Ο Δημήτρης Χατζής (13 Νοεμβρίου 1913 - 20 Ιουλίου 1981) ήταν Έλληνας συγγραφέας, ιστορικός, δημοσιογράφος και αντιστασιακός.
Γεννήθηκε στα Ιωάννινα το Νοέμβριο του 1913. Ο πατέρας του Γεώργιος Χατζής, ήταν διηγηματογράφος, λόγιος και παλαμικόςποιητής, γνωστός με το ψευδώνυμο Πελλερέν. Ήταν επίσης εκδότης της εφημερίδας Ήπειρος.
Ο Δημήτρης Χατζής παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στην Ιόνιο Σχολή της Αθήνας μαζί με τον αδερφό του Άγγελο, τα οποία όμως διέκοψε μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του το 1930 και επέστρεψε στην γενέτειρά του. Εκεί ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας και τη συντήρηση της οικογενείας του. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στη Ζωσιμαία Σχολή και γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Τις σπουδές του δεν τις ολοκλήρωσε ποτέ λόγω οικονομικών δυσχερειών.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Το 1936 συνελήφθη από την Δικτατορία της 4ης Αυγούστου και μετά από βασανιστήρια εξορίστηκε στη Φολέγανδρο. Λίγους μήνες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 κατατάχθηκε στον στρατό αλλά δεν στάλθηκε στο μέτωπο.
Την περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε στη λειτουργία του παράνομου τυπογραφείου του ΕΑΜ στην Καλλιθέα αρθρογραφώντας και διορθώνοντας άρθρα σε εφημερίδες όπως η Ελεύθερη Ελλάδα και ο Απελευθερωτής. Αρθρογραφούσε ακόμη στον επίσης παράνομο Ριζοσπαστη. Εργάστηκε επίσης στο τυπογραφείο του βουνού.
Το 1947 επιστρατεύτηκε στα Ιωάννινα, ενώ το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς εξορίστηκε στην Ικαρία. Το Μάρτιο του επόμενου έτους εντάχτηκε στο Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδαςδημοσιεύοντας ανταποκρίσεις και διηγήματα στα έντυπά του. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους έμαθε την καταδίκη του αδερφού του Άγγελου από το Έκτακτο Στρατοδικείο και την εκτέλεσή του.
Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, το Έκτακτο Στρατοδικείο τον καταδίκασε «δις εις θάνατον» για λιποταξία και έτσι αναγκάστηκε να καταφύγει στο εξωτερικό. Πρώτοι του σταθμοί ήταν η Ουγγαρία και η Ρουμανία. Στη Βουδαπέστη σπούδασε βυζαντινή και μεταβυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία, ενώ αρθρογραφούσε και στην εφημερίδα του κομμουνιστικού κόμματος.
Ο βυζαντινολόγος Ιούλιος Μοράβσικ τον βοήθησε να κερδίσει υποτροφία για την Ακαδημία Επιστημών του Ανατολικού Βερολίνου, όπου εργάστηκε ως ερευνητής. Το 1962 ολοκληρώνει στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου τη διατριβή του με θέμα «Μονωδίες για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους». Το ίδιο έτος επέστρεψε στη Βουδαπέστη, όπου διορίστηκε βοηθός στην έδρα της Βυζαντινής Φιλολογίας, και ίδρυσε το Νεοελληνικό Ινστιτούτο. Παράλληλα επιμελήθηκε την έκδοση έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας στην ουγγρική γλώσσα.
Μετά τα γεγονότα του Μάη του '68, θέλησε να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Η αστυνομία όμως τον πίεζε να ζητήσει πολιτικό άσυλο, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στη Βουδαπέστη. Αρνήθηκε ωστόσο να λάβει την ουγγρική υπηκοότητα παρά τις προτάσεις που του έγιναν, παραμένοντας άπατρις.
Μετά την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, επέστρεψε το Νοέμβριο του 1974 στην Ελλάδα. Αναγκάστηκε όμως να εγκαταλείψει ξανά τη χώρα λόγω της μη νομοθετικής ρύθμισης σχετικά με την καταδίκη του. Τον Ιούνιο του επόμενου έτους, του δόθηκε χάρη και επέστρεψε οριστικά στην πατρίδα του.
Το ακαδημαϊκό έτος 1975–1976 προσκλήθηκε να διδάξει νεοελληνικό πολιτισμό και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Η μη επικύρωση του διορισμού του λόγω των μη εκπληρωμένων στρατιωτικών του υποχρεώσεων είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή των μαθημάτων αλλά και διαδηλώσεις των φοιτητών.
Από το 1975 έδωσε πλήθος διαλέξεων και συμμετείχε σε πολλές δημόσιες συζητήσεις. Από το 1980 μέχρι το θάνατό του εξέδωσε το περιοδικό Το Πρίσμα.
Παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο με την αρχαιολόγο Καίτη Αργυροκαστρίτου και απέκτησαν μία κόρη, την Αγγελίνα.
Το Μάρτιο του 1981, προσβλήθηκε από καρκίνο των βρόγχων. Πέθανε τέσσερις μήνες αργότερα, στις 20 Ιουλίου του 1981 σε σπίτι φίλων του στη Σαρωνίδα.
Εργογραφία
Ο Δημήτρης Χατζής πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1946 με το μυθιστόρημα Φωτιά. Το 1952 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων Το τέλος μιας μικρής πόλης, βιβλίο το οποίο θεωρείται το σημαντικότερο έργο του. Τα διηγήματα αυτά κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα το 1963, και ενώ ο Χατζής βρισκόταν ακόμη εξόριστος. Ασχολήθηκε επίσης με το δοκίμιο.
Τα έργα του που έχουν εκδοθεί είναι τα εξής:
Φωτιά, μυθιστόρημα εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 1946.
Το τέλος της μικρής μας πόλης, διηγήματα, εκδοτικό Νέας Ελλάδας, Ρουμανία, 1953, εκδόσεις «Επιθεώρηση Τέχνης», Αθήνα, 1963 (τελική μορφή), εκδόσεις Κείμενα, Αθήνα, 1981 και εκδόσεις Το Ροδακιό, Αθήνα, 1999.
Θητεία (αγωνιστικά κείμενα 1940-1950), διηγήματα, εκδόσεις Κείμενα, 1979.
Ανυπεράσπιστοι, διηγήματα, εκδόσεις Θεμέλιο, 1966.
Το διπλό βιβλίο, μυθιστόρημα, εκδόσεις Εξάντας, 1976 και Κείμενα, 1977 (αναθεωρημένη έκδοση).
Σπουδές, διηγήματα ξανατυπωμένα και άλλα, εκδόσεις Κείμενα, 1976.
Το πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού, διαλέξεις και δοκίμια, εκδόσεις Το Ροδακιό, 2005, ISBN 9607360710
Ανυπεράσπιστοι
Επεισόδιο από τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1947-1949 στην Ελλάδα. Η κύρια δύναμη των ανταρτών είχε συντριβεί στη Ρούμελη. Κυκλώνοντας τα βουνά, ο κυβερνητικός στρατός τραβούσε τώρα σιγά και μεθοδικά την εκκαθάριση, χτενίζοντας όλη την περιοχή κ’ εξοντώνοντας τις τελευταίες δυνάμεις τους, τσακισμένες και σκορπισμένες. Παραπάνω, στη Μακεδονία και την Ήπειρο, ο πόλεμος δεν είχε κριθεί, συνεχιζόταν μ’ όλο το πείσμα μιας τελικής αναμέτρησης που θα γινόταν σε λίγο.
Η μικρή ομάδα των ανταρτών, δεκατισμένη και ξεκομμένη, ένιωθε πια τον κλοιό και την έσφιγγε — έκλεινε, μίκραινε γύρω της με θανάσιμη σταθερότητα. Η ξαφνική παγωνιά στο τέλος του Απρίλη — ακόμα ένας θάνατος πάνω σε κείνα τ’ αγριοβούνια. Μια τελευταία δυνατότητα εκλογής, να πάνε να χτυπηθούνε — πάλι θάνατος. Να μείνουν εκεί όσο να ’ρθουν να τους πιάσουν —αργά και γι’ αυτό— τους σκοτώνανε πια τους αιχμαλώτους, τους τραυματίες που πέφταν στα χέρια τους. Οι προθεσμίες για την παράδοση είχαν περάσει — τους σκοτώναν και τους αυτόμολους.
Είχανε κάνει και την τελευταία προσπάθεια που μπορούσαν να κάνουν. Τραβήξανε δεξιά, μέσ’ απ’ το δάσος, να τον σπάζανε τον κλοιό, μπορεί να βρίσκαν δικά τους τμήματα. Πέσαν πάνω σε φυλάκια με πολυβόλα, τους δεχτήκαν με πυκνά πυρά. Ένας τους έπεσε πιάνοντας την κοιλιά του — θερισμένη από ριπή. Δεν μπορούσαν να τον πάρουν, να τον βοηθήσουν, τίποτα δε μπορούσανε να του κάνουν. Τον σκοτώσανε να μη βασανίζεται — έμεινε εκεί. Οι άλλοι γυρίσανε πίσω και ξαναμπήκανε στην τρύπα που τους απόμεινε.
Τρεις μέρες βρισκόνταν εκεί και δεν κάνανε τίποτα — μονάχα τρέμαν από το κρύο. Φωτιά δεν ανάβανε, φοβόντανε τον καπνό. Ξαναμετρήσανε τα τελευταία τους εφόδια, τα πυρομαχικά και τα τρόφιμα. Δεν είτανε πολλά, δεν είτανε για πολύ. Αναμετρήσανε και τις δυνάμεις που τους απόμειναν — δεν είταν κι αυτές για πολύ. Από τη μέρα που δοκίμασαν να περάσουν, πρέπει να τους ξέραν πως κρυβόντανε σε κείνο το μέρος του δάσους, να τους είχαν επισημάνει. Αύριο, μεθαύριο το πολύ, θ’ αρχίζανε να τους ψάχνουν, ορισμένα, σημαδεμένα γι’ αυτούς. Να μείνουν εκεί, να μείνουν ακόμα — πάλι θάνατος. Μονάχα θάνατος. Ολούθε. Απ’ ολούθε.
Τα μεσάνυχτα είχαν περάσει. Χιόνιζε συνέχεια.
— Το πρωί θα ’ρθουνε πια, είπε κάποιος.
Κανένας δε μίλησε.
— Τί δε σκοτωνόμαστε, βρε παιδιά, μεταξύ μας; είπε σε λίγο ο Σατέλης. Ο τελευταίος κρατάει μια σφαίρα… Και πεθαίνουμε λεύτεροι…
Ο Σατέλης είτανε κομουνιστής από την Αθήνα. Φοιτητής. Έγραφε και ποιήματα, λέγαν.
— Άσε τα αυτά τα δικά σου, να ζήσεις, είπε ήσυχα ο διμοιρίτης ο Γρίβας. Στα βιβλία γίνονται, Σατέλη.
Ο διμοιρίτης είτανε λοχίας στην Αλβανία. Πολέμησε ύστερα στον ΕΛΑΣ. Και πολεμούσε και τώρα — κάπου δέκα χρόνια. Χωρίς έξαρση και χωρίς φρίκη για τον πόλεμο.
— Φοβάσαι τώρα, Σατέλη; είπε κάποιος μέσα στο σκοτάδι.
— Ντρέπομαι, είπε αυτός.
— Δεν αυτοκτονούν οι επαναστάτες, Σατέλη, είπε επίσημα ο Λίλης. Ούτε ντρέπονται για τις δυσκολίες.
Ο Λίλης είταν ο πολιτικός επίτροπος του λόχου τους. Στις μάχες βρέθηκε να ’ναι στη διμοιρία τους, ξεκοπήκαν από τους άλλους — έμεινε μαζί τους. Τα λόγια του είταν πάντα παρμένα από κομματικές αποφάσεις και μαθήματα πολυγραφημένα.
— Μα προς τί; ακούστηκε πάλι ο Σατέλης. Επανάσταση το λες ακόμα; Να μας κυνηγούνε πάνω στον πάγο; Σα λύκους;
Σώπασαν όλοι — κι ο Λίλης. Σκεφτόταν τα λόγια του — την επανάσταση, τη ντροπή. Και σκεφτότανε και τους λύκους. Τις τελευταίες μέρες, καθώς αραίωσαν τα πυρά, αρχίσαν να ουρλιάζουνε γύρω τους — ακόμα ένας θάνατος.
— Να πάμε εμείς να τους βρούμε, είπε ο Στρίμος. Ελπίδα δεν έχει, δεν έχει, επίτροπε, κατάλαβέ το… Πεθαίνεις όμως ορθός… Και ζωντανός, σαν άντρας.
Ο Στρίμος δεν είτανε κομουνιστής, τίποτα δεν είταν. Βρέθηκε να ’ναι μαζί τους μόνο γιατί ’ταν αντάρτες. Και δεν έφυγε όταν το μετάνιωσε — να μην πούνε πως δείλιασε.
— Εγώ δεν πάω πουθενά, είπε ο Φαρμάκης. Ούτε αυτά που λέει ο Σατέλης — παλαβομάρες δικές του. Καθίστε εδώ, να παραδοθούμε.
Ο Φαρμάκης ήθελε να παραδοθεί. Το ’θελε από καιρό, μα φοβήθηκε να το κάνει. Κρατούσε ακόμα μια ελπίδα, δε θα τους σκότωναν, τουλάχιστο αυτόν.
— Πάμε που σας λέω γω, ξανάπε ο Στρίμος. Ο Σατέλης σκοτώνεται κει μοναχός του, εσύ παραδίνεσαι… ευχαριστημένος κι ο επίτροπος — δεν αυτοκτονήσαμε, είπε ο Βερβέρης. Σηκώθηκε, χτυπούσε τα πόδια του κάτω, χοροπηδούσε.
— Τρελάθηκες; είπε ήσυχα ο διμοιρίτης.
— Κρυώνω, είπε αυτός. Μονάχα κρυώνω…
Ο Βερβέρης τα μοίραζε όλα: φανέλες, τα τσιγάρα, τις σφαίρες του. Τώρα είχε μείνει ο γυμνότερος απ’ όλους.
— Να μην πεθάνουμε ακόμα, παιδιά, ακούστηκε σε λίγο σέρνοντας τα λόγια του ο Βασίλης ο Μουλαράς.
Ο Βασίλης ο Μουλαράς είταν άνθρωπος του βουνού κι από κείνα τα μέρη. Μια φορά το χρόνο μιλούσε. Γύρισαν όλοι τα μάτια τους καταπάνω του — να μπορούσαν να τον βλέπαν κείνη την ώρα.
— Την κορφή του βουνού, τους είπε, σέρνοντας πάλι κάθε του λέξη, δε μπορεί να την έχουν πιασμένη. Πάμε από κει, να φύγουμε.
Κανένας δε μίλησε. Όλοι τους είχαν σκεφτεί γι’ αυτή την κορφή να φύγουν και μόνο γι’ αυτή δεν είπανε τίποτα. Η διαταγή τους όταν άρχισε η επίθεση είταν αυστηρή, να μη φύγουν, να μην αφήσουνε το βουνό, να κρατηθούν ώς την τελευταία τους σφαίρα, όσο νά ’ρθουν ενισχύσεις κ’ είχανε δώσει στις συνελεύσεις που γίνανε, το λόγο της επαναστατικής τους τιμής. Τώρα πια δεν ξέρανε τίποτα για το λόχο τους, για τις άλλες δυνάμεις, για όλον τον πόλεμο. Τα πυρά είχαν αραιώσει πάρα πολύ, φαινόντανε κάποτε να ’χουν ολότελα σταματήσει — η σιωπή του τέλους. Οι φωτοβολίδες που πέφταν είχανε μείνει ο τελευταίος τους δεσμός με τον κόσμο — μετρούσανε μ’ αυτές από νύχτα σε νύχτα πόσο κοντύτερα φτάσανε τα φυλάκια του στρατού που τους ζώναν.
— Μπροστά μας βρίσκονται ωστόσο, είπε κάποιος σε λίγο. Έχουνε φυλάκια ψηλότερα από μας.
— Δυο μάλιστα, είπε ένας άλλος.
— Έχουν, είπε ο διμοιρίτης. Το ’να βρίσκεται δω, χαμηλά, πολύ κοντά μας. Το μαρκάρισα εγώ — σας περνάω από δίπλα.
— Τ’ άλλο βρίσκεται ψηλότερα, στα μισά του βουνού, είπε ο Βασίλης. Είναι καναδυό καλύβια, αυτά θα ’χουν πιάσει. Σας περνάω εγώ μέσα απ’ το δάσος.
— Η διαταγή μας είναι να μείνουμε δώ, είπε ο Λίλης.
— Είτανε, σύντροφε επίτροπε, είπε ο διμοιρίτης.
— Οι κομουνιστές δεν αυτοκτονούν, σύντροφε επίτροπε, είπε ένας άλλος. Εσύ δεν το ’πες;
— Μα πού θέλετε να πάτε; ξανάπε ο Λίλης.
Σωπάσαν. Στ’ αλήθεια, δεν ξέραν πού θέλουν να πάνε.
— Καλά, είπε σε λίγο ο Φαρμάκης, το περάσαμε αυτό το φυλάκιο το κάτω. Και περάσαμε, ας πούμε, και τ’ άλλο. Ύστερα;
— Ύστερα, είπε ο Βασίλης, ξέρω το μονοπάτι του γκρεμού, που περνάει στην κορφή. Δεν το ’χουν ακόμα πιασμένο, δε γίνεται να το πιάσαν. Μήτε το ξέρουν. Και να το ξέρανε, δεν προφταίνανε να το πιάσουν — κ’ είναι και αυτός ο καιρός…
— Σα να λέμε, δηλαδή, να φύγουμε πια, είπε ο Λίλης. Πώς το μπορείτε;
— Πόσος δρόμος είναι ώς εκεί; ρώτησε ο διμοιρίτης σα να μην τον άκουσε.
— Ώς το γκρεμό;
— Ναι, ώς το γκρεμό.
— Από τώρα ώς το βράδυ, χωρίς στάση.
— Κι από κει στην κορφή; ρώτησε κάποιος.
— Η κορφή είναι στην άλλη άκρη απ’ το πέρασμα του γκρεμού. Φτάσαμε στο γκρεμό, φτάσαμε πια στην κορφή, τους εξήγησε ο Βασίλης.
— Δηλαδή, σα να λέμε, δώδεκα-δεκατέσσερις ώρες…
— Τόσο.
— Καλά… Πες εσύ τις κάναμε αυτές τις δεκατέσσερις ώρες. Και τα περάσαμε τα φυλάκια. Και πες πως βγήκαμε στην κορφή. Ύστερα;
— Ύστερα πέφτουμε πίσω…
— Και πίσω; Τί λες εσύ, δεν το ’χουν πιάσει;
— Απ’ την άλλη μεριά του βουνού; Δεν πιστεύω να πρόφτασαν. Είναι μεγάλα τα δάση, τί να φυλάξουν; Δε μπορεί να τα πιάσαν ακόμα, μήτε πιάνονται αυτά, τέτοια δάση, τα περάσματα θα ’χουνε πιάσει.
— Και λοιπόν, τα μεγάλα τα δάση, είπε κάποιος. Δηλαδή πάλι κλεισμένοι.
— Όχι, είπε ο Βασίλης. Από κει περνούμε στον Πίνδο. Γλυτώσαμε.
— Γλυτώσαμε, είπε ο Φαρμάκης. Και ποιος σου λέει πως δεν τον πήρανε και τον Πίνδο;
— Όχι, όχι, είπε ο Λίλης. Οι δικοί μας είναι κει. Τον κρατάνε τον Πίνδο.
— Τότε τί μας λες εσύ να κάτσουμε δω; ρώτησε κάποιος.
— Να κρατήσουμε και μεις εδώ. Αυτό.
— Και γω σου λέω πως τον πήρανε και τον Πίνδο, μουρμούρισε κάποιος. Άκουσέ την αυτή την ησυχία τριγύρω μας… Τέλειωσε ο πόλεμος. Μονάχα εμείς απομείναμε…
— Δεν ξέρω, μπορεί κι αυτό, είπε ο Βασίλης. Μ’ αν την περάσουμε μεις αυτή την κορφή και πέσουμε πίσω στα δάση, ύστερα, αν τέλειωσαν όλα, σκορπίζουμε… Είναι και τα χωριά… Τί να σας πω;..
— Και πώς μπορούμε εμείς να την περάσουμε τέτοια κορφή; Με τέτοιο κρύο; Μ’ αυτά τα πόδια; έκανε μια τελευταία προσπάθεια ο Φαρμάκης. Όχι, δεν το μπορούμε…
— Όσο μπορούμε, όσοι μπορέσουμε, είπε ο Στρίμος και σηκώθηκε. Τί τα ψιλολογάτε δω πέρα;
— Τί έχουμε να χάσουμε; είπε ο Βερβέρης και σηκώθηκε κι αυτός. Αν περάσουμε, αν ζήσουμε, πάμε στον Πίνδο, τους βρίσκουμε…
— Και μας περνάνε στρατοδικείο, είπε κάποιος.
— Μονάχα εμένα. Εγώ την έδωσα τη διαταγή, είπε ο διμοιρίτης και σηκώθηκε. Ξεκινάμε.
Σηκώθηκαν όλοι, κι ο Φαρμάκης. Κι ο Λίλης σηκώθηκε, δεν είπε τίποτα, δεν έκανε τίποτα. Φορτωθήκαν τα όπλα τους, τους άδειους γυλιούς, τα λίγα τρόφιμα που τους έμειναν, συμμάζεψαν πάνω στο σώμα τους τα κουρέλια τους, χτυπούσαν στο χώμα τα πόδια τους, αραίωσαν. Μερικοί κάνανε το σταυρό τους μέσα στο σκοτάδι.
Ο Βασίλης μπροστά τούς οδηγούσε μέσ’ απ’ το δάσος. Άφησε το μονοπάτι, έκοψε ψηλότερα, έπιασε τον ανήφορο, ευθεία. Κάθε λίγο σταματούσε, κοίταζε γύρω, σα να ’βλεπε μες στο σκοτάδι, έσκυβε κάτω, σα να μυριζόταν τον τόπο — σταματούσαν όλοι. Κινούσε πάλι — κινούσανε πίσω του. Μέσ’ απ’ τα τρύπια ποδήματα που φορούσαν, άλλοι κουρέλια δεμένα με σπάγκους, τα δάχτυλα των ποδιών τους ξυλιάζανε. Ο αγέρας περνούσε μέσ’ απ’ τις τριμμένες τους χλαίνες. Ένας ξεπάγιασε. Σταθήκανε λίγο μπροστά του, του κλείσαν τα μάτια, ύστερα πήρανε το γυλιό του, ξεκίνησαν πάλι. Πάνω απ’ τα δέντρα ξημέρωνε ένα φως σκοτωμένο.
Ο Βασίλης σταμάτησε, στάθηκαν όλοι, μαζεύτηκαν γύρω του.
— Το φυλάκιο, τους είπε, τ’ αφήσαμε δεξιά. Πάει αυτό…
— Δρόμο τώρα για τ’ άλλο, είπε ο διμοιρίτης.
— Και πότε λες να το φτάσουμε; ρώτησε κάποιος.
— Τα βλέπετε; Τώρα βιάζεστε κιόλας, είπε κάποιος και γέλασαν λίγο.
— Μιλάτε σιγά, είπε ο διμοιρίτης. Ή, καλύτερα, μη μιλάτε ακόμα…
Ξεκινήσανε πάλι, περπατούσαν αμίλητοι. Όλο το πρωί. Πριν από το μεσημέρι φτάσανε στην άκρα του δάσους. Στάθηκαν εκεί, φάγαν όρθιοι λίγο ψωμί, ξεκίνησαν πάλι. Είχανε τώρα μια πλαγιά ν’ ανεβούνε, γυμνή κι απότομη, πνιγμένη στο χιόνι — κ’ έπεφτε ακόμα, εκείνο το χιόνι το πυκνό, το παχύ, που πέφτει βουβά. Πηγαίνανε με τα χέρια και με τα πόδια. Κάθε βήμα γινόταν βαρύτερο, δυσκολότερο. Κάθε λίγο σταματούσαν, βοηθούσανε, τραβούσανε κάποιον.
— Αχ, ας μείνουμε λίγο, είπε η Κατίνα.
Είταν η τελευταία γυναίκα της διμοιρίας τους π’ απόμεινε ζωντανή. Βραδυπορούσανε στην ουρά της φάλαγγας με το Σατέλη — πάντα με το Σατέλη. Παλιότερα τους είχανε κατηγορήσει στη συνέλευση του λόχου — ερωτοτροπίες και μικροαστικά υπολείμματα. Τώρα της πήρανε το γυλιό, κάποιος άλλος φορτώθηκε την κουβέρτα της.
— Δω μου το όπλο σου, της είπε ο Σατέλης. Εδώ στον ανήφορο λίγο.
Στάθηκαν. Σήκωσε τα δυο της τα χέρια και του τράβηξε τη μάλλινη κουκούλα, που του σκέπαζε όλο το πρόσωπο, αργά και την ίσιαζε. Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο. Του ’δωσε το ντουφέκι της. Πιάστηκαν από το χέρι και κίνησαν να φτάσουν τη φάλαγγα.
Δε χρειάστηκε να το κουβαλάει πολύ. Σε λίγο στάθηκε, ακουμπώντας την πλάτη του σ’ ένα βράχο. Ύστερα κάθισε κάτω με την πλάτη, το κεφάλι του ακουμπισμένο στο βράχο. Η Κατίνα έβαλε τις φωνές, σταμάτησαν όλοι.
— Σήκω απάνω, θα ξεπαγιάσεις, πρόσταξε ο διμοιρίτης.
Ο Σατέλης χαμογελούσε.
— Έχω μια ζέστη, είπε. Είναι καλά…
Ο Βασίλης ο Μουλαράς έτρεξε κοντά του. Τον άρπαξε από τα χέρια, τον τίναξε.
— Φτάνουμε στο φυλάκιο… Στο φυλάκιο… Κώστα…
Ο Σατέλης τον κοιτούσε, δεν σηκωνόταν. Χαμογελούσε πάντα, είχε μια ζέστη και τα μάτια του βασιλεύανε μακριά, σα να νύσταζε. Ο Βασίλης την ήξερε αυτή τη ζέστα κι αυτή τη νύστα πριν απ’ το ξεπάγιασμα — όλοι την ξέρανε πια. Τ’ άφησε τα χέρια, του ’δωσε ένα μπάτσο, δεύτερον — μάταια. Ο Σατέλης έγειρε δίπλα. Τον άρπαξε τότε στην αγκαλιά του, κόλλησε τα χείλη του στο στόμα του. Τα χέρια του Σατέλη κρεμαστήκανε κάτω. Τον ακούμπησε στο χώμα σιγά, σα να τον ξάπλωνε, του ’κλεισε τα μάτια, το δικό του το πρόσωπο είταν λουσμένο στα δάκρυα — τραβήχτηκε παραπέρα να μη τον βλέπουν. Η κραυγή της Κατίνας ξέσκισε την ερημία του τόπου. Στάθηκαν όλοι, κάπως περισσότερο, μπροστά σ’ αυτόν το Σατέλη το φοιτητή, με τα βιβλία και τα ποιήματα, την επανάσταση, την Κατίνα και τα μικροαστικά υπολείμματα — τον κοιτούσαν που τον σκέπαζε το χιόνι, κάτω από κείνο τον ολόγυμνο βράχο. Ύστερα, κάποιος έσκυψε, τον γύρισε, του ’βγαλε το πουλόβερ — το δώσανε στο Βερβέρη, το φόρεσε. Ψάξανε στις τσέπες του — τα δώσαν όλα σ’ αυτήν. Κάποιος του ’βγαλε και την κουκούλα, της τη δώσαν αυτηνής, τη φόρεσε με το ζόρι. Πήραν από το γυλιό του το λίγο ψωμί και τις σφαίρες, ο Βασίλης μπήκε μπροστά, ο διμοιρίτης έμεινε πίσω-πίσω, κινήσανε πάλι. Η Κατίνα έκλαιγε και τα δάκρυά της τρέχανε μέσα στην κουκούλα του Σατέλη.
Και περπατούσανε πάλι. Όλο το μεσημέρι. Με τα χέρια και με τα πόδια σ’ αυτή την πλαγιά, ώσπου φτάσανε πάλι σε δασωμένο μέρος. Πέσανε τότε ξέπνοοι πάνω στα δέντρα, ακουμπούσανε τις πλάτες τους στους κορμούς, τους αγκάλιαζαν να σταθούνε ορθοί.
— Μη στέκεστε δω, είπε ο Βασίλης. Φτάσαμε στο φυλάκιο.
— Κουράγιο, παιδιά, είπε κι ο διμοιρίτης. Να το περάσουμε γρήγορα. Αραιωθείτε. Γρήγορα. Αμίλητοι.
— Σταθείτε, είπε ο Λίλης και βγήκε μπροστά. Στάθηκε, γύρισε το κεφάλι του, τους κοίταξε όλους. Σύντροφοι… θα το χτυπήσουμε αυτό το φυλάκιο.
Είταν έτοιμος να τους θυμίσει το λόγο της επαναστατικής τους τιμής να μην αφήσουνε το βουνό. Είταν έτοιμος γι’ αυτή τη μάχη. Από τα μεσάνυχτα που ξεκίνησαν και δεν ξαναμίλησε, τη σχεδίαζε μέσα στο νου του αυτή τη μάχη, μια νίκη, να στήσουν φυλάκιο εκεί, να σταθούν, να ξαναρχίσουν εκεί, να τον ξαναρχίσουν από κει τον πόλεμο σ’ αυτό το βουνό, με τα εφόδια που θα παίρναν, με τα σκορπισμένα τμήματα που θα μαζεύονταν, με τις ενισχύσεις που θα φτάναν σε λίγο — θα φτάναν σε λίγο. Τα δανεισμένα λόγια είχαν τελειώσει, δεν είχε καθόλου λόγια. Άνοιξε τα χέρια του σα να τους αγκάλιαζε, το πρόσωπό του ακέριο γίνηκε φως.
— Θα το χτυπήσουμε, σύντροφοι… Σύντροφοι…
Ο μικρός του στρατός στεκόταν μπροστά του, ασάλευτος, απρόθυμος. Τον είχανε κάνει τον περισσότερο δρόμο, κοντεύανε πια στην κορφή της σωτηρίας. Κανένας δε μίλησε, μέναν όλοι με τα μάτια σκυμμένα. Ύστερα, σαν όλοι μαζί, τα σηκώσανε, ζητούσαν του Βασίλη τα μάτια. Σήκωσε το κεφάλι του, γύρισε, κοιτούσε το διμοιρίτη — όλα τα μάτια καρφώθηκαν απάνω του. Στεκότανε δίπλα στο Λίλη και κείνη η βαθιά χαρακιά του στα φρύδια φαινότανε ν’ αυλάκωνε όλο το μέτωπο. Η σιωπή φαινότανε να ’πηξε, σα να πάγωσε γύρω τους.
— Ξεκινάμε, είπε ο διμοιρίτης σε λίγο.
— Το φυλάκιο, είπε ο Λίλης. Και θα το πάρουμε… Έκανε ένα βήμα μπρος.
Ο διμοιρίτης έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Γρήγορα, δυνατά, ζυγιασμένα, τον χτύπησε πίσω στο κεφάλι με τη λαβή του πιστολιού του. Ο Λίλης έγειρε μπρος, δεύτερο χτύπημα κ’ έπεσε.
— Εμπρός… Στη γραμμή… Προχωρείτε, είπε ο διμοιρίτης.
Η ομάδα στεκόταν ακόμα, ασάλευτη σα ριζωμένη, με τον επίτροπο μπροστά στα πόδια της. Ο Βασίλης κίνησε πρώτος, μπήκε μπροστά, οι άλλοι πήγανε πίσω του, ο διμοιρίτης έμεινε τελευταίος. Ο Βερβέρης πήγε, στάθηκε δίπλα του. Κοιταχτήκανε στα μάτια.
— Πες πως το ’κανα γω, είπε ο Βερβέρης — αυτός που τα ’δινε όλα.
Ο διμοιρίτης άπλωσε το χέρι του στον ώμο του, πήγαν έτσι κοντά στους άλλους.
Ξεκίνησαν. Περπατούσανε τώρα με το κεφάλι σκυμμένο — ο νεκρός επίτροπος βάραινε πάνω στις πλάτες τους. Μέσα στο μέρος το δασωμένο, που βρισκόνταν ακόμα, είτανε λίγο καλύτερα — δεν είχαν εκείνο το χιόνι που τους κουκούλωνε και τους έπνιγε. Σε λίγο περνούσαν ψηλότερα απ’ το φυλάκιο, έξω απ’ τον κλοιό του στρατού. Το κρύο δυνάμωνε. Σηκώσανε τα κεφάλια τους, πετάξανε τους νεκρούς που τους βάραιναν, να λευτερώσουν τις πλάτες τους, να γρηγορέψουνε το περπάτημα, να φτάσουν.
— Ώς το βράδυ θα πεθάνω κ’ εγώ, είπε η Κατίνα και στάθηκε.
Σταθήκανε, την αρπάξανε, την τράβηξαν, ξεκίνησαν πάλι. Κάθε λίγο έπρεπε τώρα να σταματούνε, να μαζεύουν τη μικρή τους φάλαγγα που ’σπαζε, να χαστουκίζουν, να σηκώνουν κάποιον που καθότανε κάτω. Όλο τ’ απόγεμα. Κατά την ώρα που πήρε και βράδιαζε, τα δέντρα αρχίσαν κι αραίωναν.
— Παιδιά, βγήκαμε πάνω… Μπαίνουμε τώρα στο μονοπάτι, ακούσανε μπρος τη φωνή του Βασίλη.
Περπατήσανε λίγο, βγήκαν από τα δέντρα, να το δούνε το μονοπάτι. Κανένα μονοπάτι δεν είτανε, καμιά κορφή της σωτηρίας. Δε χιόνιζε εκεί. Ένας τόπος ολόγυμνος απλωνόταν μπροστά τους, ίσιος πέρα για πέρα και λυσσασμένος αγέρας τον έδερνε, σήκωνε σκόνη το χιόνι και το ’παιζε. Το σύνορό του απ’ την άλλη μεριά χανόταν, δε βλέπανε σύνορο, δε φαινότανε κανένα σύνορο σ’ αυτόν τον τόπο, τίποτα δε φαινότανε, ένα χάος μονάχα μπροστά τους και το χιόνι που σήκωνε ο αγέρας και το ’παιζε. Το τρόμαξαν όλοι αυτό το τίποτα π’ απλωνότανε μπρος τους, κάνανε πίσω, να ξαναμπούνε στα δέντρα.
— Προχωρείτε, ακούστηκε πίσω ο διμοιρίτης μ’ όση φωνή του ’χε μείνει.
Προχώρησαν. Το δάσος χάθηκε πίσω τους, ξαφνικά, σα να ρουφήχτηκε. Τους τύλιξε η καταχνιά. Βρίσκονταν τώρα πάνω σε κείνη την άπλα, πίσω και μπρος τους δεν είτανε τίποτα και κάθε βήμα που κάναν όλο και βούλιαζαν μέσα στο χάος της. Ξεχυθήκανε μπρος, σαν ένα κοπάδι λαχταρισμένα ζώα. Σέρνονταν όλοι, σέρνοντας ο ένας τον άλλον. Δεν πηγαίνανε πια πουθενά. Ο κόσμος, επανάσταση, διαταγές, πόλεμος, ο στρατός, τα φυλάκια, κορφή, σωτηρία, όλα-όλα είχαν τελειώσει στην άκρη εκείνου του δάσους που βούλιαζε. Ουρλιάζοντας πίσω τους, ένας άσπρος θάνατος τους κυνήγαγε…
— Εγώ θα πεθάνω ώς το βράδυ, είπε ο επιλοχίας, ο Κύρκας. Έκαμε λίγο να σηκωθεί, κοίταξε γύρω του με τα σβησμένα του μάτια κ’ έπεσε πάλι.
Ο Κύρκας είτανε μόνιμος στο στρατό. Και τον αγαπούσε — όλα του τ’ αγαπούσε, την πειθαρχία, την τάξη, τον κανονισμό, τις γυαλισμένες αρβύλες, τα στρατιωτάκια, τους λοχαγούς, την αναφορά το πρωί. Και τώρα, πως θα πεθάνει ώς το βράδυ, για την τάξη τους το ’πε, σα να ’δινε την αναφορά του.
— Όλοι θα ψοφήσουμε δω… Απόψε κ’ εμείς, είπε ο λοχίας, ο Δημάκης.
Κι ο Δημάκης μόνιμος είταν. Λωποδύτης, αγαπητικός, τύραννος στο στρατώνα, είχε τώρα δυο παράσημα στον Εμφύλιο Πόλεμο, και τα δυο προκινδυνεύοντας για τους άντρες της διμοιρίας τους. Πήγε κοντά στον Κύρκα, γονάτισε δίπλα του. Είτανε πάλι μούσκεμα στον ιδρώτα, κάτω απ’ τις κουβέρτες του έτρεμε ολόκληρος. Του σκούπισε το μέτωπο με την πετσέτα που ’ταν πεταγμένη δίπλα, του ίσιαξε τις κουβέρτες, έσκυψε πάνω του.
— Θέλεις τίποτα; Επιλοχία…
Ο Κύρκας δεν αποκρίθηκε. Έπεφτε πάλι σε βύθος. Ο Δημάκης σηκώθηκε, κοίταξε γύρω τους στρατιώτες μέσα στη σκηνή.
— Τέλειωσε το κονιάκ; ρώτησε κάποιος.
Το κονιάκ το ’χανε τελειώσει με τη διανομή της περασμένης μέρας. Ο Δημάκης έσκυψε, πήρε το δικό του το παγούρι, πήγε πάλι κοντά στον Κύρκα, τ’ αναποδογύρισε στο στόμα του. Σηκώθηκε, τους κοίταξε πάλι, τίναξε το παγούρι του ανάποδα, το πέταξε στην άκρη.
— Μην τον αφήνετε μόνο του, τους είπε βγαίνοντας.
— Πάει ο Κύρκας… Ο καλός ο Κύρκας, μουρμούρισε ένας και κουλουριάστηκε στις κουβέρτες του.
Ο Δημάκης μπήκε στην άλλη σκηνή. Είτανε και κει μερικοί και τουρτούριζαν.
— Τί δε δοκιμάζεις πάλι, μωρέ Γιαννούλη, είπε κάποιος.
— Τί να δοκιμάσω, μωρέ; Δεν έχω ασύρματο. Από χτες ακόμα. Πάρτε το απόφαση.
Ο ασυρματιστής Γιαννούλης είχε περάσει τον Εμφύλιο Πόλεμο σε ζεστούς καταυλισμούς, κοντά σ’ εφοδιασμούς και σε διοικήσεις. Το ’χε σίγουρο πως θα πήγαινε έτσι ίσαμε το τέλος. Η απίστευτη περιπέτεια να βρίσκεται τώρα δω πάνω τον τρέλαινε χειρότερα απ’ το κρύο.
— Δε γίνεται τίποτα; τον ρώτησε κι ο Δημάκης.
— Δε γίνεται τίποτα, λοχία, είπε ο Γιαννούλης. Έπρεπε να μ’ αφήνατε χτες να κατέβω. Τώρα κλειστήκαμε δω…
— Ρίξε μια φωτοβολίδα, είπε ένας στρατιώτης.
— Απαγορεύεται φωτοβολίδες, είπε ο Δημάκης.
— Θα πεθάνουμε, λοιπόν…
Είταν η τρίτη μέρα που το μικρό τμήμα του κυβερνητικού στρατού βρισκότανε πάνω σε κείνο το πέρασμα της κορφής. Δυο στοιχεία πολυβόλου, δυο στοιχεία πεζικού, ένας ασύρματος.
Ο λοχαγός τους είτανε κι αυτός από κείνα τα μέρη, όπως ο Βασίλης ο Μουλαράς — και τα ’ξερε. Το ’ξερε κι αυτός πως έχει ένα τέτοιο μονοπάτι στην κορφή του βουνού, πάνω στο γκρεμό — το ’χε ακούσει μικρός μέσα σε παλιές ιστορίες για καραβάνια, αγωγιάτες, κλέφτες και δράκους. Έψαξε, το βρήκε πάνω στο χάρτη, το σημείωσε καλά, πήρε το χάρτη, σηκώθηκε και πήγε στη Διοίκηση του τάγματος — να το πιάσουν αυτό το πέρασμα, πριν ακόμα τελειώσουν οι μάχες στα χαμηλώματα του βουνού.
— Μόνο από κει μπορούνε να πάνε…
Ο λοχαγός είτανε νέος. Και μισούσε τους κομουνιστές — δικό του μίσος. Έφεδρος, πρώτη φορά πολεμούσε — και πολεμούσε σαν όλος ο πόλεμος να κρινόταν απ’ αυτόν, από το δικό του το μίσος.
— Και δεν πάνε; είπε ήσυχα ο ταγματάρχης κι ούτε κοίταξε το χάρτη που του ’δειχνε. Πού θα πάνε; Θα πεθάνουν από το κρύο.
Ο ταγματάρχης είτανε μόνιμος. Γερασμένος μέσα στους πολλούς πολέμους της γενιάς του, δεν τους έβρισκε καμιά νοστιμιά — νικητές, νικημένοι, οι νεκροί που πεθαίνουν, οι ζωντανοί που ξεχνάνε και πάλι τα ίδια. Ετούτος ήταν ο τελευταίος του πόλεμος πριν από τη σύνταξη.
Το κρύο, μάλιστα, είπε κι ο λοχαγός. Μα δεν είναι βέβαιο πως θα ψοφήσουν όλοι τους απ’ το κρύο…
— Κ’ οι δικοί σου που θέλεις να στείλεις; Δεν παγώνουν αυτοί;
Ο λοχαγός τράβηξε λίγο τις πλάτες… σωστό κι αυτό, μα τη θέση.
— Θα βαστάξουν, είπε. Σήμερα, αύριο, μια-δυο μέρες, όσο που να πάμε και μεις — θα βαστάξουν.
— Λογάριασε τις διπλές, τις τριπλές, είπε ο ταγματάρχης. Πάντα τις διπλές λογάριαζε…
Ο λοχαγός —πάλι τις πλάτες— κι αυτό σωστό, μα τη θέση.
— Θα διαλέξω καλούς, ψωμωμένους, είπε. Και τον ξέρετε, τον επιλοχία τον Κύρκα.
— Πάλι τον Κύρκα, μωρέ παιδί μου;
— Δεν έχω καλύτερον.
— Καλύτερον… Αυτοί οι καλύτεροι χάνονται πάντοτε στον πόλεμο από τον καιρό του Φιλοκτήτη, σ’ όλους τους πολέμους, αυτοί, λοχαγέ… Μα δεν είναι έντιμο να τους σκοτώνουμε μεις, με τα χέρια μας… επειδής είναι καλύτεροι…
Ο λοχαγός δεν ήξερε ποιος είταν αυτός ο Φιλοκτήτης. Τράβηξε πάλι τις πλάτες του, άνοιξε λίγο τα χέρια — τη θέση.
Σωπάσαν. Ο λοχαγός στεκόταν ορθός με το χάρτη στα χέρια — ήθελε να πιάσουν αυτή τη θέση. Κ’ ήθελε να στείλει τον Κύρκα. Ο ταγματάρχης σήκωσε τα μάτια του, τον κοίταξε μια φορά, σα να τον μετρούσε. Ξανάσκυψε το κεφάλι με τ’ άσπρα μαλλιά. Ο λοχαγός είχε δίκιο. Και για τη θέση και για τον Κύρκα — ξανασήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε.
— Να την πιάσεις τη θέση, είπε. Στείλε τους. Και τον Κύρκα.
— Κ’ έναν ασύρματο; είπε ο λοχαγός.
— Ασύρματο;
— Μάλιστα. Να μη ρίξουν από κει φωτοβολίδες.
Ο ταγματάρχης σηκώθηκε.
— Σωστά, λοχαγέ. Το Γιαννούλη θα στείλεις.
— Νομίζετε; Αυτό το μόμολο;
Ο ταγματάρχης ήξερε πως αυτός ο Γιαννούλης είτανε σπιούνος του λοχαγού. Έριξε στο τραπέζι το μολύβι που κρατούσε στα χέρια του. Το χείλι του έτρεμε λίγο.
— Δε νομίζω τίποτα, είπε. Διαταγή του Τάγματος — κ’ η φωνή του είταν εχθρική, σάμπως να ’τανε να ξεπληρώσει τον Κύρκα μ’ αυτή την πράξη δικαιοσύνης για το Γιαννούλη.
Την ίδια μέρα η μικρή δύναμη του κυβερνητικού στρατού έφυγε για την κορφή. Ο Κύρκας δε θέλησε να το πει πως είταν άρρωστος — κρυωμένος. Ο Δημάκης το ’ξερε, πήγε πάλι μαζί του.
— Πάρτε μπόλικο κονιάκ, τους είχε πει ο λοχαγός. Για δυο μέρες, για τρεις.
Πήρανε για τέσσερις μέρες, για πέντε, όσο μπορούσαν να κουβαλήσουν. Με την ξαφνική παγωνιά τη δεύτερη μέρα το ’χαν τελειώσει.
— Και σπίρτο να πάρετε.
Και σπίρτο πήρανε, πολύ. Το ξοδέψαν για τους πρησμένους, τέλειωσε κι αυτό.
— Επιμελητεία μην περιμένεις εκεί πάνω, επιλοχία, όσο να ’ρθούμε. Πάρε φαΐ, λιπαρά, σοκολάτα.
Πήρε. Δε βοηθήσαν σε τίποτα.
— Τα σκαπανικά τα πήρες;
Όλα τα ’χε πάρει ο Κύρκας. Περάσανε μια νύχτα στον μικρό καταυλισμό στο τελευταίο φυλάκιο, ζεσταθήκανε στα καλύβια, ξεκουράστηκαν. Την άλλη μέρα έφτασε πάνω με τη μικρή του δύναμη. Έδωσε το σήμα με τον ασύρματο που λειτουργούσε ακόμα, έστησε τα πολυβόλα του ακριβώς απάνω στο πέρασμα, οργάνωσε θέσεις, έβγαλε σκοπιές απάνω στο πλάτωμα ώς εκεί π’ αρχίζαν τα δέντρα. Τα ’κανε όλα σωστά και με τάξη, όπως είναι στον κανονισμό. Τη νύχτα ήρθε το κρύο, του τα χάλασε όλα. Οι στρατιώτες ξυλιάσανε μέσα στις σκηνές, οι μικρές φωτιές μέσα στα κράνη δε βοηθούσαν σε τίποτα, οι περιπολίες δεν ξεμύτισαν πέρα απ’ το μονοπάτι, τρεις σκοποί τού πάθαν κρυοπαγήματα. Το πρωί τα όπλα, τα πολυβόλα βρέθηκαν κοκαλωμένα, τα λάδια πήξανε μέσα, ο πάγος είχε σκεπάσει τα ορύγματα. Χωρίς βλαστήμιες, χωρίς βιασύνη, επίμονα, ήμερα, χωριάτικα, αυτός ξανάρχισε με ψηλό πυρετό.
— Πέτρο, είσαι άσχημα, είπε ο Δημάκης. Να σε κατεβάζαμε στο φυλάκιο;
— Κάνε τη δουλειά σου, λοχία, είπε αυτός.
Το μεσημέρι ο πυρετός του ανέβηκε στα σαράντα, στάθηκε ορθός ώς το βράδυ, έστειλε μια ομάδα, φέρανε ξύλα, ανάψαν φωτιές — δε βοηθούσαν. Επιθεώρησε τις σκηνές, τις σκοπιές, τους πρησμένους, τους έδωσε όλο το σπίρτο. Μοιράσανε το τελευταίο κονιάκ, ήπιε το δικό του μονορούφι, κοιμήθηκε αμέσως, παραμιλούσε όλη τη νύχτα. Το πρωί της τρίτης μέρας έκανε να σηκωθεί, βγήκε ώς τ’ άνοιγμα της σκηνής — έπεσε πια. Φώναξε το Δημάκη.
— Πάρε τη διοίκηση, Σωτήρη, μπόρεσε κ’ είπε. Κράτα τη θέση… Όσο να ’ρθουν… Και τα παιδιά… Σωτήρη…
Δεν ξανάνοιξε το στόμα του ώς το μεσημέρι που τους είπε πως θα πέθαινε. Η μικρή μονάδα είχε ολότελα παραλύσει. Οι στρατιώτες γυρνούσανε σαν τρελοί, μπαίνανε στις σκηνές, κουκουλωνόνταν με τις κουβέρτες τους, τα κόκαλά τους αρχίζανε και πονούσαν, τότε κάνανε να βγούνε, ξεπάγιαζαν, ξαναμπαίνανε μέσα, πονούσαν πάλι τα κόκαλά τους.
— Ας κάνουμε κάτι, είπε ένας στρατιώτης. Να μην πεθάνουμε έτσι.
— Τί να κάνουμε, μωρέ παιδί μου, είπε ο Δημάκης.
— Να κατεβάζαμε τουλάχιστο τον επιλοχία στο φυλάκιο. Να μη μας πεθάνει εδώ, είπε ο Σαββόπουλος.
Ο Σαββόπουλος είτανε τεράστιος, ένας γίγαντας που ’τρεμε τώρα. Μπορούσε να το ’χει για σίγουρο — θα τον βάζανε στη μεταφορά και περνούσε στο φυλάκιο τη νύχτα.
— Θα σας μείνει στο δρόμο. Μην κάνετε τέτοια πράματα, είπε ο Κρίκελος.
Είτανε ξερακιανός, λειψανάβατος — μπορούσε να το ’χει για σίγουρο, δεν τον βάζανε αυτόν στη μεταφορά.
Ο Δημάκης πήγε να χαμογελάσει στραβώνοντας λίγο τα χείλια.
— Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνει, είπε κάποιος. Εμείς τί κάνουμε, να τη βγάλουμε αυτή τη νύχτα;...
— Πάμε κάτω στο φυλάκιο, είπε κάποιος.
— Στρατοδικείο.
— Στρατοδικείο, ναι... Μα θα λυπηθούνε — δεν μπορεί.
Είταν ένα στρατιωτάκι, ο μικρότερος απ' όλους, ένα παιδί. Ο Δημάκης γύρισε και το κοίταξε — το λυπήθηκε πολύ.
Ο Βαλάκης ο δεκανέας βγήκε μπροστά.
— Ν’ αφήσουμε τη θέση, λοχία. Να κατεβούμε πιο κάτω, απ’ την άλλη μεριά. Το πρωί ξαναρχόμαστε.
Ο Βαλάκης είτανε δάσκαλος. Βαρύς άνθρωπος, δύσκολος, ίσιος. Όλοι το ’χανε σκεφτεί — κανένας δεν το ’πε. Η σιωπή φαινότανε να ’πηξε, σα να πάγωσε γύρω τους.
— Θα μας μαρτυρήσει αυτός ο Γιαννούλης, είπε σε λίγο ο ανέσωτος, εκείνος ο Κρίκελος.
— Κάμε το λοχία, είπε ο Βαλάκης, σα να μην άκουσε. Τόσες ψυχές εδώ στο λαιμό σου...
Γύρισε κ’ έφυγε — οι άλλοι σκορπίσαν. Ο Δημάκης έμεινε κει με το κεφάλι σκυμμένο. Ύστερα τυλίχτηκε στη μαντύα του, τον είδαν που πήρε το μονοπάτι. Τράβηξε ώς την άκρη — κατέβαινε. Στάθηκε κει μια στιγμή, κοίταξε γύρω του, πίσω του, σα να τον μέτραγε αυτόν τον κατήφορο — ύστερα άρχισε και κατέβαινε απ’ την άλλη μεριά του βουνού. Κατέβηκε πιο κάτω, προχώρησε ακόμα. Πάνω στην κορφή ακουγόταν ο αγέρας που ’χε αρχίσει και λύσσαζε. Εδώ είταν ένα βαθούλωμα, ο αγέρας κοβόταν, τα βράχια από πάνω το σκέπαζαν. Γύρισε, κοίταξε όλο το μέρος — είταν στ’ αλήθεια ημερότερο λίγο.
Ο Βαλάκης μπήκε στη σκηνή του Γιαννούλη. Είτανε πάντα πεσμένος στην άκρη, κουκουλωμένος με τη χλαίνη και τις κουβέρτες του. Κανένας άλλος δεν είτανε μέσα. Ο Βαλάκης πήγε κοντά του, γονάτισε δίπλα του. Ο Γιαννούλης ανασηκώθηκε λίγο, τον κοίταξε — πήγε κάτι να πει. Είδε τον άλλο που γύρισε το κεφάλι του κατά το άνοιγμα της σκηνής, ένας τρόμος πέρασε μέσ’ απ’ τα μάτια του.
— Εσύ τον χάλασες τον ασύρματο; είπε ο δάσκαλος.
Δεν αρνήθηκε, δεν είπε τίποτα, είχε παραλύσει. Ο Βαλάκης έσκυψε πάνω του, άπλωσε τα χέρια του και του ’πιασε το λαιμό. Τα ’σφιξε, δυνατά, δυνατότερα. Τότε τράβηξε τις κουβέρτες, τον ξανασκέπασε και σηκώθηκε τινάζοντας τα χέρια του σα να ’τανε σκονισμένα. Έξω ακουγόταν η σφυρίχτρα του Δημάκη — οι στρατιώτες μαζευόντανε γύρω του. Πήγε κι αυτός. Ο Δημάκης ξανασφύριξε δυνατότερα, μαζεύτηκαν όλοι.
— Μαζεύτε τις σκηνές, τους είπε. Και τα πράματά σας...
Οι στρατιώτες τον κοίταζαν, κοιταζόντανε.
— Τις σκηνές σας, είπα, μαζεύτε τις. Μαρς.
Σκορπίσανε γύρω, ξηλώνανε τις σκηνές, τις διπλώναν, μαζεύαν τα όπλα τους, τους γυλιούς, τις κουβέρτες. Από τη σκηνή του Γιαννούλη τρέξανε κ’ είπαν, τον βρήκανε μέσα ξεπαγιασμένον.
— Αφήστε τον εκεί, είπε ο Δημάκης. Το πρωί τον θάβουμε.
— Τα πολυβόλα;
— Το πρωί.
Ετοιμαστήκανε. Ο Δημάκης μπήκε μπροστά, περάσαν το πέρασμα, κατεβήκαν όλοι, προχωρήσαν από την άλλη μεριά του βουνού, φτάσανε σ’ αυτό το βαθούλωμα. Στήσαν εκεί μια σκηνή, στρώσανε κάτω τις άλλες. Ο Σαββόπουλος κι άλλοι δυο κουβαλήσαν τον Κύρκα, τον απιθώσανε κοντά στο βράχο, τον σκεπάσανε καλά, βοηθήσανε και τους άλλους τρεις με τα πρησμένα πόδια να κατεβούνε. Μαζευτήκαν όλοι μέσα στη σκηνή — είτανε λίγο καλύτερα. Βράδιαζε έξω, μέσα σκοτείνιαζε. Ο Δημάκης πήγε και κάθισε δίπλα στον Κύρκα.
— Και το ξέρετε, είπε, εγώ τώρα πάω επί εγκαταλείψει...
— Όλοι θα πάμε, είπε ο Σαββόπουλος. Μη φοβάσαι, λοχία. Άντρες είμαστε...
— Τρίχες, Σαββόπουλε, είπε ο Δημάκης.
— Κανένας δεν πάει στρατοδικείο, είπε ο Κρίκελος, ο ξερακιανός. Ο Κύρκας έδωσε τη διαταγή. Τον άκουσα ’γώ με τ’ αυτιά μου...
— Ψέματα, ρουφιάνε Κρίκελε, είπε ο Δημάκης. Μην τον βάνεις τον Κύρκα στο δικό σου το στόμα...
— Μα γιατί; είπε ο μικρός. Ο Γιαννούλης που θα μαρτυρούσε...
Δεν ξαναμίλησαν. Μερικοί κάνανε το σταυρό τους, μαζεύτηκαν όλοι, κολλήσαν ο ένας δίπλα στον άλλον, κουκουλωθήκανε με τις κουβέρτες τους. Σκοτείνιασε ολότελα μέσα. Μερικοί βγήκαν έξω, πολεμούσαν ν’ ανάψουν φωτιά — χαμένος κόπος και τα παράτησαν, ξαναγυρίσανε μέσα με δόντια που χτύπαγαν, γόνατα που πονούσαν, ξαναπέσανε δίπλα στους άλλους. Ο Κύρκας κάθε λίγο παραμιλούσε — το Δημάκη φώναζε. Οι άλλοι τρεις με τα κρυοπαγήματα βογκούσαν. Όλοι νιώθανε τους αρμούς του κορμιού τους, ξεκλειδωνόντανε και πονούσαν. Δε σαλεύανε πια. Λίγο αργότερα, την ίδια ώρα που οι αντάρτες χαροπαλεύανε πάνω σε κείνο το πλάτωμα, είτανε κι αυτοί πέρα για πέρα ανίκανοι ν’ αντισταθούν στο ξεπάγιασμα, να το πολεμήσουν. Η θανάσιμη νύστα του είχε αρχίσει και τους κυρίευε…
Οι αντάρτες περάσανε τ’ άσπρο πλάτωμα. Σε λίγο νιώσανε τα πόδια τους να κατηφορίζουν. Είτανε το πέρασμα, το μονοπάτι του γκρεμού. Περάσαν μπροστά στ’ αφημένα πολυβόλα — δεν τα ’δανε. Μ’ όση ζωή τούς απόμεινε αφεθήκαν και ροβολούσαν, κατρακυλώντας από την άλλη μεριά του βουνού, κυνηγημένοι ακόμα από κείνο το φόβο του χάους. Κατεβαίναν όπως τους πήγαινε αυτός ο κατήφορος. Η σκηνή των στρατιωτών βρισκόταν πιο κάτω, μέσα στο γούβωμα — δεν την είδαν, δε βλέπανε πια. Όταν φτάσανε μπρος της, τότε σταμάτησαν. Πέσανε πάνω της, πασπατεύοντας βρήκανε τ’ άνοιγμα, μπήκανε μέσα.
Για μια στιγμή οι στρατιώτες σα να ξυπνούσανε, κάνανε κάπως να σηκωθούνε. Οι άλλοι στέκαν ασάλευτοι, δε λέγαν, δεν κάνανε τίποτα, δεν προστάξανε τίποτα. Τότε το ’νιωσαν πως είταν αντάρτες, δεν είταν ο λόχος τους που τρομάξαν. Μια φωνή πνιγμένη, σαν μούγκρισμα ζώου, ακούστηκε μόνο και ξαναπέσαν εκεί που βρισκόνταν.
— Μη βαράτε εσείς, μπόρεσε κ’ είπε ο Βαλάκης.
Για μια στιγμή οι αντάρτες, σα να ξυπνούσανε τώρα, να βγαίναν από το χάος, πήγαν να κάνουνε πίσω. Οι άλλοι δεν είχαν σαλέψει να τους δεχτούνε, να τους χτυπήσουν — τότε ξέρανε πως δεν είχαν πέσει σε δικά τους τμήματα, που τρομάξαν. Άλλη μια φωνή πνιγμένη, πάλι σα μούγκρισμα ζώου, ακούστηκε μόνο.
— Αντάρτες είμαστε... Μη βαράτε, μπόρεσε κ’ είπε ο Βασίλης.
Ύστερα όλοι μαζί πέσανε δίπλα στους στρατιώτες. Δε βλέπανε τίποτα, δεν κάνανε τίποτα, κανένας δεν είπε τίποτα. Ακουγότανε μόνο το βόγκημα αυτών που πονούσαν, όλοι πονούσαν, όλοι βογκούσαν. Ο αγέρας λύσσαζε στην κορφή. Το κρύο δυνάμωνε.
Σε λίγο αρχίσαν και σάλευαν, κάποιοι ζωντάνευαν — όλοι ζωντάνευαν λίγο. Στριμωχνόταν ο ένας κοντά στον άλλον που ’τανε δίπλα του, να χωρέσουν — δε βλέπαν, δεν ξέραν ποιος ήταν στρατιώτης ή αντάρτης. Πέφτανε πλάτη με πλάτη, αγκαλιάζονταν, μπλέκαν τα σκέλια τους, να ζεσταθούνε κοντά του. Ο Βασίλης σκούντησε αυτόν που ’τανε δίπλα του. Δε σάλεψε, έμεινε όπως ήταν, μπρούμυτα πεσμένος. Άπλωσε το χέρι του, το ’νιωσε από τη χλαίνη του πως ήταν στρατιώτης, τον έπιασε από το σβέρκο, τον έσφιγγε όσο μπορούσε, ζεσταινόταν κι αυτός με το σφίξιμο. Ο στρατιώτης σάλεψε λίγο, γύρισε απ’ το πλευρό, άνοιξε την κουβέρτα του, τον πήρε μέσα. Ο μικρός είταν. Κουκουλωθήκαν μαζί, έγινε λίγο ζεστότερα.
— Μην κοιμάσαι, του ’πε ο Βασίλης.
— Μην κοιμηθείς, είπε κι ο μικρός.
Η Κατίνα κρύωνε ακόμα πολύ. Είχε πέσει κοντά στον Κύρκα. Από τ’ άλλο του πλευρό είτανε πεσμένος ο Δημάκης. Αυτή έτρεμε ακόμα, έτρεμε ολόκληρη. Τραβήχτηκε κοντά στον Κύρκα, πολύ κοντά του. Ο ψηλός πυρετός του αναδινότανε γύρω του, τον ένιωθε. Παραμιλούσε ακόμα — πάντα με το Δημάκη. Άπλωσε τα χέρια της στα σκοτεινά και του σκούπισε το μέτωπο, μουσκεμένο στον ίδρωτα. Άφησε κει την παγωμένη παλάμη της και το δρόσιζε, το χέρι της ζεσταινόταν. Το ξαναπήρε, το ’βαλε πάλι και πάλι. Το παραμίλημα σε λίγο σταμάτησε. Η ανάσα του ακουγότανε μέσα, ξεχώριζε, βαριά, κομμένη, δυσκολεμένη. Ύστερα ακούστηκε η φωνή της Κατίνας — σαν εκείνη μες στο δάσος.
— Κύρκα μου, ακούστηκε από δίπλα κ’ η φωνή του Δημάκη.
Το κρύο δυνάμωσε μονομιάς. Από κείνη τη γωνιά που κείτεται ο Κύρκας ανεβαίνει κι απλώνεται, περνάει τις κουβέρτες, τις χλαίνες και μπαίνει μέσα στα κόκαλα. Σφίγγονται όλοι κοντά στους άλλους, κοντύτερα, να ζεσταθούνε, να τ’ αποδιώξουν. Δε λένε τίποτα, σφίγγονται μόνο κοντά στον άλλον, να ζεσταθούνε, να τον ζεστάνουν, τα χέρια κάποτε τρομαγμένα τον πασπατεύουν — είναι ζεστός ακόμα, αυτός ο δικός τους.
Κοντεύουνε τα μεσάνυχτα.
Το κορμί τους ζεστάθηκε λίγο μ’ αυτό τ’ αγκάλιασμα — αρχίζει τότε κι ο νους και ξυπνάει. Ξυπνάει λίγο — φοβούνται αμέσως. Οι αντάρτες θέλουνε τότε να σηκωθούνε να φύγουν, να τραβήξουνε το δρόμο τους μέσα στο δάσος, να μην είναι δω το πρωί με το φως. Οι στρατιώτες ζεσταθήκανε λίγο, θέλουνε τώρα να φύγουν, να ξαναγυρίσουν στ’ αφημένα τους πολυβόλα, να την πάρουν από δω τη σκηνή, να μη μείνει τίποτα το πρωί απ’ αυτή τη νύχτα της προδοσίας. Σαλεύουν όλοι, ανασηκώνονται λίγο, να το ξεφύγουν αυτό τ’ αγκάλιασμα, να τελειώσουν. Έτσι που πέσαν ανάκατοι δεν ξέρουνε τους δικούς τους πού βρίσκονται, είναι επικίνδυνο ν’ αρχίσουν τώρα να τους φωνάζουν. Η τάξη χάλασε μέσα, ξεσκεπάστηκαν, κρυώνουνε πάλι. Φοβούνται και σφίγγονται πάλι δίπλα στον άλλον. Λουφάζουν. Το πρωί θα βρεθούν εκεί, θα βρεθούν έτσι. Οι στρατιώτες θα ξαναγίνουν στρατιώτες, αυτοί οι αντάρτες θα γίνουν αντάρτες. Ο λόχος, το πέρασμα, τα πολυβόλα, τα τμήματα, ο σκοτωμένος επίτροπος — τα φοβούνται. Οι περισσότεροι και πιο δυνατοί θα τους σκοτώσουνε το πρωί τους άλλους, τους λιγότερους και λιγότερο δυνατούς — τον φοβούνται αυτόν που βρίσκεται δίπλα τους. Τα χέρια σαλεύουνε μέσα στο σκοτάδι, ψάχνουν τα όπλα τους, να ζεστάνουνε τη σκανδάλη τους, να ξεπαγώσουνε τις θαλάμες με τα χέρια τους που ζεσταθήκανε λίγο, τα πασπατεύουν, τα σιγουρεύουνε δίπλα τους. Ακούγονται που τα σέρνουν κοντά τους — ένα χτύπημα σε κουμπιά, σε ζωστήρα, ένα κρακ μιας ασφάλειας — κάποιος την άνοιξε. Το κορμί κρυώνει ξανά, οι αρμοί τους αρχίζουν ξανά να πονούνε, στην κορφή ακούγεται εκείνος ο αγέρας, από τη γωνιά που κείτεται ο Κύρκας ανεβαίνει εκείνο το κρύο και μπαίνει στα κόκαλα. Και τότε πάλι φοβούνται και σφίγγονται πάλι κοντά στον άλλον που βρίσκεται δίπλα τους. Μικρές γροθιές ακούγονται βιαστικές σε μια πλάτη, μια κουβέρτα που τραβιέται, ένα χέρι που τρίβεται κάπου, ένα βόγκημα — η ένοχη φωνή σέρνεται πάλι μες στη σκηνή, χαμηλή, μητρική:
— Μην κοιμάσαι...
* * *
Το πρωί ο καιρός μαλάκωσε κάπως, ο αγέρας έπεσε, χιόνιζε, πάλι. Μόλις είχε ξημερώσει όταν από το προχωρημένο φυλάκιο δώσαν στη Διοίκηση του λόχου ένα σήμα με τον ασύρματο: Στην κορφή του βουνού ακουστήκαν πριν από λίγο πυκνά πυρά, ησυχία ύστερα απόλυτη. Κοντά στο φυλάκιο βρήκαν παγωμένον έναν αξιωματικό των ανταρτών, προφανώς επίτροπος, σκοτωμένος από τους δικούς του και περιμένουν διαταγές. Ο λοχαγός έριξε στην πλάτη τη χλαίνη του κ’ έτρεξε στη Διοίκηση του τάγματος με το πολύτιμο σήμα.
Ο ταγματάρχης το πήρε, το διάβασε, του το ’δωσε πίσω. Σήκωσε τα μάτια του και τον κοίταξε — λαμποκοπούσε ακέριος.
— Είχαμε δίκιο, είπε αυτός, χαρίζοντάς του το μισό του θρίαμβο, που την πιάσαμε αυτή τη θέση.
— Ναι, είπε ήσυχα ο ταγματάρχης. Δεν παγώσανε, λοιπόν. Σκοτωθήκαν εκεί πάνω. Είχες δίκιο λοχαγέ... Μονάχα εσύ... εσύ — κι αυτός ο επίτροπος, βέβαια, που τον σκοτώσαν οι δικοί του... Πάρε τσάι... Όσο να μάθουμε τί απόγινε κεί.
— Θα μετακινήσω αμέσως το φυλάκιο στην κορφή, είπε ο λοχαγός γεμίζοντας ένα τάσι.
— Φυσικά... Ο πόλεμος συνεχίζεται...
[πηγή: Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι. Διηγήματα, Το Ροδακιό, Αθήνα 2000, σ. 73-98]
❀ ❀ ❀ ❀
… e tu on ore di pianti, Ettore, avrai / ove fia santo e la-crimato Η sangue / per la patria versato, e finche il sole / risplindera su le sciagure umane
Ugo Foscolo, «Dei sepolcri», 292-5
(… και τιμήν εσύ θρήνων Έκτορα θε νάχεις / όπου σέβας και δάκρυα θα τιμούν το αίμα / όσο για την πατρίδα εχύθει κι ως ότου ο ήλιος / θα ν’ ακτινοβολεί στις συμφορές τ’ ανθρώπου
Οΰγος Φώσκολος, «Οι Τάφοι», μετ. Γ. Καλοσγούρος)
Όταν οι Γερμανοί την τουφέκισαν, στις αρχές του καλοκαιριού του 1944, λίγο πριν από την απελευθέρωση, η Μαργαρίτα δεν είχε πατήσει ακόμα τα είκοσι χρόνια της. Το λιγνό κορμί της βάσταξε μ’ απίστευτη αντοχή όλες τις κακουχίες της φυλακής, το στόμα της έμεινε κλεισμένο σ’ όλα τα μαρτύρια που μαθεύτηκε πως της κάνανε. Και στάθηκε μπροστά στο απόσπασμα χαμογελώντας το πικρό χαμόγελο της οικογένειας των Περδικάρηδων. Αυτό το τελευταίο για το χαμόγελο το ‘πε ο παπάς, που, με την απαραίτητη παρουσία του στις θανατικές εκτελέσεις, επικυρώνει, στ’ όνομα του Καίσαρος, την απόδοση της ψυχής στο Θεό. Ο ίδιος είπε πως, όταν σήκωσαν τα ντουφέκια, η μικρή Μαργαρίτα κούνησε το χέρι της κ’ είπε ένα ακατανόητο καληνύχτα, μάλιστα δεν είπε καληνύχτα, είπε ακριβώς — «καληνύχτα ντε…».
Ήταν η πρώτη γυναίκα στη δική μας πόλη που πέθαινε με τέτοιον τρόπο. Ως τα τότες οι γυναίκες εκεί ξέρανε μόνο να πεθαίνουν αμίλητες στο κρεβάτι ή το στρώμα τους απ’ αρρώστιες κι από γεράματα, πεθαίνανέ πάνω στη γέννα ή τη λεχωνιά τους, από το μαράζι της φτώχειας, της κακής παντρειάς ή της ξενιτιάς των αντρών τους και των παιδιών τους — τέτοια πράματα π’ ο καθένας τα βρίσκει πολύ φυσικά. Αν πεις και για τις γυναίκες από το δικό της το σόι, οι γυναίκες των Περδικάρηδων πέθαιναν από γεροντοχτικιό, από κρίσεις νευρικές και καρδιακές – γεροντοκόρες το πλείστον. Τελευταία στο σόι τους η Μαργαρίτα πέθανε κι αύτη ανυμέναια.
Ήτανε δυό χρόνια που ‘χε τελειώσει το Αρσάκειο στην Αθήνα, όπου τη στείλανε να σπουδάσει, καθώς ήταν ή αράδα της κ’η παλιά παράδοση της οικογένειας. Γυρίζοντας, διορίστηκε δασκάλα μέσα στην πόλη κ’ έμεινε μαζί με τους άλλους στο παλιό δίπατο σπίτι, όπου ζούσαν τα τελευταία απομεινάρια της αξιομνημόνευτης αυτής οικογένειας των Περδικάρηδων, όλοι μαζί και κρατώντας μια μεγάλη κι απλησίαστη αρχοντιά. Κανένας δεν ήξερε μα μήτε κ’ οι ίδιοι θα μπορούσαν να πούνε τι λογής ήταν η αρχοντιά τους, πότε την είχανε και πότε τέλος πάντων τη χάσανε. Η κοινωνία μας ωστόσο βρέθηκε αναγκασμένη ν’ αναγνωρίσει πώς πάνω σ’ αυτό δεν είχανε κάνει κανένα ποτέ στραβοπάτημα, καμιά υποχώρηση, καμιά παραχώρηση.
Οι γυναίκες τους φκιάχναν ακόμα τα μαλλιά τους με την μόδα την παλιακή, πίσω και πολύ ψηλά, πολύ σφιχτά μαζωμένα— «πάπια» που το λέγανε, γιατί ‘ταν στ’ αλήθεια σαν το κεφάλι της πάπιας αυτός ο σφιχτοδεμένος ο κότσος που πεταζότανε πίσω. Φορούσαν ακόμα τ’ αρχοντικά κοντογούνια τους — μαύρο κατηφέ μ’ ένα πλατύ σειρήτι, γούνα γκριζωπή, από το γιακά και σ’ όλο το πέτο που κατέβαινε και σ’ όλο το γύρο, μπροστά και πίσω και με τη μέση σφιχτή, στενή.
Αυτές οι γυναίκες, χωρίς να κατηγοράνε κανέναν στα φανερά —τέτοια πράματα των παρακατιανών δεν τα καταδέχονταν— ξέραν έτσι να δείχνουν την καταφρόνια τους για τους τυχάρπαστους, τους αμαρτωλούς και τους ξιπασμένους, τραβώντας λίγο τα λεπτά τους τα χείλια, π’ ο καθένας το ‘βρίσκε καλύτερο να τις σκιάζεται. Ήταν ένα είδος ιερές χήνες του καπιτωλίου για την αρετή της πόλης μας.
Οι άντρες φορούσανε μαύρα κι αυτοί — χειμώνα και καλοκαίρι. Δεν πατούσανε ποτές τους στα καφενεία, συχνάζανε μόνο στα φαρμακεία, τα συμβολαιογραφεία και το Γραφείο των Ελεών της ιεράς Μητροπόλεως — όπως έκαναν οι παλιοί. Κανένας δεν δούλευε και μπορούσαν έτσι να μένουν μακριά από κάθε είδους χυδαίες συνάφειες με τον όχλο των παρακατιανών και να καταφρονούνε καθετί τωρινό, ανθρώπους και γνώσεις και πράματα. Είχανε κ’ οι τρεις τους κάτι μικροσυντάζεις και η οικογένεια ζούσε με αψεγάδιαστη αξιοπρέπεια μ’ αυτά τα λίγα που της είχανε μείνει.
Με το δίκιο του λοιπόν, ο καθένας τους λογάριαζε μέσα στα στηρίγματα της κοινωνίας και της πατροπαράδοτης τάξης. Η κλίκα του Μητροπολίτη είχε πάντα κ’ έναν Περδικάρη στα ψηφοδέλτια των ενοριακών επιτροπών και με τον καιρό οι αυστηροί κι ανεπίληπτοι αυτοί άνθρωποι είχαν γίνει ένας μόνιμος παράγοντας στη διοίκηση των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων της πόλης μας. Ξεχωριστά οι καταστάσεις για τα «βοηθήματα» που μοιραζόντουσαν στους φτωχούς είχε σχεδόν καθιερωθεί να ‘χουν πάντα την υπογραφή ενός απ’ αυτούς κ’ ιδιαίτερα του γιατρού και φιλόσοφου Περικλή Περδικάρη, που λογαριαζόταν για αρχηγός της οικογένειας κ’ ήταν επίτροπος στον ιερό ναό του άγιου Αντωνίου, του νεομάρτυρος και θαυματουργού. Εκεί, σ’ άωτον το ναό, είχαν δημιουργηθεί κάτι δύσκολα ζητήματα, σχετικά με το ποιος θα πρέπει να παίρνει τα λάδια και τα πρόσφορα που φέρναν οι προσκυνητάδες στον άγιο — ή Μητρόπολη δηλαδή, να τα παίρνει, οι εφημέριοι της ενορίας ή οι κατευθείαν απόγονοι του αγίου. Αναγνωριζόταν απ’ όλους πως ο Περικλής Περδικάρης είχε βάλει μια τάξη σ’ αυτά τ’ ανακατωμένα ζητήματα. Γενικότερα αναγνωριζότανε σ’ αυτόν, σαν προνόμιο και σαν χρέος του, να μην έχει στη ζωή του άλλη δουλειά Κάι φροντίδα, όξω απ’ την αψηλή αυτή αποστολή της άσκησης της φιλανθρωπίας μέσα στην πόλη.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όταν πιάστηκε η Μαργαρίτα γίνηκε σούσουρο τόσο μεγάλο. Ο καθένας δυσκολευότανε να πιστέψει πως το χαϊδεμένο στερνοπαίδι των Περδικάρηδων θα μπορούσε να ‘ναι ένας παράγοντας τόσο σημαντικός Κάι μάλιστα τόσο έμπιστος μέσαστο κίνημα της Αντίστασης. Η ίδια δεν είχε δείξει και δεν είχε κάνει τίποτα που να την ξεχώριζε από τους άλλους δικούς της, μέσα στα δυο αυτά χρόνια που ζούσε μαζί τους. Πλάσμα καχεκτικό, μαζωμένο, απέραντα μοναχικό, με μια λύπη χυμένη στο πρόσωπο, φαινότανε πιο πολύ να σκιάζεται τούς ανθρώπους, παρά να γνοιάζεται για το μέλλον της ανθρωπότητας. Θελήσανε, λοιπόν, αμέσως να συνδυάσουνε την υπόθεση με τις κλίκες τις τοπικές, άλλοι να εκθέσουν την κλίκα του Μητροπολίτη, οι μητροπολιτικοί να σπεκουλάρουν πάνω σ’ αυτήν, γιομίσανε την πόλη διάφορες διαδόσεις. Η Μαργαρίτα τους έκοψε τ0 βήχα. Μαθεύτηκε πως αυτό τ’ ανέσωτο πλάσμα είχε πει στους Γερμανούς απ’ την πρώτη στιγμή πώς ήτανε κομμουνίστρια, πως οι σύντροφοι της ήτανε κι αυτοί κομμουνιστές και πως μάταια θα την βασανίζανε να τους μαρτυρήσει. Όσο για τους Περδικάρηδες, είπε πως αυτοί δεν είχαν ιδέα τι κρυβότανε στο κατώι του σπιτιού τους. Παλιανθρώποι, σπεκουλάντες, κ’ οι άλλοι που πάντοτε τα ξέραν όλα ξέμπλεξαν μαζί της. Κατάλαβαν. Η Μαργαρίτα δεν ήταν απ’ τον δικό τους τον κόσμο. Η υπόθεση δεν είχε ζουμί γι’ αυτούς. Την παράτησαν, λοιπόν, με την ευχαρίστηση πως δε θ’ οργούσανε να την ντουφεκίσουν οι Γερμανοί, όπως βαθύτατα ποθούσανε να τούς ιδούνε να κάνουν για όλα αυτά τα καταραμένα αποπαίδια που είχαν πληθύνει — να τα ξεκάνουνε τουλάχιστο προτού να φύγουν.
Απόμεινε μονάχα το μυστήριο, πως γίνηκε και την πιάσανε, πως τη βρήκανε δηλαδή, εκεί μέσα, στην Περδικαρέικη κατακόμβη. Ήταν ολοφάνερο πως κάποιος την είχε προδώσει και γι’ αυτό, καθώς λέγανε, οι χωροφυλάκοι, που πήγανε σπίτι, τραβήξανε γραμμή στο κατώι, σα να το ‘ξεραν από πριν. Εκεί βρήκαν το μικρό πολύγραφο, κάτι πάκα χαρτί, σωληνάρια με μελάνι — ένα μικρό εκδοτικό μηχανισμό της παρανομίας. Η Μαργαρίτα τα ‘βαζε όλα μέσα σε μια μεγάλη παλιακή κασέλα, που βρισκόταν εκεί πεταμένη από χρόνια και τα σκέπαζε από πάνου μ’ ένα σωρό κουρελιασμένα παλιόρουχα. Οι αράχνες κρεμότανε στο ταβάνι, το σαράκι άλεθε σιγά-σιγά την ξεχασμένη κασέλα, ό σκόρος έτρωγε τ’ αχρηστεμένα παλιόρουχα. Κανένας άλλος δεν πατούσε ποτές εκεί μέσα.
Πως μπορούσανε, λοιπόν, να τη βρούνε τη μικρή Μαργαρίτα, χωρίς κάποιος να την έχει προδώσει;
Το μαύρο ρούχο της οικογένειας δεν της είχε λείψει κι αυτηνής από πάνω της. Μ’ αυτό μεγάλωσε, μέσα σ αυτό πέθανε. Μόνο που το καλοκαίρι, γυρίζοντας απ’ τα’ Αρσάκειο για τις παύσεις, ερχότανε τα τελευταία χρόνια μ’ έναν άσπρο γιακά, πικέ, μεγάλον, που κλειοΰσε μπροστά στο λαιμό της μ’ ένα φιόγκο, κ’ οι στενές κορδελίτσες του κρεμότανε κάτω ως το χώρισμα του στήθους, πάνω στο μαύρο ρούχο. Τα μαλλιά, χωρισμένα στη μέση και δεμένα πίσω σφιχτά — λίγο ακόμα και θα ‘τανε σαν την «πάπια» — τα μεγάλα τα μάτια τα λυπημένα κάτω απ’ το μέτωπο πού στρογγύλευε λίγο, τα μακριά της ποδάρια και τ’ άχαρο ντύσιμο, όλα, δίνανε μια εικόνα αδεξιότητας, συστολής, σχεδόν γελοία.
—Ήρθε και το μυξιάρικο, κακολογούσανε και κρυφογελούσαν τα κορίτσια της πόλης τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού που αρχινούσανε τ’ ακούραστο ανεβοκατέβασμα στο δρόμο του περιπάτου, παρέες-παρέες.
Αυτή ‘τανε πάντα ολομόναχη. Δεν πλησίαζε κανένα κορίτσι, μήτε τις παλιές συμμαθήτριες, μήτε τα κορίτσια της γειτονίας της, μήτε τις πλούσιες, μήτε τις φτωχές. Ο γυρισμός της το καλοκαίρι δημιουργούσε για την οικογένεια τα πιο δύσκολα ζητήματα. Η Μαργαρίτα δεν ήξερε καθόλου τη ζωή τους, την πραγματική ζωή της αψεγάδιαστα αξιοπρεπούς οικογένειας των Περδικάρηδων μέσα σε κείνο το δίπατο σπίτι που φαινότανε να ρεύει σιγά-σιγά Κι αφού γίναν έτσι τα πράματα κ’ είχε φύγει από κοντά τους μόλις έπαιρνε και μεγάλωνε, τώρα τους ερχότανε δύσκολο να τη φανερώσουν. Χωρίς κι αυτοί να νιώσουνε πως, βρέθηκαν και μέσα στο ίδιο το σπίτι τους μπλεγμένοι μ’ αυτό το ψέμα που σκέπαζε τη ζωή τους.
Τον άλλο καιρό, το χειμώνα, η θεία Κατερίνα μπορούσε να σηκώνεται το πρωί να βάζει μια πατσαβούρα βρεμένη πάνω στο ξύλο και να κοπανάει δυνατά με το κιφτεντένι —το μεγάλο μαχαίρι πού κόβουνε τον κιμά— για ν’ ακούν οι γειτόνισσες πως αγόρασαν πάλι και φκιάχνανε κρέας στο Περδικαρέικο. Μπορούσαν να κάθονται νηστικοί και μπορούσαν ακόμα να βρίζονται και να φτυούνται. Η Μαργαρίτα, λοιπόν, δεν έπρεπε να έδει τίποτα απ’ αυτά. Από την αρχή της άνοιξης ακόμα καταπιάνονταν όλοι να λογαριάσουν τι θα γίνει το καλοκαίρι που θα ‘ρθει «το παιδί» — να τοιμάσουν τα ρούχα της, το δωμάτιο, το κρεβάτι της, να μαζευτούν τα λεφτά που χρειάζονταν.
Ο Περικλής πίστευε πάντα πως η θεία Κατερίνα — αδελφή δική του, μεγαλύτερη στα χρόνια, είχε ακόμα κάτι κρυμμένο χρυσάφι. Έπρεπε, λοιπόν, να δώσει για «το παιδί» και να τα δώσει από τώρα και να τα δώσει σ’ αυτόν — να ‘ναι ήσυχος.
—Όλα, όλα μου τί φάγατε, ούρλιαζε τότες η Κατερίνα, σόι καταραμένο — και σήκωνε τα χέρια της όσο πιο ψηλά την άφηνε η καμπούρα της να τους καταραστεί κι άλλη μια φορά.
Τα δάκρυα ξανάρχιζαν και τρέχαν ποτάμια απ’ τα μάτια της, μόνο που της θύμιζε τέτοια πράγματα, για λεφτά και χρυσάφια. Ο άντρας της —Καναβός και με τ’ όνομα— γύρισε καπότες από τη Βλαχιά με μια σακούλα λίρες, σακούλα, όχι σακουλίτσα. Και του ρίχτηκαν οι Περδικαραιοι να τον φαν ως το κόκκαλο. Ο άνθρωπος ήρθε κι απόρεσε ήταν και φιλότιμος και λίγο στενόκαρδος και τον πήρε απελπισία και βγήκε μια φορά στο παράθυρο και τις πέταξε τις λίρες στο δρόμο και μαζώχτηκαν οι φτωχοί και τις παίρνανε —να γλυτώσει μονάχα απ’ τη ζητιανιά και την κλάψα σας— τον φάγατε τον άνθρωπο, τέτοιον άνθρωπο, σαν τον πλάτανο κι ακόμα ζητάτε απ’ την έρημη τη γυναίκα που την ορφανέψατε και την έχετε δω μέσα και…
Ο ιατροφιλόσοφος Περικλής πολύ λίγο μπορούσε να θυμώνει μ’ αυτές της τις κατηγορίες για τα παλιά —κάπως υπερβολικές εξάλλου. Ξαναγυρίζοντας την κουβέντα στα τωρινά, θύμιζε στην Κατερίνα πως αυτός-την είχε τώρα στην πλάτη του, όσο που ο θεός να τον λυπηθεί και να την σηκώσει.
— Ψέματα, ψέματα, αγρίευε πάντα ή Κατερίνα για μια τέτοια αδικία. Εσύ ζεις από μένα, με τα λεπτά που παίρνεις απ’ τη Μητρόπολη — και να μην ξαναπάς!
— Σσσσ, ανατρίχιαζε αυτός σ’ αύτη την κουβέντα και γύριζε το κεφάλι του τρομαγμένος, μη μπορούσε να τούς ακούσει κανείς.
Ήταν αλήθεια πως ο βασικός πόρος της ζωής του ήταν τα φιλανθρωπικά Ιδρύματα της πόλης. Κάθε φορά που μοιράζονταν τα βοηθήματα στους φτωχούς -έβαζε κι αυτός στη τσέπη ένα στρογγυλούτσικο ποσό. Όχι φυσικά -για λογαριασμό του, μα γι’ αυτή τη θεία την Κατερίνα που ‘ταν χήρα, για την άλλη, ..την ξαδέρφη τη Φωτεινή που ‘ταν η καημένη γεροντοκόρη, για την Αντιγόνη, τη μάνα της Μαργαρίτας που περίμενε πάντα τη σύνταξη της… Αποδείξεις γι’ αυτό το ποσό δεν υπογραφότανε — το βοήθημα σε τέτοια ευυπόληπτα πρόσωπα λογαριαζότανε μυστικά με ευθύνη της αυτού Σεβασμιότατος. Σε αντάλλαγμα ο Περικλής Περδικάρης υπόγραφε ανεξέλεγκτα τις παραφουσκωμένες καταστάσεις που του δίνανε.
Η θεία Κατερίνα τα ‘ξερε αυτά και σε τέτοιες περιπτώσεις θυμότανε πάντα να ζητήσει το μερτικό της για ν’ αποστομώσει τον Περικλή. Η νύφη τους η Αντιγόνη, η μάνα της Μαργαρίτας, χήρα κι αυτή, έμπαινε σε λίγο στη μέση. Ο θειος Στέφανος με το παράλυτο χέρι είχε πάντα την τέχνη ν’ αγριεύει περισσότερο τον καβγά τους κ’ η κόρη του η Φωτεινή, η γεροντοκόρη, άρχιζε πάλι να μιξοκλαίει γι’ αύτη τη μεγάλη απονιά των συγγενών της απέναντι στα δυο «κορίτσια», δηλαδή σ’ αυτήν και τη Μαργαρίτα. Ο μόνος που δεν έμπαινε μέσα σ’ αυτούς τους καβγάδες ήταν ο θειος Βασίλης. Με τρόπο που ‘ταν ολότελα μυστικός κι ανεξήγητος τα κατάφερνε, χωρίς να ‘χει πεντάρα, να ‘ναι πάντα μεθυσμένος.
Ο παραλογισμός και το ψέμα της ζωής Όλης της οικογένειας είχε βρει στη Μαργαρίτα το πρόσχημα που χρειαζότανε. Η ζωή κ’ η ευτυχία της Μαργαρίτας ήταν η ζωή κ’ η φροντίδα ολονών τους και του καθενου τους ξεχωριστά. Στ’ όνομα το δικό της είχανε πια μια ηθική και λογική βάση για να κατηγορούν ο ένας τον άλλον, να βρίζονται, να φτυούνται, να καταριούνται, όλο το χειμώνα.
Με τον ερχομό της το καλοκαίρι ο πόλεμος λυσσομανούσε μέσα στο σπίτι — μόνο σιωπηλός τώρα, μουλωχτός, πίσωθέ της, πίσω από τις πόρτες, να μην ακούσει «το παιδί», να μην ιδεί «το παιδί», να μη νιώσει τίποτα. Έξω να βγει, δεν την άφηναν καθόλου μονάχη της —κανένας δεν ξέρει τί μπορεί να της πούνε— πάντα κάποιος βρισκόταν να ‘ναι μαζί της. Μέσα στο ίδιο το σπίτι, λίγο να σάλευε, να χανότανε κάπου για λίγο, να κάνε κάτι ασυνήθιστο — τρόμαζαν όλοι κι αναστατώνονταν. Συχνά τούς είδε να σταματούν απότομα την κουβέντα τους, να κρύβουνε κάτι στα βιαστικά, ν’ αλλάζουνε τρόπο μπροστά της. Και να κολλούν αμέσως στα χείλια τους —γι’ αυτήν— ένα χαμόγελο μακαριότητας.
Αυτό το ετοιμασμένο ψέμα την τύλιγε, την φάσκιωνε από την πρώτη μέρα του γυρισμού της κάθε καλοκαίρι και την έπνιγε. Δεν άνοιγε κανενός τους την πόρτα, δεν έμπαινε στην κουζίνα, δε γύριζε μέσα στο σπίτι, δε ρωτούσε τίποτα — χαμογελούσε σ’ όλους κι αυτή. Τον πιο πολύ καιρό κλεινότανε στο δικό της το δωμάτιο, έβαζε την καρέκλα στο παράθυρο, και καθόταν εκεί, χωρίς να κλαίει και χωρίς να διαβάζει. Οι γειτόνοι κ’ oι περαστικοί την ξέρανε κάθε καλοκαίρι —όλο το καλοκαίρι— αυτή τη μαραμένη κοριτσίστικη μορφή στο παράθυρο τ’ αρχοντικού σαράβαλου των Περδικάρηδων.
Το βράδυ ερχότανε κάθε μέρα βαρύ, μουδιασμένο, για όλους μέσα στο σπίτι, σαν το τέρμα μιας δύσκολης κι άκαρπης προσπάθειας — μια μέρα ακόμα.
— Πλάγιασε πια;
— Ναι…
Τότες ησυχάζαμε και πριν να πάνε να κοιμηθούνε, ξεκινούσαν ένας-ένας και περνούσαν να την ιδούν:
— Καληνύχτα, έλεγε προστατευτικά, μισανοίγοντας την πόρτα, ο θειος ο Περικλής.
— Καληνύχτα, έλεγε κι αύτη.
— Καληνύχτα Μαργαρίτα μου, έλεγε τραυλίζοντας λίγο κι ο θειος ο Βασίλης.
— Καληνύχτα θειε.
— Και μη διαβάζεις το βράδυ — τα μάτια σου -γενικώς μη διαβάζεις.
— Γενικώς να μη διαβάζω; .
—Αστρονομία μονάχα.
—Αστρονομία;
— Καληνύχτα, χρυσό και μαλαματένιο, θεοφχημένο παιδάκι, μου, δύο λεφτά πιο ύστερα κ’ η θεία Κατερίνα κουνώντας όλο της το κορμί.
— Καληνύχτα θείτσα.
— Καληνύχτα κι ο θείος Στέφανος με το παράλυτο χέρι. Αυτός την κοίταζε πάντα, μέσα-μέσα στα μάτια σα να πάσκιζε να διαβάσει μη κρύβανε τίποτα.
Βιαστική, τάχατες περαστική, έλεγε κ’ η Φωτεινή τη μελιστάλαχτη καληνύχτα της.
— Καληνύχτα κι αυτηνής και περίμενε — ποιος άλλος λείπετε ακόμα;
— Μαργαρίτα μου, τώρα καληνύχτα, έλεγε τέλος κ’ η μάνα της μ’ ένα τόνο κυριαρχικής επιβολής στη φωνή της.
—Αχ καληνύχτα, έλεγε πάλι και τους μετρούσε — πέρασαν όλοι;
Τότες έσβηνε το φως κι άνοιγε μέσα στο σκοτάδι τα μάτια της. .
— Καληνύχτα, ντε, έλεγε μόνη της κ’ ένα γέλιο πικρό χαραζότανε πάνω στα χείλια της.
Πριν κοιμηθεί ξαναμετρούσε, κάθε βράδυ, τις μέρες, πόσες λείπαν ακόμα για να γυρίσει στο σκολειό της. Γυρίζοντας το φθινόπωρο, είχε συνηθίσει κ’ ‘ητανε κ’ εκεί μοναχή της, και λυπημένη, με τα μάτια ανοιγμένα, σα να ζητούσανε κάτι να βρούνε, κάτι να ξεδιαλύνουν και μια φλόγα τα ‘καιγε μέσα. Τα κορίτσια το ξέρανε πως αυτή μπορούσε να κρατιέται και να σωπαίνει πως ποτές δεν αγρίευε, δεν πεισμάτωνε κι ούτε ξεχνιόταν ποτές της αυτή ν’ αμελήσει ν’ αναβάλει κάτι. Και ποτέ δεν έπαιζε η Μαργαρίτα. Κάποτε μόνο στο μεγάλο το θάλαμο. Όταν άρχιζαν το βράδυ και ξεφώνιζαν οι άλλες και πετούσαν τα μαξιλάρια αυτή, με τα χέρια περασμένα πίσω απ’ το κεφάλι, τούς φώναζε δυνατά:
— Καληνύχτα, ντε…
Ήτανε τ’ αστείο της Μαργαρίτας. Το μοναδικό της αστείο. Και τα κορίτσια χαίρονταν όλα και γελούσαν όλα που τ’ άκουγαν. Ο θάλαμος γιόμιζε από την ίδια φωνή, ώσπου να ‘ρθει η επιμελήτρια, να σταθεί στην πόρτα να σβήσει το φως και να τους πει κι αυτή μια φορά:
— Καληνύχτα, ντε…
Οι άλλες ησυχάζαμε πια ευχαριστημένες με τ’ αστείο της Μαργαρίτας. Αυτή απόμενε ακόμα με τα χέρια δεμένα πίσω απ’ το κεφάλι.
Όταν τέλειωσε πια το σκολειό της και γύρισε να μείνει μαζί τους, τότες όλα φανερωθήκανε μοναχά τους, πολύ-πολύ γρήγορα. Στους άλλους μέσα στο σπίτι δε χρειάστηκε μήτε να μιλήσουν γι’ αυτά μήτε να της εξηγήσουν τίποτα. Και σ’ αυτήν δε χρειάστηκε μήτε να ρωτήσει μήτε και να ξαφνιαστεί. Ήταν όλα σα να τα ‘ξερε από πρώτα, από πάντα. Και κάτι περισσότερο ακόμα: σαν έτσι και μόνον έτσι να ‘πρεπε να ‘ναι.
Οι Περδικαραίοι ριχτήκανε στο μικρό της μιστό — το μοναδικό σίγουρο εισόδημα μέσα στο σπίτι. Αυτή δεν έκανε καμιά προσπάθεια να γλυτώσει. Τους τα ‘δωσε όλα – σκέφτηκε πως έτσι, θα ‘τανε το καλύτερο και γι’ αυτούς και για κείνη. Κι ωστόσο γίνηκε αίτια κι ανακατεύτηκαν πλιότερο ακόμα. Ο τροχός της ζωής τους γύριζε πάλι γύρω απ’ αυτήν — μονάχα απ’ την ανάποδη πια. Η υστερική αγάπη του παλιού καιρού ζητούσε τώρα με την ίδια υστερία, τ’ αντάλλαγμα της.
Η μάνα της πρώτη, διατύπωσε ορθά-κοφτά την αξίωση να μη δίνει τίποτα σε κανέναν από τους άλλους. Να της δίνει τακτικά το μιστό της για να ζήσουν οι δύο τους και να φκιάξουνε και την προίκα της. Ο θειος ο Περικλής διαμαρτυρήθηκε ως το θεό για την ιδιοτέλεια της νύφης του κι απαίτησε να μείνει αυτός, σαν αρχηγός της οικογένειας, ο πραγματικός κηδεμόνας της Μαργαρίτας. Και πολύ περισσότερο μάλιστα πού ‘χε γι’ αυτό και την ρητή παραγγελία του πατέρα της, προτού να κλείσει τα μάτια του. Πάνω σ’ αυτό η θεία Κατερίνα, που δεν είχε καμιά απαίτηση από το «παιδί», αφού τέτοιος ήταν αυτός ο αδελφός της και ζητούσε να της φάει το μιστό της και τέτοια οχιά η νύφη της η Αντιγόνη, αξίωσε να της πληρώσουν οι δυό τους αυτοί, κι όχι «το παιδί», την άξια τριών χρυσών δαχτυλιδιών που τα ‘χε πουλήσει για τη σπουδή της Μαργαρίτας. Η ξαδέρφη η Φωτεινή άρχισε κ’ έκλαιγε νυχθημερόν για την απονιά των συγγενών της. Κάθε βράδυ πήγαινε στο δωμάτιο της Μαργαρίτας ως την ώρα που θα κατάφερνε να την κάνει να κλάψουν μαζί. Ο πατέρας της Φωτεινής, ο θειος Στέφανος με το παράλυτο χέρι, ήταν ο μόνος που δεν ζητούσε τίποτα απ’ τη Μαργαρίτα. Προτιμούσε να της αδειάζει κάπου-κάπου την τσάντα, εξασφαλίζοντας πάντοτε ένα ατράνταχτο άλλοθι έτσι που να ενοχοποιούνται όλοι οι άλλοι και να μεγαλώνει η φασαρία που τη χαιρότανε πάντα με την ψυχή του. Ο θειος ο Βασίλης τέλος, ο σοφός αστρονόμος έλυσε τα ζητήματα του απευθείας με τη Μαργαρίτα. Της εξήγησε πατρικότατα πως αυτός δεν είχε ούτε συμφέροντα ούτε διαφορές μέσα στην οικογένεια και δεν είχε πια ούτε ρίζες ούτε ανάγκες σε τούτον τον κόσμο. Ζούσε μόνο με το πνεύμα. Το μόνο που χρειαζότανε ήτανε κάτι για το καθημερινό του ρακί — μικροπράματα, που μπορούσε να του δίνει ιδιαιτέρως χωρίς να γίνεται θόρυβος. Έτσι — και αυτό ήτανε το μεγάλο μυστικό της ζωής του που της το φανέρωνε γιατί την αγάπαγε τόσο πολύ — θα γλύτωνε ο καημένος από κείνο ν τον κερατά — εννοούσε τον νεκροθάφτη που μαζί ξέθαβαν τη νύχτα τους πεθαμένους και τους γδύνανε — και στο τέλος δεν του ‘δινε τίποτα — τον είχε στο χέρι και τον γελούσε μ’ αυτό το λίγο ρακί, τ’ άλλα τα ‘τρωγε μόνος του.
Αυτό που τα κορίτσια στο σκολειό το λέγανε σπίτι, δεκαεφτά χρονών, η Μαργαρίτα το είδε να γκρεμίζεται ολόβολο πάνω της, μαζί με το καθετί που μπορούσε να ‘ναι δεμένο μαζί του — συγγένεια, αγάπη, συμπόνια. Μέσα στους ατέλειωτους καβγάδες της οικογένειας ένα ένα γκρεμιζόντανε κι όλα τ άλλα. Έμαθε για τον πατέρα της που ίσαμε τότες η μάνα της της έθρεφτε την ψυχή με το μεγαλείο και την σοφία του. Ο φαρμακοποιός Γρηγόριος Περδικάρης, ήταν ο βρωμερότερος από τους παιδεραστές μέσα στην πόλη αυτή που δεν είχε και λίγους — παπάδες, επιτρόπους, μαγαζάτορες κι άλλους ενάρετους κ’ ευυπόληπτους πολίτες. Στα τελευταία του χρόνια είχε τόσο βουλιάξει μέσα στο πάθος του, που χρειάστηκε να κλείσουν το φαρμακείο και να τον μαζώξουνε σπίτι. Ο Καναβός, ο περιώνυμος σύζυγος της θείας Κατερίνας, ο λιροφόρος, είχε, λέει, σκοτώσει έναν άνθρωπο, στη Βλαχιά. Μπορεί και να μην είχε σκοτώσει, μα στο σπίτι έτσι φωνάζανε. Η θεία Κατερίνα, τον καιρό που έλειπε αυτός, είχε μαγαρίσει το κορμί της μ’ ένα τουρκάκι. Μπορεί κι αυτό να μην είχε γίνει, μα στις ώρες του μεγάλου ερεθισμού, οι Περδικάρηδες της το φωνάζανε. Ο θειος ο Περικλής κουβαλούσε ακόμα στο σπίτι το μερτικό του από τα λάδια του Αγίου. Ο θειος ο Στέφανος ήτανε συφιλιδικός από το πάθος που είχε, κι όταν ζούσε η γυναίκα του, στις πιο βρώμικες πόρνες. Άλλα τρομερά και κάπως σκοτεινά πράματα λεγότανε για τη Φωτεινή. Ο θειος Βασίλης θα μπορούσε στ’ αλήθεια να ‘ν’ ένας άνθρωπος ανάμεσα τους —είχε καρδιά— αν δεν ήταν παραδομένος στην αστρονομία, το μεθύσι και το μίσος για το νεκροθάφτη.
Η αρετή των Περδικάρηδων βούλιαζε μέσα στην πιο μεγάλη ανηθικότητα. Η Μαργαρίτα άκουσε κ’ έμαθε για τις κλεψιές στη Μητρόπολη, στις εκκλησιές, στο δημαρχείο, για την ατιμία που βασίλευε παντού. Εκκλησία, δικαιοσύνη, διοίκηση, αρχές κι αρχοντικά, γκρεμίζονταν όλα, όλος ο κόσμος της — αυτός που ήξερε κ’ ήταν παιδί του.
Τον πρώτο καιρό έκλαψε πάρα πολύ. Κάθε μέρα, κάθε νύχτα. Και κρυφά καμιά φορά στο σκολειό και μέσα στο σπίτι μαζί με τούς άλλους σαν άρχιζαν και κλαίγαν υστέρα απ’ τους καβγάδες. Και μοναχή της τη νύχτα. Έβλεπε πως η ζωή της δε θα ξέφευγε ποτές απ’ τη μοίρα των Περδικάρηδων — την αρρώστια, την τρέλα, το ψέμα. Κ’ έβλεπε ακόμα πως μήτε στη δυστυχία των απλών ανθρώπων δεν θα ‘χε αυτή το δικαίωμα. Αυτή έπρεπε να σφίγγει τα χείλια της, να ζει σαν τους άλλους και να κάνει πως τις δέχεται όλες αυτές τις αρχές της πατροπαράδοτης τάξης που είδε να κουρελιάζονται. Αλλιώς, χειρότερη ακόμα καταδίκη την περίμενε μέσα στη μικρή επαρχιακή πόλη, λίγο να ξέφευγε: η γελοιότητα. Γι’ αυτό και μέσα στην πόλη, μέσα στο σκολειό της, κανένας δεν την είδε ποτές του να κάνει κάτι, που μπορούσε να την ξεχωρίζει απ’ τούς άλλους της οικογένειας.
Σιγά-σιγά, μέρα με μέρα, έφκιασε μέσα της μια ιδέα, την έδεσε, την οργάνωσε μοναχή της, μέρα με μέρα, νύχτα με νύχτα, δάκρυ με δάκρυ: Όλοι τους έχουν στον κόσμο μια χαρά, μιαν ελπίδα, μιαν αγάπη, μιαν αυταπάτη. Αυτή δεν είχε τίποτα. Δεν ήτανε, λοιπόν, σ’ αυτό τον κόσμο πλάσμα τόσο ορφανό σαν αυτήν. Ανέσωτη σαν άνθρωπος, ασήμαντη σα γυναίκα, μυαλό λιγοστό και ψυχή φοβισμένη, χωρίς κανένα ταλέντο και χωρίς κανέναν στον κόσμο, και φασκιωμένη μέσα σε χίλια σκοινιά, που, το ‘ξερε, μήτε θα μπόραγε μήτε θα πρόφταινε να τα κόψει ποτές της. Μια μοίρα που δε μπορούσε τίποτα άλλο να κάνει να την αλλάξει, να τη γλυκάνει, να την ξεφύγει, να την ξεγελάσει, να ξεγελάσει τον εαυτό της — τίποτα. Μονάχα να την κοιτάζει κατάματα.
Απόλυτη απελπισία… Απ’ αυτή την επίγνωση κρέμασε τότες την ύπαρξη της και τη δικαιολογία της υπαρξής της. Και βύζαξε το φαρμάκι της αψηλής περηφάνιας πως μπορούσε να την κοιτάζει κατάματα — τη ζωή και τη μοίρα της, «με την άφοβη τώρα περηφάνια της απέραντης ορφάνειας», όπως είπε ο ποιητής.
Ολόγυρα της εκείνον τον καιρό λυσσομανούσε ο μεγάλος, ο φοβερός παγκόσμιος πόλεμος. Οι άνθρωποι πεινούσαν κ’ εκεί, κρυώνανε, είχαν όλοι τους να θρηνήσουν κάποιο δικό τους που χάσανε, που κάθε μέρα χανότανε κάποιος. Τόση δυστυχία να ‘ναι στον κόσμο, η Μαργαρίτα το δε με κάποια κατάπληξη στην αρχή. Είδε τους ανθρώπους, σάμπως να ‘ρχόντανε τώρα κοντύτερα της, με τα βάσανα τους κι αυτοί, με τον πόνο τους, με τα δάκρυα τους. Και δυσφόρησε, σάμπως να ‘ρχόντανε να της καταπατήσουν την Ιερή περιοχή της μοναχικής της απελπισίας. Δεν ήταν μαζί τους. Δεν τους ήθελε συντρόφους της δυστυχίας. Ξεχώρισε τον εαυτό της, με το δικό της πόνο και τη δική της τη μοίρα, απ’ όλους τους άλλους, με τα βάσανα τους που της φαινόταν περαστικά και τα λογάριαζε ανάξια, με τα δάκρυα τους που δεν ήτανε παρά δάκρυα φοβιτσιάρικα. Θα ‘θελε να ‘μενε μόνη, όπως πρώτα. Χωρίς φόβο και χωρίς ελπίδα, όπως πρώτα.
Το κύμα ωστόσο της δυστυχίας και του χαλασμού την έζωνε απ’ ολούθε, την έφτανε κάθε μέρα. Τα παιδάκια στο σκολειό, με τα τρομαγμένα μηνύματα τους, της φέρνανε κάθε μέρα τον αντίλαλο του. Ήτανε πολλά που οι γονείς τους, τα’ αδέρφια τους, άλλοι δικοί τους, είχανε κιόλας βαφτιστεί στη φωτιά, πέθαναν της πείνας, σκοτώθηκαν στον πόλεμο, τ ους σκότωσαν οι Γερμανοί, τους πήρανε στα στρατόπεδα, άλλοι φύγανε, χαθήκανε ξαφνικά — και τα παιδάκια δεν έλεγαν που. Αυτήν την εμπιστεύονταν της τα ‘λεγαν όλα— θέλαν όλα να της τα πούνε:
— Ναι, Μαργαρίτα… τό ‘πε ό πατέρας μου… Και καθώς ήταν έτσι μικρούλα δεν την λέγαν δασκάλα, Μαργαρίτα μονάχα.
Της λέγαν τα δικά τους, για το σπίτι τους που δεν είχαν ψωμί, που δεν είχαν φωτιά. Φέρνανε τα νέα για τους Γερμανούς που σκοτώνανε, που σκοτώνανε πάλι και χτες και προχτές — και ποιους σκότωσαν και ποιους έχουν πιάσει. Και λέγανε τα παιδιά και για τους κακούς, τους μαυραγορίτες που θησαυρίζανε με την πείνα του κόσμου, για τους μεγαλουσιάνους και τους αρχόντους μέσα στην πόλη και πως ήτανε κι αυτοί με τους Γερμανούς. Και δεν καθόντανε πια με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στον ατράνταχτο θρόνο της πατροπαράδοτης τάξης. Είχανε βγει και βαρούσαν κι αυτοί, άλλοι στα κρυφά, άλλοι με τα χέρια των Γερμανών, άλλοι φανερά. Η «Σάλπιγξ» έγραφε κάθε φορά να τους σκοτώσουν όλους. Η κυρία Αντιγόνη συμφωνούσε ολόψυχα, προτιμώντας άλλωστε τούς ξανθούς καλοθρεμμένους γερμαναράδες από τους ψωραλέους νομάρχες του ελληνικού κράτους. Κι ο γνωστός μας λοχαγός ο Λιαράτος, είχε πάλι φανατιστεί με τις μηδαμινότητες του όχλου που τολμούσαν να σηκώνουν κεφάλι, έγινε αρχηγός των «Ταγμάτων Ασφαλείας» στην πόλη κι ανεβοκατέβαινε στη γερμανική κομαντατούρα. Τα παιδάκια τα ξέραν όλα. Ξέραν όλα τα νέα των ανταρτών στα βουνά, ξέραν όλα τα τραγούδια της Αντίστασης. Και ζούσαν κι αυτά την ελπίδα των ανθρώπων για έναν κόσμο καλύτερο με το τέλος αυτού του πολέμου.
Η Μαργαρίτα τ’ άκουγε που της τα λέγαν και χαμογελούσε — πικρά στην αρχή. Ύστερα, σιγά-σιγά, αν ήτανε πολύ τρομαγμένα τους έλεγε κάτι να ξεθαρρέψουν — τους έλεγε αυτά που θέλαν ν’ ακούσουν. Αν ήτανε κάποιο πολύ λυπημένο, το ‘παιρνε αυτή να το γαληνέψει, τ’ αγκάλιαζε κι άκουγε την καρδούλα του να χτυπάει κοντά στή δική της. Αν ήτανε πάλι χαρούμενα και ξεφώνιζαν και κορόιδευαν τούς Γερμανούς, πάλι θα ‘πρεπε να ‘ναι μαζί τους. Και μια φορά, δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, τους είπε μέσα στην τάξη, πως την είχε κι αυτή την ίδια ελπίδα που ‘χαν όλοι οι άνθρωποι μ’ αυτόν τον πόλεμο που κοντεύει πια να τελειώσει κ’ οι Γερμανοί τσακίζονται τώρα παντού και θα τσακιστούνε για πάντα και θα φύγουνε κι από κει και τότε…
Εκείνη τη μέρα γύρισε σπίτι ταραγμένη. Μέσα στη μικρή κάμαρη που γνώρισε το δικό της μαρτύριο, σταύρωσε τα χέρια κι αναλογίστηκε για πρώτη φορά τη δυστυχία των ανθρώπων στα τέσσερα πέρατα του κόσμου και τότε και πρώτα και πάντα. Και την ελπίδα. Και πως λουλουδιάζει και γίνεται θέληση των ανθρώπων να τραβήξει η ζωή παραπέρα… Κι αν είχε κι αυτή μια μικρούλα ελπίδα μέσα στη μεγάλη ελπίδα των ανθρώπων; Κουταμάρες… Μα της τριβέλιζε πια το μυαλό…
Η αυλή των Περδικάρηδων γειτόνευε πίσω με την αυλή των Στουρναίων. Ταπεινής σειράς άνθρωποι, φτωχοί μεροκαματιάρηδες, δεν αξιωθήκανε ποτές περισσότερο από την καλημέρα τους. Ο πατέρας ήτανε τσαγκάρης, πεθαμένος από χρόνια. Η μάνα ξενοδούλευε ν’ αναστήσει τα δύο ορφανά που της άφησε, ώσπου πέθανε κι αυτή. Η κόρη τους η Αγγελικούλα, συνομήλικη με τη Μαργαρίτα, είχε μεγαλώσει μαζί της. Μαζί πήγανε στο δημοτικό, μαζί κ’ ύστερα ως τον καιρό που ‘φυγε η Μαργαρίτα. Από τότε πια δεν τις αφήσανε να ξαναΐδωθουνε.
Η ξερολιθιά του μεσότοιχου της αυλής είχε γκρεμιστεί κ’ οι κότες της Στούρναινας μπαίνανε στην αυλή των Περδικαραίων. Η Αγγελικούλα πηδούσε κάθε λίγο το χώρισμα, τάχα να τις μαζέψει. Ήθελε να ξαναδεί τη Μαργαρίτα. Βλέποντας την αυτή πηδούσε από πάνω και βρισκότανε κι αυτή στην αυλή. Έτρεχε κοντά της ανοίγοντας της τα χέρια.
— Μαργαρίτα, ακουγόταν από πάνω η φωνή. Κάποιος απ’ όλους την είχε παραμονέψει πάλι.
— Ορίστε. Τα χέρια της πέφταν σα μαραμένα. Τα μάτια της γυρνούσαν στην Αγγελικούλα γεμάτα δάκρυα.
—Έλα, χρυσό μου, μια στιγμούλα πάνω. —Αύριο, Αγγελικούλα, ναι;
— Αύριο, έλεγε κ’ ή Αγγελικούλα κ’ ήτανε κι αυτή λυπημένη.
Έτσι γινότανε κάθε καλοκαίρι. Γυρίζοντας τώρα ένα απόγευμα από το σχολειό της η Μαργαρίτα τράβηξε και στάθηκε μπροστά στην πόρτα της Αγγελικούλας. Η καρδιά της χτυπούσε πολύ δυνατά. Στάθηκε μια στιγμούλα ακόμα, αναποφάσιστη, ύστερα χτύπησε. Κανένας δεν πήγε ν’ ανοίξει. Έσκυψε το κεφάλι και γύρισε πίσω, πήγε στο σπίτι.
Νύχτες και νύχτες το ‘χε σκεφτεί, το γιατί θα πήγαινε, γιατί θα πήγαινε τώρα. Είχε σχεδιάσει το τι θα της έλεγε γι’ αύτη την επίσκεψη, είχε πολύ προσπαθήσει να μαντέψει πως τάχα θα της φερνόταν εκείνη, πως θα τη δεχόταν, τι θα της έλεγε, τι θα γινόταν κατόπι. Όλα παίρνανε μέσα στο νου της τη σημασία τεράστιου γεγονότος. Δεν ήτανε μονάχα το πρώτο βήμα προς τους ανθρώπους. Ήταν μαζί και κάτι άλλο — κι όλα μαζί ήτανε κάτι πολύ περισσότερο. Ο ] αδελφός της Αγγελικούλας, ο Νικόλας ο Στούρνος, ήτανε κομμουνιστής από τους πρώτους σ’ αυτή την πόλη κι όλα αυτά τα χρόνια βρισκότανε στην εξορία πρώτα, ύστερα στο στρατόπεδο. Η Μαργαρίτα το ‘ξερε. Και πήγαινε τώρα σ’ αύτη την πόρτα να χτυπήσει.
Και δεν της άνοιξαν, κανένας δεν ήρθε να της ανοίξει της Μαργαρίτας. Ξαναπήγε κι άλλο βράδυ, πάλι κανένας δεν άνοιξε. Δεν ήτανε μέσα ή την είδε και δεν την ήθελε πια; Ξαναδόθηκε για λίγο στην παλιά της απελπισία. Αφέθηκε να ξαναβουλιάξει μέσα σ’ αυτήν, να ξαναβρεί την αταραξία του τίποτα. Και τρόμαξε πως δεν μπορούσε πια να τη βρει. Η γκρεμισμένη ξερολιθιά του μεσότοιχου που τη χώριζε από κείνο το σπίτι, η πόρτα που δεν της άνοιξαν, η Αγγελικούλα που δεν την ήθελε, ο Νικόλας, που ‘τανε κομμουνιστής, κ’ οι άνθρωποι που δυστυχούσανε γύρω τους μ’ αυτή τη μεγάλη ελπίδα στην καρδιά — τη βασανίζανε πια μέρα και νύχτα. Από τώρα κ’ ύστερα θα ‘τανε πολύ χειρότερα γι’ αυτήν. Μόνη, κατάμονη πάλι —- και χωρίς την απελπισία.
Ένα βράδυ, γυρίζοντας από το σκολειό της, ανέβηκε στο δωμάτιο της, άφησε την τσάντα της και κάθισε κει περιμένοντας να νυχτώσει. Κοιμηθήκανε μέσα στο σπίτι — αυτή κατέβηκε στην αυλή. Έβρεχε. Πήδησε — την πήδησε επιτέλους την γκρεμισμένη ξερολιθιά — και μπήκε στην αυλή της Στούρναινας. Ένα μικρό φως έφεγγε στο παράθυρο, κόκκινο, σα ματωμένο, γλυκό. Στάθηκε μέσα στη βροχή και το κοίταξε. Όλα μοιάζανε μ’ όνειρο. Χτύπησε με το δάχτυλο της το τζάμι.
—Ήρθες; είπε η άλλη και της έπιασε τα χέρια, σα να την περίμενε πάντα.
Τίποτ’ άλλο δεν έγινε.
Λίγο-λίγο, βράδυ με βράδυ, μαζί με την παλιά κοριτσίστικη φιλία που ξαναρχότανε, μέσα στο μικρό δωμάτιο με το κόκκινο φως, ξεθαρρεύαν η μια με την άλλη. Τελειώνοντας το σκολειό της η Μαργαρίτα τραβούσε κάθε βράδυ τρία βήματα παραπάνου και πήγαινε πρώτα λιγάκι σ’ αυτήν. Ξαναμιλούσαν εκεί για τα ίδια μηνύματα που φέρναν και τα παιδιά στο σκολειό, για τον πόλεμο, για τα μέτωπα, για το μεγάλο ξεσήκωμα των ανθρώπων, για τη Ρωσία. Ο Νικόλας μέσα σ’ αυτά βρισκόταν πάντα στη μέση, βρισκότανε πάντα μπροστά τους. Η Αγγελικούλα τα χαιρόταν όλα με χορτάτη καρδιά. Η Μαργαρίτα μ’ αχόρταγη δίψα — ως αργά τη νύχτα κάποτε.
— Μη βγεις καλύτερα απ’ την πόρτα, έλεγε η Αγγελικούλα — η αστυνομία δεν την καλόβλεπε πια.
Βγαίνανε μαζί στην αυλή κ’ η Μαργαρίτα πηδούσε πάλι το γκρέμισμα. Κι όταν ο Νικόλας, με την κατάρρευση των Ιταλών ξέφυγε κι αυτός απ’ την εξορία, και γύρισε κρυφά κ’ έμεινε μέσα στην πόλη, η Αγγελικούλα της το ‘πε το μυστικό — την άνοιξη του 1944 δεν είχε τίποτα να της κρύψει.
— Και ξέρεις… Του ‘πα και του Νικόλα…
— Και τί;
— Για σένα, ντε…
— Για μένα;
— Ναι, του το ‘πα — στάθηκε μια στιγμή και την κοίταξε με τ’ αγαθά της τίμια μάτια — του το ‘πα. Πως είσαι δική μας.
Η Μαργαρίτα άπλωσε και της έπιασε τα χέρια.
— Ναι, είπε γρήγορα, σα να ξερίζωνε την καρδιά της. Έγειρε υστέρα το κεφάλι της πάνω στο μεγάλο στήθος της Αγγελικούλας κι άφησε τα δάκρυα της να τρέχουν….
Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε μέσα σ’ ένα ατέλειωτο όνειρο από κυνηγητά και γλυτωμούς, μέσα σε τόπους άγνωστους, ματωμένους, ήμερους, άγριους, όμορφους, μ’ ανθρώπους πού κλαίγανε, βογκούσαν, φωνάζανε, .πέφτανε και σηκώνονταν και γελούσαν κι αλάλαζαν, μιλιούνια ανθρώπους ολόγυρα της. Η μορφή του Νικόλα πήγαινε κ’ ερχόταν και ξαναρχόταν ανάμεσα τους. Και κάποτε στάθηκε, λέει, και την κοίταξε:
—Εσύ ‘σαι, Μαργαρίτα;
— Ναι.
— Δική μας;
— Σου το ‘πε η Αγγελικούλα;…
Την πήρε απ’ το χέρι και χαθήκανε μέσα στ’ όνειρο, μέσα στα μιλιούνια, πιασμένοι απ’ το χέρι.
Από χρόνια δεν τον είχε ξαναδεί. Τον θυμόταν, όπως ήτανε μικρός, με μια μεγάλη κουρεμένη κεφάλα, ξυπόλυτος και με μια κόμματα στα χέρια. Το πρωί που ξύπνησε είχε ακόμη μια τελευταία εντύπωση πως κρατούσε μέσα στην αγκαλιά της αυτήν την κεφάλα. Μισόγυμνη ακόμα, πετάχτηκε πάνω και χωρίς να ξέρει γιατί κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Μπορεί και να μην ήτανε τόσο άσχημη… Μέσα στην ανοιξιάτικη μέρα, το όνειρο την κρατούσε σφιχτά, το κορμί της τρανταζόταν κάθε λίγο, ένα δείλιασμα ξεχυνότανε στην καρδιά της. Ήτανε, λοιπόν, τόσο μεγάλο πράμα να ‘τανε «δική μας»;
— Και τι είπε ο Νικόλας, Αγγελικούλα; τη ρώτησε το βράδυ.
— Ναι, είπε κάτι. Κ’ είπε και για σένα… Λοιπόν, ο Νικόλας θα ‘φευγε πια. Και θα πήγαινε
και κείνη μαζί του — στο βουνό. Λοιπόν αυτό — θα πήγαινε και κείνη μαζί του. Και τ’ άλλο — θέλεις να ‘ρθεις μαζί μας; Μπορείς αν θέλεις, είπε ο Νικόλας.
—Όχι, αποκρίθηκε γρήγορα σαν να ‘ταν έτοιμη. Θα μείνω εδώ…
Μια στιγμή σταμάτησε. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της, έσφιξε τα δόντια της, έσμιξε τα φρύδια, όλο το πρόσωπο της σκοτείνιασε:
—Όχι, ξανάπε. Θα μείνω εδώ. Κανένας δε με ξέρει. Μπορώ να κάνω πολλά. Να του πεις να μου δώσει…
Τ’ όνομά του μονάχα δεν είπε. Η Αγγελικούλα την τράβηξε στην αγκαλιά της κι άφησε τα δάκρυα της και τρέχαν. Αυτή δεν έκλαψε.
Ύστερα, oι δυό τους μαζί κουβαλήσανε νύχτα το μικρό πολύγραφο στο κατώι. Και προτού να φύγουν ένα βράδυ, η Αγγελικούλα φώναξε τη Μαργαρίτα στην αυλή τους… Ο άνθρωπος με τη μεγάλη κεφάλα στεκότανε δίπλα της. Ένιωσε το χέρι της να τρέμει μέσα στη ζεστή χερούκλα που το ‘ σφίγγε δυνατά. Αυτός είδε τα μάτια της, δυό μεγάλα μάτια που λάμπανε μέσα στο σκοτάδι:
— Και, λοιπόν, γεια σου Μαργαρίτα… Δεν είπε τίποτα. —Όταν γυρίσουμε…
Της εφάνηκε λόγος φτωχός, πενιχρός για κείνη την ώρα.
—Εγώ δε χρειάζομαι τίποτα πια…
Της άφησε το χέρι κι ακούμπησε τα δικά του πάνω στους ώμους της. Την πείραξε πού ‘τανε ψηλότερος της. Τάνυσε το κορμί της ακέριο, άπλωσε τα χέρια της και δεν τρέμαν καθόλου — του χάιδεψε το κεφάλι. Έτσι όπως την κράταγε από τούς ώμους την τράβηξε και την φίλησε. Η Αγγελικούλα, λίγο πιο πέρα, έβλεπε κ’ έκλαιγε.
— Χαίρε, συντρόφισσα Μαργαρίτα.
— Χαίρε Νικόλα, δικέ μου Νικόλα. Αγγελικούλα χαίρε…
Ύστερα —ένας μικρός, ένας μπόμπιρας τόσος δα, στέκεται το βράδυ πίσω απ’ τη γκρεμισμένη ξερολιθιά και της δίνει το στένσιλ. Μέσα στα έξη φαντάσματα που στριφογυρίζουν τη μέρα στο δίπατο σπίτι των Περδικάρηδων, ακόμα ένα φάντασμα σαλεύει τώρα μέσα στη νύχτα. Ο μικρός πολύγραφος δουλεύει αθόρυβα — ένα θρούχ μονάχα της οργκαντίνας κάθε φορά. Και της φτάνει τόσο της Μαργαρίτας για να ξανακούει μέσα στην καρδιά της την ίδια φωνή — χαίρε Μαργαρίτα, συντρόφισσα Μαργαρίτα. Όμορφα νοικοκυρεμένα ετοιμάζει το πακέτο που θα ‘ρθει τ’ άλλο βράδυ να το πάρει ο μικρός — εκεί στην ξερολιθιά του μεσότοιχου. Ένα παιδί που χαμογελάει και της κλείνει το μάτι:
—Εντάξει Μαργαρίτα.
— Αύριο βράδυ.
— Στις 7;
—Όχι, στις 7.30 να ‘ρθεις.
— Δε θα ‘ρθω εγώ, θα ‘ρθει ο γέρος. Στη γωνιά του σκολείου…
Μέσα σ’ αυτόν τον καιρό, η ξαδέρφη η Φωτεινή πέθανε από καρδιακή προσβολή πάνω σε μια κρίση υστερίας. Ο θείος ο Στέφανος έπεσε κι αυτός στο κρεβάτι απόπληκτος. Ήτανε ο καιρός που ο κόσμος ολόκληρος αλάλαζε με τις νίκες στη Ρωσία, σ’ όλα τα μέτωπα, με το τέλος του πολέμου που κόντευε. Η οικογένεια είχε τις δικές της καινούργιες περιπλοκές; Η κληρονομιά της Φωτεινής κ’ η φροντίδα για τον Στέφανο. Οι καβγάδες φτάσανε πάλι στ’ άκρα, μ’ όλο που η κληρονομιά της Φωτεινής ισοδυναμούσε με το μηδέν κ’ η φροντίδα για τη Στέφανο ήτανε κι αυτή τιποτένια — πολύ λίγα πράματα χρειαζότανε πια. Ύστερα από πολλά βρέθηκε τέλος σωστό να κληρονομήσει η Μαργαρίτα τη Φωτεινή κ’ η μάνα της να φροντίζει το Στέφανο. Η Μαργαρίτα δεν είχε καμιάν αντίρρηση για όλα αυτά — απολύτως καμιά, όπως είπε. Φαινότανε έτσι πως θα ησύχαζαν πια, όταν ένα καινούργιο περιστατικό έφερε την πιο μεγάλη αναστάτωση. Η θεία Κατερίνα ανακάλυψε πως από το σεντούκι της Φωτεινής λείπανε δυο μαξιλάρια, ένα λινό τραπεζομάντηλο, κ’ ένα βάζο από πορσελάνη. Στ’ όνομα του «παιδιού» ζήτησε με φοβερές κατάρες να ‘ρθουνε πίσω τα κλοπιμαία. Όλοι τους αρνήθηκαν την κατηγορία. Ο θειος Στέφανος, σαν κατάκοιτος έμεινε έξω από κάθε υπόνοια. Από τους άλλους όλους, κατάρες και βρισιές διασταυρώθηκαν με τους πιο φοβερούς όρκους. Μα σα δεν έβγαινε τίποτα, φαινόταν με τον καιρό να ξεχνιέται κι αυτό.
Ο κατάκοιτος Στέφανος ωστόσο εξομολογήθηκε μυστικά στην Κατερίνα πως τα πολύτιμα είδη κλέφτηκαν μέσα στο σπίτι και κλέφτηκαν υστέρα από το θάνατο της Φωτεινής του. Ήταν σίγουρος πέρα για πέρα, η ίδια του τα χε δείξει λίγο πριν απ το θάνατο της. Όσο γι’ αυτόν, να της πει την αλήθεια, πολύ φοβόταν για το Βασίλη.
Η θεία Κατερίνα μίλησε τότες και με το Βασίλη.
— Και γιατί να τα κλέψω τα μαξιλάρια; είπε ο φιλήσυχος αστρονόμος. Εγώ μονάχα λίγο ρακί χρειάζομαι. Η Μαργαρίτα μου το δίνει.
— Σου το δίνει;
— Και βέβαια, περηφανεύτηκε αυτός. Καλό το κορίτσι.
— Καλάθια… Και που τα βρίσκει για να σου δώσει;
— Ξέρω γω που τα βρίσκει; Μια φορά έχει…
Η θεία Κατερίνα βάλθηκε τότες να ψάχνει μέσα στο σπίτι μοναχή της και κρυφά από τους άλλους. Έψαξε πρώτα στης Αντιγόνης — τίποτα. Ύστερα στου Περικλή — πάλι τίποτα. Ξανάψαξε στην κασέλα της Φωτεινής, μα γελάστηκε — δεν ήταν. Άλλες δυό φορές στο δωμάτιο του Βασίλη – μήτε κει δεν ήταν.
— Είναι, είναι, μέσα στο σπίτι, ‘γω που στο λέω, φώναζε ο Στέφανος.
Θυμήθηκε τ’ άνοιγμα στο ταβάνι π’ ανέβαιναν οι μαστόροι στη στέγη. Πήρε τη σκάλα κι ανέβηκε πάνου, στο χώρισμα του ταβανιού και της στέγης, ξέσχισε τα χέρια της, κόντεψε να σκοτωθεί, μήτε κει δεν ήταν τίποτα — έκρυψε μόνο τα χέρια της να μη τα δούνε. Και κάθε μέρα από τότες, απ’ το πρωί ως το βράδυ, τρύπωνε μέσα στα δωμάτια των αλλουνών, κοίταζε κάτω απ’ τα κρεβάτια τους και τα στρώματα, κάτω απ’ τις σκάλες, από τους «γίκους» —τους σωρούς με τα σκεπάσματα και τα ρούχα— σ’ όλο το σπίτι.
Όταν βρήκε το μικρό πολύγραφο μέσα στην κασέλα του κατωγιού, απόμεινε ξαφνιασμένη. Τέτοιο πράμα δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της, δεν ήξερε τι είναι. Ήταν σίγουρη μόνο πως δε βρισκότανε μέσα στο σπίτι — τίνος ήταν; Και τα σωληνάρια; Ξεβίδωσε ένα, το μελάνι της μουντζούρωσε τα χέρια — μυστήριο πράμα. Άνοιξε τα πακέτα, σκέτο χαρτί. Ένα κερόχαρτο της έκαμε την πιο μεγάλη εντύπωση — ήταν αχτύπητο ακόμα. Η Μαργαρίτα το ‘χε πάρει την περασμένη μέρα και θα το τέλειωνε την ίδια νύχτα.
Το φως ήτανε λιγοστό μέσα στο κατώι. Η Κατερίνα πήρε το κερόχαρτο, σκέπασε τ’ άλλα προσεχτικά, όπως ήταν, κι ανέβηκε πάνου. Κλείδωσε την πόρτα της, έβαλε τα γυαλιά της και καταπιάστηκε να διαβάσει τα γράμματα. Μια-δυό αράδες της φτάνανε — μιλούσαν για τους Συμμάχους, βρίζαν τους Γερμανούς. Άφησε το διάβασμα και πάσκιζε να καταλάβει — δεν καταλάβαινε τίποτα.
Ξαφνικά σα να φωτίστηκε ό νους της.
—…Και που ξέρω εγώ που τα βρίσκει; Μια φορά έχει…
-Έχει;…
Έβαλε το χαρτί στον κόρφο της κ’ έτρεξε να βρει τον Περικλή. Τον πήρε και τον έφερε στο δωμάτιο. —Ώστε, έτσι λοιπόν με τις λίρες;
— Ποιες λίρες πάλι, της είπε βαριεστημένος. Γι’ αυτό μ’ έφερες εδώ;
—Ας τα αυτά Περικλή… Τις λίρες, σου λέω…
— Κατερίνα τρελάθηκες… Τι λίρες μου κοπανάς εδώ πέρα;
— Τις εγγλέζικες τις λίρες και ξέρεις εσύ… Κούνησε το κεφάλι του και σηκώθηκε να φύγει.
Αυτή τον άρπαξε από το μπράτσο.
— Περικλή, σου λέω πως τα ξέρω — είδα με τα μάτια μου.
Αυτός τίναξε το χέρι του, ήθελε νά φύγει, τρελάθηκε ολότελα η κακομοίρα. Αυτή έβγαλε από τον κόρφο της το κερόχαρτο και του το ‘βαλε μπροστά στα μάτια.
— Κι αυτό; Δεν είναι λίρες εγγλέζικες; Και τα κρύβετε από μένα και τα τρώτε μοναχοί σας. Μου τα ‘πε εμένα ο Βασίλης… από μεθυσμένο μαθαίνεις…
Ο Περικλής πήρε το κερόχαρτο στά χέρια του. Στέριωσε τα γυαλιά του, βάλθηκε κι αυτός να διαβάσει — σήκωσε τα μάτια του και την ξανακοίταξε.
— Τι είν’ αυτό βρε Κατερίνα;
— Τώρα πες μου πως δον είναι δική σου δουλειά.
— Δεν καταλαβαίνω τίποτα, της είπε και μια την κοίταζε, μια πάσκιζε να διαβάσει πιο κάτω. Η Κατερίνα ξαφνιάστηκε με τον τρόπο του.
— Δεν ξέρεις, αλήθεια;
—Όχι, σου λέω… Που το βρήκες αυτό;
-Έλα.
Τον πήρε και κατεβήκανε στο κατώι. Αυτός κοίταζε σα χαμένος, ύστερα σήκωσε τα μάτια του και την κοίταξε καλά-καλά.
—Όχι, Όχι. Κατερίνα, αυτά δεν είναι λίρες.
— Εμ τι ‘ναι κάνε;
— Κακή φωτιά, πολύ κακή — δεν καταλαβαίνω… Της έπιασε το χέρι. Μην πεις τίποτα σε κανέναν.
– Τι θα κάνεις;
— Μην πεις μοναχά…
Ήταν έτσι ταραγμένος πού φοβήθηκε κι αυτή.
— Καλά — δε λέω.
Αυτός πήρε το κερόχαρτο, τδ δίπλωσε, τράβηξε γραμμή για το γραφείο του Μητροπολίτη και του μήνυσε με το διάκο που στεκόταν απόξω για μια εντελώς ιδιαίτερη ακρόαση. Μπήκε, κάθισε, κοίταξε την πόρτα κ’ έδωσε το χαρτί στον Σεβασμιότατο. Αυτός διάβασε τις πρώτες αράδες, σταμάτησε, σήκωσε τα μάτια του και τον κοίταξε.
-Ε, ναι, είπε αδιάφορα. Είναι των κομμουνιστών, αυτά που βγάζουν. Που το βρήκες;
— Των κομμουνιστών, Σεβασμιότατε, ακριβώς.
— Και λοιπόν, τι; Κάθε μέρα τέτοια.
— Κάθε μέρα;
— Τι έπαθες Περικλή; Τι σε νοιάζει εσένα;
— Ξέρετε που τα τυπώνουν, Σεβασμιότατε;
— Κανένας δεν τους ξέρει, ούτε μπορούν να τους βρούνε.
— Λοιπόν, Σεβασμιότατε, μάλιστα, κάθε μέρα. Εγώ ξέρω που τα τυπώνουν.
Ο Μητροπολίτης κατέβασε τα φρύδια και τον κοίταξε καλά.
— Αυτό θα ‘ταν πολύ ενδιαφέρον. Πως μπορείς να το ξέρεις;
— Σεβασμιότατε, Σεβασμιότατε, αυτά τα χαρτιά τυπώνονται σπίτι μου.
Ο άγιος πατήρ δε μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια:
— Πάει, τρελάθηκεο Περικλής ο Περδικάρης…
Δυστυχώς όχι… δεν είχε τρελαθεί καθόλου. Κάθισε και του τα ‘πε όλα, για τα μαξιλάρια, για το Στέφανο, για το ρακί του Βασίλη, για την Κατερίνα, για τη Μαργαρίτα κι όσο τα ‘λεγε τόσο το πρόσωπο της αυτού Σεβασμιότητος γινότανε σκυθρωπότερο. Στο τέλος του είπε:
—Άφησε μου το εδώ αυτό το χαρτί και μην ανησυχείς εσύ… Μόνο να μην πείτε τίποτα σε κανέναν…
Ο Περικλής έφυγε ησυχασμένος, ο Σεβασμιότατος ωστόσο ανησυχούσε στα σοβαρά. Αυτή η υπόθεση μπορούσε να του κοστίσει πολύ ακριβά — οι Περδικάρηδες ήτανε δικοί του άνθρωποι — τρέχα γύρευε να τα ξεμπλέξεις με τους Γερμανούς. Το ίδιο μεσημέρι φώναξε στο γραφείο του το διευθυντή της αστυνομίας για μια επείγουσα εθνική υπόθεση. Επιθυμούσε, όπως του είπε, να του την εμπιστευθεί προσωπικά. Κατά τη γνώμη του δεν έπρεπε να γίνει καθόλου θόρυβος. Η Μαργαρίτα θα του ‘δινε εύκολα τα ονόματα των κομμουνιστών, μπορούσαν κιόλας να μη το φανερώσουν καν πως τους τα ‘δωσε αυτή. Όλο να παρουσιαστεί σα μια επιτυχία της αστυνομίας πού τούς είχε ανακαλύψει.
Ο Διευθυντής της αστυνομίας συμφώνησε πέρα για πέρα, έδωσε την υπόσχεση του να ενεργήσει με μυστικότητα και με σύνεση, φίλησε το σεβάσμιο χέρι και σαν βρέθηκε μοναχός του ξανασκέφτηκε καλύτερα την υπόθεση. Προτιμούσε να κανονίσει τη δουλειά μοναχός του απευθείας με τούς Γερμανούς όταν το κορίτσι θα του ‘δινε τα ονόματα — για φαντάσου όμως, αδερφέμου, που πήγαν και τον τρύπωσαν τον πολύγραφο;…
Το βράδυ η Μαργαρίτα δεν γύρισε σπίτι. Ο Περικλής κ’ η Κατερίνα είπανε το μυστικό τους και στους άλλους και ξανάρχισαν και βρίζονταν — για τα δικά τους, πάλι, τα ίδια, και κανένας δεν το στοχάστηκε πως μπορεί να το ‘χανε παραδώσει «το παιδί» τους στο θάνατο.
Το πρωί μαθεύτηκε πως από την ελληνική αστυνομία πήρανε τη Μαργαρίτα στη Γκεσταπό. Το ίδιο βράδυ μαθεύτηκε σ’ όλη την πόλη πως τη βασανίζανε κι αυτή δεν έλεγε τίποτα. Το σκοινί της ανάκρισης άρχιζε και τελείωνε σ’ αυτήν. Η Αυτού Σεβασμιότης είχε εκτεθεί στα μάτια των Γερμανών. Ο διευθυντής της αστυνομίας λύσσαξε για την γκάφα του — γιατί να πιστέψει και να βιαστεί να την πιάσει — ένα τέτοιο φαρμακωμένο τέρας;
Τότε το κατάλαβαν πια κ’ oι Περδικάρηδες — την είχανε παραδώσει στους Γερμανούς. Ήταν η τελευταία πράξη της ζωής τους, να θανατώσουν το ίδιο τους το παιδί. Πολύ γρήγορα πέθανε, πρώτος ο θειος Στέφανος. Κάτω από το στρώμα του βρέθηκαν τα μαξιλάρια και το τραπεζομάντηλο. Το βάζο το ‘χε κρύψει μέσα στο στρώμα του — κ’ είχε γίνει κομμάτια. Αργότερα, μέσα σε λίγον καιρό πέθαναν και οι άλλοι, η Κατερίνα, η Αντιγόνη, ο Περικλής. Τελευταίος απ’ όλους ο θειος Βασίλης, αφού σβαρνίστηκε κάμποσο, αδέσποτος πια, στα καπηλειά της πολιτείας, μεθώντας, βρίζοντας, το νεκροθάφτη, τους Γερμανούς, το Μητροπολίτη και κλαίγοντας για τη Μαργαρίτα του.
Γι’ αυτήν όλα τέλειωσαν πολύ-πολύ γρήγορα — τα μαρτύρια, οι ανακρίσεις, η δίκη. Είχε, λέει, ένα χαμόγελο στα χείλια όλον αυτόν τον καιρό, ένα φως μέσα στα μάτια και τα ‘κανε μεγαλύτερα ακόμα — ομορφότερα ακόμα. Ήταν όμορφα τα μάτια σου, Μαργαρίτα!…
Την τελευταία στιγμή, μπροστά στο απόσπασμα, γύρισε τα μάτια κατά την πόλη που τη σκέπαζε ακόμα η καταχνιά. Ένας κόσμος από τρελούς, υστερικούς, εκφυλισμένους και ληστές γκρεμιζόταν, μαζί με τα σαράβαλα σπίτια τους — όλη η πολιτεία της παρακμής που τη γέννησε. Το πικρό χαμόγελο της οικογένειας ανέβηκε στα χείλια της κ’ έκανε μη το χέρι της εκείνη την αόριστη χειρονομία που είπε ο παπάς σα ν’ απόδιωχνε την εικόνα:
— Καληνύχτα ντε!…
— Φώυαρ!…
Πίσω από τις μεγάλες κορφές της Πίνδου ανεβαίνει ο ήλιος. Ξημερώνει σε λίγο. Ο Νικόλας κ’ η Αγγελικούλα, ο καινούργιος κόσμος! Σε σας γυρίζει η τελευταία σκέψη όσο κρατάει ακόμα μέσα στ’ ανοιγμένο κρανίο ο τελευταίος σπασμός της ζωής:
— Φκιάξτε τον, έναν καλύτερο κόσμο!…
Διαβάστε επίσης :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου