Ξημέρωνε. Ένα λαλίστατο κοτσύφι καλωσόριζε την άνοιξη και εκλιπαρούσε για ζευγάρωμα αφήνοντας τους πιο μελωδικούς ήχους- νότες αξιοζήλευτες μεγάλου μουσικού. Στο άκουσμά του ξύπνησε με ένα χαμόγελο, ανακλαδίστηκε κι έτριξαν οι σουμιέδες του μεγάλου κρεβατιού με το μπρούτζινο κεφαλάρι. Χρόνια και κιλά μαζεύτηκαν σε αυτό το πλάσμα το τροφαντό με τα μεγάλα καστανά μάτια, τα σμιχτά φρύδια, το χαρακωμένο από τα βάσανα πρόσωπο. Σηκώθηκε από το κρεβάτι με μιαν αποφασιστική κίνηση κι άνοιξε με δύναμη τα παραθυρόφυλλα. Έβαλλε μια μπέρτα μάλλινη στους ώμους πλεχτή από τα χέρια της με το βελονάκι. Με χίλια σχέδια πάνω λες κι όλοι οι καημοί της βγήκαν στο πλέξιμο το κρουστό το όμορφα φτιαγμένο. Με τις χοντρές κάλτσες κατέβηκε τη σκάλα και πήγε στην κουζίνα που ήταν και η κουζίνα του μαγαζιού. Ανασκάλεψε τη στάχτη στο τζάκι κι έβαλε να ψήνει καφέ με δυο κουταλάκια ζάχαρη.Τριάντα φορές ανακάτωσε το μείγμα κι εκείνο ήρθε και μοσχοβόλησε ο τόπος και φούσκωνε φούσκωνε μέχρι που έφτασε στο χείλος του μπρικιού. Τότε η Θοδώρα το γύρισε με προσοχή να μη χαθεί το καϊμάκι στο χοντρό λευκό φλιτζάνι της. Πήρε έπειτα μια καρέκλα και κάθισε στη μεγάλη αυλή. Ο κότσυφας μόλις ένιωσε την παρουσία της σταμάτησε για λίγο κι εκείνη στενοχωρήθηκε μα σαν να το κατάλαβε το πουλί ξανάρχισε πιο δυνατά και πιο επίμονα το κελαηδητό του. Γύρω ερημιά. Το πιο κοντινό σπίτι βρισκόταν μισή ώρα δρόμο μακριά. Μα σε τούτη την ησυχία σε τούτη την ερημιά η Θοδώρα βρήκε την πιο σπουδαία συντροφιά ,τον εαυτό της.
Πάνε περίπου 15 χρόνια που ένα πρωί έφτασε σε τούτο εδώ το μέρος με μια παλιά βαλίτσα με όλα της τα υπάρχοντα. Η εικόνα της πρόδινε μια γυναίκα δυναμική,έξω καρδιά, με φροντισμένη εμφάνιση με τα μαλλιά της όμορφα κοντά κουρεμένα και ολοκόκκινο κραγιόν στα χείλη. Με μάτια φλογάτα για ζωή και χέρια λεπτά, καλοφροντισμένα. Την καλοδέχτηκε ο Μηνάς, της έδειξε το σπίτι και της παράδωσε το κλειδί, ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί της βαριάς ξύλινης εξώπορτας. Εκείνη του χαμογέλασε ευχαριστώντας τον κι ένιωσε σαν το ναυτικό που βρήκε επιτέλους φιλόξενο λιμάνι. Η καρδιά της χτυπούσε με προσμονή και κίνησε να μπει στο νέο της σπίτι. Διπλοξεκλείδωσε και ένιωσε την μυρωδιά της μούχλας να την τυλίγει. Μια αχτίνα φωτεινή έτρεχε στη μέση του δωματίου κι έπαιζε με τη σκόνη. Δυο τρεις αράχνες άφησαν τον ιστό τους μοναχό και κρύφτηκαν όπου βρήκαν σχισμή. Πήρε μια ανάσα και πήγε προς τα παραθυρόφυλλα, τα άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σε ένα σκηνικό που δεν έβαζε ο νους της. Μια λέξη μόνον ψιθύρισε εγκατάλειψη. Γνώριζε την εικόνα της. Την είχε ζήσει... Με αποφασιστικότητα βάλθηκε να καθαρίσει το καταφύγιό της που ήταν κληρονομιά από τη γεροντοκόρη μακρινή θεία της, που την ανάθρεψε όταν έμεινε ορφανή και μόνη σε αυτόν τον κόσμο. Της πήρε μέρες να το βάλει σε μια σειρά. Έβαψε ό,τι μπορούσε να βαφτεί, διόρθωσε, μαστόρεψε κι έπειτα ένα απόγευμα είδε το αποτέλεσμα όλου αυτού του κόπου με χαρά. Αποφάσισε να μένει στο πάνω πάτωμα και στο ισόγειο να φτιάξει ένα ταβερνάκι. Ήξερε να μαγειρεύει καλά. Θα έκανε νόστιμα μαγειρευτά φαγητά και πίτες για τους τουρίστες που γέμιζαν το χωριό κάθε καλοκαίρι.
Απόλαυσε το καφεδάκι της. Έριξε μια ματιά στη μεγάλη βουκαμβίλια που σκαρφάλωνε στον τοίχο του σπιτιού. Της χαμογέλασε κι εκείνη κούνησε τα μικρά κόκκινα λουλούδια της, ανταποδίδοντας το χαιρετισμό. Ο ήλιος βγήκε για τα καλά πίσω από το αντικρινό βουνό. Μια νέα μέρα στην ησυχία της μοναξιάς της ξεπρόβαλλε. Η ζωή της όλη μετριόταν στις μέρες που έμενε εδώ. Το πριν δεν υπήρχε γι’ αυτήν. Το είχε καταχωνιάσει σε ένα σεντούκι μαζί με φωτογραφίες, γράμματα, αποξηραμένα λουλούδια από ανθοδέσμες θαυμαστών, εραστών. Τότε που όλοι εκλιπαρούσαν για ένα νεύμα της, τότε που όλοι τη θαύμαζαν μα εκείνη δε θαύμαζε τον εαυτό της. Πόσο περίεργη είναι η ζωή! Χρειάζεται θλίψη για να μάθεις τι είναι ευτυχία, θόρυβος για να εκτιμήσεις τη σιωπή. Και η απουσία της αληθινής ζωής για να κατανοήσεις την παρουσία της ψεύτικης.
Κάθε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα είναι συμπτωματική .
Η φωτογραφία είναι από https://www.facebook.com/Thodoras.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου