειας" του.Ο Μανολιός ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που συναντούσε για δέκα ολόκληρα χρόνια το "πλάσμα" . Το ανθρώπινο ον έζησε με ένα μπουκάλι γάλα για ολόκληρα δέκα χρόνια, δίπλα στα ποντίκια και στην υγρασία του εδάφους,με μόνη ανθρώπινη παρουσία τον επιστάτη που του φέρθηκε κάπως "ανθρώπινα".

Ο Μανολιός το συμπαθούσε αυτό το πλάσμα. Ήταν πανέμορφο στην όψη ,ήρεμο και πάντα χαμογελαστό. Από μόνος του,είχε φτιάξει με καφάσια μια αυτοσχέδια κούνια και το απίθωσε μέσα. Σε καθημερινή βάση, του πότιζε ένα μπουκάλι γάλα, χωρίς βέβαια να παίρνει το βρέφος ,ποτέ στα χέρια του.Και κάθε φορά που το μωρό έπινε το γάλα του χαμογελούσε ευτυχισμένο.

Ο Μανολιός ένιωθε υπεύθυνος για τούτο το περίεργο ον της φύσης μα δεν παραβίαζε ποτέ εντολές. Ένα μπουκάλι γάλα για δέκα χρόνια είπε ο άρχοντας, αυτό κι έκανε. Ποτέ κάτι παραπάνω. Όχι πως νοιάστηκε και ποτέ κανείς να ρωτήσει για το " πλάσμα " αλλά ο Μανολιός τυπικός στα καθήκοντά του.Το μόνο που έκανε από μόνος του ήταν να του αφιερώνει ,μεγαλώνοντας, περισσότερο χρόνο. Του έμαθε να μιλά και να γράφει πέντε κολλυβογράμματα που γνώριζε κι ο ίδιος.Τώρα πώς κατάφερνε το " πλάσμα " κι έγραφε και μάθαινε στα σκοτάδια ,απορίας άξιο! 

Γύρω στα έξι του χρόνια το" πλάσμα " οδηγούμενο από ένστικτο, ίσως, ανακάλυψε μια κενή τρύπα στον τοίχο, την ακολούθησε και βγήκε σε ένα τεράστιο δωμάτιο του αρχοντικού γεμάτο βιβλία.

Το "πλάσμα" κοίταζε εκστατικό το χώρο με τα τόσα πολλά βιβλία, τα καθίσματα, τις πολυθρόνες, τα αντικείμενα τριγύρω που δεν τα είχε ξαναδεί στη ζωή του και νόμιζε πως ονειρεύονταν. Ένας θόρυβος τράβηξε την προσοχή του κι από ένστικτο κρύφτηκε κάτω από το τεράστιο τραπέζι με το βαρύ τραπεζομάντηλο που το κάλυπτε ως κάτω. Βαριά πόδια έκαναν την εμφάνιση τους στο δωμάτιο. Μια βαριά φωνή έδινε όλο διαταγές και μια γνώριμη φωνή απαντούσε. Η καρδιά του πλάσματος αναθάρρησε.Τη γνώριζε τη δεύτερη φωνή. Είναι "εκείνος" που μου φέρνει φαγητό και μου μαθαίνει λέξεις. Τότε το "πλάσμα" συνειδητοποίησε πως όλοι έχουν κι ένα όνομα, όταν τους καλούν. Ποιό ήταν το όνομα " εκείνου " που το φρόντιζε και ποιό το δικό του άραγε; Η συζήτηση τελείωσε .Ο αφέντης κι ο Μανολιός απομακρύνθηκαν από το χώρο και το πλάσμα άρπαξε το πρώτο του βιβλίο από το τελευταίο ράφι της μεγάλης βιβλιοθήκης.

Αυτή ήταν η αρχή της πνευματικής καλλιέργειας του "πλάσματος". Μη έχοντας με τί άλλο να σπαταλά τον χρόνο του, δανειζόταν συνεχώς βιβλία από τα ράφια, τα ρούφαγε σαν σφουγγάρι, τα επέστρεφε κι έπαιρνε καινούργια. Είχε όμως το έντονο ένστικτο που του υπαγόρευε να μην αναφέρει κάτι στο Μανολιό και το αποσιώπησε.Το μόνο που ρώτησε τον Μανολιό μια μέρα ήταν, αν έχει το ίδιο κάποιο όνομα.Ο Μανολιός έχασε τα λόγια του κι έφυγε τρεχάτος αφού του άφησε το καθιερωμένο γάλα. Το "πλάσμα " πήρε την απόφαση. "Θα διαλέξω μόνο μου, όνομα"σκέφτηκε. Και διάλεξε…

" Φως" ! Έτσι θα με λένε " φως" κι ας ζω στο σκοτάδι!!"

Σε τέσσερα χρόνια το "φως" απέκτησε πραγματικά όλη τη λάμψη της γνώσης. Είχε διαβάσει όλα σχεδόν τα βιβλία της τεράστιας βιβλιοθήκης, είχε μάθει μόνο του τη Λατινική γλώσσα και την αρχαία ελληνική άπταιστα, γνώριζε τέλεια την παγκόσμια μέχρι τότε ιστορία,έμαθε πλήρως βοτανολογία και φαρμακευτική και συνέχιζε ακάθεκτο.Είχε αναπτύξει έντονα τα ένστικτα επιβίωσης και παρατηρητικότητας κι είχε μάθει όλα τα μυστικά των Πετράκηδων. Όλες οι διαβουλεύσεις γινόταν στη μεγάλη βιβλιοθήκη και το "φως" τα άκουγε όλα, χωρίς να γίνεται αντιληπτό.Είχε ανακαλύψει το κενό πίσω από τη μεγάλη βιβλιοθήκη που μπροστά είχε ράφια και πίσω έναν ανοικτό χώρο αρκετά ευρύχωρο και μισοφωτισμένο- κάποιο περίεργο φως είχε κάπου τοποθετηθεί για να φέγγει στο κενό- και είχε δημιουργήσει την προσωπική του γωνιά ανάγνωσης. Προφανώς, κανείς από τους ενοίκους του σπιτιού δεν γνώριζε πως η τρύπα, από το υπόγειο, οδηγούσε κατευθείαν στον κενό χώρο της βιβλιοθήκης και πως.. με ένα σανίδι που την στήριζε, η βιβλιοθήκη μετακινούνταν κι άνοιγε.Πίσω από αυτό το χώρο,το "φως" απέκτησε όλο το φως των μνημών που του έλειπαν, μυήθηκε σε όλα τα μυστήρια και γνώσεις της ζωής, ανακάλυψε την προσωπική του ιστορία και έμαθε όλα τα μυστικά της " οικογένειας" του.

Και τη μέρα που ο Μανολιός κατέβηκε στο υπόγειο κι έντυσε το" φως " με ολόμαυρα ρούχα, του έδεσε σφιχτά κι ένα μαύρο μαντήλι στα κατάξανθα μαλλιά του και το έσυρε μέσα στη νύχτα το " φως" δεν απόρησε. Τη συνέχεια τη γνώριζε ήδη. Πάνω στο κάρο, το πλάσμα ανέπνεε σιωπηλό τις μυρωδιές και τα αρώματα της φύσης, έβλεπε πεντακάθαρα τα τοπία που ξεδιπλώνονταν μπροστά του - τόσα χρόνια βέβαια στο σκοτάδι, τα μάτια του είχαν εξασκηθεί καλά- απολάμβανε την ελευθερία του χώρου, υμνούσε το μεγαλείο της ζωής. Το " φως" ήταν ευγνώμων στο Μανολιό που του χάριζε αυτήν την περιήγηση στο ταξίδι της αναγέννησης.

Κι όταν πλησίασαν στους πρόποδες του Ψηλορείτη, ο Μανολιός έβγαλε από τον κόρφο του ένα πουγγί λίρες- μόνος του τις είχε μαζέψει τόσα χρόνια στη δούλεψη του άρχοντα- κι ένα δισάκι με μπόλικο ψωμί και τυρί κι ένα σταυρό και τον τοποθέτησε στο λαιμό του παιδιού.

"Άμε δα στην ευκή μου" είπε δακρυσμένος. Και το παιδί άπλωσε το χέρι του- φοβήθηκε να τον αγκαλιάσει μήπως και του προκαλέσει αποστροφή- και του ψιθύρισε" Φως με λένε.. Να το κατέεις Μανολιό " και χάθηκε στη νύχτα.

Μισή ώρα πέρασε από τον αποχαιρετισμό κι ο Μανολιός συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να αντέξει τον αποχωρισμό του από το παιδί εκείνο που του γέμισε τη ζωή και τον χρόνο του.Έτρεξε να το προλάβει ,να το φέρει πίσω και να του ζητήσει συγνώμη ..για όλα και για όλους. Μα δεν πρόλαβε.

Το" φως" του ..είχε χαθεί!!

Το "φως" περπατούσε ώρες, μέρες, μήνες. Έτρωγε από τα δέντρα καρπούς- γνώριζε λόγω γνώσεων τί έπρεπε να φάει και τί όχι- έπινε νερό αφού το στράγγιζε και το έβραζε στο μαστραπά που είχε μαζί του και προχωρούσε, προχωρούσε.. μέχρι να συναντήσει το μέρος που θα του δημιουργούσε ευφορία καρδιάς για να το κάνει σπίτι του.

Κι έφτασε στον παράδεισο. Το τοπίο του μικρού χωριού έλαμψε σαν φως στο σκοτάδι του χρόνου του.Και πήρε την απόφαση. Το Καλούδι θα γινόταν η μόνιμη κατοικία του.Η σπηλιά και το ποτάμι ο δικός του παράδεισος.

Και έτσι το Καλούδι απόκτησε τον πρώτο του επίγειο ξενόφερτο άγγελο.Μα δεν το γνώριζε κανείς μέχρι… την μέρα που η μοίρα αποφάσισε να γίνει γνωστή η παρουσία του και στην πορεία να δώσει χρόνια αργότερα.. τη λύση στην κατάρα του χωριού.

Άγγελος ή διάβολος; Θύμα ή θύτης; Ήρωας ή δειλός; 

Η ιστορία του χωριού θα το αποδείκνυε αργότερα!

❀          ❀        ❀          ❀          ❀
ii. Κεφάλαιο 37

Η Ζητιάνα

"Με βάπτισαν Μυρτώ. Όνομα με άρωμα, εύηχο με το υγρό γράμμα του " ρο" και προφητικό. Γιατί το υγρό στοιχείο του ονόματος μου με έπνιξε στην πορεία της ζωής μου και με βύθισε σε απύθμενους ωκεανούς βρωμιάς.Κι όταν άλλαξα όνομα στην συνέχεια ,κράτησα μόνο το " ρο" του πραγματικού μου ονόματος και το έκανα αρχή στη βαθιά θάλασσα που έπνιξε τα όνειρα μου και την αγνότητα μου.Όλοι με ξέρουν ως "Ρόζα", η Ρόζα του λιμανιού. Αυτή είμαι εγώ ,μεγάλη σε ηλικία, όχι βιολογική, σε ηλικία ψυχής. Έζησα απίστευτες εμπειρίες πάθους και μίσους, χαράκωσα το κορμί μου με ανίερες γραμμές αποσύνθεσης και διάβρωσης, μα την ψυχή μου την κράτησα καθαρή για να την παραδώσω στον Πλάστη μου ,
τώρα που κοντοφθάνει η ώρα της επιστροφής μου στο Μέγα Δημιουργό.Και είναι η ώρα να επιστρέψω στο αρχικό μου όνομα. Τώρα που γράφω αυτό το γράμμα, δεν είμαι πλέον η Ρόζα με το βρώμικο " ρο" στην αρχή, είμαι η Μυρτώ με το καθαρό " ρο" στο τέλος...."

Η γυναίκα κουράστηκε να γράφει το γράμμα. Τα χέρια της, πλέον, έτρεμαν πολύ συχνά. Η αρρώστια της είχε προχωρήσει.. σε λίγο θα έφτανε στο τέρμα. Έπρεπε όμως να προλάβει να τελειώσει το γράμμα για να δώσει εξηγήσεις, να ζητήσει την ανθρώπινη εξιλέωση, να γιατρέψει τα σκοτάδια της ψυχής του παιδιού της.Πήρε μια βαθιά ανάσα και χάθηκε στο λαβύρινθο των μνημών της.

Ένα μικρό ψαροχώρι δίπλα στα Σφακιά, μα ούτε καν χωριουδάκι, γειτονιά με τρείς οικογένειες ψαράδων όλες κι όλες, ο τόπος που γεννήθηκε η Μυρτώ. Η γειτονιά του "μώλου" η ονομασία του.Τρεις άντρες, τρεις γυναίκες και είκοσι παιδιά.

Το μικρότερο παιδί της γειτονιάς η Μυρτούλα και ίσως και το πιο χαϊδεμένο.Μόνο παιχνίδια,κολύμπι, αρώματα και θάλασσα οι πρώτες της αναμνήσεις. Και αγάπη, πολλή αγάπη, τόση, που μάλλον την έφτασε για την υπόλοιπη ζωή της.Ήτανε πάνω κάτω δώδεκα χρόνων και ήταν ένα χαρούμενο, ατίθασο ,μικροκαμωμένο πλασματάκι με αστείρευτο κέφι, οξύ πνεύμα και ένα αξεπέραστο χαμόγελο. Δεν ήταν όμορφη, μα την έκανε σαγηνευτική αυτό το πηγαίο και αυθεντικό της χαμόγελο. Και σήμερα ανήμερα της Αγίας Κυριακής που γιόρταζε το εκκλησάκι της πέρα γειτονιάς, η Μυρτώ ,ανυπάκουη,ως συνήθως, τους άφησε όλους πίσω, μάνα, πατέρα, αδέλφια, φιλαράκια και πήρε το φιδογυριστό μονοπάτι για την πέρα ρούγα, της Αγίας Κυριακής.Σήμερα ήταν μέρα ψαριάς ,ο καιρός καλός και οι τρεις οικογένειες είχαν πιάσει θέση στο μικρό λιμανάκι κάτω από τα τεράστια βράχια να βοηθήσουν όλοι στο καθημερινό μεροκάματο. Η Μυρτώ τους ξεγέλασε και κίνησε για το εκκλησάκι. Ήξερε πως δεν θα ανησυχήσουν ,όταν δεν την δουν στο συνηθισμένο χώρο εργασίας τους,γιατί… Μυρτώ ήταν αυτή- έτσι λέγανε, όλοι τους- και γελούσαν.

Η Μυρτώ απολάμβανε αυτούς τους περιπάτους στην άγρια φύση της χώρας Σφακίων, ανέπνεε τις μυρωδιές των λουλουδιών και των βοτάνων του τόπου της κι έβλεπε από παντού την αγάπη της,τη μεγάλη και απέραντη θάλασσα.

" Αυτό το θηλυκό γοργόνα έπρεπε νά ναι" έλεγε ο συγχωρεμένος παππούς της,ο Ιωάννης Κυριακάκης και δεν την προσφωνούσε ποτέ Μυρτώ, όπως οι υπόλοιποι μα " γοργονάκι".Τί όμορφο χαϊδευτικό που της χάρισε ο παππούς της μα πέθανε πριν δύο χρόνια και τώρα κανείς δεν την ξαναφώναξε με τούτο το όνομα.

" Τελικά μ' αρέσουν όλα τα ονόματα που έχουν " ρο".Μου αρέσει το όνομα μου,μου αρέσει το χαϊδευτικό μου,μου αρέσει το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής κι όλα… έχουν "ρο" .Μόνο η θάλασσα μου,δεν έχει ρο.Μα θα τη βαφτίσω ψαροθάλασσα και θα έχει κι αυτή "ρο".Έτσι σκέφτηκε το κορίτσι και το πρόβλημα λύθηκε.

Η επίσκεψη στο εκκλησάκι που γιόρταζε ,γέμισε με άρωμα ευτυχίας την Μυρτώ. Πήρε τον άρτο από το χέρι του ιερέα,προσκύνησε την εικόνα της Αγίας Κυριακής και ξεκίνησε το δρόμο της επιστροφής, πλημμυρισμένη αρώματα και εικόνες φύσης .Και όπως βάδιζε αμέριμνη και χαλαρή στο μικρό μονοπάτι του βουνού, ένα απίστευτο βουητό και ένα άγριο τρίξιμο του εδάφους την έσπρωξε στο μικρό χαντάκι του δρόμου. Πριν προλάβει να καταλάβει τί συμβαίνει πέτρες τεράστιες άρχισαν να πέφτουν από το κορμί του βουνού κι ένας άγριος θόρυβος έβγαινε από τα έγκατα της γης.Η Μυρτώ έκλεισε τα μάτια της και σφράγισε με τα μικρά της χέρια τα αυτιά της.Για να ξεπεράσει τον φόβο της σκεφτόταν μέσα στο μυαλό της τις αγαπημένες της λέξεις" Μυρτώ, γοργόνα, Κυριακή, ψαροθάλασσα.." και πάλι από την αρχή. Πόση ώρα, πόσες φορές επανέλαβε τις λέξεις, άγνωστο!

Ο μεγάλος σεισμός σταμάτησε. Η Μυρτώ δεν είχε πάθει γρατζουνιά.Σηκώθηκε σαστισμένη και παγωμένη από την τρομάρα της.Μα η Αγία Κυριακή την προστάτευσε και δεν έπαθε τίποτα.

"Δόξα σοι Παναία μου" έκανε τον σταυρό της η Μυρτώ και συνέχισε τον δρόμο της.Ευτυχώς ήταν σχετικά κοντά στη γειτονιά του " μώλου". Προσπερνούσε τις πέτρες και τα εμπόδια του μονοπατιού που είχαν γλιστρήσει από το βουνό λόγω σεισμού και με γρήγορα βήματα κατευθυνόταν στο χώρο εργασίας της οικογένειας και των φίλων τους.Και καθώς πλησίαζε κοντά τους, η Μυρτώ ευχήθηκε να μην είχε φύγει ποτέ από δίπλα τους,να μην είχε σωθεί από τον θυμό του θεού,να ήταν στην αλήθεια γοργονάκι κι όχι άνθρωπος. Γιατί οι γοργόνες δεν.. έχουν οικογένειες, γιατί οι γοργόνες δεν είναι άνθρωποι.. να πονάνε,γιατί οι γοργόνες δεν έχουν πόδια να τσακίσουν..γιατί.. γιατί….

Τόσα διαμελισμένα σώματα, τόσο αίμα χυμένο στην άμμο, τόσες πολλές χαμένες ζωές…

Η Μυρτώ έμεινε ορφανή,μόνη, πονεμένη, πληγωμένη.

Η γυναίκα έκλεισε το κουτί των αναμνήσεων προς το παρόν. Είχε ανάγκη να φουμάρει κι ας ήξερε πως αυτός ο καπνός την σκότωνε καθημερινά. Μα πώς να άντεχε τη ζωή της μετά από αυτό, χωρίς τη συντροφιά του; Πήρε το τσιγάρο στο χέρι και για τα πέντε λεπτά που διήρκεσε το κάπνισμα του, ξεχάστηκε.

Μα το τσιγάρο τελείωσε και οι μνήμες την κύκλωσαν αφόρητα και αποπνικτικά,όπως κι ο χώρος που έζησε τα πενήντα σχεδόν χρόνια της μετέπειτα ζωής της..

"Η καλύτερη και πιο φινετσάτη κοπέλα μας,άρχοντα,η μία και ανεπανάληπτη Ρόζα μας" είπε η τσατσά. Από το πρωί η Ρόζα είχε δεχτεί τουλάχιστον είκοσι πελάτες. Και ήταν μόνο μεσημέρι.

" Μα πρέπει να βάλω όρια στην Λήδα! Με έχει διαλύσει" σκέφτηκε η Ρόζα.

" Μόλις τελειώσω και με αυτόν τον πελάτη,θα τ' ακούσει ένα χεράκι"..

Χαμογέλασε στον μεσήλικα άντρα που είχε απέναντι της και τον οδήγησε στο δωμάτιο της.
Άλλα δέκα λεπτά και θα έκανε διάλειμμα για σήμερα. Δεν θα ξαναδεχόταν ,ο κόσμος να γυρνούσε ανάποδα, κανέναν άλλο άντρα στην κάμαρη της για σήμερα κι ας πήγαινε να πνιγεί η τσατσά. Τόσες κοπέλες μέσα στο " σπίτι ", μα πάντα εκείνη πρότεινε πρώτα σε όλους.
"Έχε χάρη που μου χρειάζονται τα χρήματα, μέχρι να τελειώσει τη σχολή ο...Ιωάννης. Μετά θα σου πω κυρά Λήδα, πόσα απίδια έχει ο σάκος" σκέφτηκε και έριξε ένα ναζιάρικο βλέμμα στον πελάτη.

" Ψαροθάλασσα,Κυριακή, Μυρτώ, γοργονάκι,Ρέθυμνο,.. "
επαναλάμβανε από μέσα της η Ρόζα και επιτέλους απαλλάχτηκε από τον πελάτη. Του χάρισε ένα ακόμα σαγηνευτικό χαμόγελο και ο άντρας ευχαριστημένος, της άφησε το διπλάσιο ποσό.
" Καλός είναι τούτος και τα σκορπά εύκολα " πέρασε γρήγορα η σκέψη από το μυαλό της.
" Να μας ξανάρθεις σύντομα, πασά μου" του έσκασε κι άλλο χαμόγελο και ήταν σίγουρη και για την επόμενη επίσκεψη του.Πάντα με το χαμόγελο τους κέρδιζε όλους. Είχε μια παιδικότητα,έναν αυθορμητισμό,μια μαγεία αυτό της το χαμόγελο. Το ήξερε καλά η Ρόζα και το εκμεταλλευόταν ανάλογα. 

Βγήκε έξω από την κάμαρη της,άλλαξε ρούχα- σαφώς και ποτέ δεν έβγαινε στην πόλη του Ρεθύμνου με τα ρούχα της δουλειάς της,σε αντίθεση με τις άλλες κοπέλες του σπιτιού- και παρά τις φωνές της οικοδέσποινας του " σπιτιού ", πήρε το δρόμο για το λιμάνι της πόλης. Πόσο το αγαπούσε αυτό το λιμανάκι, πόσο όμορφη της είχε φανεί αυτή η μικρή κουκλόπολη της Κρήτης, όταν πρωτοήρθε εδώ, μικρό κορίτσι στα δώδεκα. Κι αποφάσισε να ζήσει μόνιμα στην πόλη αυτή ,γιατί λάτρεψε και το όνομα της ,ξεκινούσε ,βλέπεις, από το αγαπημένο της " ρο"!

Μα, μικρή και κατατρεγμένη,όταν μπήκε κρυφά στο πρώτο λεωφορείο για Χανιά αρχικά και στη συνέχεια για Ρέθυμνο- στο παιδικό της μυαλό μόνο περιοχή με "ρο" θα έκανε πια τόπο κατοικίας της- πόσο φοβισμένη ένιωθε!! 

Κι έτρεχε να ξεφύγει από αυτή τη φοβερή λέξη που άκουσε από κάποιους συγχωριανούς της κι ενώ είχε " ρο" ,της δημιούργησε μια πίκρα στην ψυχή. Την θυμόταν καλά εκείνη τη λέξη από την οποία έτρεχε να ξεφύγει τότε " ορφανοτροφείο " .Μεγάλη λέξη για την ακοή ενός παιδιού και εκφοβιστική. Και δεν δίστασε λεπτό- εξάλλου Μυρτώ ήταν αυτή- και χάθηκε από όλους και όλα σε ελάχιστο χρόνο. Αρκεί να γλύτωνε από τη φοβερή λέξη " ορφανοτροφείο ".Και από τη λέξη γλύτωσε, σε όμορφη πόλη με " ρο" έφτασε, μα από την μοίρα της δεν ξέφυγε.

Πεινασμένη και φοβισμένη,όπως ήταν, την λυπήθηκε μια κοπέλα στο λιμάνι, με λίγο περίεργα βέβαια ρούχα- αλλά τί σημασία να δώσει ένα παιδί σε κάτι ανάξιο προσοχής!- και την έφερε σε ένα μεγάλο και ζεστό σπίτι με κόκκινα φώτα από έξω. Το κορίτσι πρώτη φορά έβλεπε τέτοια φώτα κι εντυπωσιάστηκε. Και τί όμορφος χώρος, με πολυθρόνες, μεγάλα τραπέζια, πολλά δωμάτια και πολλούς ενοίκους!! Η κοπέλα που την έλεγαν Λήδα- ωραίο όνομα είχε ,χωρίς ρο..βέβαια,- της έδωσε φαγητό και ένα κρεβάτι να ξαπλώσει.

" Τί καλά που έφυγα και γλίτωσα το..ορφανοτροφείο " σκέφτηκε κι αποκοιμήθηκε.

Από κει και μετά το " σπίτι " αυτό θα γινόταν η μόνιμη κατοικία της,το όνομα της θα το άλλαζε από Μυρτώ , μιας και δεν ταίριαζε στο χώρο, σε Ρόζα -το ρο, στο όνομα της ,πλέον μπήκε στην αρχή- και θα ξεκινούσε εκείνη η άλλη της.. η βρώμικη ζωή.Μα η Ρόζα υποσχέθηκε στον εαυτό της πως η βρωμιά θα σταματούσε στο σώμα της καθώς αυτή την ξέπλενε καθημερινά με μπόλικο σαπούνι και νερό και δεν θα επέτρεπε να εισχωρήσει ποτέ στην καρδιά της .Και τα κατάφερε- είπαμε Μυρτώ ήταν αυτή-, μέχρι το τέλος!

Και από τη βρωμιά της ψυχής γλίτωσε ,από την δυστυχία της καρδιάς της όμως δεν ξέφυγε.

Ήταν μόλις δεκατεσσάρων χρόνων , δύο χρόνια μετά την φυγή της από το "μώλο" και μέσα στο σπίτι εκτελούσε χρέη υπηρέτριας των υπόλοιπων κοριτσιών. Η Λήδα που ήταν και η αρχηγός του "σπιτιού", της είχε υποδείξει τί ακριβώς έπρεπε να κάνει ,κάθε φορά, που κάποιος κύριος έβγαινε από τα δωμάτια των κοριτσιών,την έστελνε σε διάφορα θελήματα και για την αγορά κάποιων τροφίμων.

Η Μυρτώ περνούσε σε γενικές γραμμές όμορφα μέσα στο σπίτι. Φαγητό καλό πάντα υπήρχε- η Λήδα μαγείρευε σχεδόν σαν τη μητέρα της- κρεβάτι όμορφο είχε, ζεστασιά άπλετη και πάντα παρέα. Η Μυρτώ είχε συνηθίσει σε μεγάλη οικογένεια και αγαπούσε να βρίσκεται συγχρωτισμένη με πολλά άτομα καθημερινά. Συνεπώς όλα κυλούσαν ευτυχισμένα .Είχε κάνει καλά που επέλεξε το Ρέθυμνο με το "ρο" του στην αρχή ,για τόπο διαμονής.Όλα αυτά, μέχρι που της ήρθε η πρώτη έμμηνος ρύση. Τότε ξαφνικά η Λήδα, αφού την ενημέρωσε ότι πλέον δεν είναι παιδί, αλλά γυναίκα και της ψώνισε αυτά τα φανταχτερά ρούχα - που ποτέ δεν τα συμπάθησε η Μυρτώ- της άλλαξε το όνομα - πάλι καλά που το Ρόζα της άρεσε- ξεκίνησε κάτι μισόλογα που το κορίτσι δεν καταλάβαινε καθόλου.

" Μα Λήδα, τί προσπαθείς να μου πεις; Να κάνω ό,τι και τα άλλα κορίτσια ,λες! Μα δεν ξέρω τί κάνουν!! Μιλούν, τραγουδούν, χτενίζονται και βάζουν κάτι κύριους στο δωμάτιο και μετά πλένονται. Καλά το έχω καταλάβει; Εύκολο! " είπε η Ρόζα.

Πόσο λάθος είχε κάνει το κορίτσι!

Η πρώτη της σωματική επαφή ήταν με έναν μεσήλικα ,αρκετά όμορφο και πολύ πλούσιο, απ' ότι φάνηκε. Τα χρήματα που της άφησε στο κομοδίνο, δίπλα, ήταν πολλά, πάρα πολλά. Μα η Ρόζα δεν τα πήρε ποτέ στα χέρια της.Έβαλε αποστειρωμένα γάντια και τα πέταξε. Η Λήδα την μάλωσε βέβαια ..μα η Ρόζα αυτά τα πρώτα της χρήματα τα βάπτισε τα χρήματα της ντροπής. Άλλη μια λέξη μετά το ορφανοτροφείο που είχε ρο και δεν την συμπάθησε η Ρόζα. Ντροπή!

Ο κύριος Επαμεινώνδας - έτσι της συστήθηκε- ήρθε ξανά στο σπίτι και ξανά και ξανά. Και πάντα ζητούσε τη μικρή Ρόζα για παρέα του και της άφηνε πολλά χρήματα.Μέχρι…
Ώρα για άλλο ένα τσιγάρο! Τώρα η κατάσταση αρχίζει και ζορίζει ..Η γυναίκα τώρα έτρεμε περισσότερο. Το τσιγάρο δεν άναβε από το τρέμουλο των χεριών. Μα η Ρόζα το είχε ανάγκη.
"Παρέα θα πεθάνουμε, φίλε! " είπε στο τσιγάρο και το άναψε επιτέλους. Λίγη παύση… δυστυχίας!

Μα κι αυτό το τσιγάρο τελείωσε.
Επιστροφή στον πόνο,Ρόζα λοιπόν!!

Μετά από πέντε μήνες η Λήδα συνειδητοποίησε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με το μικρό κορίτσι. Παρατήρησε καλύτερα και πρόσεξε πως είχε στρογγυλέψει αρκετά το αδύνατο κορμάκι της,είχε μια έντονη γλυκύτητα το πρόσωπο της κι αφού η Ρόζα δεν είχε και την περίοδο της εδώ και κάποιους μήνες- η ίδια το είχε αποδώσει στην μικρή της ηλικία, αυτή την άτακτη εμφάνιση των έμμηνων της- ήταν ,αμάν, έγκυος. Κι αν η Λήδα υπολόγιζε σωστά η ίδια , ακατάλληλη περιόδος για έκτρωση.Δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό της που της ξέφυγε κάτι τέτοιο. Δεν μπορούσε επίσης να διακινδυνεύσει μία πιθανή έκτρωση με επικίνδυνα για τη μικρή αποτελέσματα- η Ρόζα πλέον ήταν η εκλεκτή του σπιτιού ,ο άρχοντας εξάλλου μόνο αυτή ζητούσε - ούτε σαφώς να την διώξει από το σπίτι.

" Δε καις εύκολα τους άσους στα χέρια σου" σκέφτηκε η Λήδα κι ανασκουμπώθηκε.Μετά και την επιβεβαίωση του γιατρού για την υπαρκτή πλέον εγκυμοσύνη ,η Λήδα κράτησε " εκτός εργασίας " για τους επόμενους μήνες τη Ρόζα, παρά τις εμμονές των πελατών που έψαχναν την επαφή μαζί της επισταμένως. Ίσως αυτοί ήταν και οι καλύτεροι μήνες στη ζωή της Ρόζας. Ατελείωτοι περιπάτοι στο λιμάνι, άπειρες ώρες ξεκούρασης χωρίς τα βρώμικα χνώτα άγνωστων πελατών,ευκαιρία για συζήτηση και κουβέντα με το μωρό στην κοιλιά της.

" Άκου μπρε..άμα είσαι κορίτσι θα σε βγάλω Μαργαρίτα που είναι όνομα λουλουδιού κι έχει το αγαπημένο μου"ρο" ..μα άμα είσαι αγόρι το όνομα σου δεν θα χει " ρο" γιατί.. θα σε βγάλω Ιωάννη, το όνομα του παππού μου, μπρε..εκείνου που μέ λεγε γοργονάκι. Ακούς; " απευθυνόταν καθημερινά στο μωρό της.Και πέρασαν οι μήνες και η Ρόζα γέννησε με παρουσία γιατρού στο "σπίτι"- εκείνη τη μέρα για πρώτη φορά στα δέκα χρόνια λειτουργίας του σπιτιού , το " σπίτι" είχε παραμείνει κλειστό-.

Απέξω έβαλαν και μια ταμπέλα ανορθόγραφη- αλλά ποιός έδινε σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες!-

" Κλιστό λόγο εργασιόν"

Η ταμπέλα μάλλον λόγω ανορθογραφίας είχε γίνει αντιληπτή από όλους παρά για την αναφορά της περί προσωρινού κλεισίματος.

Και το μωρό γεννήθηκε αγόρι και η Ρόζα επέμενε να έρθει την ίδια μέρα παπάς να το βαπτίσει και η Λήδα υποχώρησε ,σκεπτόμενη:

" Χάσαμε το μεροκάματο.. ας κάνουμε και μια καλή πράξη ".
Και βαπτίστηκε το μωρό Ιωάννης. Και τα χαρτιά της γέννησης του, έγραφαν το όνομα Ιωάννης, το όνομα της μητέρας του, Μυρτώ Κυριακάκη και...αγνώστου πατρός!

Το μωρό δόθηκε για υιοθεσία- το είχε κανονίσει η Λήδα από πριν- σε μια πάμφτωχη οικογένεια ενός μικρού χωριού των Χανίων με το όνομα Καλούδι.

Η οικογένεια δεν είχε πόρους ζωής και με την υιοθέτηση του παιδιού θα εισέπραττε μηνιαία ένα καλό χρηματικό ποσό για να αναθρέψει και τα υπόλοιπα παιδιά της.Έτσι το μωρό μετακινήθηκε αυθημερόν με έξοδα της Λήδας στο Καλούδι με ένα σεβαστό ποσό για τις πρώτες του ανάγκες και για τις ανάγκες των υπόλοιπων μελών της οικογένειας Ματθαιάκη.

Το μωρό ήταν σήμερα ολόκληρος αστυνομικός επιθεωρητής της ευρύτερης περιοχής των Χανίων, ξακουστός και επιφανής πολίτης μιας μεγάλης πόλης,ο περίφημος Ιωάννης Ματθαιάκης.

Και ο ίδιος χρόνια αργότερα ,όταν ανακάλυψε τα χαρτιά της υιοθεσίας του και με το αστυνομικό του δαιμόνιο βρήκε τη μάνα του στο σπίτι με τα κόκκινα φώτα με το όνομα Ρόζα, έκλεισε το σπίτι της ντροπής, μέσα στην ίδια μέρα, πέταξε όλους τους ενοίκους στο δρόμο κι έφτυσε κατάμουτρα την πόρνη μάνα του.

Μόνο που ο περιβόητος επιθεωρητής είχε κάνει ένα οικτρό λάθος. Δεν ήξερε τί θυσίες είχε κάνει αυτή η μάνα για να φτάσει ο γιος της τόσο ψηλά και να καταλάβει το ανώτατο αυτό αξίωμα της αστυνομίας. Δεν είχε αντιληφθεί πως η πόρνη μάνα του δεν τον εγκατέλειψε ποτέ και γνώριζε πλήρως την εξέλιξη και την πορεία της ζωής του.

Δε γνώριζε πως όταν κινδύνευσε από βέβαιο θάνατο λόγω της δυσλειτουργίας των νεφρών του η πόρνη μάνα του ,του χάρισε το νεφρό της για να ζήσει, δεν ήξερε πως η έπαυλη που ζούσε με την οικογένεια του, είχε αγοραστεί με τα χρήματα του σπιτιού της ντροπής. Δεν υπολόγισε πως τη μέρα που γλύτωσε τη σφαίρα από την ομάδα κακοποιών που καταδίωκε μέσα στη νύχτα με την επίλεκτη ομάδα του, η πόρνη μάνα του μπήκε μπροστά κι έφαγε τη σφαίρα λίγο πιο κάτω από την πλευρά της καρδιάς για να μην πέσει πάνω του,δεν έμαθε ποτέ τί αγνότητα κρύβει η μητρική αγάπη, έστω και από μια πόρνη μάνα!!!

Κι όταν το έμαθε ,της επέτρεψε μόνο να κάθεται χωρίς να την καταδιώκει, έξω από την τεράστια αυλή του αστυνομικού μεγάρου και να ζητιανεύει για να ζήσει. Τέτοια μεγαλοψυχία είχε ο επιθεωρητής!!

Μόνο που και πάλι διέπραξε ένα ακόμη σημαντικό λάθος. 

Η Ρόζα δεν ζητιάνευε έξω από την αστυνομία ..για να ζήσει.. Σε λίγο θα έχανε τη ζωή της,σύμφωνα με τους γιατρούς, λόγω της χρόνιας αποφρακτικής της πνευμονοπάθειας.

Η Ρόζα καθόταν στην είσοδο της αστυνομίας καθημερινά για να βλέπει μόνο.. το παιδί της! 

Ακόμα ένα τσιγάρο και ...τέλος!

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 

Η Εύα Μαζοκοπάκη γεννήθηκε στα Χανιά της Κρήτης. Σπούδασε με υποτροφία στο τμήμα Κλασικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ζει και εργάζεται στα Χανιά. Ασκεί το επάγγελμα της φιλολόγου στο ιδιόκτητο φροντιστήριο θεωρητικών σπουδών «Πρωτοπορία», στη γενέτειρα πόλη της.

Ασχολείται παράλληλα με τη συγγραφή σχολικών βιβλίων, βιβλίων ποίησης και λογοτεχνίας. Έχει βραβευτεί με το πρώτο βραβείο ποίησης στον Παγκρήτιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «Κρητών Λόγος» 2019, για το ποίημα «Άλωση ψυχής». Παράλληλα, έχει διακριθεί στον 4ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης της βιβλιοθήκης Σπάρτου 2019, με το ποίημα Σκοτεινές Σκεπές.

Το «Η Οργή του Τυφλού ποταμού» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα, γραμμένο με σεβασμό και εκτίμηση στο αναγνωστικό κοινό.

Έργα της ίδιας:
«Λεκτικά αρώματα», ποιητική συλλογή.
«Συντακτικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας».










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου