Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

ΙΩΑΝΝΑ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ - ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΕΜΦΥΛΙΟΣ

Σιγανό μουρμουρητό κατεβαίνει με τη θλίψη,
στάζουν αίμα τα ποτάμια τ’ ουρανού,
αλυσίδες σέρνουν κατάδικους στην αγχόνη του ήλιου.
Οι προφητείες σφιχτοκλεισμένες στις παλάμες,
το μαρτύριο του Σίσυφου αιώνιο,
τα γεράκια υφαίνουν το πεπρωμένο.
Βγάζουν το μαύρο ράσο τους οι σκιές,
οι μορφές βαδίζουν αγνές σαν και πρώτα.
Αναρωτιούνται για τους αδικοχαμένους συντρόφους,
κλαίνε πάνω στα μνημεία των πεσόντων.
Στα δημοτολόγια του θλιμμένου ελεγείου,
αναρτώνται πάλι οι φωτογραφίες,
ξέχασε ο χρόνος να πάρει μαζί του τους νεκρούς.
Το τρένο παρασύρει τις μνήμες τις αυτόχειρες εν αγνοία του,
συντρίμμια η θλίψη.
Κατακάθεται η ομίχλη στο πυκνό σκοτάδι,
τα βράχια σκληρά σαν την πίκρα,
και το δάκρυ βουβό στων τυφλών τα μάτια.
Διπλοκλειδώνουν οι ψυχές τις πόρτες,
προσεύχονται για τα παλικάρια
που κοιμήθηκαν ανίδεα στις πεδιάδες με τα θλιμμένα ηλιοτρόπια.
Φτερουγίζουν τρομαγμένα τα πουλιά στ’ άδεια όνειρα,
ξυπνούν οι θύμησες οι μαυροφορεμένες.
Νιάτα στη σειρά απέναντι απ’ το εκτελεστικό απόσπασμα,
οι σφαίρες τρύπησαν τον χρόνο.
Το μοιρολόγι ξέσπασε μόλις έφτασε η είδηση του χαμού,
η μοναξιά ταξίδεψε με την επόμενη αμαξοστοιχία.
Ο σταθμάρχης όρισε τη διαδρομή,
το δάκρυ στη χούφτα μας, αρχαία προφητεία.
Τα περιστέρια κούρνιασαν στις στέγες,
κουράστηκαν τα ρολόγια ν’ αγναντεύουν τον θάνατο.
Τα κυπαρίσσια φέρνουν τον άνεμο στα παραθύρια,
τα μυστικά, φυσέκια στις ζώνες των πολεμιστών
που βηματίζουν ανάστατοι στη θλίψη.
Γέμισε ο ουρανός αστέρια που θρηνούν,
τα όνειρα, στεφάνια πεταμένα μιας ξεχασμένης άνοιξης.
Και τα σύνορα ανύπαρκτα στα μονοπάτια τ’ ουρανού,
ανίκανα να βάλουν τέλος
στο μαρτύριο των σταυρωμένων.
Ιωάννα Αθανασιάδου



ΑΓΡΑΦΕΣ ΠΛΑΚΕΣ

Τα μεγάλα φαράγγια γεμάτα αγριοπούλια,
το φως παραστέκεται στις ανύποπτες σκιές.
Οι καταρράκτες πέφτουν ορμητικοί,
ορφάνεψε η άβυσσος απ’ το δάκρυ του ήλιου.
Τα σύνορα ανύπαρκτα στην ξέφρενη αιωνιότητα,
πόσα αγάλματα ακόμη θα μας διεκδικούν;
Άλογα κουρασμένα κι άμαξες φορτωμένες μ’ ανθρώπινες ψυχές,
σπασμένοι οι καθρέφτες στα χέρια των αγαπημένων!
Μάτωσε ο πόνος απ’ τη θλίψη των δειλινών,
κέντησε η πίκρα τα μαντήλια τ’ ουρανού.
Άγρυπνες φωνές ξυπνούν τη λήθη,
τυφλά χελιδόνια ψιθυρίζουν προσευχές.
Οι εντολές όλες καταπατήθηκαν,
σε πλάκες άγραφες ψυχορραγεί το δίκιο.
Και τα δίχτυα γεμάτα ματωμένες αγάπες
και οι προπομποί του θανάτου όλο να φωνάζουν πως έφτασε η ώρα.
Έγειρε ο χρόνος γυμνός στα εξωκλήσια,
λύγισε ο φόβος απ’ τον θρήνο των ημερών.
Και οι άνεμοι σώπασαν ν’ ακούσουν την ύστατη κραυγή
και η σιωπή ακούστηκε τότε η τρομακτική.
Ιωάννα Αθανασιάδου


Φωτογαφίες :Marcin Sacha - photography







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου