Πίνακας : Sotirios Gardiakos |
Κρίνοι και αγριολούλουδα,
καμπανούλες, παιώνιες και αλκέες,
ορχιδέες φεγγαρόλουστες,
ελίχρυσοι, του ήλιου θυγατέρες.
Βιολιά και κύμβαλα
για την ωραία Ειρήνη,
παρθένα και άμμωμος,
του χρόνου η γαλήνη.
Έτσι γλυκά που στροβιλίζεται,
η άσπιλη η κόρη,
γλυκολαλεί και προχωρά,
στου ουρανού την δίνη.
Εύθραυστη και ονειρική,
ηλιόλουστη και φεγγαροθρεμμένη,
εκεί χορεύει αέρινα γυμνή,
λουλούδι να παρασύρεται στην κάθε δύναμη και ροπή,
ευαίσθητα νεραϊδοπλασμένη.
Μην αγκάθι την τρυπήσει,
ούτε κεντρί,
σάρκα από σύννεφο,
επίπλαστα αληθινή.
Τον αγέρα τον φοβάται,
την παρασέρνει μακριά,
την βάζει να παλέψει,
με δαίμονες και θεριά.
Αυτά τα ανθρώπινα,
που ζητάνε όλο και πιο πολλά.
Καρδιοχτυπά και πάλλεται,
η εύθραστή της η ματιά.
Και η ψυχή της η ουράνια
το σύμπαν γνώθει και αναζητά.
Θα ήθελε να είχε στην πλάτη της τόξα και φαρέτρα,
τους άπληστους να λαβώνει στην καρδιά,
τον πόλεμο να κλείνει στου Άδη τα μαύρα τα σκυλιά,
της κραυγής η φωνοκλέφτρα.
Αυτή θέλει μόνο τραγούδια και χαρά,
άνθη, πουλιά και έντομα να τριγυρνούνε διθυραμβικά.
Ηλιαχτίδες και παιανισμούς,
έρωτες και γλυκές φωνές,
από ψυχούλες παιδικές
και ήχους αγάπης συμπαντικούς,
του ήλιου φαεινότεροι, ειρηνικούς.
Αχ μη η σάρκα της λαβωθεί,
μην η παρθένα κόρη αλαβάστρινα χαραχθεί,
γάλα και γαλαξιακό νερό,
κλάμα από βρέφη και πόνο παιδικό ...
Γιατί....
Γιατί θα κλάψει και αυτή πολύ...
Τόσο άσπιλη και αγνή,
μέσα σε βόρβορο από αίμα να λουστεί...
Και αυτό το δάκρυ μένει ανεξίτηλο
και αιώνια πλασμένο,
μέσα από γενεές και γενεές
με σφύρα και κοπίδι γαλουχημένο.
Φέρνει τον σκοταδισμό,
το μηδέν από το άπειρο,
το θρήνο, το κακό.
Σάρκα τρυφερή και λεπτή,
διάφανη στο φως,
πούπουλο στου αγέρα την σπουδή.
Ειρήνη μου, άσπιλη, σκεύος της ζωής.
Αυτή είναι αιθέρια και φτερωτή,
άσπιλη, αμόλυντη, θεϊκή.
Παρθένα κόρη και αναπνοή,
του ήλιου φαεινότερη και ονειρική.
21-9-2019
Πίνακας : Olivia Afionis |
ii.Γλυκιά μου σταλιά και ψυχή
Νείρομαι την βροχή,
όπως γλυκά πέφτει στο κορμί,
δυο ψυχές, μια ζωή,
φιγούρες του χτες,
της νυχτιάς ουραγοί και πυρπολητές.
Ψήγματα αμφιβολίας και προβληματισμοί,
χαμένοι σε ένα τέλμα χωρίς αντοχή,
αλλά η καρδιά να ζει,
να αντηχεί σαν βροχή,
μια δυνατά, μια απαλή.
Μην υποσκελίζεις την κάθε αμυχή,
είναι εκεί και αιμορραγεί,
πορφυρόλουστη και γυμνή,
ευαίσθητη στον κάθε λόγο,
στην κάθε σιωπή.
Γιατί οι σιωπές πονούν,
τραύματα που κάνουν μαύρους και σκληρούς ουρανούς,
τραγέλαφοι που ασύστολα σε εξασθενούν
και σε αφήνουν ψυχικά και συναισθηματικά ρακένδυτο,
σε βυσσοδομούν.
Σταλιά, σταλιά πάνω στις τέντες,
πάνω στον δρόμο,
στης πλατείας τις καρέκλες,
δίνει τον ρυθμό και με προσκαλεί,
να αφήσω την σκέψη να γίνω ένα με την ζωή.
Γλυκιά μου σταλιά και ψυχή.
Την ακούω πως κελαϊδάει,
με το χτύπο από τις πατημασιές μου με χαιρετάει.
Γίνεται ένα με το δάκρυ της καρδιάς.
Παίρνω αποφάσεις,
μέμφομαι για τις ανούσιες προεκτάσεις της βλοσυρής ματιάς.
Δεν θέλει πολλή σκέψη,
σε αγαπώ και με αγαπάς.
Το τρένο τρέχει δυνατά,
η βροχή γίνεται ένα,
κάνει θόρυβο από τα παλιά.
Όταν ήμουν εγώ και εσύ,
σε ένα φτωχό δωμάτιο,
κορμί στο κορμί,
ψυχή στη ψυχή.
Άραγε πως ξεχνιούνται όλα αυτά?
Πάνω σε γραμμές μιας συστοιχίας,
τραίνο χωρίς καύσιμα και πορεία?
Ομως η καρδιά δεν έπαψε να χτυπά.
Που είσαι αγάπη μου,
θέλω να πέσω στην δική σου αγκαλιά.
Θέλω όνειρα με εσένα χειροπιαστά,
κόλαφος η αμφιβολία,
σίδερα σκληρά η επίπλαστη ευδαιμονία.
Νείρομαι την βροχή,
όπως γλυκά πέφτει στο κορμί,
έχει εξαγνίσει την αγάπη,
δώσε μου φιλί γλυκό και χάδι.
Ένα σιγομουρμουρητό από εσένα και εμένα,
μέσα στης νύχτας το μυστικό το βλέμμα.
Που είσαι αγάπη μου??
Τρέχω προς τα εσένα...
Σαν μικρό παιδί μουσκεύω τα πόδια μου,
αφηνιασμένο άτι στην πόρτα μου
και η καρδιά να χτυπάει σαν βροντή,
μέσα σε έναν λαβύρινθο είχαμε χαθεί.
Σε βλέπω, εκεί.
Μέσα στο αυτοκίνητο να μου κορνάρεις δυνατά:
"Έλα θα κρυώσεις!! Τι κάνεις σαν παιδούλα στα νερά?!!"
Αλήθεια σκέφτομαι,
στο έχω πει πόσο σε αγαπώ??!!
Θέλω να σου δώσω στο στόμα φιλί καυτό.
Νείρομαι την βροχή,
γιατί μου θύμισε τι είσαι για εμένανε στην ζωή.
Σε αγαπώ αγάπη μου !!
Έχω καιρό να στο πω...
15-9-2019
Πίνακας : Michail Karapanagiotidis
iii.Το θαλασσινό αμόνι...
Λεπτή φιγούρα, μικροκαμωμένος,
μέσα στην σκανταλιά ο μικρός, γαλουχημένος.
Ποια πέτρα να πάρει,
τι να χτυπήσει,
με τα κοπάδια αλητάκος χωρίς αραξοβόλι να καθήσει.
Ούτε πουλί, ούτε παιδί, ούτε κλαδί,
πέτρα με την σφεντόνα σαν τον Δαυίδ.
Αλλά τα χρόνια περνάνε νερό,
σαν του Αλιάκμονα τον ήχο τον δυνατό.
Από παθήματα πολλά,
γίνανε όμως μαθήματα καλά.
Πάτησαν τα αδύνατα πόδια γυμνά,
σε χώματα με πόνο και δάκρυα πολλά.
Τείχη και φιγούρες σαν την πατρίδα του όσιου Ιλαρίωνα,
βόμβες και μαύρες καλιακούδες,
θύματα γυναικόπαιδα και αθώοι απλοί παππούδες.
Χρόνια περιμένει αυτή η γη την Ειρήνη,
αλλά το Περιστέρι έχει λαβωθεί και έχει χάσει τον δρόμο του ως την Σελήνη.
Πάλι το νερό τρέχει.
Τρέχει τόσο γρήγορα που ούτε και ο χρόνος το αντέχει.
Κάνει ρυτίδες, δίνει πνοές, αλλάζει ρώτα, κάνει μεγάλες αλλαγές.
Κάτι βοσκοί έστειλαν κοπάδια να πιουν νερό,
να γίνουν κάτασπρα και παχιά,
έλεος και θυσία στον Θεό.
Το μικρό παιδί έγινε νιος,
έγινε γέροντας με γενειάδα, σοφός.
Εάν και δεν το δέχεται,
είναι τόσο ταπεινός,
ακούει το ποτάμι πως ρέει,
ένας των ανθρώπων πράος βοσκός.
Τα μάτια κάτω προσηλωμένα,
η σκέψη και η βούληση στον Θεό αφιερωμένα.
Και αυτό το αμόνι το Θαλασσινό,
θυμίζει τον χρόνο
και τραγουδάει με τα πουλιά για τον Θεό.
Λέει για πόνο,
για αγάπη,
λέει τα μυστικά του με του γέροντα το καθάριο μάτι.
Μακάρι να πάρει τον πόλεμο,
να φέρει την Ειρήνη,
την επί γης δικαιοσύνη.
Τι είναι εδώ, τι είναι εκεί,
τι Ελλάδα, τι Παλαιστίνη, τι Ισραήλ,
όλοι είμαστε τέκνα ενός Πατέρα
σε αυτή τη γη.
Γλυκιά φιγούρα, όνομα βαρύ,
από τον κλέφτη ο φτωχός τι να φοβηθεί!
Ας έρθει φώτιση πάνω στη γη.
Ακούω τον Αλιάκμονα πως τραγουδάει με ψυχή.
Μην πάρεις την πέτρα.
Δώσε αγάπη, δώσε ζωή.
12-9-2019
Πίνακας : Κυριάκος Ερμίνα |
iv.Τρυφερά χρόνια
Πήρα στα χέρια μου το τετράδιο της πρώτης δημοτικού.
Αισθάνθηκα το τρυφερό βλέμμα της γιαγιάς και του παππού.
Η μηχανή τακ τακ τακ έφτιαχνε το κοφτό
και η μαμά επίμονα έκανε ένα βάζο με λουλούδια κεντητό.
Αυτό το πρωινό ξύπνημα με ένα φιλί
με επισκέφτεται με γλυκιά στην μνήμη ευχή.
"Έλα σήκω κούκλα μου δεν είναι Κυριακή".
Να γλυκομυρίζει εκείνη την στιγμή ελληνικό καφέ,
το μπρίκι σιγομουρμούριζε,
ο καφές ήθελε να χυθεί.
Αυτό το αγουροξυπνητό,
είχε μια γεύση από φθινοπωρινή βροχή,
από τα χέρια της μάνας χρυσό κολατσιό
με γάλα
και ψωμί με βούτυρο και μέλι για αρχή.
Αλλά αυτό το "ντριν ντριν ντριν "
μου έσπαγε το τύμπανο, μου παίδευε το αυτί.
"Καλέ μαμά αφού ξύπνησα γιατί να βάζουμε και αυτό??!!"
"Για να μην ξεχαστείς και ξανακοιμηθείς στο κρεβάτι σου το ζεστό.
Έλα δεσποινίς, έλα να φας το πρωινό".
Θυμάμαι ότι τότε φορούσαμε μπλε ποδιές,
με άσπρο γιακά, μοσχοβολιστές και κολαριστές.
Δεν ήξερε γράμματα η μαμά
και ο μπαμπάς ήταν λίγο καλός μόνο στα μαθηματικά
και αυτό γιατί ένας ξάδερφός του ο θείος Σπύρος τον έβαζε με το ζόρι να λύσει ασκήσεις,
για να κάνει ησυχία ώστε να διαβάσει και αυτός για το πανεπιστήμιο τελικά.
Ήταν πολύ άτακτος ο Κόλλιας,
από μικρός χωρίς πατέρα να ταλανίζει όλη την γειτονιά με φασαρία και φοβέρα.
Κάτω δεν καθόταν ποτέ
και παπούτσια δεν έβαζε στα πόδια του λες και είχαν καρφίτσες μυτερές.
Το ευτράπελο ήταν ότι ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης αλλά ο Κόλλιας ως ο βενιαμίν της οικογένειας από νουθεσίες της μάνας του δεν έπαιρνε χαμπάρι.
Άλλωστε τον είχε χάσει τον πατέρα του από μικρός
και σεργιάνιζε με την παρέα του σε όλο τον κάμπο, εάν και δούλευε από νιος.
Η κυρά Μαρία ήταν χρυσοχέρα,
ότι έφτιαχνε με τα χέρια της τα κοίταγαν με λατρεία.
Και ο μπαμπάς στο τιμόνι όλη μέρα,
να φέρει το μεροκάματο,
να τα βγάλουμε πέρα.
Ο παππούς όμως βράχος εκεί.
Με γραβάτα, με κουστούμι και με χορό ως το πρωί.
Την Αθήνα την είχε ζήσει μια ζωή,
με παρέες, με χωρατά και μουσική,
εάν και είχε γεννηθεί στην Φυλή,
να σκαρφαλώνει μικρό αμούστακο παιδί με τον φίλο του τον Τζέκο στην Πάρνηθα και δίπλα στην Μονή.
Και η γιαγιά με το μισοφόρι και την μπόλκα,
να πλένει όλη την ημέρα στην σκάφη και να ποτίζει τα δέντρα και τα λουλούδια,
με το νυχτολούλουδο να μοσχομυρίζει όλο το βράδυ πάνω στην πόρτα.
Αυτοί οι δύο ήταν τόσο διαφορετικοί,
πράος αυτός, νευρική αυτή.
Από την κουζίνα διαχέονταν χίλιες δυο θεσπέσιες μυρωδιές,
η μάνα ακούραστα μαγείρευε χίλιες δυο λιχουδιές.
"Γεια στα χέρια σου κυρά Μαρία,
τι κεντητά, τι γλυκά, τι φαγητά,
όλα ένα προς ένα,
καλλιτεχνήματα από τα λίγα, αληθινά."
Το μεσημεράκι μας χάιδευε τα μαλλιά
και η μύτη οσφριζόταν λουκούλεια αγαθά.
Το βάζο ήταν πάντα γεμάτο με λουλούδια της εποχής
και η μηχανή η Singer τραγούδαγε σε ρυθμό μιας ζωής.
Αυτή η βινόλια ήταν ολόγιομη με μέλισσες από το πρωί,
που ζουζούνιζαν χωρίς τέλος και αρχή...
Ζζζζζζζζζζζ....
Τακ τακ τακ....
Ντρινννννννν.
Το σχολείο ξεκινά και ο παππούς να διαβάζει τα άπαντα του Τρικούπη στην απογευματινή θορυβώδη σιγαλιά.
Ήταν καλή μαθήτρια η Σταματίνα,
της άρεσε να διαβάζει
και να παρατηρεί τον παππού της με το μπαστούνι όπως στέκεται και κοιτάζει.
"Γιάννη άσε το κορίτσι να διαβάσει,
έχει χρόνια μπροστά της να μάθει για τον Τρικούπη"
Η γιαγιά, η κυρά Σταμάτα, στα αρβανίτικα με δυνατή φωνή,
δεν ήξερε καλά ελληνικά,
είχε μείνει αγράμματη και ορφανή από μικρή.
Αλλά όσο μπόι της έλλειπε ήταν καταιγίδα και φλόγα ζωντανή.
Στην οικογένειά μου ❤️
13-9-2019
v.Η φυλλορροή της παπαρούνας.
Όπως η παπαρούνα φυλλορροεί,
μέσα στου ανέμου την ριπή,
χείλη ζευγάρια, μια αγκαλιά,
χέρια του πόθου, ερωτικά φιλιά.
Ήταν γλυκό αυτό το δάκρυ,
σταγόνα βροχή,
όπως νότισε το χώμα,
ξεδίψασε την ψυχή.
Εκεί κατάχαμα και σιωπηλά,
ο έρωτας έκανε σεργιάνι στα δυο κορμιά
και οι παπαρούνες είχαν λουστεί,
με την πορφύρα την σαρωτική.
Μύριζε αγέρας, αγέρας και σάρκα καυτή
και ο ήλιος πυρπολούσε το χρώμα,
μόλις ξεπρόβαλε από τα σύννεφα χωρίς ντροπή.
Ο ηλιοκράτορας έδινε άπλετα το φως,
όποτε ξεπρόβαλε φαεινός,
με τσαλίμια και πονηριές,
ερωτοτροπούσε με τις ηλιαχτίδες στις φυλλωσιές.
Και τις πορφυρόλουστες νεράιδες της ζωής...
Μια μια τις μετρούσε,
άλικα του πόθου φιλιά,
κόρες του ύπνου και της λαγνείας,
σαγηνευτικά να λάμπουν στην δροσοσταλιά.
Πέρα το χωριό κοιμόταν,
σε έναν λήθαργο αποχαυνωτικό
και τα κυπαρίσσια σιγοτραγουδούσαν
με των πουλιών το γλυκόλαλο ρυθμό.
Πέτρα, πέτρα και χώμα,
γρασίδι, αγριολούλουδα και δέντρα ψηλά,
ο κάμπος και τα βουνά πιο πέρα,
είχαν ντυθεί με της Άνοιξης τα αγαθά.
Σμαραγδοποίκιλτες πολιτείες της φύσης,
χρυσοπόρφυρες και νεραϊδολουσμένες,
κόρες με πέπλα, γυμνές,
με υδρίες και νεφοστολισμένες.
Γάργαρο το νερό της ματιάς,
ξεδιψάει ποτάμι ολοκάθαρο
τα μύχια όσα της καρδιάς.
Και οι παπαρούνες ελαφροφτερουγίζουν,
πουλιά της γης,
τις σκέψεις νανουρίζουν.
Ανατρίχιασε το κορμί,
στέναξε στο κάθε άγγιγμα του αγέρα,
στην κάθε ριπή
και ο ήλιος έγινε πιο δυνατός,
ξεπρόβαλε υπέροχα εκτυφλωτικός.
Δύο μέλισσες κάθησαν στα πέταλα προσεκτικά,
κεντρί και μέλι,
μαύρα ξέπλεκα μαλλιά.
Οι σταλιές λαμπύριζαν στην σάρκα επάνω
και τα σπουργίτια τσαλαβουτούσαν
σε ένα υδάτινο αυλάκι χάμω.
Έπιναν νερό και κουτσομπολεύανε,
για την φυλλορροή της παπαρούνας λέγανε.
Ο αγέρας ξαφνικά τους έδωσε μια σπρωξιά,
έπεσαν μέσα στην λακκούβα,
γίνανε μικρά βρεγμένα θαυμαστικά.
"Σηκωθείτε φύγετε" τους είπε,
"Μήπως καμιά γάτα σας κάνει μια χαψιά.
Μπρος. Μικρά πλάσματα με φτερά."
Τις αγαπούσε τις άλικες κόρες ο αγέρας.
Του θύμιζαν φλόγες του ήλιου
που προσμένανε το χάδι του,
θεριακλούδες στην δική του φοβέρα.
Χείλη ζευγάρια, μια αγκαλιά,
χέρια του πόθου, ερωτικά φιλιά,
σάρκα γυμνή στον ήλιο καυτή,
φλόγα αέρινη, πορφυρόλουστα ονειρική.
Η άλικη κόρη φυλλορροεί από του αγέρα την ριπή.
20-9-2019
Σταματίνα μου όλα υπεροχα🌹🌹💕
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ ευχαριστώ για την τιμή να τα διαβάσω.
Φιλακιααα