Βγαίνεις ασθμαίνοντας, τινάζεις τα μαλλιά σου, τα χτενίζεις με τα δάχτυλα από αμηχανία. Μόλις βγήκες στο φως από το υπόγειο στο πατρικό σου στο χωριό, εκεί που πέρασες τα πιο όμορφα καλοκαίρια. Είχες την αφελή σιγουριά ότι δε σε κυνηγά πια το παρελθόν και ότι έχουν χαθεί όλες οι ψηφίδες από το παζλ της ζωής σου. Καλύτερα έτσι, ίσως και να ξεφύγεις, ίσως και να βγεις από το λαβύρινθο, ίσως να μη χρειαστεί πια Αριάδνη...όταν...
Όταν τυχαία πέφτεις και σε μετωπική σύγκρουση πάνω στα χαλασμένα σου παιχνίδια και σε τετράδια από την πρώτη δημοτικού. Και εκείνο το αγόρι με τα μεταξένια μαλλιά ξανά είναι εδώ. Σου τη έσκασε! Χαμόγελο με χείλη τρεμάμενα: τι ανοησίες που σκάλιζες, όταν η μάνα σου νόμιζε ότι θα πάρεις νόμπελ λογοτεχνίας. Σε φιλάει ο Θεός και ο τρόμος μαζί. Ένα βήμα μπρος, δύο πίσω και ξανά τα ίδια.
Χαρές και λύπες μαζί σε ένα μπαούλο. Και δεν είχες προβλέψει τίποτα. Όπως ακριβώς γίνεται στην ξαφνική καταιγίδα, κανείς δε μπορεί να την προβλέψει με ακρίβεια. Θα γυρίσεις, όλοι γυρίζουν.
Εκεί, να ζωντανεύεις στιγμές, ζωντανεύεις και αναθερμαίνεις τη ζωή σου. Συχνά λες ψέματα ότι δε θα επιστρέψεις. Είσαι εντελώς αθώα ψυχή: φεύγεις ποτέ από εκεί που ανήκεις και αγαπάς; Λες ψέματα ότι μεγάλωσες, έτσι για ξεκάρφωμα. Ζητάς καύσιμα, λίγα καύσιμα ακόμα, για να συνεχίσεις τη ζωή σου. Θες να κάνεις άλλη μια βόλτα, μέχρι να επιστρέψεις. Θες λίγο ακόμα. Για το γαμώτο μιας ζωής, που δεν κέρδισε ποτέ ένα χαλάλι.
Δεν υπάρχουν άμυνες και αντιστάσεις στο φιλί της μοίρας. Κάθε άρνηση είναι σαν εκείνα τα ψέματα που λένε οι άνθρωποι, όταν προσποιούνται οργασμούς. Λίγο ένστικτο, λίγη ζητιανιά για ζωή και θα φύγει το χέρι που πνίγει τις νύχτες το λαιμό σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου