Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ ( 1895 - 26 Ιουλίου 1976 )



Ο Τάκης Παπατσώνης  (1895 - 26 Ιουλίου 1976) ήταν Έλληνας ποιητής και ακαδημαϊκός.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1895. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Παπατσώνης, μητέρα του η Αικατερίνη Πρασσά. Σχολείο πήγε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα και μεταφράσεις ξένων ποιητών σε νεαρή ηλικία στην εφημερίδα «Ακρόπολις» αλλά και σε άλλες εφημερίδες και περιοδικά. Μετά το σχολείο γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, παρακολουθώντας πολιτικές επιστήμες και Νομική μέχρι το 1920. Το 1927 πήγε στην Γενεύη για να συνεχίσει τις σπουδές του στης οικονομικές επιστήμες. Υπηρέτησε στο Υπουργείο Οικονομικών από το 1914 για σαράντα χρόνια και προβιβάστηκε στην θέση του Γενικού Γραμματέα και ύστερα του διευθυντή.Επίσης διετέλεσε σύμβουλος του ελεγκτικού συνεδρίου,ειδικός οικονομικός σύμβουλος και γενικός γραμματέας του υπουργείου τύπου. Το 1928 αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος, όπου έζησε τον μοναχικό βίο για πολλούς μήνες. Νυμφεύτηκε το 1932 την Ευανθία Εμπεδοκλή και έκανε ένα παιδί. Περιηγήθηκε ταξιδεύοντας είτε λόγω της δουλειάς του είτε από προσωπικό πάθος σε Βελιγράδι, την Κωνσταντινούπολη, Ιταλία, Πράγα, Ελβετία, Γαλλία, Βερολίνο, Δρέσδη, Αγγλία, Ισπανία, Βουκουρέστι, Βέρνη, Καρπάθια Όρη, Νέα Υόρκη, Κούβα, Σικάγο, και Σαν Ντιέγκο. Απεβίωσε το 1976. Η κόρη του Μαρία παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Κουντουριώτη.

Διακρίσεις

Ο Παπατσώνης είχε πολλές και σημαντικές θέσεις του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Έγινε αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εμπορικής Τράπεζας (1941), Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Πινακοθήκης (1953-1964), Αντιπρόεδρος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εθνικού Θεάτρου (1955-1964), Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αισθητικής (1963 και 1966 αντίστοιχα). Βραβεύτηκε με το γαλλικό παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής (1920), ενώ του απονεμήθηκε το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963). Το 1967 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Η ποιητική του

Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση και συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ελλάς, Οι Νέοι, Λόγος, Λύρα, Μούσα, Πειθαρχία, Πρωτοπορία, Ρυθμός, Νέα Γράμματα, Νέα Εστία, Ελεύθερα Γράμματα, Χρονικά Αισθητικής κ.α. Ο Τάκης Παπατσώνης τοποθετείται από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας στην ποιητική γενιά του τριάντα, ως μια ιδιαίτερη όμως περίπτωση που υπερβαίνει τις όποιες κατηγοριοποιήσεις.Η ποιητική του Παπατσώνη αποτελεί ένα ιδιαίτερο μείγμα φαινομενικά ετερόκλιτων στοιχείων. Από την μία πλευρά διακρίνουμε σε αυτήν μια θρησκευτικής υφής ατμόσφαιρα και από την άλλη έναν ευρύτερο στοχασμό πάνω στα ανθρώπινα που, υφολογικά, αντλεί δάνεια και από την καβαφική τεχνοτροπία. Ο Παπατσώνης ανήκει στην γενιά των ποιητών του μεσοπολέμου αλλά ή γραφή του παραπέμπει περσσότερο σε μεταγενέστερους ποιητές. Εγκαινίασε την χρήση του ελεύθερου στίχου ως εισηγητής στην νεότερη ελληνική ποίηση και ένα μέρος από την θεματολογία του προέρχεται από την ευρύτερη σφαίρα της θρησκείας και κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ ανατολικής και δυτικής πολιτιστικής παράδοσης.Το ποιητικό του έργο χαρακτηρίζουν ποικίλες δημιουργικά αφομοιωμένες επιδράσεις και έντονα προσωπικό ύφος στα πλαίσια του μυστικιστικού και θεολογικού στοχασμού του. Τιμήθηκε το 1963 με το Α΄ κρατικό βραβείο ποίησης και πεζογραφίας ενώ το 1967 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. https://el.wikipedia.org/


Εργογραφία


(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Εκλογή Α΄. Αθήνα, Κασταλία, 1934.
• Ursa Minor· Κι ένα ακόμη ποίημα. Αθήνα, Ίκαρος, 1944.
• Εκλογή Β΄. Αθήνα, Ίκαρος, 1962.
• Δεκαπέντε ανέκδοτα ποιήματα· Κριτική παρουσίαση Γιάννας Νταουντάκη. Αθήνα, Κουλτούρα, 1979.
ΙΙ.Δοκίμιο
• Ο τετραπέρατος κόσμος Α΄. Αθήνα, Ίκαρος, 1966.
• Φώτα από τον τάφο· (Αφιέρωμα στον Σατωβριάνδο). Αθήνα, ανάτυπο από τη Νέα Εστία, τεύχος Χριστουγέννων 1968.
• Ο τετραπέρατος κόσμος Β΄· Λήρος και λόγος· Εξωλογικό σχόλιο πάνω σε δύο σχόλια Juvenilia του Edgar Allan Poe. Αθήνα, Ίκαρος, 1976.
• Όπου ην κήπος. Αθήνα, Οι εκδόσεις των φίλων, 1972.
• Ένα τρίπτυχο από τον παράδεισο του Δάντε. 1963.
• Εθνεγερσία, Σολωμός-Κάλβος. 1970.
• Dante Aligheri (1265-1965). 1965.
• Friedrich Holderlin. 1970.
ΙΙΙ.Ταξιδιωτικά κείμενα
• Άσκηση στον Άθω· ήτοι πηδάλιον νηπτικόν για περιδιάβαση του Όρους. Αθήνα, Ίκαρος, 1963.
• Μολδοβαλαχικά του μύθου· Ite, missa est. Αθήνα, Ίκαρος, 1965.
ΙV. Μεταφράσεις
• Τ.Σ.Έλιοτ, Ερημότοπος. Αθήνα, εκδ.περ. Κύκλος, 1933.
• Paul Claudel, Στίχοι εξορίας, Ο Δρόμος του Σταυρού, Ο Κλήρος του μεσημεριού. 1940.
• Aragon, Τρία ποιήματα. 1945.
• Saint - John Perse, Ανάβαση - Edgar Allan Poe , Ταμερλάνος· Μεταφρασμένα από τα γαλλικό και αγγλικό πρωτότυπα από τον Τ.Κ.Παπατζώνη. Αθήνα, 1957.
• Paul Claudel, Ο κλήρος του μεσημεριού· Δράμα σε τρεις πράξεις· Μετάφραση Τ.Κ.Παπατσώνη. 1973.
• Ζαν Ανούιγ, Μπέκετ ή Η τιμή του Θεού· Δράμα σε τέσσερις πράξεις· Μετάφραση Τ.Κ.Παπατσώνη. Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1981.
• Edgar Allan Poe, Ταμερλάνος. Αθήνα, Διάτων, 1984.


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 
Η εθνεγερσία

Δεν πρόκειται για τη Δόξα,
αυτή οπωσδήποτε έχει καταμερισθεί˙
δεν πρόκειται ούτε για τη Μέρα,
γιατί συχνά κι’ αυτή αμφισβητείται˙
δεν πρόκειται για τον τόπο,
γιατί πολλοί τόποι ερίζουσιν.

Αλλ’ ακέραιο μένει κι’ αδιαίρετο
το μέγα Μυστήριο των ενωμένων ανθρώπων
(κι’ ας είναι τόσες οι διαίρεσές τους)
κι' η πρόοδό τους με ζήλο πανηγυριού
για το Μαρτύριο το θελημένο του πληρώματος.

Οργώθηκε η Πατρίδα για τη λύτρωσή της
και σπάρθηκε από Άγγελο επιτήδειο.
Θολές ήταν οι μέρες, βροχερές
πλουτίζανε ποτιστικά τη γης
κι’ όλη η λαμπράδα έφεγγε κρυμμένη
με τις μπαρούτες έτοιμες να σκάσουν.

Ήταν η ώρα δειλινού, κι’ αποσπερίς
ψαλθήκανε οι ουράνιοι παιάνες.

Όσο κι’ αν έδειχνε ο χειμώνας
πως δε θα φύγει, απ’ όπου ευρέθη,
μεγάλη κίνηση είχε ο ουρανός
και τα φτερά τα εαρινά
πολύ δουλέψαν.

Ο άπιστος κι’ ο αγριωπός δεν είχε θέση
σε μιαν Ελλάδα που αφιερώθηκε στο Θεό της
απόκομμα ασημένιο κολλημένο
στο εικόνισμα το πολυφιλημένο.

Ήρθε στιγμή που ομοιώθηκε η Ελλάδα
με Παναγία κι’ είπε πάλι Εκείνη
το Ιδού, η δούλη κι’ εγώ του Κυρίου.

Κοινολογείτο από παντού ο θείος ο λόγος
στα φανερά: Εγγύς το Πάσχα, ετοιμασθείτε.

Κι’ ήρθε το Πάσχα τω όντι,
αφού του προηγήθη
ο Μυστικός ο Δείπνος
του Μεσολογγιού.
http://logotexnika.blogspot.com/

❀    ❀    ❀    ❀

Η Κυριακή των Βαΐων

Τρεις Καλογέροι εβαίνανε τη χαραυγή στη στράτα
για ν’ ανασάνουν του πρωιού τ’ αεράκια τα μοσχάτα·
και στο μισόφωτο, γλυκά γλυκά, σαν Υμνωδία
αγγέλων, σκόρπισε θαμπή μιαν άγια μυρωδία,
που κάθισε απαλά, ως λυγμός, στα κούφια μεσοκάρδια
των Καλογέρων, που διψάαν για τέτοια όμορφα χάδια·
λιγώνουνται οι ταλαίπωροι, κι αγιάζουν, και φιλούσιν
τους ώμους τους, νομίζοντας πως, τάχα, ιερουργούσιν
πασχαλινές Αγάπες, και, δίχως ορμή ανασαίνουν
το στάλαγμα της μυρωδίας, και το μεταλαβαίνουν.
Κι ευθύς ο γεροντότερος σιγηλά καβαλάει
κάποιο γαϊδούρι, που έβοσκε στον Κάμπο εκεί πλάι,
και η ακολουθία των άλλων δυο, ίδιο αγιαστό κοπάδι,
διαβαίνουν με τον Σεβαστόν Ηγούμενον ομάδι,
όσο που φτάνουν σοβαρά, επισκοπικά, στο Φρούριο,
στο Μοναστήρι, πούν’ μακριά από κάθε τι καινούργιο,
και με σφυράκια ολάργυρα βροντάν τη στέρεα πόρτα
(που ανοίγουν τα δυο φύλλα της, και στέκουνται ολόρθα,
γιγαντωμένα), και στρατοί Μαυροφόρων Οσίων
τιμώσι τον Ηγούμενον, με κλάδους των Βαΐων.

Και ύστερα, καθώς είν’ λευκοί από την πολλή νηστεία,
σφαλάν την Πύλη, κι αρχινάν την ιεροτελεστία.
Τι δεν οραματίζεται τινάς σε κεια τα βάθη,
που μέλλουνται να θρηνηθούν πιστά τα τίμια Πάθη.
Θυμιατά, Αξαφτέρυγα, Λάβαρα, σ’ έναν γύρον
Διακόνους, φέρνοντας το Φως των Δικηροτρικήρων,
και Στέμματα χρυσάργυρα, και πένθιμα Ωμοφόρια,
(βελούδα, με κεντήματα λευκών ανθών), - και χώρια
τις μελωδίες από τις Άρπες, και από τα Βιολίνα,
και από το Θείον Όργανον, ή από τ’ απλά Κλαρίνα,
ή απ’ τις φωνές των δυο Χορών, που κλαίνε αληθινά
ψέλνοντας το θριαμβευτικό και πένθιμο Ωσαννά!
………………… Μετά, στα Εσπερινά,
αφού τελειώσει η τελετή των πράσινων Βαΐων,
τα ορναμέντα κρύβουσι, και ψέλνουν το Νυμφίον.
http://www.poiein.gr/

❀    ❀    ❀    ❀

Όνειρο στην άπνοια

Τί σοβαροί, τί σεμνοί ποὺ εἶναι ὅλοι αυτοί οἱ γερόντοι,
ποὺ κατοικοῦνε τώρα τοὺς παγωμένους Οὐρανούς,
καὶ ἡ σοφία τους, τί μεστή, ποὺ γίνεται ἕνα
στὴν ἄσκησή της μὲ τὴ δίκαιη καλωσύνη•
τί καλοπροαίρετοι κι' ἀφάνταστα ἐπιεικεῖς,
σ' αὐτοὺς πιὰ καταφεύγουμε νὰ βροῦμε τὴ γιατριά,
κι' ἂν ὄχι τὴ γιατριά, κάποια κατάπαυση,
κάποια γαλήνη, μιὰ καὶ στεγνῶσαν
τοῦτες οἱ βρύσες, ποὺ μᾶς πλουταῖναν τοὺς κήπους.
Κάθονται γύρω γύρω στὴ φωτιά τους,
καθὼς ἄλλους καιροὺς στοὺς καφενέδες
τῶν λιμανιῶν τους, δέρματα τυλιγμένοι,
λιγομίλητοι, συνοφρυωμένη γερουσία,
προσμένοντας νὰ φτάσει κάποιος ὡς αὐτούς.
Θαλασσινοὶ ἀποτραβηγμένοι, ποὺ ἀκόμη τώρα,
ὅλο καὶ θάλασσα ὀνειρεύονται. Θαλασσινοί,
τόσα ξερόνησα στὴ ζωή μας, τόσους κάβους
κι' ἐμεῖς, τόσα βράχια ἀντικρύζαμε,
χωρὶς νὰ νιώσουμε ποτέ μας ἀπὸ κοντὰ
τὴν πίκρια καὶ τὴ στέγνια τῆς πέτρας:
μᾶς ἔθρεφε ἡ ἁπλοχωριὰ τοῦ πελάγους,
μᾶς γέμιζε τὰ στήθια ὁ ὅποιος ἀγέρας
σημεῖα καὶ τέρατα μᾶς δεῖχναν τὸ δρόμο.
Κάθε ποὺ στρίβαν οἱ καιροί,
τὄχαμε πανηγύρι• ἕνα κουρέλι σύγνεφο
ἔφτανε νὰ πετάξει ὁ οὐρανός,
ἢ νὰ φουντώσει τὸ βουνὸ ἕναν καπνό,
καὶ πλάθαμε ὅλη τὴ μέλλουσα ἱστορία μας.

Ξεραινόταν τὸ ἁλάτι στὰ γένια μας
καὶ τὸ τρίβαμε στὰ δάχτυλα μὲ ἡδονή.

Λὲς καὶ δὲ μᾶς μιλᾶνε πιὰ οἱ θάλασσες.
Λὲς καὶ μᾶς πεισμώσανε γιὰ πάντα.
Τὸ Ρόδο τῶν Ἀνέμων δὲν ἔχει πιὰ τὶ νὰ δείξει,
μαράθηκε, κι' ἀφήνονται τὰ πανιά μας νὰ παίζουν
ἄβουλα καὶ νεκρά• δὲν τὰ φουσκώνει τώρα
τὸ ΙΙνέμα ποὺ τὰ φτέρωνε μέρα καὶ νύχτα
καὶ τάστελνε σαΐτες, γλάρους καὶ θαλασσοπούλια,
κι’ ἀφρολουσμένες γοργόνες.

Πάνω στὸ πέταγμά του,
μαρμάρωσε τὸ περιστέρι.

Κάτι θὰ ξέρουν ἀσφαλῶς γιὰ τὰ δεινά μας
αὐτοὶ οἱ ἀμίλητοι γερόντοι.
http://www.myriobiblos.gr/

❀    ❀    ❀    ❀

“Βασιλεύει”, σου λέμε “από σήμερα η αγάπη”

“βασιλεύει από σήμερα η αγάπη”
μαραθωνοδρόμοι σού το φωνάζουμε
που φτάξανε τρεχάτοι στο κατώφλι
της ζωής και συ μας δυσπιστείς
άπιστο πλάσμα δυσκολοσυγκίνητο
και ασυνήθιστο στις αποκαλύψεις
θα σου κλονίσουμε τη δυσπιστία σου
γιατί είναι ακέραια τα μηνύματά μας
χαραγμένα με φωτιά αψευδή
βεβαιώσου πια σού φέρνουμε το μόχθο
μιας ζωής που σπαταλήσαμε
προσμένοντάς σε δέξου τη γνώση
που φέρνει αυτό το “βασιλεύει”.

[Τάκης Παπατσώνης, το τέλος του ποιήματος “Οι Έλξεις”, μέρος ζ' της "Ursa Minor", (εκδ. Ίκαρος)]

http://booksjournal.gr/

❀    ❀    ❀    ❀

ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥΤΟ


Ἐκεῖ ποὺ φθάσαμε, θάμενε νὰ στραφοῦμε
πρὸς νέους προσανατολισμούς. Ἡ ὥρα ἦρθε,
ἐντελῶς ἀνεπαίσθητα, ποὺ ὅ,τι ἴσχυε γιὰ μᾶς
ἔπαψε πιὰ νὰ ἰσχύει• ἕναν Κανόνα ζωῆς
εἴχαμε καταρτίσει, ὅπου ὅλα μὲ ἀκρίβεια
προβλέποντο• ὅλα εἶχαν τὴ θέση τους ἀπαρασάλευτη:
στέρεες κολόνες οἱ τέσσερες ἐποχὲς στὴ διαδοχή τους
μὲ ὅσα γι’ αὐτὲς ποὺ εἶχαν ὁρίσει τῆς φύσης
μακριὰ παράδοση κι’ ἀκατάλυτη μνήμη.
Αὐτοῦ μεταξὺ εἴχαμε θέσει μ’ ἐπιμέλεια
σχέδια, ἀξίες, σκαλοπάτια, εἴχαμε ἀναπτύξει
μελέτη, φαντασίαν, ἄθληση, κι’ ἀποθεώναμε
ἰδέες τῆς ἀγάπης μας, μορφὲς τῶν ὀνείρων μας,
στιγμὲς τῆς λατρείας μας, προσμονὲς τῶν στιγμῶν μας,
(τὸ μόνο ἴσως σημεῖο ποὺ ἔδειχνε πάντα
κάπως θολὸ ἦταν αὐτὲς οἱ προσμονές,
ἀλλὰ μὲ κάτι ἀκροβατικοὺς μικροσυμβιβασμοὺς
ἀπέναντι στὸν ἄτεγκτο κατὰ τὰ ἄλλα ἑαυτό μας,
ρίχναμε, ἀκόμη καὶ σ’αὐτές, μιὰ δέσμη φῶς,
ἀδιαμαρτύρητα, ἔτσι προσπερνώντας τες
καὶ, «λευκοχίτωνες ταῖς ἐναρέτοις πράξεσι»,
τραβούσαμε ἀκάθεκτοι τὸ δρόμο). Ὅλα
τέλος πάντων προβλέποντο• ὅλα, πλὴν ἑνός,
αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς, ποὺ σὲ μιὰ νύχτα
μονάχα ἀνάτρεψε ὅλα τὰ καλοστεκούμενα,
καὶ ποὺ μᾶς ἔριξε σὲ ξένο χῶρον
ἄγνωστο ὥς τὰ τώρα• ἀνύποπτοι ἐμεῖς
εἴχαμε φιλόπονα κεντήσει, μπλέκοντας
κλωστὲς αἰωνιότητας μὲ ἄλλες μικρὲς κλωστές,
εὔθραυστες, μιὰ πλήρη σύνθεση, καὶ τὴν καμαρώναμε.
Καὶ βρέθηκε τώρα συγκεχυμένη• καὶ βρέθηκε
θολή, ξέθωρη κι’ ἄχρηστη• ποῦ τὸ θάρρος
νὰ πιάσουμε καινούργιαν ἀπασχόληση
μὲ ὑλικὰ ξένα στὴ γνώριμη τεχνική μας
καὶ πού, ἀπ’ἐδῶ κι’ ἐμπρός, τὰ πιάνομε
κι’αὐτὰ φθείρονται, καὶ βεβαιωνόμαστε
πὼς θάταν μάταιη κι’ ἡ παραμικρὴ προσπάθεια.

Τὸ μόνο πρέπον ποὺ μᾶς ἀπόμενε ἦταν,
μόλις μᾶς ἔγινε συνείδηση αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ
κι’ ὅλα της τὰ συνεπακόλουθα, νὰ μαζευτοῦμε
καὶ νὰ συντάξομε τοῦτο τὸ Πρακτικό,
τὸ ἄχαρο, τὸ στιφό, τὸ στεγνό, τὸ ἀπρόσωπο,
ρικνὴ περγαμηνὴ ἀνασκαμμένη ἀπὸ τάφο,
ποὺ δείχνει μὲ τοὺς τόνους του τοὺς ρεαλιστικούς,
πὼς ἀπὸ τὴ ζωὴ ποὺ ξέραμε, τελειωτικὰ
ξοφλήσαμε. Κι’ἐξ ὀνόματος ὅλων τὸ ὑπογράφω,
Τ. Κ. Παπατσώνης, Ἕλληνας.
http://tiestiousia.blogspot.com/

❀    ❀    ❀    ❀

Μνήμες πικρές την Άνοιξη

Καμπανούλα με λένε. Καθώς έσκασε
το χιονισμένο κέλυφης της Γης, ξεφύτρωσα.
Χρώμα μου, ο ουρανός που ξάνοιξε, το σχήμα μου,
τα σήμαντρα των Αγγέλων.
Με κάλεσε στη ζωή ο ανεπηρέαστος απ’ όλα
τα περιρρέοντα, ο γήινος τύρρανος, ο Χρόνος,
που δεν κουράζεταο γύρω μας να περιπολεί.
Είμαι το Φως, αλλά όχι μόνο. Με περιστοιχούν
μέντες, δεντρολίβανα, αγριοβιολέτες
κι ακολουθεί πολυχρωμία, κρόκοι, χαμόμηλα,
και κάτι διάσπαρτες κηλίδες, κατακκόκινες.
Με μένα ξαναρχίζει το ανοιξιάτικο το παραμύθι
για την τέρψη των παιδιών.

Για τους μεγάλους όμως, της δειλής καρδιάς;
Για τους ανεόρταστους; Γι’ αυτούς που αχάριστοι
δεν παύουν να ζητούν το «Περισσότερο
φως, σεις ω σκοτάδια;» Αυτούς θα βαραίνει
η ένοχη μνήμη της νυχτός που εγκαταλείψαν
παντέρημο, σ’ ένα λιόφυτο λόφο τον Ευεργέτη,
τον Καθηγούμενο: γονατιστός στα χαλίκια
δοκίμαζε την αγωνία, που αρχοντικά συμπύκνωνε
την αγωνία όλου του κόσμου. Κι’ οι «αγαπημένοι» του
σωριάσθηκαν κι’ αποκοιμήθηκαν βαριά. Ξυπνήσαν
μόνο με τις κραυγές των θεοκτόνων, των κακοποιών
που, ξαναμμένες σκιές, στις φλόγες, τους καπνούς,
τις σπίθες των δαδιών τους, ορμούσαν μετά μαχαιρών
και ξύλων, κατά τας Γραφάς, in gladiis et fustibus
και οδηγητή ένα φίλημα παροιμιώδες.
Συνήλθαν οι κοιμώμενοι, δάκρυα θολώσαν
Τα μάτια τους πολύ αργά. Κι’ είδαν να διαθλώνται
στις φλόγες των δαδιών κάτι σαν λαμπηδόνες,
που ίσως να προοιώνιζαν την πλημμυρίδα
των πανηγυρικών κεριών από μελλοντικές
θριαμβευτικές λαμπρότητες… Ήρθε προπάντων
η καλοκάγαθη η Κυριακή συγγνώμη, σωστή ευλογία,
χέρι Μητέρας που αναλύει το φάρμακο με στοργή,
γλυκόπιοτο να γίνει, όσο παίρνει, για το παιδί της.
Ωστόσο απόμεινε κακή κληρονομιά το κατακάθι
της πίκρας. Έφτασε ως εμάς. Αποδιώχνει
τις αύρες από μέντες, από αγριοβιολέττες,
από τα νεκρικά τα δεντρολίβανα. Θολώνει
το βλέμμα. Πώς να μπορέσουμε να χαρούμε
το κάλεσμα της φωτεινής Καμαπανούλας;


❀    ❀    ❀    ❀

Άσπρο ελληνικό ερημοκλήσι…


Ἄσπρο ἑλληνικό ἐρημοκλήσι δαρμένο
ἀπό τὴν ἀντηλιά!.. Γύρω-γύρω σου ἀμπέλια, μποστάνια
καρποφόρες συκιές· καὶ, κάπου κάπου, μοναχική,
καὶ κάποια ἐλιά… Χρυσοφρυγανισμένα τὰ χορτάρια
ἀχνίζουνε -ἄχυρο πιὰ!.. Κι ἀντίς γι’ ἀγγέλους, τὰ τζιτζίκια
σοῦ κανοναρχοῦνε τὸ κάθε ἀπομεσήμερο ἕως ἀργά
μὲ τὸ δικό τους τρόπο τὸν Παρακλητικό Κανόνα..

Ἀνεστραμμένο σου θρονί ὅλο αὐτό τὸ γαλάζιο
ἑνου ἁπλοῦ οὐρανοῦ, ποὺ πάλαι γίνηκε τὸ Μέτρο τῶν Δωριέων
καὶ που ἀναπαύεται στεριωμένος στὰ χρυσάφια
τοῦ εὐλογημένου μας πελάγους…

❀    ❀    ❀    ❀

Νόθος Λόγος


Με πόσην αυταρέσκεια ο λόγος υιοθετεί
το σόφισμα! Πως παρεισφρύει –μ’ έκδηλη τη θέλησή του!
Πόση στοργή και σύνεση για να συγκαλυφθεί!..
Κ’ η απόλαυση είναι εξωτική, όταν θριαμβεύει η μηχανή
Και μέγας παραλογισμός εκείθε ξεφυτρώσει,
που όλα σε δήθεν λογική φαίνονται τεθειμένα!..
Αλλά είναι κάτι ανώτερο πολύ από την απάτη,
που τον ορθό συλλογισμό πλουτίζει με νοθεία..-
ή μάλλον είναι ανύπαρχτη η ιδέα καν απάτης·
το πρώτο κίνητρο και μόνο είναι ώθηση της ηδονής,
που τέρπει τη σκληρή ζωή και τον ανάντη βίο·
είναι η πηγή της παιδική: η ορμή προς το παιγνίδι.
Αλλά κατάπληξη πολλή έρχεται στη μελέτη
του τι βαρειά συνέπεια φέρνει η συνήθης πράξη:
του λόγου – που νοθεύσαμε με την κρυφή προσθήκη,
για του πλησίον μας την αστεία και γελαστή παγίδα –
έρχεται αργά η επιβολή, ως είναι νοθευμένος,
και μας εγκαθιδρύεται, σε μας τους ίδιους, πίστη,
κ’ εμπήγει τη σημαία της, καρφώνει τον ιστό της,
μας μπλέκει η αθλία σε πέλαγος βουερού κυματισμού,
φανατισμός ορθώνεται σε αφρώδη τρικυμία,
και μεταβάλλομε άφοβα τον πριν αθώο μας πλου,
σε πειρατείαν επίμονη, με άκαρδες τις εκφράσεις,
έτοιμοι να φονεύσομε και να θανατωθούμε
υπέρ ιδέας, που μόνοι μας, καλύτερα απ’ τους άλλους,
την ξεύρομε, ή την ξεύραμε, στείρα και νοθευμένη!..

Και καταντά λίνα θαυμαστό, πως, παίγνιο απλόν αρχήθε,
Σε πίστη τόσο αγριωπή τάχα μετουσιώθη!.

❀    ❀    ❀    ❀

Το θήραμα

Τι ανόητοι σταθήκαμε την εποχήν εκείνη
της αναποφάσιστης δειλίας των ανθρώπων
να κρεμνούμε σε σύμβολα
τις ακρότατές μας επιθυμίες
καθώς τις διαμορφώναμε
στις απομονώσεις των ύπνων μας
καθώς τις πλάθαμε στις δεήσεις μας
λιτανευτές στους κάμπους
και στα θαλασσινά μέρη

όσο μπορούσαμε δε λέω τα ωραΐζαμε
τα δέναμε μάλιστα με εικόνες
ζωντανές της εμπειρίας μας
και από άψυχα έτσι και από άυλα
τα ντύναμε με κάποια ουσία
χεροπιαστή αλλά έμεναν ωστόσο
παραβολές και ό,τι συμβόλιζαν ήταν ξερές
πολύ ξερές επιθυμίες

που τις τοποθετούσαμε πολύ μακριά
και κυνηγώντας τες σε άγονα κυνηγέσια
περνούσαμε τη ζωή.

«Το θήραμα», 1-20. Ursa minor, 1944. Εκλογή Α´. Ίκαρος, 1962. 131.



❀    ❀    ❀    ❀

Περιηγητές στη Λειτουργία

Της Αναλήψεως, στις πρωινές Λειτουργίες
ορμήσανε στην Εκκλησία σωρός Περιηγητές.
Όλοι του «Σαν Τζερβάσι». Αστοί του Βύρτεμπεργκ.
Καλοκαιρινοί. Ζέστη είχε αρχίσει από το πρωί.
Μπήκαν σαν κύμα. Φέραν ταραχή.

Μονάχη, ατάραχη, η Εκκλησία
κράταγε τις Ώρες της. Τραβούσε τον Κανόνα.
Γενικά, επόπτευε, ίδιος ο Θεός, και αγκάλιαζε
όλους μαζί τους πιστούς, όθε και αν ήταν.
Μέτρο Αποστολικό και Νόμος
ήταν όλα τα ένδον του Θυσιαστηρίου.
Την πλήρη Τάξη διόλου δεν έθιγε
η αταξία του συμπτώματος.

http://www.snhell.gr/





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου