Η νύχτα βαθαίνει στη θάλασσα
γυρεύω του λύχνου τα φώτα
η απώλεια δίπλα μου σώπασε
στα βουβά ιχνηλάτης παλεύω
τη Ρότα,
κρύψε με μάνα κρύψε με
κι αποχαιρέτα την κόλαση
στις αλόγιστες παύσεις.
Ποιο χέρι ευλόγησε τον χαμό,
το πιο ταπεινό κερί ν΄ανάψω
για των δακρύων τη ζάλη
ποιος αμάρτησε, κρύψε με μάνα
κρύψε με και κλείδωσε την πόρτα.
Απ΄τις ρωγμές να κοιτώ τον ουρανό
όταν χτυπά η καμπάνα εσπερινό
να κοιτώ την ήττα να χάνεται.
Ένας αϊτός παλεύει με φτερά
περήφανα, κι όλο ψηλά ανεβαίνει
μα ο φόβος τον παγώνει
τα φτερά του πληγώνει με θανάσιμα
αμαρτήματα,
της επανάστασης ακόμα δεν ήρθε
η ώρα,
κρύψε με μάνα κρύψε με
από αδέσποτα βόλια
κι εσύ λαέ να αγρυπνάς χωρίς
κερί στο μοιρολόι της...
Γρηγορία Πελεκούδα
γυρεύω του λύχνου τα φώτα
η απώλεια δίπλα μου σώπασε
στα βουβά ιχνηλάτης παλεύω
τη Ρότα,
κρύψε με μάνα κρύψε με
κι αποχαιρέτα την κόλαση
στις αλόγιστες παύσεις.
Ποιο χέρι ευλόγησε τον χαμό,
το πιο ταπεινό κερί ν΄ανάψω
για των δακρύων τη ζάλη
ποιος αμάρτησε, κρύψε με μάνα
κρύψε με και κλείδωσε την πόρτα.
Απ΄τις ρωγμές να κοιτώ τον ουρανό
όταν χτυπά η καμπάνα εσπερινό
να κοιτώ την ήττα να χάνεται.
Ένας αϊτός παλεύει με φτερά
περήφανα, κι όλο ψηλά ανεβαίνει
μα ο φόβος τον παγώνει
τα φτερά του πληγώνει με θανάσιμα
αμαρτήματα,
της επανάστασης ακόμα δεν ήρθε
η ώρα,
κρύψε με μάνα κρύψε με
από αδέσποτα βόλια
κι εσύ λαέ να αγρυπνάς χωρίς
κερί στο μοιρολόι της...
Γρηγορία Πελεκούδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου