Πριν λίγες μέρες στο βιβλιοπωλείο φίλου μου, έψαχνα βιβλία, για τη θερινή ραστώνη και την αγία ρουτίνα στους καύσωνες της πόλης, στην ψύχρα του βουνού και στις ατελείωτες ώρες στην παραλία, σαν τους τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας! Χωμένη, λοιπόν, στους θησαυρούς στα ράφια μπαίνει ένα ψηλό γεροδεμένο παλικάρι πάνω κάτω τριάντα χρόνων και ζήτησε έναν οδηγό που να έχει τα απαραίτητα γερμανικά και τους βασικούς διαλόγους για συνεννόηση τον πρώτο καιρό. Εξήγησε με σιγανή φωνή και μέσα στην ευγένεια ότι θα μεταναστεύσει στη Γερμανία, βρήκε εκεί μια δουλειά...ε, δεν τον έβλεπες και μέσα στα κέφια.
Σφίχτηκε η καρδιά μου, πόνεσα για κάθε παιδί που αφήνει την πατρίδα μας, για κάθε μανούλα και για κάθε αγαπημένη που μένει πίσω και είδα μπροστά μου όλα τα μαντήλια στο αεροδρόμια και στους σταθμούς. Όχι ότι είναι κακό να εργάζεται κάποιος εκτός συνόρων, αλλά αυτό να γίνεται με δική του πρωτοβουλία και με τη δική του θέληση. Γιατί η αναγκαστική και επιβεβλημένη ξενιτιά έχει τα ζόρια της. Ντράπηκα για την αδυναμία όλων μας να κρατήσουμε εδώ το καλύτερο ηλικιακά και μορφωτικά έμψυχο δυναμικό. Ντράπηκα και για κάθε έναν που ευθύνεται για την κατάντια της χώρας μας, χωρίς να έχει ζητήσει ποτέ συγνώμη και χωρίς ποτέ να έχει αποδοθεί δικαιοσύνη για τα πάσης φύσεως εγκλήματα που έχει διαπράξει, για τη σημερινή και για τις μελλοντικές γενιές.
Δεν ξέρω αν θα άφηνα ποτέ την πατρίδα μου - δε θέλω να εκστομίζω μεγάλα λόγια - αλλά νομίζω ότι είναι αδύνατο να ζήσω οπουδήποτε αλλού, εκτός από την Ελλάδα, τον δικό μας μικρόκοσμο, τον παράξενο και άσχημο, τον φτωχικό και τον μίζερο πολλές φορές. Εμείς όμως που μένουμε πίσω υποσχόμαστε ότι θα περιμένουμε στα λιμάνια και στους σταθμούς την επιστροφή όλων των παιδιών μας που μια μέρα θα ξαναγυρίσουν εδώ στην πατρίδα τους και σε καλύτερες συνθήκες, φορτωμένα και εξοπλισμένα με ιδέες, εμπειρίες και επιστημονική κατάρτιση και για νέα ξεκινήματα. Δεν είναι λόγια παρηγοριάς για όσους φεύγουν, γιατί και μεις εδώ δεν είμαστε καλύτερα και έχουμε όλοι την ίδια απορία, τι πήγε στραβά και πού πήγαν τα όνειρα που κάναμε φοιτητές; Και ξημεροβραδιαζόμαστε πάνω από οθόνες και τηλέφωνα και μας τρώει η έγνοια και, όταν χτυπάει το κινητό μας, μόνο εσάς περιμένουμε, ενώ τα δάχτυλα τρέχουν στο πληκτρολόγιο σαν εκείνα του επιδέξιου χειρουργού. Και μας λείπει ο καφές και η βόλτα μαζί και τα όνειρα ως το πρωί μαζί...αυτό ''το μαζί'' που τώρα έγινε ''χώρια'' και τρέμουμε στην ιδέα ότι δεν έχετε εκεί χέρια να σας γιατροπορέψουν στα δύσκολα και να σας πρήξουν με την εμμονή να φοράτε ζακέτα στην πρώτη ψύχρα του φθινοπώρου της ζωής.
Έχουμε εδώ και το κλαψούρισμα του σκύλου, που όλο περιμένει να τον πάρετε μαζί, μα πάντα οι υποσχέσεις που δίνετε μένουν να φωτίζουν για λίγο, σαν τις πυγολαμπίδες τις καλοκαιρινές νύχτες και το προσωρινό έγινε μόνιμο και τρομάζει. Ο καιρός περνάει γρήγορα και σπρώχνουμε τις μέρες με φανερή πλέον κόπωση και με αβέβαιες αντοχές. Βγαίνουμε το βράδυ στο μπαλκόνι και κοιτάζουμε τα αστέρια με χαμόγελα, επειδή βλέπουμε τον ίδιο ουρανό. Και όταν χαμογελάμε και κάνουμε ευχή να γυρίσετε γρήγορα, εσείς το νιώθετε και συνεχίζετε και χαμογελάτε μαζί μας.
Φίλοι και αδέλφια μας, είστε τα δικά μας αποδημητικά πουλιά, που περιμένουμε να γυρίσετε, όταν εδώ έρθει η άνοιξη. Ήδη τα λουλούδια ανθίζουν, αργά, αλλά ανθίζουν...η άνοιξη δε θα αργήσει, ακόμα και αν χρειαστεί να φυτέψουμε με τα χεράκια μας όλο τον κάμπο και τα βουνά με λουλούδια. Ξημερώματα και παίζει το αγαπημένο μας τραγούδι και νιώθουμε πως το ακούτε και σεις μαζί...Μας λείπετε πολύ και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με την καρδιά μας που είναι παγωμένη και πόσα ψέματα να πούμε στον εαυτό μας και πόσες συγνώμες να ζητήσουμε από το κάθε παιδί στο βιβλιοπωλείο, που αναζητά ξενόγλωσσο οδηγό για τη βασική επικοινωνία τον πρώτο καιρό μακριά από την πατρίδα.
Και αυτό που μας πονάει περισσότερο είναι η υπερήφανη και γεμάτη αξιοπρέπεια διαβεβαίωσή σας: ''Καλά είμαι, μην ανησυχείς!''. Και μένουμε να σκεφτόμαστε ''Άραγε αδυνάτισε; Τρώει καλά τόσο που κουράζεται;'' Και τα δάκρυα δε σταματούν γιατί όλο αυτό που ζούμε μοιάζει χωρίς τέλος και με βασικά θύματα ''τον αθώο άμαχο πληθυσμό''.
''Έφαγες, πουλάκι μου; Μήπως κρυώνεις;'' Και τα χέρια σφίγγουν το τηλέφωνο, πνίγονται οι λυγμοί, καλύπτεται το καρδιοχτύπι. Και κουβέντα για το πόσο μας λείπει το ξενιτεμένο μας σπλάχνο. Κρατάμε το όνειρο στην καρδιά μας, σαν ιερό τάμα και κάθε βράδυ ψελλίζουμε το δικό μας νυχτερινό αλφάβητο, ξόρκι, για να κλείνουν τα βλέφαρα: Α: αγάπη, Β: βαλίτσες, Γ: γυρισμός..., Ε: ελπίδα..., Η: ήλιος,...Τ: τύψεις,..., Φ: φόβος... Και πάλι από την αρχή.
Αχ! Ζωή μου πόσα αχ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜέρα, νύχτα!
Ποιό χέρι κλέβει τα όνειρα μας!