Η Ελληνική Σημαία « ξηράς » με Σταυρό να κυματίζει στο υψηλότερο σημείο του κτηρίου. Όλη η στενάχωρη και βουβή κατακόμβη στολισμένη με σημαίες και με δάφνες. Στις γωνίες της, υψώνονται τα στρογγυλά φυλάκια, που μέρα και νύχτα, φρουρούν τις γερμανικές κάννες των όπλων.
Τα πορτρέτα των ασυμβίβαστων Ελλήνων, επάνω στον πέτρινο τοίχο μπροστά στους σπαραγμένους κίονες. Κάτω από τα μικρά παραθυράκια και τα σιδερένια κάγκελα τα πορτρέτα των Εθνικών αγωνιστών. Στην πλατεία περπατούν τέσσερα δραστήρια κορίτσια, φορώντας στολές βγαλμένες απ’ τα σπλάχνα του λαού.
Τότε που τα χρυσά ανθισμένα νιάτα, προχωρούσαν με βήμα γοργό, κάτω απ’ του στήθους τη φλόγα. Τότε που οι Έλληνες αντάρτες έπαψαν να προσκυνούν του φασισμού την πικρή σκλαβιά. Τότε που αντιλαλούσε όλη η ματωμένη Ελλάδα με αντρίκια φωνή και ορμή...
Τότε που η τρανή Θεά Λευτεριά κατέβαινε σαν πανώρια κόρη από τα όρη. Τότε που η ατσαλένια γροθιά του αιώνιου έφηβου επαναστάτη δεν λύγιζε και δεν έκλαιγε. Τότε που οι πρώτες αχτίδες του ήλιου σκόρπισαν το φως του λυτρωμού.
Τότε που οι αποφασισμένοι τυραννοκτόνοι και αγέρωχοι μελλοθάνατοι, είχαν καθήκον να ακούσουν και να εκτελέσουν τις εντολές των νεκρών συναγωνιστών. Τότε που οι ατρόμητοι των Λαών της Δύσης.. μαρτύρησαν την παλιανθρωπιά, αφήνοντας στην σκόνη της ιστορίας στα παλαιότερα.
Τότε σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια τα ατελείωτα, που έγινε ο ήλιος καταχνιά και της ημέρας το φως έγινε σκοτάδι, γιατί όλα τα’ ασκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε σκλαβιά.
Τότε που έφευγες όρθιος απ’ το όνειρο και τη ζωή, και γύριζες γονατιστός απ’ το θάνατο χωρίς συμπόνια, χωρίς ξεκούραση και απαντοχή.
Τότε που στις φωλιές τους κρύφτηκαν τ’ αγρίμια τρομαγμένα και των πουλιών χάθηκε η λαλιά..Τότε σ’ εκείνη τη νύχτα την ατελείωτη που ήρθε και κούρνιασε ο θάνατος κι η συμφορά στις πυρπολημένες στέγες των σπιτιών και στα καρβουνιασμένα τους ερείπια μονάχα οι μακάβριες μορφές των νεκρών απομείνανε.
Τότε σ’ εκείνο τον παγωμένο χειμώνα του σαράντα που εκατοντάδες χιλιάδες σκελετωμένοι μέσα στην μαύρη ερημιά τους στους παγωμένους δρόμους για λίγο ψωμί ξεψύχησαν.
Τότε που στέρεψε της Μάνας το δάκρυ και το παιδί στην αγκαλιά της αποκοιμήθηκε νηστικό..Τότε σ’ εκείνη την ατέλειωτη νύχτα..τη νύχτα των δακρύων και των κρυφών θρήνων που η ζωή ψυχορραγούσε και κάθε στιγμή κατέβαινε στον τάφο.
Πόσες πίκρες, πόση η φτώχεια, πόσοι οι δρόμοι και πόσες συμφορές που μας βρήκαν στη νύχτα της κατοχής που δε θα βρεθεί φωνή για να τις ιστορήσει.. Τότε σ’ εκείνη τη φοβερή τη νύχτα του χειμώνα την ατέλειωτη, εξήντα – επτά σπαθιά τους γύρω λόφους της νεκρής πολιτείας αστράφτανε κι άνοιξαν δρόμους φωτεινούς.
Από τότε...χρόνια μετά..οι ανάξιοι μαύροι κατακτητές υψώνουν τις σημαίες του άξονα και μας υποβάλλουν σε φρικτά ψυχικά βασανιστήρια. Αλλά όπως τότε.. έτσι και και τώρα, δεν θα υποκύψουμε στιγμή. Η ανυπότακτη στάση μας τσακίζει τα νεύρα των βασανιστών μας.
Χρήστος Αθανασίου
Πηγή φωτογραφίας :http://greekworldhistory.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου