ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ –Ω
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΦΩΝΗΣΕΙΣ
σχήμα 15,5 × 23 εκ.,
σσ. 205, έκδοση χαρτόδετη
I S B N 978-960-537-252-1
Απόπειρα, Αθήνα, Μάιος 2018
Αρχέγονη μήτρα γεννησιμιού και λίκνο δημιουργίας. Η –Ω!
Συμβολισμός και πραγματικότητα. Ουτοπία και βίωμα.
Προσδοκία, καταφυγή, λύτρωση κι ολοκλήρωση.
Κι ανατολικά της, ν’ αντιφεγγίζουν στα πάθη τους οι άνθρωποι,
με πρόσωπο και ψυχή. Αληθινοί κι ανθρώπινοι.
ΦΩΣ, ΕΡΩΤΑΣ, ΩΔΗ, ΖΩΗ.
Χωρούσε τ’ όνειρο σε μια στιγμή αιωνιότητας.
Προλάβαιναν τη ζωή, την ομορφιά διαβαίναν.
Ανατολικά της –Ω.
Πιο κεί από τη γη.
Ίσαμε την ελευθερία και τη σιωπή.
Ενότητες:
I S B N 978-960-537-252-1
Απόπειρα, Αθήνα, Μάιος 2018
Αρχέγονη μήτρα γεννησιμιού και λίκνο δημιουργίας. Η –Ω!
Συμβολισμός και πραγματικότητα. Ουτοπία και βίωμα.
Προσδοκία, καταφυγή, λύτρωση κι ολοκλήρωση.
Κι ανατολικά της, ν’ αντιφεγγίζουν στα πάθη τους οι άνθρωποι,
με πρόσωπο και ψυχή. Αληθινοί κι ανθρώπινοι.
ΦΩΣ, ΕΡΩΤΑΣ, ΩΔΗ, ΖΩΗ.
Χωρούσε τ’ όνειρο σε μια στιγμή αιωνιότητας.
Προλάβαιναν τη ζωή, την ομορφιά διαβαίναν.
Ανατολικά της –Ω.
Πιο κεί από τη γη.
Ίσαμε την ελευθερία και τη σιωπή.
Ενότητες:
ΣΚΙΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΑ
ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
ΣΠΟΝΔΕΣ
ΟΛΟΝΥΧΤΙΕΣ
ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΙ
ΑΘΩΟΤΗΤΕΣ
ΛΑΜΠΡΙΣΜΑΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΣΤΗΣ ΡΟΔΙΑΣ ΤΟΝ ΙΣΚΙΟ
Στης ροδιάς τον ίσκιο,
ηρεμούσε το νιόφερτο καλοκαίρι
και ο τρελός του γιος,
σκαρφαλωμένος στις μασχαλοδεσιές,
όλο ν’ αναρριχάται στα ψηλά,
όλο να ανιχνεύει κάτω,
βαφότανε στο άλικο
και παιχνιδοσεργιανούσε.
Στης ροδιάς τον ίσκιο,
ημέρευαν δύστροποι θεοί
και φίλιωναν βαρύκαρδοι
κι αψίκοροι θνητοί,
καθώς στα μάτια σου γαλήνευε
της Παναγιάς το βλέμμα
και δυο χελιδόνια ξέφευγαν
πάνω απ’ τα τσίνορά σου.
Στης ροδιάς τον ίσκιο
εσύναξα κι εγώ ,
όλα τα θάρρητά μου,
και γκρέμισα του περβολιού το φράχτη
να μπούνε μέσα τα πουλιά,
τα όνειρα να φυτρώσουν,
να ’ρθει ξοπίσω και η ζωή,
νύμφη με τη μορφή σου
ΓΙΝΕ ΔΡΟΜΟΣ ΚΙ ΟΥΡΑΝΟΣ
Στ’ ουρανού τ’ αγνάντια,
δρόμοι μακρινοί και μάτια
μυστικά καρτέρια,
ξαφνιασμένα περιστέρια.
Φτερουγίσαν της ελιάς,
της αυγής και της χαράς.
Στ’ ουρανού το γύρο
άνθη λεμονιάς και μύρο,
αγκαλιά τα χέρια
και βροχή τ’ αστέρια.
Περιβόλια της φωτιάς
του καημού και της ροδιάς.
Στ’ ουρανού το χρώμα,
μάτια θάλασσα κι ακόμα
μεθυσμένα μεσημέρια
κι αναμμένα αγιοκέρια.
Προλαβαίνουμε στο δείλι
της αγάπης το καντήλι.
Γίνε δρόμος κι ουρανός,
κόκκινο αλώνι γίνε.
Έρωτας μείνε και χορός,
καημός κι αγάπη μείνε
ΟΡΓΙΖΟΜΑΙ
Έρχονται στιγμές,
που χωρίς προσχήματα και υπεκφυγές,
χωρίς αναστολές και δικαιολογίες αντιφατικές,
ξεπερνώ τις αυταπάτες μου,τις πλάνες μου
τις ωραιοποιημένες περιπλανήσεις μου
και φεύγω πέρ’ απ’ τα χαλκευμένα όρια
της μικρής και λαφυραγωγημένης ελευθερίας μου.
Και οργίζομαι.
Οργίζομαι με τους κάποιους,τους δήθεν,
τους άλλουςμε τις περισπούδαστες περγαμηνές,
τις κοινωνικές ευαισθησίες και τις ηθικές αξίες,
μ’ αυτούς που δικαιούνται να ερμηνεύουν,
να μεθοδεύουν και ν’ αποφασίζουν,
μ’ αυτούς που υποχρεούνται ν’ ανησυχούν,
να συντρέχουν και να καθοδηγούν.
Μ’ αυτούς που από θέση και σχήμα,
αργυραμοιβοί της υποκρισίας και τέκτονες της απάτης,
προδιαγράφουν συμπεριφορές και στόχους,
καλώντας με να δανειστώ αυτά που μου πήραν,
και να μοιραστώ αυτά που δεν έχουν.
Οργίζομαι στο αγλάισμα της χαμέρπειας,
στη θρασύτητα της μικροπρέπειας,
στη διαβολή και τη διαπόμπευση
της αρετής και του σεβασμού.
Οργίζομαι όταν καπηλεύονται την αξιοπρέπειά μου,
όταν φανερά με ταπεινώνουν ως υπάκουο
και ύπουλα με συνθλίβουν ως υπήκοο,
και προστατευτικά με χαρακτηρίζουν
προσαρμόσιμο εν αφθονία είδος.
Οργίζομαι στην περηφάνια και την πρόκληση
του ρηχού στοχασμού τους
και την αμετροέπεια των λόγων τους,
στην προβολή και την αθώωση
της απαξίωσης και της αποχαύνωσης,
της αδιαφορίας και της αποστασιοποίησης.
Οργίζομαι στη λαθροχειρία της ζωής μου.
Που με γαλούχησαν στη σύνεση της σιωπής,
που με καθήλωσαν αδρανή και αδηφάγο
σε μαυλιστικούς ήχους και συντεταγμένες εικόνες,
που με αναγόρευσαν ειδήμονα
και αυτόφωτο αστέρα με βαυκαλίζουν.
Οργίζομαι που με κηρύγματα κατηγορητήρια,
με φανατισμούς και θρησκοληψίες,
με υστερίες και δοκησίσοφες αναφορές
με καλούν ως ταγοί και προφήτες
στης σωτηρομανίας τους τις εμμονές.
Οργίζομαι για τη χειραγώγηση της ζωής μου.
Που με ανάγκασαν να μαθητεύσω
στα σκοταδιστικά θρανία τους,
να αυτομολήσω στις ιδεολογίες τους,
που με αποπροσανατόλισαν με τις ιδεοληψίες τους
που με κολάκεψαν και με απογύμνωσαν
από αντιστάσεις και ενοχές.
Μα πιο πολύ οργίζομαι που ανακάλυψα
στην άκρη του μυαλού μου,
πως η ευπείθεια μπορεί και να με βολεύει,
πως μπορεί και να μ’ αρέσουν
τα φανερά είδωλα και τα κρυφά όνειρα,
και επινοώντας ένα ισχυρό άλλοθι,
δε διακρίνω καμιά ανίερη συμμαχία,
κανενός είδους σκοπιμότητα και βία,
πως δεν εξυφαίνεται καμιά συνωμοσία
και βουλιάζω στην παραίτηση και την απραξία.
ΘΑ ΤΟΛΜΗΣΩ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΤΩ
Απόψε μόνος, δε θα φοβηθώ
και θα τολμήσω να ονειρευτώ
μια θάλασσα απέραντη βαθιά
κι ένα καράβι να σκίζει τα νερά,
ίσα στο κύμα και κόντρα στο βοριά.
Απόψε θα φύγω απ’ τον καημό
και θα τολμήσω να ονειρευτώ
ένα περβόλι και μια πλατιά αυλή,
του διπλανού την πόρτα ανοιχτή,
κι όλα τα παιδιά να παίζουνε μαζί.
Απόψε στον ίσκιο σου θα σταθώ
και θα τολμήσω να ονειρευτώ
το χέρι σου να σφίγγει το δικό μου
για ν’ ακουστεί και το χαμόγελό μου
απόηχος στο μικροσόκακό μου.
ΗΤΑΝ ΜΙΚΡΟΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ
Ξεχάστηκ’ απροστάτευτο κι ανέμελο παιδί,
στις στράτες τ’ ουρανού, στου ήλιου τα αλώνια
κείθε του φεγγαριού, των αστεριών πιο δώθε
παίζοντας με τα όνειρα και τη ζωή μετρώντας.
Με παραφύλαγαν θεοί και μ’ αποπήραν
που πέρασα την πόρτα τους και μπήκα στις αυλές τους,
θαρρώντας πως βεβήλωνα τα όσια κι ιερά τους
κι απορημένος έφυγα πού τάχα να είχα φτάσει.
Έσκυψα κι αφουγκράστηκα της γης την καλοσύνη,
ένιωσα την ανάσα της να φτάνει απ’ τους ναούς της
κάλεσμα σε θύμησες με προσευχές και ύμνους
κι ευτύχησα στον κόρφο της και στο γλυκό της βλέμμα.
Ήταν μικρός ο ουρανός τ’ όνειρο να χωρέσει.
Στα στήθια της η γη το κράταγε ν’ αναπνέει.
Ξημέρωνε στα μάτια σου και η ζωή βιαζόταν
κι αφέθηκα στα χέρια σου μαζί σου να τη ζήσω.
Το ιστολόγιο του ποιητή Γ. Αλεξανδρή : http://www.alexandris23.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου