Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

ΚΙΟΥΛΑΧΟΓΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ - ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


i.

Στων ματιών σου τα δόκανα ο έρωτας παραφυλάει.
Μεθυσμένος ο έρωτας
Ασίγουρος απλώνει τις ξόβεργες
Νωθρός σαν αοριστία
Περιπλέκεται στον χρόνο
Στων ψυχών τα θελήματα
Στο σήμερα
Στο αύριο
Στο χθες που δεν υπήρχες.

Μικρά πουλιά αναφτερουγίζουν ανύποπτα
Στην παγίδα του γλυκού σου θανάτου.
Σαν θα ‘ρθεις όλα θα χαθούν
Σαν θα ‘ρθεις όλα θα σταματήσουν να υπάρχουν
Η γη
Το φως
Το σκοτάδι
Όλα από την αρχή.
Μονάχα εσύ.
Εσύ και ο έρωτας.

Στις ξόβεργες θα απλώνει το μέλι και το νέκταρ
Σκαλεύοντας τα βέλη του
Ραντίζοντας με θειάφι και μπαρούτι τον χρόνο
Λύνοντας τα σανδάλια του στης καρδιάς σου τα πόδια.
Το αγιόκλημα θα γέρνει στο σούρουπο
Καρτερώντας στους δρόμους
Μετρώντας τα βήματα σου καθώς θα ‘ρχεσαι.
Τα ρολόγια θα σταματήσουν να χτυπούν
Και όλα τα κάγκελα
Θα το σκάσουν απ’ τους φράχτες
Από τα παράθυρα
Από τα κελιά.
Να περάσεις εσύ.
Να περάσει ο έρωτας.
Στην περπατησιά σου θα σωπάσουν τα αηδόνια
Και τα σύννεφα θα διψούν για βροχή
Δυο σταγόνες μέλι στα μάτια σου
Και στις ξόβεργες πάνω δυο πιασμένα πουλιά.

Πες μου…
Τί αγκίστρι έριξες στην ψυχή μου και σπαρταράει έτσι…"



ii.

Και κάπως έτσι
πέρασε και έφυγε…
Παίρνοντας μαζί όλες τις ελπίδες
όλα τα όνειρα.
Πέρασε κι έφυγε
Όπως όλα κάποτε περνούν και φεύγουν.
Οι μπόρες
Τα πουλιά
Οι έρωτες
Οι άνθρωποι…
Χωρίς κρίμα και χωρίς δισταγμό.
Πέρασε κι έφυγε.
Και το μόνο που απόμεινε πια
είναι εκείνος ο ατελής χαιρετισμός,
στο ύστατο σου βλέμμα.
Κι αν ίσως κάποτε ένα σπαρακτικό αντίο
κρύφτηκε πίσω από δύο γαλερά μάτια
ήταν γιατί
κάπου, σε μια κόχη στην άκρη της ίριδας
καμάκωσα γερά τα δάκρυα μου
για να μην πικραθείς.

Σε περιμένω…



iii.

Σώπαινε πια η νύχτα.
Ο ήλιος είχε από ώρα, πλαγιάσει στην δύση
και κοιμότανε ήσυχος.
Σκοτάδι πηχτό καταλάγιαζε στην γη.
Μαύρο και μελαγχολικό
απλώθηκε στην πλάση.

Κι εγώ που είπα πως θα ξανάρθεις,
βασίλεψα την προσμονή μου
στα σκοτάδια της γης.
Πού είσαι αγάπη μου…;

Αδρά σύννεφα, ανάρριχτα στις πλάτες τ’ ουρανού
ολίσθαιναν βιαστικά στην γραμμή του απείρου
γυρεύοντας τόπο να ξαποστάσουν από τον κάματο της μέρας.
Κι όλο πλατιάζουν και ανοίγονται
γεμίζοντας μολυβένιες μπούκλες
το στερέωμα.

Κι εγώ που είπα πως θα ξανάρθεις
πλέκω μία μία τις αδέσποτες σκέψεις μου.
Κουβάρι με κόμπους
καθώς μπαίνουν σε κάθε μου κύτταρο και υψώνουν την φωνή
«Δεν θα ‘ρθεί, δεν θα ξανάρθει!»
Πού είσαι αγάπη μου…;
Γιατί αργείς τόσο...;

Το φεγγάρι μεσουράνησε πια στου ουρανού τον θόλο.
Και κάποτε γυαλοκοπούσε
και κάποτε κρύβονταν πίσω από τα σύννεφα
χρυσώνοντας.
Κι άλλοτε το χρυσάφι του στόλιζε όνειρα
κι άλλοτε δάκρυζε μάτια…

Κι εγώ που είπα πως θα ξανάρθεις
έκανα το χρυσάφι του πανωφόρι
και το ‘ριξα στην ψυχή μου
που ξεπάγιαζε.
Φωτιά και φως.
Σε περιμένω αγάπη μου
μην αργήσεις άλλο...
Μη...

Και μετά ήρθε η βροχή.
Και γίνανε οι μολυβένιες μπούκλες, σφαίρες
που έπεφταν με βία στην γη.
Δυνατές, κοφτερές, μανιασμένες.
Καρφιά που πρώτα λούστηκαν στο χρυσάφι
και βάλθηκαν έπειτα να ξεπλύνουν τον κόσμο.
Χωρίς έλεος.

Κι εγώ που είπα κάποτε πως θα ξανάρθεις
έμαθα τώρα πια να μην σε περιμένω.
Μόνο κάτι ξεχασμένα όνειρα
ξυπνάνε που και που τα βράδια
και κοιτάζοντας το φεγγάρι
παίρνουν λίγο από το χρυσάφι τ’ ουρανού
και το μοιράζουν στα μάτια…



iv.

Έλα!
Έλα κι ας γκρεμίστηκαν πια όλοι οι δρόμοι ανάμεσα μας.
Κι ας είναι τα σκοτάδια ετούτης της γης στην πιο βαθιά τους ώρα.
Κι ας φοβάσαι.
Κι ας φοβάμαι κι εγώ.
Εσύ έλα!

Των γενναίων τα ξέπλεκα δάχτυλα
στην Αγάπη σα σμίξουν
νικούν και συντρίβουν τα σκοτάδια της γης.
Και οι δρόμοι
φωτιές σε αγρυπνία
ξεχύνονται ολόφλογες
απ’ της νύχτας τις στάχτες.
Έλα!

Έλα
Και το φεγγάρι απόψε
πληγωμένο χαμίνι
απαρηγόρητο κλαίει
σκυφτό
σε μιαν άκρη στ’ ουρανού μου το απέραντο χάος
αλέθοντας της ψυχής μου τα σκέλια σε πέτρινους μύλους.
Έλα!

Τις πληγές και τα δάκρυα
η Αγάπη γιατρεύει
και μ’ ατσάλι και σίδερο
τις ψυχές που δεν λύθηκαν
τις λαξεύει στο αμόνι
για να γίνουν αιώνιες.
Για να ζήσουν μαζί ως την άκρη του απείρου.
Έλα!

Έλα
Κι ακράτητα δάκρυα
στων ματιών μου τα σύνορα
γυρεύουν γεφύρια
για να ‘ρθεις κοντά μου.
Για να ‘ρθω αν θέλεις
εγώ να σε βρω…
Έλα!

Και τα γκρεμισμένα γεφύρια
φοράνε φτερά
στης Αγάπης το πέρασμα
και θεμέλια κρεμάνε
ακλόνητα
στου Θεού τους ουράνιους κρίκους.
Έλα!

Έλα
Μα αν δεν μπορείς αλήθεια να ‘ναι σαν θα ‘ρθεις
ελα
κι ας είσαι σ’ όνειρο.
Κι ας είναι μια μικρή στιγμή μονάχα.
Ίσα που να σε δω όπως σ’ αγάπησα.
Που τόσο σ’ αγάπησα.
Αχ πόσο σ’ αγάπησα.
και τώρα δεν είσαι…
Έλα …


v.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι
Αλλιώτικο από όλα τ’ άλλα.
Χωρίς δράκους και πριγκίπισσες
Χωρίς άλογα και κάστρα
Χωρίς ιππότες και μάγισσες
Χωρίς νεράιδες και μαγικά ραβδιά.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι
Όπου δεν ζήσαν πάντα αυτοί καλά
Και ούτε ζήσαμε καλύτερα εμείς από τους άλλους.
Δεν το διάβασαν μάνες στα νυσταγμένα τους κρινάκια
Και δεν νανούρισαν μ’ αυτό ύπνους ξάγρυπνους.
Δεν κοίμισε βασιλεμένους ουρανούς
Δεν βάρυνε βλέφαρα βαριά
Δεν σίγησε πόνους αβάστακτους.
Παρηγόρησε όμως σαν το πιο πονόψυχο παραμύθι της γης.
Γιατί αυτό ήταν πράγματι.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι
Που δεν γράφτηκε με μελάνι σε χαρτί
Άφησε όμως ίχνη διάφανα
Απόσταγμα ζεστό και κρυσταλλένιο
Πάνω σε χούφτες που προσπάθησαν γρήγορα και βιαστικά να σβήσουνε τα χνάρια του
Κάποτε από φόβο
Κάποτε από περηφάνια
Κάποτε αποκλειστικά μονάχα από αγάπη.

Δεν θέλησε να πουληθεί
Δεν αγοράστηκε με χρήματα και ύλη
Δεν εξευτέλισε την ύπαρξη του για κανέναν.
Κάποιες φορές δεν έγινε ούτε καν γνωστό
Παρά έμεινε πεισματικά κρυμμένο
Σιωπηλό και αμίλητο
σαν καν να μην υπήρχε.

Κάποτε κρύφτηκε από ντροπή πίσω από τα πιο πλατιά χαμόγελα
Από τα πιο γελαστά μάτια
Πίσω από ευθυτενή κορμιά
Πίσω από «είμαι καλά»
Από κλειστές πόρτες.
Κρύφτηκε άτσαλα σε πετσέτες
Σε νιπτήρες
Σε γωνίες σκοτεινές
Σε μοναχικούς περιπάτους, βυθισμένους στην θλίψη.

Δεν είχε τίτλο
Μα όποιος το ‘χε, το ‘ξερε καλά
Και το τιμούσε όπως του 'πρεπε.
Το γύρευε φορές με τ’ όνομα του
Κι ας έρχονταν κάποτε αυτό ακάλεστο
Κι ας κατέβαινε γοργά χωρίς σταματημό και φράγμα.
Πάσχιζε να συντρέξει
Αυτή ήταν άλλωστε η ύπαρξη του
Ἐνιωθε πάντοτε να στέργει
Ποθούσε μόνο να παρηγορεί.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι
Αλλιώτικο απ’ όλα τ’ άλλα
Μα που η παραμυθία του ήταν εγγενής
Αυτόφωτη.
Γεννημένο την ίδια ώρα που η ζωή αντίκρισε την ύπαρξη της πλάσης
Καθώς πρώτο εκείνο καλωσορίστηκε στον κόσμο των ανθρώπων.

Κάποτε ήταν ένα ατόφιο παραμύθι
Ξεχωριστό και όμορφο.
Δώρο ακριβό και ατίμητο του Ποιητή στο γέννημά Του.

Και το ονόμασαν
Δάκρυ…

Κιουλάχογλου Γεωργία


Πίνακες : Montserrat Gudiol









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου