Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου…
(Ο. Ελύτης)
Γ. Τσαρούχης - Σπίτι με Καρυάτιδες, 1952. |
Ορέστης Αλεξάκης - Λεπτομέρειες για σπίτια που παλιώνουν
Κανείς δεν ξέρει πού
κοιτούν
τα σπίτια
μέσ’ από τ’ ανοιχτά παράθυρά τους
σαν προβολέα το βλέμμα περιφέρουν
φωτίζοντας ένα δικό τους κόσμο
Τα βράδια
κλείνουν πια τα βλέφαρά τους
βυθίζονται βαθιά στην ύπαρξή τους
νιώθουν κι αυτά το σώμα τους
ακούνε
τις πέτρινες τους φλέβες να φουσκώνουν
μέσα στα κύτταρά τους ξαναζούν
ψίθυροι των νερών
φωνές του ανέμου
Τα σπίτια μοιάζουν κάπως με τους τάφους
όπου νεκροί και ζώντες συνυπάρχουν
ο χρόνος τους ακινητεί
το παρελθόν τους και το μέλλον τους
χωρούν
μες στο πλατύ κι ασάλευτο παρόν τους
Όμως
πεθαίνουν κάποτε κι εκείνα
σωρεύεται στα στήθη τους σκοτάδι
σπάζουν τα κόκκαλά τους απ’ το βάρος
και ξαφνικά
μια νύχτα
καταρρέουν
μ’ ένα βαθύ λυγμό που συγκλονίζει
Μιχάλης Οικονόμου, Η κόκκινη τέντα. 1925-1927 |
Γ. Δροσίνης - Το σπίτι σου
Τίποτε δεν άλλαξε απ᾿ το σπίτι σου
κι απ᾿ το δρόμο κι απ᾿ τη γειτονιά.
Μόνον η παλιά βρυσούλα στέρεψε
στην αντικρινή σου τη γωνιά.
Τίποτε δεν άλλαξε απ᾿ το σπίτι σου.
Βιαστικός διαβάτης το θωρώ
και, ξεχνώντας πόσα χρόνια πέρασαν,
σα και τότε πάλι λαχταρώ
Λαχταρώ ν᾿ ανοίξεις το παράθυρο
και στο διάβα μου άξαφνα να βγεις,
γελαστή παιδούλα καστανόξανθη,
χάραμα απριλιάτικης αυγής.
Σφαλιστό απομένει το παράθυρο
κι αν τ᾿ ανοίξεις, μι᾿ άλλη θα φανεί.
Μόνο στο παράθυρο της θύμησης
βγαίνεις ίδια και παντοτινή.
Μαρία Πωπ -Στην οδό ποικίλης, 18-985
Κ. Π. Καβάφης - Σπίτι με κήπον
Ήθελα να ’χω ένα σπίτι εξοχικό
μ’ έναν πολύ μεγάλο κήπο— όχι τόσο
για τα λουλούδια, για τα δένδρα, και τες πρασινάδες
(βέβαια να βρίσκονται κι αυτά· είν’ ευμορφότατα)
αλλά για να ’χω ζώα. A να ’χω ζώα!
Τουλάχιστον επτά γάτες— οι δυο κατάμαυρες,
και δυο σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεσι.
Έναν σπουδαίο παπαγάλο, να τον αγρικώ
να λέγει πράγματα μ’ έμφασι και πεποίθησιν.
Aπό σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν.
Θα ’θελα και δυο άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια).
Κι εξ άπαντος τρία, τέσσαρα απ’ τ’ αξιόλογα,
τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γαϊδούρια,
να κάθονται οκνά, να χαίροντ’ οι κεφάλες των.
Ιθακήσιος Βασίλειος-Εξοχική κατοικία, 1938-40 |
Μιχάλης Κατσαρός - Σπίτι
Σπίτι με τα κεραμίδια σου
σπίτι σπίτι αληθινό
περιστέρια τα στολίδια σου
σπίτι με τον ουρανό.
Πού να είσαι
πού να στέκεις
πού να είσαι αληθινό
σπίτι με τα κεραμίδια
σπίτι με τον ουρανό.
Ποιος να φέρνει να γιομίζει
κάθε ράφι σου παλιό
σπίτι των ονείρων σπίτι
που καρτέραγες το γιο.
Αν γυρίσει καλοκαίρι
αν γυρίσει χειμωνιά
σπίτι κάποιος θα σου φέρει
ανθισμένη λεμονιά.
Κατερίνα Κούσουλα - Άνω Πόλη
Πεισμωμένα
παλιά σπίτια
αρνούνται να πεθάνουν
αρνούνται να ζήσουν
να πουν ο,τιδήποτε
εκτός από
ξεχασμένα
πορτόφυλλα ανοιχτά
χωρίς αντίκρυσμα
Σπίτια
δεν γνωριστήκαμε
Φαντάσματά σας
στοιχειώνουν
τους περιπάτους μου.
Μιχάλης Οικονόμου, Το σπίτι του ψαρά.
Ορέστης Λάσκος - Αγριόχηνες
..Τώρα πια
στην πατρίδα, στο παλιό μου πατρικό
σπιτικό
που ο καιρός και η εγκατάλειψις, αλοίμονο,
το ’χουνε σχεδόν ρημάξει,
τώρα λέγω πιά
η ζωή μου βάρκα με χωρίς κουπιά
σαν σε απάνεμο λιμανάκι θε να αράξει.
Θα κυλούν γαλήνιες οι ώρες στην ατμόσφαιρα,
θα κυλούν γαλήνιες οι ώρες στην ψυχή μου…
Σπίτι με τα κεραμίδια σου
σπίτι σπίτι αληθινό
περιστέρια τα στολίδια σου
σπίτι με τον ουρανό.
Πού να είσαι
πού να στέκεις
πού να είσαι αληθινό
σπίτι με τα κεραμίδια
σπίτι με τον ουρανό.
Ποιος να φέρνει να γιομίζει
κάθε ράφι σου παλιό
σπίτι των ονείρων σπίτι
που καρτέραγες το γιο.
Αν γυρίσει καλοκαίρι
αν γυρίσει χειμωνιά
σπίτι κάποιος θα σου φέρει
ανθισμένη λεμονιά.
Νίκος Εγγονόπουλος - Ελληνικό σπίτι (Πήλιο)
Κατερίνα Κούσουλα - Άνω Πόλη
Πεισμωμένα
παλιά σπίτια
αρνούνται να πεθάνουν
αρνούνται να ζήσουν
να πουν ο,τιδήποτε
εκτός από
ξεχασμένα
πορτόφυλλα ανοιχτά
χωρίς αντίκρυσμα
Σπίτια
δεν γνωριστήκαμε
Φαντάσματά σας
στοιχειώνουν
τους περιπάτους μου.
Μιχάλης Οικονόμου, Το σπίτι του ψαρά.
Ορέστης Λάσκος - Αγριόχηνες
..Τώρα πια
στην πατρίδα, στο παλιό μου πατρικό
σπιτικό
που ο καιρός και η εγκατάλειψις, αλοίμονο,
το ’χουνε σχεδόν ρημάξει,
τώρα λέγω πιά
η ζωή μου βάρκα με χωρίς κουπιά
σαν σε απάνεμο λιμανάκι θε να αράξει.
Θα κυλούν γαλήνιες οι ώρες στην ατμόσφαιρα,
θα κυλούν γαλήνιες οι ώρες στην ψυχή μου…
Μαλάμος Κώστας-Αθηναϊκό Σπίτι, περ.1970
Τάσος Λειβαδίτης
Ένα σπίτι για να γεννηθείς
ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις
ένας στίχος για να κρυφτείς
ένας κόσμος για να πεθάνεις.
Μιχάλης Οικονόμου, Σπίτι που ονειρεύεται. 1929-1930 |
Βύρων Λεοντάρης - Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
κι όσα για σένα είχες ελπίσει
έχουνε τώρα πια όλα σβήσει
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.
Σκιά ήταν ό,τι για ζωή αγαπήθη
ήχος στεγνός μιας άδειας λέξης
σαν ήρθε η ώρα να διαλέξεις
είπες ας φράξουν τη φωτιά άλλα στήθη.
Ποτάμι που έχει μείνει ξερή η κοίτη
πώς να ‘χεις έτσι ξεστρατίσει
σου άξιζε σένα αλλιώς να ζήσεις
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
Χωριάτικο Σπίτι, Νικόλαος Γύζης
Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Το σπίτι
Ανεβαίνω πέτρινα σκαλοπάτια. Βατόμουρα στραγγαλίζουν κρίνα.
Δεκαοχτούρες μετράνε την ανατολή κι ένας αγέρας έρχεται απ' τα πεύκα.
Βαθυπράσινο μυστικό στόμα.
Δαγκώνει το κλειδί στην πόρτα. Επιθύριο χεράκι τρυφερής ηλικίας ανοίγει
Δαγκώνει το κλειδί στην πόρτα. Επιθύριο χεράκι τρυφερής ηλικίας ανοίγει
βλέφαρα μιας άλλης εποχής. Είναι όλοι εκεί συγκεντρωμένοι. Ποντιακά,
Τούρκικα, Ελληνικά, Αρμένικα σε στόματα ξεχασμένα. Πιο μέσα σηκώνεται
ο πατέρας σκουπίζει τα μουστάκια με φιλάει κι η μάνα κλαίγοντας
αγκαλιά με οδηγεί και στρώνει το τραπέζι. Κάθεται, μιλάει για το σπιτικό.
Χρόνια μέσα στα χρόνια όνειρα ξεφλουδίζονται σα φίδια.
Ανοίγει το κλειδωμένο σπίτι. Φευγάτη η σκεπή πεσμένοι οι τοίχοι χάσκουν.
Χρόνια μέσα στα χρόνια όνειρα ξεφλουδίζονται σα φίδια.
Ανοίγει το κλειδωμένο σπίτι. Φευγάτη η σκεπή πεσμένοι οι τοίχοι χάσκουν.
Χάσκουν και πάνω από τις πέτρες το λιμάνι η θάλασσα πέρα η Θάσος πιο
μακριά το Όρος. Φεύγουν τα σύννεφα σαν καπνός από χορτάρι κι η
θάλασσα καλειδοσκόπιο καθώς ψαρόβαρκες γυρίζουν, λαχανιάζουν οι
μηχανές σκούζουν οι γλάροι. Νύχτες του έρωτα σύννεφα παρταλιασμένα.
Καταποντίζομαι στα χρόνια που ξεφλουδίζονται σα φίδια.
Ο εκσκαφέας ο φορτωτής γεμίζουν τα ανατρεπόμενα με πέτρες χώματα
Ο εκσκαφέας ο φορτωτής γεμίζουν τα ανατρεπόμενα με πέτρες χώματα
σανίδια φορέματα. Ξεριζώνουν τα δέντρα. Πεύκα συκιές ροδακινιές μηλιές
κυδωνιές καρυδιά. Ο κήπος που χέρια στοργικά διαμόρφωσαν. Σιδερένια
νύχια εξαφανίζουν τον ουρανό.
Τώρα οικόπεδο 250 τετραγωνικά. Αλλοι άνθρωποι θα χτίσουν τα σπίτια τους.
Κατεβαίνω για τη θάλασσα και περπατώ στα κύματα.
Κρατώ επιθύριο χεράκι*. Δεν έχει φωνή.
Κανένα δεν μπορεί να ξυπνήσει.
Ελεύθερος φεύγω.
Τώρα οικόπεδο 250 τετραγωνικά. Αλλοι άνθρωποι θα χτίσουν τα σπίτια τους.
Κατεβαίνω για τη θάλασσα και περπατώ στα κύματα.
Κρατώ επιθύριο χεράκι*. Δεν έχει φωνή.
Κανένα δεν μπορεί να ξυπνήσει.
Ελεύθερος φεύγω.
Γιώργος Μαρκόπουλος - Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι
Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι.
Απογεύματα, Κυριακές στο κουζινάκι χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο.
Όταν πέθανε άφησε ένα χορταριασμένο στρατί
ένα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια…
Άλλαξαν οι καιροί που λέει κι ο λαός, γεγονότα συνέβησαν…
Χαθήκαμε με τον ἀδελφό μου, μάθαμε πως πέθανε κι ο πατέρας.
Γι᾿ αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ βαθιά στα μάτια.
Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε.
Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι.
Απογεύματα, Κυριακές στο κουζινάκι χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο.
Όταν πέθανε άφησε ένα χορταριασμένο στρατί
ένα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια…
Άλλαξαν οι καιροί που λέει κι ο λαός, γεγονότα συνέβησαν…
Χαθήκαμε με τον ἀδελφό μου, μάθαμε πως πέθανε κι ο πατέρας.
Γι᾿ αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ βαθιά στα μάτια.
Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε.
Αξιώτης Στρατής-Σπίτι της Λέσβου, περ. 1945
Μάτσας Aλέξανδρος - Το Σπίτι, 1942
Tο σπίτι στέκεται χωρίς σκιές
μες στην ακίνητη πυρά της μεσημβρίας.
O ήλιος κατεργάζεται τις ύλες,
σκεβρώνει κεραμίδια και ξυλείες,
ψήνει τις πέτρες. Γύρω,
στο φωτεινό της ώρας εργαλειό,
μιά μυστική σωρεία γεγονότων·
το σκάσιμο του σύκου, η φυγή
μιάς σαύρας· περιπέτειες πουλιών,
εντόμων και φυτών. Kάτω στ' αμπέλι,
μέσα στις αγριάδες, μιά κυψέλη
βουίζει από τις σφήκες.
Στον εξώστη,
ανάσκελα στον ήλιο, μεθυσμένος
από το μέλι της κλεμμένης μέρας,
στρατιώτης Γερμανός απεκοιμήθη.
Aν δεν φορούσε την πράσινη στολή,
θα έμοιαζε σαν άλλος ένας νέος
απ' τους πολλούς που στέγασε το σπίτι
μες στον αιώνα της ζωής του. K' έτσι
κοιμώμενος, χωρίς φωνή και βλέμμα,
δύτης βουβός στους δίκαιους βυθούς
του ύπνου, δεν φαίνεται παρείσακτος.
Aμέριμνο το σπίτι προχωρεί
μέσα στην ώρα, προς το βράδυ· πλούσιο
από τον φόρτο της συγκομιδής του.
Ωσάν τα κάρρα που γυρίζουν απ' τ' αμπέλια
με βακχική μεγαλοπρέπεια.
Tο σπίτι έζησε πολλές ζωές.
Ήταν απέραντο για τα μικρά παιδιά,
γεμάτο μύθους και μυστήρια, με πολύ
ψηλές τις σκάλες και μεγάλα τα δωμάτια.
Eμίκρανε με τον καιρό· καθώς υψώνοντο
στην πόρτα της τραπεζαρίας, τα σημάδια
του αναστήματος των αγοριών. Ξανθές κοπέλλες
ρέμβασαν στις ταράτσες. Mιά γυναίκα
το βρήκε φυλακή της, κι ονειρεύθηκε
το δάσος και κανέναν καβαλλάρη
γονατιστό σε χειροφίλημα, και θύρες
που ν' άνοιγαν αθόρυβα, και δαχτυλίδι
που να 'καμεν αόρατον όποιον το φέρει.
Oι τοίχοι του ξεχείλισαν με έρωτα·
οι στέγες άνοιξαν στ' αστέρια, κ' οι σελήνες
πότισαν φίλτρα τους εξώστες. Ύπνοι
το γέμισαν με μυστικά ταξίδια.
Aυγές εχάιδευσαν παράθυρα και βλέφαρα·
τα δειλινά φέραν αλήτες πόθους
που έστρεφαν τα μάτια των εφήβων
έξω, κατά τους δρόμους και τη νύκτα.
Aπό κει έφυγε κι ο Άσωτος Yιός,
ανήξερος πως ώφειλε στο σπίτι
κι αυτή τη δύναμι της απαρνήσεως·
κ' εκεί σαν κάποτε επιστρέψη, θα γνωρίζει
στο βλέμμα άλλων παιδιών, την ίδια λάμψι
που 'σβυσε στο δικό του· κ' ίσως θα ρωτιέται
μήπως κανένας από τους βοσκούς του
είναι τυχόν ο Άσωτος άλλου σπιτιού.
Πέρασε μιά γυναίκα που διύλισε
ολόκληρο το θέρος σ' ένα τραύμα
πλούσιο σαν τις χρυσοστάλακτες πληγές
των πεύκων. Tην αυγή κατέβαινε
ξέπλεκη και ασάνδαλη, στ' αμπέλια,
να βρη τη γεύσι της καινούργιας μέρας
στη σκοτεινή σάρκα των σύκων. Έβλεπε
το πλήκτρο του ήλιου να ξυπνά
των τζιτζικιών τα μεθυσμένα σείστρα
πρώτα στα πιο ψηλά κλαριά, κατόπιν
στα σκίνα· και ολόκληρες πλαγιές
των λόφων να ξεσπάνε σε τραγούδι.
Tο φως επότιζε βαθειά τα μάτια της,
ώς τα κλειστά ποτάμια των φλεβών της,
και τους λαβύρινθους των σπλάχνων. Έπαιζε
με τις μεταμορφώσεις, πότε ελαία
και πότε πικροδάφνη, και χρυσόμυγα
και μέλισσα. Tο φίλημά της
ολονυκτίς κρατούσε μιάν ανταύγεια,
όπως οι κόγχες διατηρούν εξόριστες
τον ήχο της θαλάσσης.
Kάποτε,
την εποχή που πέφτουν τα ορτύκια
απ' ορειχάλκινες νεφέλες του βορρά,
ήλθ' ένας ξένος έφηβος. Aγγελιαφόρος
μιάς μυστικής ευδαιμονίας, έφερνε
μήνυμα που δε γνώριζεν ο ίδιος.
Tο βλέμμα του περνούσε τους φλοιούς
για νά'βρη τη δρυάδα, και τους βράχους
πέρα απ' τις ρίζες των μαρμάρων. Mετουσίωνε
τις ύλες. Tο λαμπρό κεφάλι
ήταν μιά χύτρα αλχημιστού. Kυριαρχούσε
της χαράς, όπως ο ραβδοσκόπος
των πιο κρυφών υδάτων. Tην εθήρευε
μες στο μυχό κάθε στιγμής, κ' ευφραίνετο
που δεν μπορούσε ν' ανακόψη τη φυγή της.
Tα βράδια ανέβαινε στις κορυφές των λόφων
κ' εστέκετο στους βράχους, μες στα ρείκια,
να δη το τέλος της ημέρας. Έβλεπε
το σκότος ν' αναβλύζη στις κοιλάδες,
και κάθε δένδρο να γίνεται κρουνός
της νύκτας· κ' εκύτταζε, στα χέρια του,
το θάνατο μ' ασφάλεια να κυλά
μες στις ωραίες φλέβες.
Eυφροσύνη
της βέβαιης φθοράς, γαλήνη της σποδού!
Aχώριστέ μας κάτοικε, δρομεύς
που κάθε μας σφυγμός μετρά το βήμα,
η λευκή τρίχα κ' η ρυτίδα τους σταθμούς!
Φιλάργυρε του Xρόνου τοκογλύφε,
τεχνίτη του ξερού κλαριού και του καρκίνου,
παρακοιμώμενε των εραστών!
Ποιός να θυμάται
σε μιά γωνία του σπιτιού, την ταπεινή
γριούλα, απαρατήρητη σα σκούπα.
Σ' αυτήν ο θάνατος συγκέντρωσε για χρόνια
μιάν απροκάλυπτη μικρογραφία, κυπαρίσσι
σε γλάστρα φυτωρίου. Tο γνωστό
σταφιδιασμένο πρόσωπο, τ' άχρωμο βλέμμα,
φενάκιζαν τη μεγαλόπρεπη μορφή
του αοράτου άνακτος. Ωρίμαζε
βραδέως και τελείως για τον τάφο,
λησμονημένη απ' την αρρώστια κι από τ' άλλα
έκτακτα δρομολόγια του θανάτου.
Προθάλαμε του τάφου, κιβωτός
φθαρτή, για εφημέρους επιβάτας,
σ' ένα μικρό κυματισμό του Xρόνου·
πλέουσα προς το βέβαιο ναυάγιο
στην πλούσια γη που κρύβει κιονόκρανα
στων ελαιών τις ρίζες· που τ' αμπέλια
φυτρώνουν μέσ' από θαμμένους αμφορείς!
Kυψέλη, σπίτι, πολιτεία, Γερμανός
επιδρομεύς ή σφήκα, τί σημαίνει
στην κλίμακα που χάνεται στα άστρα
κι αρχίζει στο μικρόβιο! -Tειρεσία!
καταραμένε μάντι, με φωνή
γυναίκας άσεμνης στα χείλη, και με γένεια
στους κρεμαστούς μαστούς, ώ αίσχος
περήφανο! Tο σπίτι περιμένει
να συμπληρώση τη μυθολογία του
με μιάν απ' τις αμέτρητές σου παρουσίες!
Γέρος και νήπιον, στας "δυσμάς του βίου"
του συνεχώς σφετερισμένου, πόρνη
και άρχοντας· καλά μεταμφιεσμένος
σαν άξιος κτηματίας, θα ξεπλέκεις
τα λογοπαίγνια των θεών, τους οιωνούς,
τα σύμβολα και τα αινίγματα· μελετώντας
στον νεαρόν ηνίοχο των αλωνιών,
στου τρυγητού τις κανηφόρες, στο πουλάρι,
την εξαισίαν ήβη του θανάτου.
Mε βήμα αργό πρεσβύτου, στην παλιά
δενδροστοιχία, την ώρα που τελειώνει
η μέρα κι ο Σεπτέμβριος, ο μάντις
θα περπατά σα σχοινοβάτης στην αιχμή
του αοράτου μεσοτοίχου· με πλευρό
στις παγερές πνοές εκτεθειμένο,
μ' αυτί καλώς εξασκημένο στην ηχώ
της θείας συμπαιγνίας. Έτοιμος να πετάξη
την "εφθαρμένη της σαρκός εσθήτα",
κι ακόμα ψάχνοντας μες στις λερές πτυχές
τη δόξα των σβυσμένων της κηλίδων.
Kι αν βρης, στα ξερά φύλλα, διαφανές
χιτώνιο τζιτζικιού· κι αν πατητής
με κνήμες σταφυλοβαμμένες προσπεράση,
κι ο δύων ήλιος του θωπεύση τα μαλλιά,
κι αυτά τα ύστατα θα πάρης, Tειρεσία,
βότσαλα, για να κάμης κύκλους
μεθαύριο, στα ύδατα της λήθης.
O ήλιος έγειρε στον Yμηττό· κι ο Γερμανός
εξύπνησε. Kυττάζει γύρω του μ' ανία.
Bαριέται εδώ στο μακρυνόν αγρόκτημα.- Eίμαι βεβαίως τυχερός, διότι άλλοι ομήλικοί μου πάνε για το μέτωπο.
K' η πόλις του λιμού και του θανάτου,
η πόλις που μυρίζει πτώματα
στερείται διασκεδάσεων. H φύσις είναι ωραία. Όχι βεβαίως σαν της Bαυαρίας. (Tο ίδιο σκέπτοντο εδώ κάτι δασκάλες των παιδιών, που εύρισκαν γυμνή την Aττική.) Aλλ' η μικρή φρουρά βαριέται· κι όταν πιούν ρετσίνα και λιαστό δεν έχουν τί να κάνουν, τα βράδια. Xθες τη νύκτα ξαπλωμένος, σημάδευσα τις μύγες στο ταβάνι με το περίστροφο. Πέρασαν οι σφαίρες στην κάμαρα απάνω και κτυπήσαν
μιά κλίνη που δεν είχε χάσει
τη μνήμη δυό σωμάτων λαξευμένων
από την πείνα και τον έρωτα.
Kι αν ποτέ, όπως διαδίδουν μερικοί προδότες, φύγουμε και εγκαταλείψουμε την χώρα, ασφαλώς
θα κάψουμε και τούτο το παλιόσπιτο.
μες στην ακίνητη πυρά της μεσημβρίας.
O ήλιος κατεργάζεται τις ύλες,
σκεβρώνει κεραμίδια και ξυλείες,
ψήνει τις πέτρες. Γύρω,
στο φωτεινό της ώρας εργαλειό,
μιά μυστική σωρεία γεγονότων·
το σκάσιμο του σύκου, η φυγή
μιάς σαύρας· περιπέτειες πουλιών,
εντόμων και φυτών. Kάτω στ' αμπέλι,
μέσα στις αγριάδες, μιά κυψέλη
βουίζει από τις σφήκες.
Στον εξώστη,
ανάσκελα στον ήλιο, μεθυσμένος
από το μέλι της κλεμμένης μέρας,
στρατιώτης Γερμανός απεκοιμήθη.
Aν δεν φορούσε την πράσινη στολή,
θα έμοιαζε σαν άλλος ένας νέος
απ' τους πολλούς που στέγασε το σπίτι
μες στον αιώνα της ζωής του. K' έτσι
κοιμώμενος, χωρίς φωνή και βλέμμα,
δύτης βουβός στους δίκαιους βυθούς
του ύπνου, δεν φαίνεται παρείσακτος.
Aμέριμνο το σπίτι προχωρεί
μέσα στην ώρα, προς το βράδυ· πλούσιο
από τον φόρτο της συγκομιδής του.
Ωσάν τα κάρρα που γυρίζουν απ' τ' αμπέλια
με βακχική μεγαλοπρέπεια.
Tο σπίτι έζησε πολλές ζωές.
Ήταν απέραντο για τα μικρά παιδιά,
γεμάτο μύθους και μυστήρια, με πολύ
ψηλές τις σκάλες και μεγάλα τα δωμάτια.
Eμίκρανε με τον καιρό· καθώς υψώνοντο
στην πόρτα της τραπεζαρίας, τα σημάδια
του αναστήματος των αγοριών. Ξανθές κοπέλλες
ρέμβασαν στις ταράτσες. Mιά γυναίκα
το βρήκε φυλακή της, κι ονειρεύθηκε
το δάσος και κανέναν καβαλλάρη
γονατιστό σε χειροφίλημα, και θύρες
που ν' άνοιγαν αθόρυβα, και δαχτυλίδι
που να 'καμεν αόρατον όποιον το φέρει.
Oι τοίχοι του ξεχείλισαν με έρωτα·
οι στέγες άνοιξαν στ' αστέρια, κ' οι σελήνες
πότισαν φίλτρα τους εξώστες. Ύπνοι
το γέμισαν με μυστικά ταξίδια.
Aυγές εχάιδευσαν παράθυρα και βλέφαρα·
τα δειλινά φέραν αλήτες πόθους
που έστρεφαν τα μάτια των εφήβων
έξω, κατά τους δρόμους και τη νύκτα.
Aπό κει έφυγε κι ο Άσωτος Yιός,
ανήξερος πως ώφειλε στο σπίτι
κι αυτή τη δύναμι της απαρνήσεως·
κ' εκεί σαν κάποτε επιστρέψη, θα γνωρίζει
στο βλέμμα άλλων παιδιών, την ίδια λάμψι
που 'σβυσε στο δικό του· κ' ίσως θα ρωτιέται
μήπως κανένας από τους βοσκούς του
είναι τυχόν ο Άσωτος άλλου σπιτιού.
Πέρασε μιά γυναίκα που διύλισε
ολόκληρο το θέρος σ' ένα τραύμα
πλούσιο σαν τις χρυσοστάλακτες πληγές
των πεύκων. Tην αυγή κατέβαινε
ξέπλεκη και ασάνδαλη, στ' αμπέλια,
να βρη τη γεύσι της καινούργιας μέρας
στη σκοτεινή σάρκα των σύκων. Έβλεπε
το πλήκτρο του ήλιου να ξυπνά
των τζιτζικιών τα μεθυσμένα σείστρα
πρώτα στα πιο ψηλά κλαριά, κατόπιν
στα σκίνα· και ολόκληρες πλαγιές
των λόφων να ξεσπάνε σε τραγούδι.
Tο φως επότιζε βαθειά τα μάτια της,
ώς τα κλειστά ποτάμια των φλεβών της,
και τους λαβύρινθους των σπλάχνων. Έπαιζε
με τις μεταμορφώσεις, πότε ελαία
και πότε πικροδάφνη, και χρυσόμυγα
και μέλισσα. Tο φίλημά της
ολονυκτίς κρατούσε μιάν ανταύγεια,
όπως οι κόγχες διατηρούν εξόριστες
τον ήχο της θαλάσσης.
Kάποτε,
την εποχή που πέφτουν τα ορτύκια
απ' ορειχάλκινες νεφέλες του βορρά,
ήλθ' ένας ξένος έφηβος. Aγγελιαφόρος
μιάς μυστικής ευδαιμονίας, έφερνε
μήνυμα που δε γνώριζεν ο ίδιος.
Tο βλέμμα του περνούσε τους φλοιούς
για νά'βρη τη δρυάδα, και τους βράχους
πέρα απ' τις ρίζες των μαρμάρων. Mετουσίωνε
τις ύλες. Tο λαμπρό κεφάλι
ήταν μιά χύτρα αλχημιστού. Kυριαρχούσε
της χαράς, όπως ο ραβδοσκόπος
των πιο κρυφών υδάτων. Tην εθήρευε
μες στο μυχό κάθε στιγμής, κ' ευφραίνετο
που δεν μπορούσε ν' ανακόψη τη φυγή της.
Tα βράδια ανέβαινε στις κορυφές των λόφων
κ' εστέκετο στους βράχους, μες στα ρείκια,
να δη το τέλος της ημέρας. Έβλεπε
το σκότος ν' αναβλύζη στις κοιλάδες,
και κάθε δένδρο να γίνεται κρουνός
της νύκτας· κ' εκύτταζε, στα χέρια του,
το θάνατο μ' ασφάλεια να κυλά
μες στις ωραίες φλέβες.
Eυφροσύνη
της βέβαιης φθοράς, γαλήνη της σποδού!
Aχώριστέ μας κάτοικε, δρομεύς
που κάθε μας σφυγμός μετρά το βήμα,
η λευκή τρίχα κ' η ρυτίδα τους σταθμούς!
Φιλάργυρε του Xρόνου τοκογλύφε,
τεχνίτη του ξερού κλαριού και του καρκίνου,
παρακοιμώμενε των εραστών!
Ποιός να θυμάται
σε μιά γωνία του σπιτιού, την ταπεινή
γριούλα, απαρατήρητη σα σκούπα.
Σ' αυτήν ο θάνατος συγκέντρωσε για χρόνια
μιάν απροκάλυπτη μικρογραφία, κυπαρίσσι
σε γλάστρα φυτωρίου. Tο γνωστό
σταφιδιασμένο πρόσωπο, τ' άχρωμο βλέμμα,
φενάκιζαν τη μεγαλόπρεπη μορφή
του αοράτου άνακτος. Ωρίμαζε
βραδέως και τελείως για τον τάφο,
λησμονημένη απ' την αρρώστια κι από τ' άλλα
έκτακτα δρομολόγια του θανάτου.
Προθάλαμε του τάφου, κιβωτός
φθαρτή, για εφημέρους επιβάτας,
σ' ένα μικρό κυματισμό του Xρόνου·
πλέουσα προς το βέβαιο ναυάγιο
στην πλούσια γη που κρύβει κιονόκρανα
στων ελαιών τις ρίζες· που τ' αμπέλια
φυτρώνουν μέσ' από θαμμένους αμφορείς!
Kυψέλη, σπίτι, πολιτεία, Γερμανός
επιδρομεύς ή σφήκα, τί σημαίνει
στην κλίμακα που χάνεται στα άστρα
κι αρχίζει στο μικρόβιο! -Tειρεσία!
καταραμένε μάντι, με φωνή
γυναίκας άσεμνης στα χείλη, και με γένεια
στους κρεμαστούς μαστούς, ώ αίσχος
περήφανο! Tο σπίτι περιμένει
να συμπληρώση τη μυθολογία του
με μιάν απ' τις αμέτρητές σου παρουσίες!
Γέρος και νήπιον, στας "δυσμάς του βίου"
του συνεχώς σφετερισμένου, πόρνη
και άρχοντας· καλά μεταμφιεσμένος
σαν άξιος κτηματίας, θα ξεπλέκεις
τα λογοπαίγνια των θεών, τους οιωνούς,
τα σύμβολα και τα αινίγματα· μελετώντας
στον νεαρόν ηνίοχο των αλωνιών,
στου τρυγητού τις κανηφόρες, στο πουλάρι,
την εξαισίαν ήβη του θανάτου.
Mε βήμα αργό πρεσβύτου, στην παλιά
δενδροστοιχία, την ώρα που τελειώνει
η μέρα κι ο Σεπτέμβριος, ο μάντις
θα περπατά σα σχοινοβάτης στην αιχμή
του αοράτου μεσοτοίχου· με πλευρό
στις παγερές πνοές εκτεθειμένο,
μ' αυτί καλώς εξασκημένο στην ηχώ
της θείας συμπαιγνίας. Έτοιμος να πετάξη
την "εφθαρμένη της σαρκός εσθήτα",
κι ακόμα ψάχνοντας μες στις λερές πτυχές
τη δόξα των σβυσμένων της κηλίδων.
Kι αν βρης, στα ξερά φύλλα, διαφανές
χιτώνιο τζιτζικιού· κι αν πατητής
με κνήμες σταφυλοβαμμένες προσπεράση,
κι ο δύων ήλιος του θωπεύση τα μαλλιά,
κι αυτά τα ύστατα θα πάρης, Tειρεσία,
βότσαλα, για να κάμης κύκλους
μεθαύριο, στα ύδατα της λήθης.
O ήλιος έγειρε στον Yμηττό· κι ο Γερμανός
εξύπνησε. Kυττάζει γύρω του μ' ανία.
Bαριέται εδώ στο μακρυνόν αγρόκτημα.- Eίμαι βεβαίως τυχερός, διότι άλλοι ομήλικοί μου πάνε για το μέτωπο.
K' η πόλις του λιμού και του θανάτου,
η πόλις που μυρίζει πτώματα
στερείται διασκεδάσεων. H φύσις είναι ωραία. Όχι βεβαίως σαν της Bαυαρίας. (Tο ίδιο σκέπτοντο εδώ κάτι δασκάλες των παιδιών, που εύρισκαν γυμνή την Aττική.) Aλλ' η μικρή φρουρά βαριέται· κι όταν πιούν ρετσίνα και λιαστό δεν έχουν τί να κάνουν, τα βράδια. Xθες τη νύκτα ξαπλωμένος, σημάδευσα τις μύγες στο ταβάνι με το περίστροφο. Πέρασαν οι σφαίρες στην κάμαρα απάνω και κτυπήσαν
μιά κλίνη που δεν είχε χάσει
τη μνήμη δυό σωμάτων λαξευμένων
από την πείνα και τον έρωτα.
Kι αν ποτέ, όπως διαδίδουν μερικοί προδότες, φύγουμε και εγκαταλείψουμε την χώρα, ασφαλώς
θα κάψουμε και τούτο το παλιόσπιτο.
Konstantinos Maleas - House at Santorini |
Εουτζένιο Μοντάλε - Το Σπίτι των τελωνοφυλάκων
Δεν θυμάσαι το σπίτι των τελωνοφυλάκων
στο ύψωμα που κρέμεται επάνω απ’ τους βράχους:
έρημο σε περιμένει από την νύχτα αυτή
που πρόβαλε το σμήνος των λογισμών σου
και στάθηκε εκεί μέσα ανήσυχα.
Ο Λίβας χρόνια τώρα δέρνει τα αρχαία τείχη
το γέλιο σου δεν ηχεί πια χαρούμενο
η πυξίδα έχει τρελαθεί
και οι ζαριές πια δεν πετυχαίνουν
Δεν θυμάσαι, άλλες στιγμές αποσπούν
την μνήμη σου, το νήμα ξετυλίγεται.
Κρατώ ακόμη μια άκρη του, μα απομακρύνεται
το σπίτι και στην κορφή της στέγης η μαυρισμένη
ανεμοδούρα γυρίζει ανελέητα.
Κρατώ μιαν άκρη, μα μένεις μόνη
και δεν σε νιώθω ν΄ ανασαίνεις στο σκοτάδι.
Ω, χάνονται οι ορίζοντες και φέγγει
ανάρια η λάμψη του πετρελαιοφόρου!
Το πέρασμα που ‘ναι; (Πληθαίνει
το αντιμάμαλο και πάλι στην απόκρημνη ακτή…).
Δεν θυμάσαι το σπίτι εκείνης
της νύχτας μου. Δεν ξέρω ποιος φεύγει, ποιος μένει.
μτφ: Νίκος Αλιφέρης
στο ύψωμα που κρέμεται επάνω απ’ τους βράχους:
έρημο σε περιμένει από την νύχτα αυτή
που πρόβαλε το σμήνος των λογισμών σου
και στάθηκε εκεί μέσα ανήσυχα.
Ο Λίβας χρόνια τώρα δέρνει τα αρχαία τείχη
το γέλιο σου δεν ηχεί πια χαρούμενο
η πυξίδα έχει τρελαθεί
και οι ζαριές πια δεν πετυχαίνουν
Δεν θυμάσαι, άλλες στιγμές αποσπούν
την μνήμη σου, το νήμα ξετυλίγεται.
Κρατώ ακόμη μια άκρη του, μα απομακρύνεται
το σπίτι και στην κορφή της στέγης η μαυρισμένη
ανεμοδούρα γυρίζει ανελέητα.
Κρατώ μιαν άκρη, μα μένεις μόνη
και δεν σε νιώθω ν΄ ανασαίνεις στο σκοτάδι.
Ω, χάνονται οι ορίζοντες και φέγγει
ανάρια η λάμψη του πετρελαιοφόρου!
Το πέρασμα που ‘ναι; (Πληθαίνει
το αντιμάμαλο και πάλι στην απόκρημνη ακτή…).
Δεν θυμάσαι το σπίτι εκείνης
της νύχτας μου. Δεν ξέρω ποιος φεύγει, ποιος μένει.
μτφ: Νίκος Αλιφέρης
Νερούντα - Εξηγώ μερικά πράγματα
Θα με ρωτήσετε: Πού είναι οι πασχαλιές;
και πού η μεταφυσική σκεπασμένη από παπαρούνες
και η βροχή που συχνά χτυπούσε
στις λέξεις σας, γεμίζοντάς τες
με τρύπες και πουλιά;
Θα σας διηγηθώ ό,τι μου συμβαίνει:
Ζούσα σε μια συνοικία της Μαδρίτης,
με καμπάνες, με ρολόγια, με δέντρα.
Από κει φαινότανε το κατάξερο πρόσωπο της Καστίλλιας
σαν ένας Ωκεανός από δέρμα.
Το σπίτι μου λεγότανε το σπίτι των λουλουδιών, αφού παντού
Θα με ρωτήσετε: Πού είναι οι πασχαλιές;
και πού η μεταφυσική σκεπασμένη από παπαρούνες
και η βροχή που συχνά χτυπούσε
στις λέξεις σας, γεμίζοντάς τες
με τρύπες και πουλιά;
Θα σας διηγηθώ ό,τι μου συμβαίνει:
Ζούσα σε μια συνοικία της Μαδρίτης,
με καμπάνες, με ρολόγια, με δέντρα.
Από κει φαινότανε το κατάξερο πρόσωπο της Καστίλλιας
σαν ένας Ωκεανός από δέρμα.
Το σπίτι μου λεγότανε το σπίτι των λουλουδιών, αφού παντού
σκάγανε γεράνια: ήταν ένα όμορφο σπίτι
με σκυλιά και παιδάκια.Ραούλ, θυμάσαι;
Θυμάσαι, Ραφαήλ;Φεντερίκο, θυμάσαι;
Κάτω από το χώμα;
Θυμάσαι το σπίτι μου με τα μπαλκόνια, όπου
το φως του Γενάρη έπνιγε τα λουλούδια στο στόμα σου;
Αδερφέ, αδερφέ.Όλα ήταν δυνατές φωνές,
αλάτι εμπορευμάτων,στοιβάγματα ψωμιού που πάλλεται,
αγορά της συνοικίας μου της Αργουέλιες με το άγαλμα
σαν ένα χλωρό μελανοδοχείο μεταξύ μπακαλιάρων,
το λάδι έφτανε στα κουτάλια,ένας βαθύς παλμός
ποδιών και χεριών γέμιζε τους δρόμους,
μέτρα, λίτρα, ουσία,αιχμή της ζωής,ψάρια στοιβαγμένα,
συναρμογή από στέγες μ’ έναν ήλιο κρύο που
το βέλος κουράζεται,παράφορο φίλντισι
από πατάτες,ντομάτες που φτάνουν ως τη θάλασσα.
Κι ένα πρωί όλα ήταν φλογισμένα
κι ένα πρωί οι φωτιές βγαίνανε από τη γη
καταβροχθίζοντας πλάσματακι από τότε πυρκαγιά,
μπαρούτι από τότεκι από τότε αίμα.
Ληστείες με αεροπλάνα και με μαυριτανούς,
ληστείες με δαχτυλίδια και δούκισσες,
ληστείες με μαύρους παπάδες που ευλογώντας
έρχονταν από τον ουρανό για να σκοτώσουν τα παιδιά
και στους δρόμους το αίμα των παιδιών
έτρεχε απλώς σαν αίμα παιδιών.
Τσακάλια που τα τσακάλια θ’ αποκρούανε,
πέτρες που η ξερή αγριαγκινάρα θα δάγκωνε και θα έφτυνε,
φίδια που τα φίδια θα μισούσανε.Ενάντιά σας έχω δει το νήμα
της Ισπανίας να σηκώνεταιγια να σας πνίξει σ’ ένα μόνο κύμα
από περηφάνια και μαχαίρια.Προδότες.
Κοιτάξτε το νεκρό μου σπίτι,κοιτάξτε την Ισπανία σπασμένη,
αλλά από κάθε νεκρό σπίτι βγαίνει πύρινο μέταλλο
αντί λουλούδια,αλλά από κάθε ρωγμή της Ισπανίας
βγαίνει η Ισπανία,αλλά από κάθε νεκρό παιδί
βγαίνει ένα ντουφέκι με μάτια,
αλλά από κάθε έγκλημα γεννιώνται σφαίρες
που θα βρουν μια μέρα τον τόποτης καρδιάς σας.
Θα με ρωτήσετε λοιπόν γιατί η ποίησή σας
δεν μας μιλάει για τ’ όνειρο, για τα φύλλα,
για τα μεγάλα ηφαίστεια της πατρικής σας γης;
Ελάτε να δείτε το αίμα στους δρόμους,
ελάτε να δείτετο αίμα στους δρόμους,
ελάτε να δείτε το αίμα στους δρόμους!
Μετάφραση Άννα Βάλβη
You are going to ask: and where are the lilacs?
and the poppy-petalled metaphysics?
and the rain repeatedly spattering
its words and drilling them full
of apertures and birds?
I'll tell you all the news.
I lived in a suburb,
a suburb of Madrid, with bells,
and clocks, and trees.
From there you could look out
over Castille's dry face:
a leather ocean.
My house was called
the house of flowers, because in every cranny
geraniums burst: it was
a good-looking house
with its dogs and children.
Remember, Raul?
Eh, Rafel? Federico, do you remember
from under the ground
my balconies on which
the light of June drowned flowers in your mouth?
Brother, my brother!
Everything
loud with big voices, the salt of merchandises,
pile-ups of palpitating bread,
the stalls of my suburb of Arguelles with its statue
like a drained inkwell in a swirl of hake:
oil flowed into spoons,
a deep bayingof feet and hands swelled in the streets,
metres, litres, the sharp
measure of life,
stacked-up fish,
the texture of roofs with a cold sun in which
the weather vane falters,
the fine, frenzied ivory of potatoes,
wave on wave of tomatoes rolling down the sea.
And one morning all that was burning,
one morning the bonfires
leapt out of the earth
devouring human beings --
and from then on fire,
gunpowder from then on,
and from then on blood.
Bandits with planes and Moors,
bandits with finger-rings and duchesses,
bandits with black friars spattering blessings
came through the sky to kill children
and the blood of children ran through the streets
without fuss, like children's blood.
Jackals that the jackals would despise,
stones that the dry thistle would bite on and spit out,
vipers that the vipers would abominate!
Face to face with you I have seen the blood
of Spain tower like a tide
to drown you in one wave
of pride and knives!
Treacherous
generals:
see my dead house,
look at broken Spain :
from every house burning metal flows
instead of flowers,
from every socket of Spain
Spain emerges
and from every dead child a rifle with eyes,
and from every crime bullets are born
which will one day find
the bull's eye of your hearts.
And you'll ask: why doesn't his poetry
speak of dreams and leaves
and the great volcanoes of his native land?
Come and see the blood in the streets.
Come and see
The blood in the streets.
Come and see the blood
In the streets!
Τόλης Νικηφόρου - κι εγώ δεν ξέρω τι αναζητώντας
καμιά φορά αργά το βράδυ
ξαναγυρίζω στο παλιό μας σπίτι
με προσμονή την πόρτα ανοίγω
αναζητώντας μέσα στο σκοτάδι
κι εγώ δεν ξέρω τι αναζητώντας
με το κλειδί στο χέρι ακόμα
το σιδερένιο εκείνο, το μεγάλο
από δωμάτιο σε δωμάτιο τριγυρίζω
αγγίζοντας, μυρίζοντας και βλέποντας σχεδόν
σε κάθε αέρινο μου βήμα
μήπως και είναι κάπου εδώ
πάντα ζεστό το χέρι του πατέρα
του αδερφού μου η προστατευτική αγριάδα
κι αυτή της μάνας μου
η πανταχού παρούσα απουσία
μήπως και είναι εδώ
το καλογυαλισμένο μας βαρύ τραπέζι
η φωτογραφία που χαμογελάει στον τοίχο
με τα πολύχρωμά του σχέδια το χαλί
μήπως και είναι εδώ
το πάτωμα, οι τοίχοι, το ίδιο το σπίτι
μήπως ακόμα μπαίνει από την μπαλκονόπορτα
η απέραντη πλατεία που αγαπούσα
και ξαφνικά καταλαβαίνω ότι κλαίω
κλαίω απελπισμένα στ’ όνειρό μου
τα δάκρυά μου όλα τα θαμπώνουν
όλα όσα το φως της μνήμης καταυγάζει
Λ. Nικολακοπούλου - ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ
Τα σπίτια φυτρώνουν και αυτά
σαν τα λουλούδια
Μαραίνονται και αυτά με τα χρόνια,
σαν τα λουλούδια
Άμα παίζαμε το video της ζωής μας γρήγορα,
θα μέναμε εκστατικοί
Μπαίνεις για πρώτη φορά στο σπίτι σου αγκαλιά
στα χέρια, μόλις γεννιέσαι
Βγαίνεις μετά, αγκαλιά
στα χέρια ή με το καρότσι
Μετά με τα παπούτσια σου, τα πρώτα
Μετά με ένα παιχνίδι στο χέρι και έναν σκούφο μέχρι τα μάτια
Και το άλλο χέρι στο χέρι των γονιών
Μετά κρατάς μία σάκα
Μετά μόνο τα κλειδιά και ένα πουλόβερ
«Πού ήσουνα τόσες ώρες»;
«Άσε με μάνα!»
Και από εκεί και μετά όλο και κάτι κρατάς
Την πρώτη σου βαλίτσα για την εκδρομή
Τον πρώτο σου έρωτα, τον φέρνεις σπίτι όταν λείπουν οι δικοί σου
Μετά κρατάς το παιδί σου,
εσύ και το φέρνεις
Μετά κρατά τους δικούς σου, που μεγάλωσαν
και τους πας όπου θέλουν
Μετά κρατάς το στόμα σου κλειστό και λες λίγα
Μετά κρατάς τα έπιπλα για να περπατήσεις
Όλα από μία πόρτα
Περνάνε, όλα περνάνε
Η ζωή η ίδια είναι ένα πέρασμα
“Περνάς καλά;” “ Να περάσεις καλά!”
“Περαστικά”, περαστικός
“Περαστικός ήμουν”
Έτσι έπρεπε να λέει ο έρωτας όταν έρχεται
και σε βρίσκει
Απροειδοποίητα και εμείς του λέμε “περάστε!”
Κωστής Παλαμάς Το σπίτι που γεννήθηκα
με σκυλιά και παιδάκια.Ραούλ, θυμάσαι;
Θυμάσαι, Ραφαήλ;Φεντερίκο, θυμάσαι;
Κάτω από το χώμα;
Θυμάσαι το σπίτι μου με τα μπαλκόνια, όπου
το φως του Γενάρη έπνιγε τα λουλούδια στο στόμα σου;
Αδερφέ, αδερφέ.Όλα ήταν δυνατές φωνές,
αλάτι εμπορευμάτων,στοιβάγματα ψωμιού που πάλλεται,
αγορά της συνοικίας μου της Αργουέλιες με το άγαλμα
σαν ένα χλωρό μελανοδοχείο μεταξύ μπακαλιάρων,
το λάδι έφτανε στα κουτάλια,ένας βαθύς παλμός
ποδιών και χεριών γέμιζε τους δρόμους,
μέτρα, λίτρα, ουσία,αιχμή της ζωής,ψάρια στοιβαγμένα,
συναρμογή από στέγες μ’ έναν ήλιο κρύο που
το βέλος κουράζεται,παράφορο φίλντισι
από πατάτες,ντομάτες που φτάνουν ως τη θάλασσα.
Κι ένα πρωί όλα ήταν φλογισμένα
κι ένα πρωί οι φωτιές βγαίνανε από τη γη
καταβροχθίζοντας πλάσματακι από τότε πυρκαγιά,
μπαρούτι από τότεκι από τότε αίμα.
Ληστείες με αεροπλάνα και με μαυριτανούς,
ληστείες με δαχτυλίδια και δούκισσες,
ληστείες με μαύρους παπάδες που ευλογώντας
έρχονταν από τον ουρανό για να σκοτώσουν τα παιδιά
και στους δρόμους το αίμα των παιδιών
έτρεχε απλώς σαν αίμα παιδιών.
Τσακάλια που τα τσακάλια θ’ αποκρούανε,
πέτρες που η ξερή αγριαγκινάρα θα δάγκωνε και θα έφτυνε,
φίδια που τα φίδια θα μισούσανε.Ενάντιά σας έχω δει το νήμα
της Ισπανίας να σηκώνεταιγια να σας πνίξει σ’ ένα μόνο κύμα
από περηφάνια και μαχαίρια.Προδότες.
Κοιτάξτε το νεκρό μου σπίτι,κοιτάξτε την Ισπανία σπασμένη,
αλλά από κάθε νεκρό σπίτι βγαίνει πύρινο μέταλλο
αντί λουλούδια,αλλά από κάθε ρωγμή της Ισπανίας
βγαίνει η Ισπανία,αλλά από κάθε νεκρό παιδί
βγαίνει ένα ντουφέκι με μάτια,
αλλά από κάθε έγκλημα γεννιώνται σφαίρες
που θα βρουν μια μέρα τον τόποτης καρδιάς σας.
Θα με ρωτήσετε λοιπόν γιατί η ποίησή σας
δεν μας μιλάει για τ’ όνειρο, για τα φύλλα,
για τα μεγάλα ηφαίστεια της πατρικής σας γης;
Ελάτε να δείτε το αίμα στους δρόμους,
ελάτε να δείτετο αίμα στους δρόμους,
ελάτε να δείτε το αίμα στους δρόμους!
Μετάφραση Άννα Βάλβη
Παπαλουκάς Σπύρος-Κόκκινες στέγες στη Λέσβο, 1925
I'm Explaining a Few ThingsYou are going to ask: and where are the lilacs?
and the poppy-petalled metaphysics?
and the rain repeatedly spattering
its words and drilling them full
of apertures and birds?
I'll tell you all the news.
I lived in a suburb,
a suburb of Madrid, with bells,
and clocks, and trees.
From there you could look out
over Castille's dry face:
a leather ocean.
My house was called
the house of flowers, because in every cranny
geraniums burst: it was
a good-looking house
with its dogs and children.
Remember, Raul?
Eh, Rafel? Federico, do you remember
from under the ground
my balconies on which
the light of June drowned flowers in your mouth?
Brother, my brother!
Everything
loud with big voices, the salt of merchandises,
pile-ups of palpitating bread,
the stalls of my suburb of Arguelles with its statue
like a drained inkwell in a swirl of hake:
oil flowed into spoons,
a deep bayingof feet and hands swelled in the streets,
metres, litres, the sharp
measure of life,
stacked-up fish,
the texture of roofs with a cold sun in which
the weather vane falters,
the fine, frenzied ivory of potatoes,
wave on wave of tomatoes rolling down the sea.
And one morning all that was burning,
one morning the bonfires
leapt out of the earth
devouring human beings --
and from then on fire,
gunpowder from then on,
and from then on blood.
Bandits with planes and Moors,
bandits with finger-rings and duchesses,
bandits with black friars spattering blessings
came through the sky to kill children
and the blood of children ran through the streets
without fuss, like children's blood.
Jackals that the jackals would despise,
stones that the dry thistle would bite on and spit out,
vipers that the vipers would abominate!
Face to face with you I have seen the blood
of Spain tower like a tide
to drown you in one wave
of pride and knives!
Treacherous
generals:
see my dead house,
look at broken Spain :
from every house burning metal flows
instead of flowers,
from every socket of Spain
Spain emerges
and from every dead child a rifle with eyes,
and from every crime bullets are born
which will one day find
the bull's eye of your hearts.
And you'll ask: why doesn't his poetry
speak of dreams and leaves
and the great volcanoes of his native land?
Come and see the blood in the streets.
Come and see
The blood in the streets.
Come and see the blood
In the streets!
Χριστίδου Λευκή-Σπίτι στην Εγνατία Οδό, 1975 |
Τόλης Νικηφόρου - κι εγώ δεν ξέρω τι αναζητώντας
καμιά φορά αργά το βράδυ
ξαναγυρίζω στο παλιό μας σπίτι
με προσμονή την πόρτα ανοίγω
αναζητώντας μέσα στο σκοτάδι
κι εγώ δεν ξέρω τι αναζητώντας
με το κλειδί στο χέρι ακόμα
το σιδερένιο εκείνο, το μεγάλο
από δωμάτιο σε δωμάτιο τριγυρίζω
αγγίζοντας, μυρίζοντας και βλέποντας σχεδόν
σε κάθε αέρινο μου βήμα
μήπως και είναι κάπου εδώ
πάντα ζεστό το χέρι του πατέρα
του αδερφού μου η προστατευτική αγριάδα
κι αυτή της μάνας μου
η πανταχού παρούσα απουσία
μήπως και είναι εδώ
το καλογυαλισμένο μας βαρύ τραπέζι
η φωτογραφία που χαμογελάει στον τοίχο
με τα πολύχρωμά του σχέδια το χαλί
μήπως και είναι εδώ
το πάτωμα, οι τοίχοι, το ίδιο το σπίτι
μήπως ακόμα μπαίνει από την μπαλκονόπορτα
η απέραντη πλατεία που αγαπούσα
και ξαφνικά καταλαβαίνω ότι κλαίω
κλαίω απελπισμένα στ’ όνειρό μου
τα δάκρυά μου όλα τα θαμπώνουν
όλα όσα το φως της μνήμης καταυγάζει
Σπίτια Στην Ούντεραχ, Γκούσταφ Κλιμτ |
Λ. Nικολακοπούλου - ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ
Τα σπίτια φυτρώνουν και αυτά
σαν τα λουλούδια
Μαραίνονται και αυτά με τα χρόνια,
σαν τα λουλούδια
Άμα παίζαμε το video της ζωής μας γρήγορα,
θα μέναμε εκστατικοί
Μπαίνεις για πρώτη φορά στο σπίτι σου αγκαλιά
στα χέρια, μόλις γεννιέσαι
Βγαίνεις μετά, αγκαλιά
στα χέρια ή με το καρότσι
Μετά με τα παπούτσια σου, τα πρώτα
Μετά με ένα παιχνίδι στο χέρι και έναν σκούφο μέχρι τα μάτια
Και το άλλο χέρι στο χέρι των γονιών
Μετά κρατάς μία σάκα
Μετά μόνο τα κλειδιά και ένα πουλόβερ
«Πού ήσουνα τόσες ώρες»;
«Άσε με μάνα!»
Και από εκεί και μετά όλο και κάτι κρατάς
Την πρώτη σου βαλίτσα για την εκδρομή
Τον πρώτο σου έρωτα, τον φέρνεις σπίτι όταν λείπουν οι δικοί σου
Μετά κρατάς το παιδί σου,
εσύ και το φέρνεις
Μετά κρατά τους δικούς σου, που μεγάλωσαν
και τους πας όπου θέλουν
Μετά κρατάς το στόμα σου κλειστό και λες λίγα
Μετά κρατάς τα έπιπλα για να περπατήσεις
Όλα από μία πόρτα
Περνάνε, όλα περνάνε
Η ζωή η ίδια είναι ένα πέρασμα
“Περνάς καλά;” “ Να περάσεις καλά!”
“Περαστικά”, περαστικός
“Περαστικός ήμουν”
Έτσι έπρεπε να λέει ο έρωτας όταν έρχεται
και σε βρίσκει
Απροειδοποίητα και εμείς του λέμε “περάστε!”
Το σπίτι του Στρατηγού στην Αίγινα
Νίκος Ορφανίδης - Το παλιό μου σπίτι
Το παλιό μου σπίτι κατηφορίζει τις νύχτες
φορτώνεται στον ώμο παράθυρα όνειρα πουλιά
την παλιά φωτογραφία
τις ζωγραφιές στον τοίχο
το κράνος και τ’ άρβυλα στη γωνιά
το γιασεμί που σκαρφάλωσε στο μπαλκόνι
με συναντά παράνομα
όταν ο αέρας λυσσομανά
κι εγώ αγωνίζομαι να κρατηθώ
καταγράφω στο τετράδιο τους νεκρούς
καθώς κάθονται αμέριμνοι στο τραπέζι της αυλής
πίνοντας το κρασί ή το ούζο τους.
φορτώνεται στον ώμο παράθυρα όνειρα πουλιά
την παλιά φωτογραφία
τις ζωγραφιές στον τοίχο
το κράνος και τ’ άρβυλα στη γωνιά
το γιασεμί που σκαρφάλωσε στο μπαλκόνι
με συναντά παράνομα
όταν ο αέρας λυσσομανά
κι εγώ αγωνίζομαι να κρατηθώ
καταγράφω στο τετράδιο τους νεκρούς
καθώς κάθονται αμέριμνοι στο τραπέζι της αυλής
πίνοντας το κρασί ή το ούζο τους.
Κωνσταντίνος Παρθένης Τοπίο (Καισαριανή) |
στοιχειό είναι και με προσκαλεί· ψυχή, και με προσμένει.
Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ' όλα του τα νιάτα.
Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα·
και ανόθευτο κι αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα.
Της πόρτας του η παλαϊκή κορώνα, ώ! νά η καμάρα!
Μόνο οι χορδές της λείπουνε για να γενεί κιθάρα
να συνοδέψει του σπιτιού τ' ολόχαρο τραγούδι
προς το παιδί· γυρίζω ανθός, δροσιά, ξεπεταρούδι,
πάω στη φωλιά, στη γάστρα μου, στο πρωί μου, στο μαγνήτη,
στη ζέστα της μητέρας μου, στο πατρικό άγιο σπίτι.
[...]
Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι.
Στοιχειό, και σαν απάτητο, με ζει και με προσμένει.
Ιωάννης Πολέμης - Το πατρικό σπίτι
Πέρα στην άκρη του χωριού
που ο μύλος μας γοργά γυρνά,
κι ο ήλιος του καλοκαιριού
μέσ’ απ’ τα δέντρα δεν περνά,
εκεί ‘ναι και το φτωχικό
το σπίτι μου το πατρικό.
Εκεί πρωτάνοιξα στο φως
τα μάτια μου και την καρδιά
κι είμαι σαν ένας αδερφός
με τ’ άλλα του χωριού παιδιά.
Παιγνίδια, γέλια απ’ την αυγή
κοντά στη δροσερή πηγή.
Δε θέλω εγώ φανταχτερά
παλάτια, που λαμποκοπούν,
μηδέ την ψεύτικη χαρά
που με τα πλούτη τους σκορπούν.
Εγώ ποθώ το φτωχικό
το σπίτι μου το πατρικό.
Checkered House - Grandma Moses |
Μαρία Πολυδούρη - ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΗΣ
(Στην αλησμόνητη Κα Μαρία Αγιοβλασίτου)
Μακριά ᾿π᾿ του κόσμου τη βοή,
το κύμα αγνάντια που γελά,
της εξοχής κει που η ζωή
γλυκιά, γαλήνια αργοκυλά,
Σα μια ζωή της εξοχής
σαν της ζωής παλμός κρυφός,
μέσ᾿ στους ανθούς κάθ᾿ εποχής,
καμαρωτό, λευκό στο φως .
ζει το σπιτάκι της. Ζεστό
σα μία καλόδεχτη αγκαλιά,
σαν ένα στόμα γελαστό,
χαϊδευτική σα μια μιλιά.
Εκεί η ζωή της σιωπηλή
σκορπιέται γύρω και περνά.
Κάθε στολίδι διαλαλεί
τη χάρη που το κυβερνά.
Κ᾿ η καλωσύνη της ψυχή
άχνὴ σαν κρίνων ευωδιά
κι᾿ ο κάθε λόγος της ευχή
σα ν᾿ ανεβαίνη απ᾿ την καρδιά.
Yellow House - Van Gogh |
Ρ. Μ. Ρίλκε - {Το σπίτι μου}
Το σπίτι μου είναι ανάμεσα μέρας κι ονείρου
που τα παιδιά, ζεστά απ’ το τρέξιμο, κοιμούνται,
που κάθονται οι γονείς το βράδυ και τα τζάκια
λαμποκοπούνε και την κάμαρα φωτίζουν.
Το σπίτι μου είναι ανάμεσα μέρας κι ονείρου
που καθαρά τα βραδινά σήμαντρα ηχούνε,
και αμήχανα, από τον αντίλαλο, κορίτσια,
κουρασμένα ακουμπούν στων πηγαδιών τα χείλια.
Κ’ έχω πιο αγαπημένο δέντρο μου, κάποια φιλύρα
κι όλα τα καλοκαίρια, που σιωπούν εντός της,
στα χείλια της κλαδιά σαλεύουνε πάλι και πάλι,
κι αγρυπνούν πάλι ανάμεσα μέρας κι ονείρου.»
Το σπίτι μου είναι ανάμεσα μέρας κι ονείρου
που τα παιδιά, ζεστά απ’ το τρέξιμο, κοιμούνται,
που κάθονται οι γονείς το βράδυ και τα τζάκια
λαμποκοπούνε και την κάμαρα φωτίζουν.
Το σπίτι μου είναι ανάμεσα μέρας κι ονείρου
που καθαρά τα βραδινά σήμαντρα ηχούνε,
και αμήχανα, από τον αντίλαλο, κορίτσια,
κουρασμένα ακουμπούν στων πηγαδιών τα χείλια.
Κ’ έχω πιο αγαπημένο δέντρο μου, κάποια φιλύρα
κι όλα τα καλοκαίρια, που σιωπούν εντός της,
στα χείλια της κλαδιά σαλεύουνε πάλι και πάλι,
κι αγρυπνούν πάλι ανάμεσα μέρας κι ονείρου.»
Μαρία Πωπ - Σπίτια στην οδό Διοσκούρων , Ρωμαϊκή Αγορά 1966 |
Γιάννης Ρίτσος - Η σονάτα του Σεληνόφωτος
Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με νάρθω μαζί σου.
✥✥
Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με νάρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να ζει απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεββάτια
και ράφια.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
✥✥
Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρογγυλά, μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου – δεν μπορώ να τα ξεκολ-
λήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, – σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαι-
νουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει
αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;
Απόσπασμα Κώστας Αργυρίου, Σπίτια στην Κηφισιά |
Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί τις πόρτες ποιος θα βάλει
που ‘ναι τα χέρια λιγοστά κι ασήκωτες οι πέτρες
Σώπα τα χέρια στη δουλειά τρανεύουν κι αυγαταίνουν
και μην ξεχνάς ολονυχτίς βοηθάν κι οι αποθαμένοι
Γκαλτέμης Χριστόδουλος - Τέντες
Γιάννης Ρίτσος –ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΣΠΙΤΙ
(απόσπασμα)
Τώρα γυρίζουμε μονάχες οι δυο μικρές αδελφές μέσα σε τούτο το απέραντο σπίτι —μικρές, που λέει ο λόγος, — από χρόνια γεράσαμε κι εμείς,είμαστε οι μικρότερες της φαμίλιας κι οι μόνες, άλλωστε, που απομείναμε. Δεν ξέρουμεπώς να βολέψουμε τούτο το σπίτι, πώς να βολευτούμε·να το πουλήσουμε μας έρχεται άσκημο — μια ζωή περάσαμε δω μέσα —είναι κι ο χώρος των νεκρών μας εδώ — δεν μπορείς να τους πουλήσεις —κι άλλωστε ποιός τους παίρνει τους νεκρούς; Μα πάλι να τους κουβαλάμεαπ’ το ’να σπίτι στ’ άλλο, απ’ τη μια συνοικία στην άλλη, —πολύ κουραστικό κι επικίνδυνο· — βολεύτηκαν εδώάλλος στον ίσκιο της κουρτίνας, άλλος κάτω απ’ το τραπέζι,άλλος πίσω απ’ τη ντουλάπα ή πίσω απ’ τα τζάμια της βιβλιοθήκης,άλλος μες στο γυαλί της λάμπας — τόσο σεμνός κι ολιγαρκής όπως πάντα του,άλλος χαμογελώντας διακριτικά πίσω απ’ τους δυο λεπτούς, σταυρωτούς ίσκιουςπου γράφουν στο μεσότοιχο οι καλτσοβελόνες της μικρής αδελφής μου.
Τα μεγάλα έπιπλα τα κλείσαμε στο κάτω πάτωμα,το ίδιο και τα βαριά χαλιά και τα βελούδινα ή μεταξωτά παραπετάσματα,τραπεζομάντιλα, κεντητά πετσετάκια, κρύσταλλα, σερβίτσια,μεγάλους δίσκους ασημένιους που καθρέφτιζαν άλλοτεολόκληρο το πλατύ πρόσωπο της φιλοξενίας,κουβέρτες και μεταξωτά παπλώματα κι ασπρόρουχα,μάλλινα ρούχα, τσάντες, πανωφόρια,δικά μας και μαζί των πεθαμένων —όλα ανάκατα—γάντια, δαντέλες και φτερά στρουθοκαμήλου απ’ τα καπέλα της μητέρας,το πιάνο, τις κιθάρες, τους αυλούς, τα ταμπούρλα,και ξύλινα άλογα και κούκλες απ’ τα παιδικά μας χρόνια,επίσημες στολές του πατέρα και το πρώτο μακρύ παντελόνι του μεγάλου αδελφού μας,η φιλντισένια κασετίνα με τις ξανθές μπούκλες του μικρού, το χρυσοποίκιλτο μαχαίρι,κοστούμια ιππασίας και σακίδια και μανδύες — όλα ανάκατα,χωρίς ναφθαλίνη ή κλωνάκια λεβάντας σε τούλινες θήκες.
Καρφώσαμε και τα δωμάτια. Κρατήσαμε μονάχααυτές τις δυο δυτικές κάμαρες του πάνω πατώματος,το διάδρομο και το κλιμακοστάσιο βέβαια,αν χρειαστεί καμιά φορά να βγούμε το βραδάκι να σεργιανίσουμε στον κήποή να ψωνίσουμε κάτι βιαστικά απ’ τα περίχωρα.
Κι ούτε να πεις πως κι έτσι ησυχάσαμε. Απαλλαχτήκαμε οπωσδήποτεαπό κινήσεις περιττές, ανόητα συγυρίσματα, μάταιους κόπους,για μια τάξη ακατόρθωτη, για μια ανεφάρμοστη οργάνωση. Ωστόσοτο σπίτι, έτσι γυμνό και κλειστό, έχει αποχτήσειμια τρομερή, λεπτότατη αντήχησησε κάθε πέρασμα ποντικού, κατσαρίδας ή νυχτερίδας.
Περικλής Βυζάντιος - Παλιά σπίτια
Μίλτος Σαχτούρης -Το σπίτι μου
Έψαχνα να βρω το σπίτι μου… Γύρω
Πέφταν μεγάλα αγκωνάρια από τους
τοίχους των άλλων σπιτιών που γκρεμίζονταν
και είναι θαύμα πώς δεν πέφταν πάνω μου.
Προχωρούσα λοιπόν μέσα στο βουητό και το κακό,
και νά, ξαφνικά βρέθηκα
μπροστά στο σπίτι μου, που ήταν ακόμη
όρθιο.
Στάθηκα λοιπόν στην εξώπορτα και
καθώς προχώρησα προς τη μεγάλη
πόρτα του σαλονιού, είδα το Χριστό,
μέσα σε λάμψη, με τα χέρια απλωμένα
στα πλάγια να με κοιτάζει αυστηρά.
Ανατρίχιασα, κοπήκαν τα πόδια μου,
έγειρα και έπεσα κάτω λιπόθυμος.
Έψαχνα να βρω το σπίτι μου… Γύρω
Πέφταν μεγάλα αγκωνάρια από τους
τοίχους των άλλων σπιτιών που γκρεμίζονταν
και είναι θαύμα πώς δεν πέφταν πάνω μου.
Προχωρούσα λοιπόν μέσα στο βουητό και το κακό,
και νά, ξαφνικά βρέθηκα
μπροστά στο σπίτι μου, που ήταν ακόμη
όρθιο.
Στάθηκα λοιπόν στην εξώπορτα και
καθώς προχώρησα προς τη μεγάλη
πόρτα του σαλονιού, είδα το Χριστό,
μέσα σε λάμψη, με τα χέρια απλωμένα
στα πλάγια να με κοιτάζει αυστηρά.
Ανατρίχιασα, κοπήκαν τα πόδια μου,
έγειρα και έπεσα κάτω λιπόθυμος.
Μαλάμος Κώστας-Παλιά γειτονιά |
Μίλτος Σαχτούρης - Στο σπίτι του νεκρού ποιητή
Στο σπίτι του πεθαμένου ποιητή
είναι κολλημένες φωτογραφίες
άλλων νεκρών ποιητών
που όταν ήταν ζωντανοί
αστειεύοντανή τσακωνόντουσαν
με τον πεθαμένο
Τώρα μένουν ακίνητοι
κολλημένοι στους τοίχους
και μόνο ο νεκρός ποιητής
στριφογυρίζει στο κρεβάτι του
απελπισμένος.
Η αυλή της Μαριάνθης, 1971
|
ΑΝ ΣΕΞΤΟΝ - Νοικοκυρά
Μερικές γυναίκες παντρεύονται σπίτια.
Το σπίτι είναι ένα άλλο είδος δέρματος. Έχει καρδιά,
στόμα, συκώτι και συσπάσεις των εντέρων.
Οι τοίχοι είναι σταθεροί και ροζ.
Όλη τη μέρα είναι στο πόδι
να καθαρίζει με προσήλωση.
Ο άντρας με τη βία εισβάλλει και σαν τον Ιωνά
η μάνα του από σάρκα τον ρουφάει.
Μια γυναίκα είναι η δική της μάνα.
Το βασικό είναι αυτό.
Μιχάλης Οικονόμου, Σπίτια με βάρκα.
Γιώργος Σεφέρης - Το σπίτι κοντά στη θάλασσα
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια·
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνονται στα καταφύγια.
Μη μου μιλάς για τ’ αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της·
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα·
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν
μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω· ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να ‘ρθει, πως τον στολίζουν
μ’ άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να ‘ρθει να μ’ αποχαιρετήσει·
ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα.
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.
Γ. Σεφέρης - Ο γυρισμός του ξενητεμένου
(απόσπασμα)
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ’ αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
― Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.»
Ποίημα της Κενυάτισσας ποιήτριας Ουαρσάν Σάιρ με τίτλο "HOME"
Ουαρσάν Σάιρ - "HOME" - "ΣΠΙΤΙ"
Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη
οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους
το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του
αφήνεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου
και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο
ανάμεσα στα δόντια σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις.
πρέπει να καταλάβεις
ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά
κανένας δεν καίει τις παλάμες του
κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες
εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει
σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.
κανένας δε σέρνεται
κάτω από φράχτες
κανένας δε θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων
ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία
όπου το σώμα σου πονούσε
ή τη φυλακή,
επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται
και ένας δεσμοφύλακας το βράδι
είναι προτιμότερα από ένα φορτηγό
γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου
κανένας δε θα το μπορούσε
κανένας δε θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
για να ακούσει τα:
γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι
πρόσφυγες
βρομομετανάστες
ζητιάνοι ασύλου
που ρουφάτε τη χώρα μας
αράπηδες με τα χέρια απλωμένα
μυρίζετε περίεργα
απολίτιστοι
κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
να κάνετε και τη δική μας
πώς δε δίνουμε σημασία
στα λόγια
στα άγρια βλέμματα
ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες
ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο
να καταπιείς
από τα χαλίκια
από τα κόκαλα
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.
θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές
εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα
να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου
να συρθείς στην έρημο
να κολυμπήσεις ωκεανούς
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια
η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι
μια ιδρωμένη φωνή στο αυτή σου
που λέει
φύγε,
τρέξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού
θα είσαι πιο ασφαλής απ΄ ό,τι εδώ»
Σωτήρης Σκίπης - Το παλιό σπιτάκι
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια·
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνονται στα καταφύγια.
Μη μου μιλάς για τ’ αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της·
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα·
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν
μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω· ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να ‘ρθει, πως τον στολίζουν
μ’ άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να ‘ρθει να μ’ αποχαιρετήσει·
ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα.
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.
XΡHΣΤΟΣ ΓΚΑΛΙΟΣ - σπίτι στο Νεοχώρι |
Γ. Σεφέρης - Ο γυρισμός του ξενητεμένου
(απόσπασμα)
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ’ αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
― Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.»
Κωνσταντίνος Μαλέας - Σπίτι στη Μυτιλήνη |
Ποίημα της Κενυάτισσας ποιήτριας Ουαρσάν Σάιρ με τίτλο "HOME"
Ουαρσάν Σάιρ - "HOME" - "ΣΠΙΤΙ"
Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη
οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους
το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του
αφήνεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου
και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο
ανάμεσα στα δόντια σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις.
πρέπει να καταλάβεις
ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά
κανένας δεν καίει τις παλάμες του
κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες
εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει
σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.
κανένας δε σέρνεται
κάτω από φράχτες
κανένας δε θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων
ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία
όπου το σώμα σου πονούσε
ή τη φυλακή,
επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται
και ένας δεσμοφύλακας το βράδι
είναι προτιμότερα από ένα φορτηγό
γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου
κανένας δε θα το μπορούσε
κανένας δε θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
για να ακούσει τα:
γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι
πρόσφυγες
βρομομετανάστες
ζητιάνοι ασύλου
που ρουφάτε τη χώρα μας
αράπηδες με τα χέρια απλωμένα
μυρίζετε περίεργα
απολίτιστοι
κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
να κάνετε και τη δική μας
πώς δε δίνουμε σημασία
στα λόγια
στα άγρια βλέμματα
ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες
ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο
να καταπιείς
από τα χαλίκια
από τα κόκαλα
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.
θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές
εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα
να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου
να συρθείς στην έρημο
να κολυμπήσεις ωκεανούς
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια
η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι
μια ιδρωμένη φωνή στο αυτή σου
που λέει
φύγε,
τρέξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού
θα είσαι πιο ασφαλής απ΄ ό,τι εδώ»
Καλλιγιάννης Μανώλης-Old House, Akrotiri, Lesbos Island, 1975 |
Σωτήρης Σκίπης - Το παλιό σπιτάκι
Γυρίζει η σκέψη μου σ' ένα σπιτάκι
επαρχιώτικο, απλό, ζεστό.
Μπρος του ένα τούρκικο, στενό σοκάκι,
το περιβόλι του πλάι το χλωρό.
Εκεί πρωτάνοιξα τα μάτια κι είδα
την πλάση αιχμάλωτη σε μιάν αυλή,
στα στήθη μου άνθισεν η πρώτη ελπίδα
σαν ένα λούλουδο σε χαραυγή.
Εκεί πρωτάκουσα, το Μάη το μήνα,
το αηδόνι ολόγλυκα να κελαηδεί,
εκεί η ξανθόμαλλη παιδούλα, η Ρήνα,
το πρώτο μου 'δωκε κι αθώο φιλί.
Εκεί -μου τό 'πανε σκληροί γειτόνοι-
η Ρήνα πέθανε κάποιο πρωί...
Χειμώνας ήτανε κι αργό το χιόνι
έπεφτε πένθιμα σ' όλη τη γη!
Μπαχαριάν Ασσαντούρ-ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΑΥΛΗ |
Το σπίτι μου δεν βρίσκεται σε όροφο• ισόγειο είναι χωρίς υπόγειο. Ποιος μου χτυπά λοιπόν, τις νύχτες, το πάτωμα από κάτω, ποιος μου φωνάζει οργισμένος: «Χαμήλωσε τη μουσική• υπάρχει κόσμος που κοιμάται, κόσμος εργαζόμενος, νεκρός από τον μόχθο!».
(από την ενότητα «Εκδοχές του τέλους)
Αργυρός Ουμβέρτος - Αποψη Ελληνικού χωριού
Τζέην Χίρσφιλντ -ΜΙΑ ΩΡΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ
μια ζωή δεν είναι ένα σπίτι,
δεν περνάς από μέσα τους ωσάν
να ήταν πόρτες προς κάτι άλλο.
Ωστόσο μια ώρα μπορεί να έχει σχήμα
κι αναλογία,
τέσσερις τοίχους, ένα ταβάνι.
Μια ώρα μπορεί να πέσει σαν ένα ποτήρι.
Κάποιοι θέλουν ησυχία όπως άλλοι θέλουν
ψωμί.
Κάποιοι θέλουν ύπνο.
Τα μάτια μου πήγαν
προς το παράθυρο, όπως μια γάτα ή ένας
σκύλος
που αφέθηκαν μόνα κάνουν.
Μετάφραση: Κώστας Λιννός
Γιώργος Ιωάννου - Στοῦ Κεμάλ τό Σπίτι
Δέν ξαναφάνηκε ἡ μαυροφορεμένη ἐκείνη γυναίκα, πού ἐρχόταν στό κατώφλι μας κάθε χρονιά, τήν ἐποχή πού γίνονται τά μοῦρα, ζητώντας μέ εὐγένεια νά τῆς δώσουμε λίγο νερό ἀπ' τό πηγάδι τῆς αὐλῆς. Ἔμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηροῦσε ὅμως πάνω της ἴχνη μιᾶς μεγάλης ἀρχοντικῆς ὀμορφιᾶς. Καί μόνο ὁ τρόπος πού ἔπιανε τό ποτήρι, ἔφτανε γιά νά σχηματίσει κανείς τήν ἐντύπωση πώς ἡ γυναίκα αὐτή στά σίγουρα ἦταν μιά ἀρχόντισσα. Δίνοντάς μας πίσω τό ποτήρι, ποτέ δέν παρέλειπε νά μᾶς πεῖ στά τούρκικα τήν καθιερωμένη εὐχή, πού μπορεῖ νά μήν καταλαβαίναμε ἀκριβῶς τά λόγια της, πιάναμε ὅμως καλά τό νόημά της: «Ὁ Θεός νά σᾶς ἀνταποδώσει τό μεγάλο καλό». Ποιό μεγάλο καλό; Ἰδέα δέν εἴχαμε.
Καθόταν ἥσυχα γιά ὥρα πολλή στό κατώφλι τῆς αὐλῆς, κι ἀντί νά κοιτάζει κατά τό δρόμο ἤ τουλάχιστο κατά τό πλαϊνό σπίτι τοῦ Κεμάλ,1 αὐτή στραμμένη ἔριχνε κλεφτές ματιές πρός τό δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε πότε ἔκλεινε τά μάτια καί τό πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ὀνόματα παράξενα. Ἐμεῖς, πάντως, δέν παραλείπαμε νά τῆς δίνουμε μοῦρα ἀπ' τήν ντουτιά,2 ὅπως ἄλλωστε δίναμε σ' ὅλη τή γειτονιά καί σ' ὅποιον περαστικό μᾶς ζητοῦσε. Ἡ ξένη τά ἔτρωγε σιγανά, ἀλλά μέ ζωηρή εὐχαρίστηση. Δέ μᾶς φαινόταν παράξενο πού τῆς ἄρεζαν τά μοῦρα μας τόσο πολύ. Τό δέντρο μας δέν ἦταν ἀπό τίς συνηθισμένες μουριές, ἀπ' αὐτές πού κάνουν ἐκεῖνα τά ἄνοστα νερουλιάρικα μοῦρα. Τό δικό μας ἔκαμνε κάτι μεγάλα, ξινά σά βύσσινα, καί πολύ κόκκινα στό χρῶμα. Ἦταν δέντρο παλιό καί τεράστιο, τά κλαδιά του ξεπερνοῦσαν τό δίπατο σπίτι μας. Μοναχά ἕνα κακό εἶχε· τά φύλλα του ἦταν σκληρά καί οἱ μεταξοσκώληκές μου δέν μποροῦσαν νά τά φᾶνε. Ἦταν, πάντως, δέντρο φημισμένο σ' ὅλο τό Ἰσλαχανέ3 κι ἀκόμα πιό πέρα.
Τήν πρώτη φορά πού εἶχε καθίσει ἡ ἄγνωστη γυναίκα στό κατώφλι μας, δέ σκεφτήκαμε νά τῆς προσφέρουμε μοῦρα, ὅμως σέ λίγο μᾶς ζήτησε ἡ ἴδια λέγοντας πώς ἤθελε νά φυτέψει τό σπόρο τους στόν μπαχτσέ4 της. Ἔφαγε μερικά καί τά ὑπόλοιπα τά ἔβαλε σ' ἕνα χαρτί καί ἔφυγε καταχαρούμενη.
Τή δεύτερη φορά, θά ἦταν κατά τό τριάντα ὀχτώ, δυό χρόνια, πάντως, μετά τήν πρώτη, δέν ἔβαλε μοῦρα στό χαρτί. Κάθισε καί τά ἔφαγε ἕνα ἕνα στό κατώφλι. Φαίνεται πώς ὁ σπόρος ἀπ' τά προηγούμενα εἶχε ἀποδώσει, ἀλλά γιά νά δώσει καί μοῦρα ἔπρεπε, βέβαια, νά περάσουν χρόνια. Τό δέντρο αὐτό, ὅπως ὅλα τά δέντρα πού μεγαλώνουν σιγά, ζεῖ πολλά χρόνια καί ἀργεῖ νά καρπίσει.
Ἡ γυναίκα ξαναφάνηκε καί τόν ἑπόμενο χρόνο, λίγο πρίν ἀπ' τόν πόλεμο. Ὅμως τή φορά αὐτή τῆς προσφέραμε νερό ἀπ' τή βρύση. Ἀρνήθηκε νά πιεῖ τό νερό. Μόλις τό ἔφερε στό στόμα, μᾶς κοίταξε στά μάτια καί μᾶς ἔδωσε πίσω τό γεμάτο ποτήρι. Ἐπειδή τήν εἴδαμε πολύ ταραγμένη, θελήσαμε νά τῆς ἐξηγήσουμε. Ὁ σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας εἶχε διοχετεύσει τό βόθρο τοῦ σπιτιοῦ στό βαθύ πηγάδι. «Τώρα πού σᾶς ἔφερα τό νερό στίς κουζίνες σας, δέ σᾶς χρειάζεται τό πηγάδι», μᾶς εἶχε πεῖ. Ἡ γυναίκα βούρκωσε, δέ μᾶς ἔδωσε ὅμως καμιά ἐξήγηση γιά τήν τόση λύπη της. Γιά νά τήν παρηγορήσουμε τῆς δώσαμε περισσότερα μοῦρα κι ἡ γιαγιά μου τῆς εἶπε κάτι πού τήν ἔκανε νά τιναχτεῖ: «Θά σοῦ τά ἔβαζα σ' ἕνα κουτί, ἀλλά δέ βαστᾶνε γιά μακριά». Καί πράγματι εἴχαμε ἀρχίσει κάτι νά ὑποπτευόμαστε. Τήν ἄλλη φορά εἴδαμε, πώς μόλις ἔφυγε ἀπό μᾶς, πῆγε δίπλα στοῦ Κεμάλ τό σπίτι, ὅπου τήν περίμενε μιά ὁμάδα ἀπό τούρκους προσκυνητές, πού κοντοστέκονταν στό πεζοδρόμιο. Ἐμεῖς ὥς τότε θαρρούσαμε πώς εἶναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, ἀπ' τίς πάμπολλες ἐκεῖνες, πού δέν ἤξεραν λέξη ἑλληνικά, μιά καί ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν5 εἶχε γίνει μέ βάση τή θρησκεία καί ὄχι τή γλώσσα. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή στήν ἀρχή μᾶς τάραξε. Δέ μᾶς ἔφτανε πού εἴχαμε δίπλα μας τοῦ Κεμάλ τό σπίτι, σά μιά διαρκῆ ὑπενθύμιση τῆς καταστροφῆς, θά εἴχαμε τώρα καί τούς τούρκους νά μπερδουκλώνονται πάλι στά πόδια μας; Καί τί ἀκριβῶς ἤθελε ἀπό μᾶς αὐτή ἡ γυναίκα; Πάνω σ' αὐτό δέν ἀπαντήσαμε, κοιταχτήκαμε ὅμως βαθιά ὑποψιασμένοι. Καί τά ἑπόμενα λόγια μας ἔδειχναν πώς ἡ καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως ἀπό συμπάθεια κι ἐλπίδα. Εἴχαμε κι ἐμεῖς ἀφήσει σπίτια κι ἀμπελοχώραφα ἐκεῖ κάτω.
Ἡ τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τόν πόλεμο. Ἐμεῖς καθόμασταν πιά σέ ἄλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, ὅμως τήν εἴδαμε μιά μέρα νά κάθεται κατατσακισμένη στό κατώφλι τοῦ παλιοῦ σπιτιοῦ μας. Ὁ πρῶτος πού τήν εἶδε, ἦρθε μέσα καί φώναξε: «ἡ τουρκάλα!» Βγήκαμε στά παράθυρα καί τήν κοιτάζαμε μέ συγκίνηση. Παραλίγο νά τήν καλέσουμε ἀπάνω στό σπίτι —τόσο μᾶς εἶχε μαλακώσει τήν καρδιά ἡ ἐπίμονη νοσταλγία της. Ὅμως αὐτή κοίταζε ἀκίνητη τήν κατάγυμνη αὐλή καί τό ἔρημο σπίτι. Μιά ἰταλιάνικη μπόμπα6 εἶχε σαρώσει τήν ντουτιά κι εἶχε ρημάξει τό καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι, χωρίς νά καταφέρει νά τό γκρεμίσει.
Δέν τήν ξανάδαμε ἀπό τότε. Ἦρθε - δέν ἦρθε, ἄγνωστο. Ἄλλωστε καί νά 'ρχότανε δέ θά 'βρισκε πιά τό κατώφλι μέ τό ἀφράτο μάρμαρο γιά νά ξαποστάσει. Τό σπίτι εἶχε ἀπό καιρό παραδοθεῖ σέ μιά συμμορία ἐργολάβων καί στή θέση του ὑψώθηκε μιά πολυκατοικία ἀπ' τίς πιό φρικαλέες. Τώρα ἑτοιμάζονται νά τήν γκρεμίσουν οἱ γελοῖοι. Ποιός ξέρει τί μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι τό πονηρό μυαλό τους.
Ἄν γίνει αὐτό, θά παραφυλάγω νύχτα μέρα, ἰδίως ὅταν τό σκάψιμο θά ἔχει φτάσει στά θεμέλια, κι ἴσως μπορέσω νά ἐμποδίσω ἤ τουλάχιστο νά καθυστερήσω τό χτίσιμο τοῦ νέου ἐξαμβλώματος.7 Τήν προηγούμενη φορά εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ στά βάθη ἕνα θαυμάσιο ψηφιδωτό, πού ἄρχιζε ἀπ' τό οἰκόπεδο τοῦ δικοῦ μας σπιτιοῦ καί συνεχιζόταν πρός τό σπίτι τοῦ Κεμάλ. Τό ψηφιδωτό αὐτό οἱ δασκαλεμένοι ἐργάτες τό σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα γιά νά μήν τούς σταματήσουν οἱ ἁρμόδιοι. Πάντως, τίς ὧρες πού τό ἔβλεπε τό φῶς τοῦ ἥλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια ἀπ' τήν ἔκθαμβη γειτονιά. Ὅλοι μιλούσανε γιά τήν ὀμορφιά καί τήν παλιά δόξα, μά ἀνάμεσα στά δυνατά λόγια καί τίς φωνές, ἄκουσα μιά γριά νά σιγολέει: «Στό σπίτι αὐτό καθόταν ἕνας μπέης, πού εἶχε μιά κόρη σάν τά κρύα τά νερά. Κυλιόταν κάτω, ὅταν φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δέν ματαεῖδα».
(Ἡ μόνη κληρονομιά, 1974)
Κωσταντίνος Χατζόπουλος - Το σπίτι του δασκάλου
«Να μην είσαι για τίποτε! να μην είσαι για τίποτε» γκρίνιαζε ο παππούς κάθε φορά που ο πατέρας γύριζε το μεσημέρι σπίτι δίχως να μπορέσει να εκτελέσει μιαν απόφαση, να εισπράξει ένα χρέος που είχε βγει πρωί επίτηδες για να το εισπράξει.
Ο πατέρας έσκυβε το κεφάλι και δε μιλούσε. Έσκυβε το κεφάλι τόσο που τα μουστάκια του 'γγίζανε το πιάτο εκεί που έτρωγε.
Ο παππούς δεν έπαυε να μουρμουρίζει, κι η μητέρα κοίταζε πότε τον πατέρα λυπημένα, πότε τον παππού παρακαλεστικά. Μα ο παππούς δεν έπαυε, κι ο πατέρας έσκυβε και δε μιλούσε.
Το πράμα κατάντησε τόσο συχνό, έγινε ταχτικό, σχεδόν καθημερινό στο σπίτι. Το στόμα του παππού συνήθισε να μουρμουρίζει, οι ώμοι του πατέρα μαζέψαν από το σκύψιμο, το πρόσωπό του πήρε όψη περσότερο κουτή παρά θλιμμένη.
Κι όμως τόσο κουτός δεν ήταν ο πατέρας. Μονάχα πως δεν ήταν καμωμένος για έμπορος, όπως το θέλησε η περίσταση να γίνει, όταν κατέβηκε στην πόλη και παντρεύτηκε με τη μητέρα. Πρωτύτερα ζούσε στο χωριό του απάνω στα βουνά, όπου οι άνθρωποι περνούν τα χρόνια τους παίζοντας χαρτιά, μιλώντας για πολιτικά και κλέβοντας ο ένας του άλλου την κατσίκα. Καμιά ανάγκη, φαίνεται, δε βιάζει εκεί κανέναν να έχει μια ξεχωριστή δουλειά. Τα μόνα γνώριμα έργα είναι του καταμετρητή, του εισπράκτορα, του πάρεδρου* και του αστυνόμου. Απ' όλα αυτά είχε περάσει κι ο πατέρας στο χωριό του, μα κάτω στην πόλη που κατέβηκε, δε βρέθηκε εύκαιρη καμιά από αυτές τις θέσεις, κι ο πεθερός του ντρεπόταν από τον κόσμο να τον βλέπει να κάθεται άεργος και τον βίαζε να πιάσει κατιτί να κάνει. Κι ο πατέρας, το προχειρότερο που βρήκε ήταν το εμπόριο. Το άρχισε στο πόδι και σα στα χωρατά. Κι άξαφνα βρέθηκε χωμένος μέσα στα γεμάτα. Χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε μια στιγμή να έχει στο χέρι του όλο σχεδόν το γύρο της επαρχίας. Τα κάρα που δουλεύαν από το σκάλωμα ως την πόλη δεν του ήταν πια αρκετά, κι έφερε τα δικά του κάρα, οι αποθήκες που ήταν για νοίκιασμα στην πόλη δεν του χωρούσανε το πράμα, κι έχτισε δικές του, τ' αγώγια που πλήρωνε για να ταξιδεύει εδώ και κει στοιχίζανε πολύ, ώστε αγόρασε δικό του αμάξι. Κάποιοι το βλέπαν πως παραξανοίχτηκε, και ταχτικά του το ψιθύριζε η μητέρα, μα ο πατέρας είχε πάρει φόρα πια κι ήταν αδύνατο να σταματήσει. Σταμάτησε μόνο όταν ήρθαν ξαφνικά δυο δανειστές απ' το Τριέστι* και κλείσαν τις αποθήκες με σφραγίδες, κατασχέσαν κάρα κι άλογα και πούλησαν το αμάξι. Ο παππούς πρόλαβε κι έσωσε κάτι από την προίκα της μητέρας, και του πατέρα για να έχει πάλι μια δουλειά τού αφήσανε να εισπράξει ό,τι είχαν παραιτήσει ανείσπραχτο οι δανειστές απ' το Τριέστι.
Κι έτσι ο πατέρας βρέθηκε πάλι με δουλειά. Έστησε το γραφείο του σε μια κάμαρα στο σπίτι, έβαλε σε τάξη χαρτιά και συναλλάγματα* κι άνοιξε πράξη με κλητήρες και με δικηγόρους. Για να πληρώνει όμως αυτούς, έπρεπε η μητέρα να γυρίζει με παντούφλες τρύπιες, και στο σπίτι να μην τρώμε κρέας κάθε μεσημέρι. Είναι αλήθεια πως ο πατέρας δεν αργούσε πολύ να πάρει τελεσίδικες απόφασες, και τα εκτελεστά* είχαν γεμίσει το συρτάρι. [Μα μέναν πάντα κλειδωμένα στο συρτάρι]. Κι όσα βγαίναν, ξαναγύριζαν γλήγορα και κλειδωνόντανε. Θα νόμιζε κανείς πως ο πατέρας λυπότανε να τα βγάλει απ' το συρτάρι, κι ο παππούς τον περγελούσε πως του βάλθηκε να κάνει συλλογή από εκτελεστά. Η μητέρα όμως έριχνε το σφάλμα στην καλοσύνη του, στην αγαθή ψυχή που είχε ο πατέρας. Και τότε θύμωνε ο παππούς κι έμπηγε πάλι τη φωνή:
«Κουτός, χαμένος, ανίκανος για καθετί».
Ο πατέρας έσκυβε. Κι έπαιρνε κάθε πρωί κι ένα δικόγραφο* στην τσέπη. Μα το μεσημέρι γύριζε πίσω με το άλλο που είχε πάρει χτες μαζί. Το έφερνε πίσω, έλεγε, γιατί του έλειπε μια υπογραφή. Και την άλλη μέρα ξαναέφερνε και το άλλο. Αλλού βάζανε κάτι στο χέρι του κλητήρα, κι ο κλητήρας γύριζε πίσω το εκτελεστό, αλλού τον φοβέριζαν, κι ο κλητήρας φοβόταν κι έφευγε.
Ο πατέρας πήγαινε στον υπομοίραρχο για να ζητήσει χωροφύλακες να πάνε μαζί με τον κλητήρα. Ο υπομοίραρχος τον δεχότανε φιλικά, έκανε τσιγάρο από την ταμπακέρα που του άνοιγε ο πατέρας, δεν πρόσεχε ούτε το λαθραίο τσιγαρόχαρτο που είχε η ταμπακέρα, μιλούσε μαζί του για τα νέα της αγοράς και τα πολιτικά, μα χωροφύλακες δεν του περισσεύανε ποτέ.
Ο πατέρας ένιωθε την αφορμή. Γύριζε σπίτι πότε σκυφτός και πότε πεισμωμένος. Κι όταν του ξαναγκρίνιαζε ο παππούς, τολμούσε και ψιθύριζε καμιά φορά:
«Σαν κι έχω και το κόμμα να με υποστηρίξει».
Και τότε ήταν που θύμωνε διπλά ο παππούς. Το έπαιρνε σαν πείραγμα δικό του, σαν υπαινιγμό για τη συνήθεια που είχε να είναι πάντα με το κόμμα που δεν ήταν στην αρχή.
«Μας θέλει ν' αλλάξουμε κιόλα κορδέλα*!» φώναζε. Και πετούσε την πετσέτα.
Η μητέρα μαζευόταν φοβισμένη κι ο πατέρας δοκίμαζε κάτι να πει. Μα ένα νόημα της μητέρας τον κρατούσε: Ο παππούς είχε κι άλλη θυγατέρα παντρεμένη, που αφορμή ζητούσε να πάρει στο δικό της σπίτι τον παππού.
Πατέρας και μητέρα σκύβαν τότε τα κεφάλια ως που ξεθύμωνε πάλι ο παππούς. Κι έτσι περνούσε η ζωή στενόχωρη στο σπίτι. Η μητέρα δεν είχε πια να δίνει έξοδα για νέες δίκες, και στο συρτάρι του πατέρα δε μαζευόντανε νέα χαρτιά.
Εκεί ήρθε ξαφνικά, ο πατέρας χαρούμενος μια μέρα και ψιθύρισε κάτι της μητέρας: Η μητέρα μέσα σε κείνα που της απόμειναν είχε κι ένα μικρό σπιτάκι, μια κάμαρα όλο όλο μ' ένα κομμάτι αυλή. Από χρόνια το είχε νοικιασμένο ένας παπουτσής και κατοικούσε με τη φαμελιά του. Είχε έρθει από τα νησιά δάσκαλος του χορού μαζί και παπουτσής. Τα πρώτα χρόνια έμαθε κάποιους νέους χορό, έπειτα τον ξέχασε κι ο ίδιος, και τώρα ζούσε μπαλώνοντας περσότερα παρά όσα έφτιανε παπούτσια. Όσο ο πατέρας ήταν στα καλά του, δεν του ζητούσαμε νοίκι ποτέ· το έκλεινε η μητέρα στα σιδερωτικά και στη μαστίχα το γλυκό που έστελνε και της έφτιανε η γυναίκα του. Έπειτα που έπεσε* ο πατέρας, δοκίμασε να το κλείσει σε μπαλώματα και μετζοσόλες*. Μα ο δάσκαλος δούλευε ψεύτικα όσο δεν τον πλήρωναν μετρητά, κι η μητέρα άρχισε να στέλνει να ζητά το νοίκι της δασκάλας, αφού απελπίστηκε πως ο πατέρας θα το έπαιρνε από το δάσκαλο. Η δασκάλα έβγαινε στην πόρτα τριγυρισμένη από ένα πλήθος πόδια ξιπόλητα και αχτένιστα κεφάλια και μας έλεγε πως θα το φέρει μόνη της μητέρας. Έτσι είχαν μαζευτεί κάπου δυο χρόνων νοίκια και σημειωθήκανε και κείνα στα βιβλία του πατέρα.
Γι' αυτό λοιπόν το σπίτι του δασκάλου, όπως το λέγαμε, βρέθηκε αγοραστής ανέλπιστα, κι ο πατέρας ήρθε στη μητέρα γελαστός εκείνη την ημέρα. Η μητέρα χρειαζόταν χρήματα κι αυτή κι έμεινε αμέσως σύμφωνη να πουληθεί το σπίτι του δασκάλου. Μα φαίνεται το άκουσε ο δάσκαλος, φοβέριξε πως δεν το αδειάζει, κι έτσι ο πατέρας ξαναήρθε βαρύς και σκοτεινός την άλλη μέρα. Ο αγοραστής του είπε πως το παίρνει μόνο αν του το δώσουν αδειανό. Και σα δεν ήταν ο παππούς μπροστά, φώναξε ο πατέρας θυμωμένα:
«Θα του κάνω χαρτιά, να τον πετάξω έξω με το νόμο».
Κι ετοίμασε την αγωγή. Μα η μητέρα λυπόταν τη δασκάλα και το πλήθος τα παιδιά της και δεν ήθελε να υπογράψει. Μα πάλι στοχάστηκε ύστερα τα χρήματα που θα μετρούσε ο αγοραστής —χίλιες δραχμές και παραπάνω— κι αναγκάστηκε να στέρξει*. Υπόγραψε, κι ο πατέρας πήγε στον πρόεδρο και πήρε την απόφαση. Την έφερε στο σπίτι σα νέο τρόπαιο, κι οι πλάτες του πήγαιναν πέρα δώθε από τη βία*, όταν ξανάφυγε με αυτή. Το απόγεμα ξεκίνησε με τον κλητήρα. Χωροφύλακες δεν του χρειαζόταν να ζητήσει. Πήρε μονάχα τα δυο αγόρια του μαζί και διάλεξε μιαν ώρα που έλειπε από το σπίτι ο δάσκαλος.
Προχωρήσαμε κι οι τέσσερες μαζί. Μπρος ο πατέρας κι ο κλητήρας, πίσω εμείς τα δυο παιδιά. Αμα φτάσαμε, ο κλητήρας έδεσε στο μπράτσο μια κορδέλα μπλάβα και χτύπησε την πόρτα. Μα οι γειτόνοι, φαίνεται, μόλις μας είδαν το προφτάσαν της δασκάλας, και κείνη κλείστηκε μέσα και σύρτωσε την πόρτα. Ο κλητήρας ξαναχτύπησε. Στο τρίτο χτύπημα έπεσε η πόρτα σωριασμένη χάμω στο όνομα του νόμου.
Η δάσκαλα παρουσιάστηκε στη μέση από το σωρό τ' αχτένιστα κεφάλια και μας κοίταζε χλωμή κι ασάλευτη. Δεν έκαμε ούτε κίνημα ν' αντισταθεί. Βοήθησε μάλιστα και κουβαλήσαμε έξω το ξύλινο κρεβάτι, όπου κοιμόταν με το δάσκαλο, ένα κουτσό τραπέζι με μερικά σκαμνιά, και δύο τρία παλιά παπλώματα και στρώματα. Από τα στρώματα χυνόταν τ' άχυρα καθώς τα φέρναμε έξω, και μέσα σε άλλα δυο τρία ξακάρφωτα σεντούκια και καλάθια στοίβαξε η δασκάλα τα ρούχα των παιδιών μαζί με πιάτα, μπρίκια, καυκιά* κι ό,τι άλλο είχαν. Τα κουβαλήσαμε και τα σωριάσαμε στο δρόμο. Απάνω στο σωρό καθίσαν τα ξιπόλητα παιδιά, άλλος σωρός αυτά, και γύρω μαζευτήκαν οι γειτόνοι και κοιτάζαν.
Ο πατέρας έκραξε αμέσως μαραγκό και ξαναέστησε την πόρτα. Την κλείδωσε έπειτα, και φύγαμε.
Ο αγοραστής περίμενε στο μαγαζί του άλλου δρόμου και πρόσταξε και φέρανε ρακιά, όταν ο πατέρας τού έδωσε το κλειδί εμπρός στον κλητήρα.
Όπως γυρίζαμε ύστερα στο σπίτι, οι ώμοι του πατέρα κουνιόνταν στον αέρα σα φτερά· και το βράδυ στο τραπέζι τον είδαμε να κάθεται πρώτη φορά με σηκωμένο μέτωπο και να τολμά να βλέπει τον παππού στα μάτια.
Γερμενής Βασίλειος-Αγρόκτημα |
“Το κάθε σπίτι σε πάει μέχρις ένα σημείο. Όχι παραπέρα. Παραπέρα σε πάει ένα άλλο σπίτι”. (Ιωάννα Καρυστιάνη)
Καίτη Παπαστεφανάκη - Αγροικία στη Κρήτη |
«Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ…»
(Μ. Κατσαρός)
House in Provence by Paul Cézanne. |
ΜΟΥΣΙΚΗ
Στίχοι: Νότης Περγιάλης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι,
έτσι είν' η ζωή μας μεσημέρι-βράδυ.
Μη ζητάς, κορίτσι μου, ένα κορδελάκι
από τα ερείπια φτιάχνω ένα σπιτάκι.
Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι,
έτσι είν' η ζωή μας μεσημέρι-βράδυ.
House on the hill by Leonid Afremov |
Μουσική : Μάνος Χατζιδάκις
Στίχοι : Μιχάλης Μπουρμπούλης
Σε κάποιο δρόμο σκοτεινό
Απ’ όλους ξεχασμένο...
Είναι ένα σπίτι ορφανό
Από καιρό κλεισμένο.
Σ’ αυτό το σπίτι το παλιό
Με τα σβησμένα φώτα...
Καίει ακόμα μια φωτιά
Πίσω απ’ αυτή την πόρτα.
Αυτή είναι η αγάπη μας
Που καίει δυο αιώνες...
Τα καλοκαίρια μοναχή
Κι έρημη τους χειμώνες.
Δεν έχει σκάλα για να πας
Αυλή για να περάσεις...
Μόνο από νύχτα κι ερημιά
στο σπίτι αυτό θα φτάσεις.
Το σκουριασμένο το κλειδί
στην πόρτα δε γυρίζει...
Μόνο μια σπίθα απ’ τη φωτιά
Τα βράδια μας φωτίζει.
Warren Kimble Farm House on Hill |
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Το σπίτι στην ανηφοριά
και στο παλιό δρομάκι
Τα παραθύρια του κλειστά,
θάνατος και φαρμάκι.
Να θυμηθείς αποβραδύς
ν’ αλλάξεις δρόμο, μην το δεις,
το σπίτι στην ανηφοριά
μονάχο του μέσ’ στο βοριά.
Το σπίτι στην ανηφοριά
του φύγαν οι γειτόνοι
Και δεν περνά περαστικός
μήτε πουλί ζυγώνει.
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Σπίτι μου σπιτάκι μου
Και φτωχοκαλυβάκι μου
Χώρα που γεννήθηκα
Ποτέ μου δε σ’αρνήθηκα
Σπίτι μου σπιτάκι μου
Αγιάτρευτο μεράκι μου
Κι αν τον κόσμο γύρισα
Κοντά σου ξαναγύρισα
Της γειτονιάς μου τα παιδιά
Φέραν λουλούδια και κλαδιά
Ο κήπος γέμισε πουλιά
Κι έγινε η μέρα Πασχαλιά
Της γειτονιάς μου τα παιδιά
Φέραν τα τέσσερα κλειδιά
Το σπίτι γέμισε με φως
Κι έγινε ο ήλιος αδερφός
Σπίτι μου σπιτάκι μου
Και φτωχοκαλυβάκι μου
Πάλιωσαν οι θάλασσες
Μονάχα εσύ δεν πάλιωσες
Σπίτι μου σπιτάκι μου
λαμπριάτικο κεράκι μου
Την καρδιά μου φώτισες
Και βάλσαμο με πότισες
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Το σπίτι στην ανηφοριά
και στο παλιό δρομάκι
Τα παραθύρια του κλειστά,
θάνατος και φαρμάκι.
Να θυμηθείς αποβραδύς
ν’ αλλάξεις δρόμο, μην το δεις,
το σπίτι στην ανηφοριά
μονάχο του μέσ’ στο βοριά.
Το σπίτι στην ανηφοριά
του φύγαν οι γειτόνοι
Και δεν περνά περαστικός
μήτε πουλί ζυγώνει.
House on Pamet River by Edward Hopper |
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Σπίτι μου σπιτάκι μου
Και φτωχοκαλυβάκι μου
Χώρα που γεννήθηκα
Ποτέ μου δε σ’αρνήθηκα
Σπίτι μου σπιτάκι μου
Αγιάτρευτο μεράκι μου
Κι αν τον κόσμο γύρισα
Κοντά σου ξαναγύρισα
Της γειτονιάς μου τα παιδιά
Φέραν λουλούδια και κλαδιά
Ο κήπος γέμισε πουλιά
Κι έγινε η μέρα Πασχαλιά
Της γειτονιάς μου τα παιδιά
Φέραν τα τέσσερα κλειδιά
Το σπίτι γέμισε με φως
Κι έγινε ο ήλιος αδερφός
Σπίτι μου σπιτάκι μου
Και φτωχοκαλυβάκι μου
Πάλιωσαν οι θάλασσες
Μονάχα εσύ δεν πάλιωσες
Σπίτι μου σπιτάκι μου
λαμπριάτικο κεράκι μου
Την καρδιά μου φώτισες
Και βάλσαμο με πότισες
πηγές
https://itzikas.wordpress.com/
http://fractalart.gr
http://ebooks.edu.gr/
https://orestisalexakis.wordpress.com/
http://annagelopoulou.blogspot.gr/
http://www.myriobiblos.gr/greekliterature/
http://poihshkaipoihtes.blogspot.gr/
http://eranistis.net/wordpress/
http://latistor.blogspot.gr/
http://www.greek-language.gr/
http://mia-selida.blogspot.gr/
http://www.tameteora.gr/
http://www.infokids.gr/
http://www.elniplex.com/
https://gr.pinterest.com/
https://xgalios.wordpress.com/
http://www.snhell.gr/
http://dreaming-in-the-mist.blogspot.gr/
http://logocafe.blogspot.gr/
http://www.stixoi.info/
https://itzikas.wordpress.com/
http://fractalart.gr
http://ebooks.edu.gr/
https://orestisalexakis.wordpress.com/
http://annagelopoulou.blogspot.gr/
http://www.myriobiblos.gr/greekliterature/
http://poihshkaipoihtes.blogspot.gr/
http://eranistis.net/wordpress/
http://latistor.blogspot.gr/
http://www.greek-language.gr/
http://mia-selida.blogspot.gr/
http://www.tameteora.gr/
http://www.infokids.gr/
http://www.elniplex.com/
https://gr.pinterest.com/
https://xgalios.wordpress.com/
http://www.snhell.gr/
http://dreaming-in-the-mist.blogspot.gr/
http://logocafe.blogspot.gr/
http://www.stixoi.info/
Saltillo Mansion, 1943 Edward Hopper
Υπέροχη δουλειά, συγχαρητήρια!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή