Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

ΣΙΣΗ ΣΙΑΚΑΒΑΡΑ " ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΟΥΤΙ " Ποιητική Συλλογή


Σίση Σιακαβάρα : Το μαύρο κουτί
Εκδόσεις : Γαβριηλίδης, 2018. 
ISBN: 978-960-576-788-4 
Σειρά: Ελληνική ποίηση 
Σελ. 88 
Διαστ. 16.5 x 24.5 
1η έκδοση Κυκλοφορεί.

Έχω ένα μαύρο κουτί μέσα μου
σαν τ’ αεροπλάνα
κοιτάζω τη γη από ψηλά
κι εκείνο καταγράφει...


ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ 

Κ Ο Ρ Η Τ Η Σ Ν Υ Χ Τ Α Σ

Γυμνή πάντοτε εντός του ναού
αυθάδης και θρασεία πρόκληση
με τ'αποτύπωμα της δαντέλας κορώνας
στους μηρούς
για ν' αδειάζει το χωροχρονικό συνεχές
από την ευπρέπεια
των κουμπωμένων μέχρι τα μάτια πουκάμισων
των ανοργασμικών σφικτοδεμένων λαιμοδετών
και να γεμίζει με αδηφάγα αειθαλή χέρια
κάτω από τον ακόλαστο αφαλό
εαυτών των βλάσφημων σκιών
και των αντανακλάσεων αυτών
στα κάτοπτρα που στάζουν ωσαννά.
Ύμνος. Άχνα!

Εγώ ειμί η Βασίλισσα.
Γεννηθείσα εκ του Σκότους και της Νύχτας
απ' την εκλεκτή μήτρα του Ωκεανού αναδυθείσα.

Μετα-μορφώνεται ως αντίδοτο στην πλήξη.
Μετα-αλλάσσει τα πρόσωπα των αγγέλων
και τα πεινασμένα στόματα αυτών
οι γλώσσες τους αναδεύουν κερασφόρο ηδονή
με χθόνια δηλητήρια.
Μετα-κινεί τα νήματα της αντίληψης
από τον ύψιστο ψαλμό στην αλυκτούσα κόλαση.
Φύτρα αρχέγονη εξ αίματος
ουρανού ευνουχισθέντος
φέρουσα εσθήτα μέλαινα και οφιούχο μαστίγιο
αποπνέουσα το πυρ το εξώτερον.
Αληκτώ, αμείλικτη τιμωρός ηθικών εγκλημάτων
φύλακας ιερού έρωτος αγάπης
αντίλαλος της απερίσκεπτης αυθάδειας.
«Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία
και στήτω μετά φόβου και τρόμου
και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω.»
Μετα-βαίνει στο χρυσοποίκιλτο παλάτι άσυλο
αποσύρεται για βαθεία περισυλλογή.
Αράξατε εντός του εκτεταμένου δάσους
πέραν της έπαυλης.

Επιστρέφει και εξορμεί στους βασιλικούς κήπους
τρέφεται εξακολουθητικά με ακανθώδη άνθη
ξεδιψά ηδονικά στις πηγές του έλκους
νηπενθής μεγαλοφωνεί σαρδόνιο γέλωτα
απολύει θύελλες απ΄ τον άβατο ναό της.

Εγώ ειμί η Βασίλισσα.
Υπάγετε οπίσω μου αγάρρητοι ιππογνώμονες
ζηλόφθονες συμπαρομαρτούντες της εμπάθειας.

❀    ❀    ❀    ❀

Π Ο Ι Η Σ Η

Το ποίημά μου τυφλώθηκε
καταπίνοντας τα ψέματα
που λίμναζαν στις διαδοχές
κυλιόμενων εικοσιτετραώρων.
Πήρε μια τσέπη ηρεμιστικά
ξάπλωσε σε υπνωτική παραμυθία
να ζήσει μια εκκρεμότητα αλήθειας
την ελάχιστη άφατη ανάγκη
εκείνη που αιωρείται αργόσυρτα
σε θολά μικρογραμμάρια.

Το ποίημά μου κλωτσάει
βγάζοντας τα μυτερά του υποδήματα
από σεβασμό και διακριτικότητα
στα σωματιδιακά πλευρά της αλαλίας.
Σε σκοτεινή αίθουσα υπομονής
περιμένει απόκριση
από κατάκοπα φαντάσματα
σε ερωτήματα σαφούς διατύπωσης
που διαστρεβλώνονται ως
περιπλόκως εννοούμενα.

Το ποίημά μου δαγκώνει
το ασυμμάζευτο προφανές τίποτα
που συνομιλεί παριστάνοντας
το απονενοημένο κάτι.
Χαράζει τους κοπτήρες
στα υαλοθραύσματα του σπαραγμού
για να διαρρήξει τα τύμπανα
δεινός αντίλαλος απώλειας.

Το ποίημά μου γεννάει
την εκάστοτε περίπτωση
ακριβώς όπως προγραμματίστηκε
απ’ τον δημιουργό της.
Αγκαλιάζει τον εμβρυακό κλαυθμό
κρεμάει με μανταλάκια στον ομφάλιο λώρο
κοσμητικά επίθετα και ενδεχόμενα.

Το ποίημά μου είναι ένα ένδυμα
μετράει την ευφυΐα του σε κλίμακα Κελσίου
κατακαίγοντας απογυμνωμένες σάρκες.
Το φορώ όταν διανύω την απόσταση
μεταξύ διαφάνειας και ομίχλης
δροσίζει με κρυσταλλική βροχή
τις διψασμένες μου παλάμες.

❀    ❀    ❀    ❀

Τ Ο Υ Λ Α Χ Ι Σ Τ Ο Ν

Έγινε η αγάπη λιβάδι
γεμάτο μαδημένες μαργαρίτες
τα μάτια εραστές της λειψυδρίας.
Άλλαξαν θέση στα σώματα
κι έφτιαξαν δύο γραμμές από ατσάλι
παράλληλες στην απομόνωση
κυλούσαν τραίνα πάνω τους
με φόρτωμα αποσπάσματα συνήθειας
και λίγες ψευδαισθήσεις.

Έγινε η αγάπη ουρανός
πέμπτης ώρας χειμερινής
στρογγυλεμένο απόσπασμα ζωής
στο μισοσκόταδο.
Τακτοποιούσαν ανελλιπώς τις εκκρεμότητες
κι έβγαζαν απ’ τα στόματα σε δελτία τύπου
την πορεία των μυρμηγκιών
πάντοτε ευθεία.
Όταν νύχτωνε σε θέση κατάκλισης
ο καθείς στη χλιαρή πλευρά του
έραβαν τις τομές τους.

Έγινε η αγάπη πουλί
κλεισμένο σε κλουβί στενάχωρο
κάθε μέρα διπλωνόταν
σαν χαρτί περιτυλίγματος
μέχρι που έμεινε σαν κορδέλα το φτερό
πέρασε τα κάγκελα
και πέταξε για πάντα.
Αρκέστηκαν στο τουλάχιστον
που μεγάλωσε κι έγινε καθόλου

❀    ❀    ❀    ❀

Μ Ο Ν Ο Ι

Ψυχές κατάμονες
αθλίως προϊστάμενες
μοναχικών Σαββατοκύριακων
κλαίουσες και ευαίσθητες
κλείνουν παραθυρόφυλλα
προς ασφάλεια
των μετρίου αναστήματος
εγωδικών τους πραγμάτων
των με κόπο συλλεχθέντων
και με ιδρώτα κεκτημένων.
Ψίχουλα και γράμματα
κλωστές, άχυρα και κονιορτός
και κατόπιν αέρας στεγνωμένος
μοριοδοτεί τις κλειδαριές τους
προς απομάκρυνση των
εκτός των τειχών κινδύνων
και πάντων των ανθρώπων
καθώς πίνουν τσάι
κρατώντας το λεπτό χεράκι
της αγνής πορσελάνης
με τα χονδρά τους δάκτυλα.


Βιογραφικά στοιχεία 

Η Σίση Σιακαβάρα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το Μαύρο κουτί είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή που εκδίδεται, ενώ ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στον ηλεκτρονικό τύπο. Διατηρεί το προσωπικό ιστολόγιο Το κουτί και ασχολείται επίσης με τη φωτογραφία και τα εικαστικά.


❀    ❀    ❀    ❀














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου