Είπε «έως εδώ, κάλλιο εδώ πια να μη ζω»…
Σύννεφα του μολυβιού βαριά
αντί για θάλασσα παφλάζουν.
Ανάρια η γη κρεμιέται
σαν της αράχνης τον ιστό.
Ήλιος κρυμμένος χώρεσε
στου φεγγαριού τη χάση.
Χώθηκε η θάλασσα στον ουρανό•
τον τρύπησαν τα κύματα και έγιναν ρουφήχτρες.
Ξεχύθηκαν τα πλήθη με ιαχές πολεμικές•
κράδαιναν κοντάρια.
Χαρά μεθούσαν από φουσκωμένο ασκό μ’ αέρα.
Καρτούν που γιγαντώνονταν αυτοστιγμεί,
όσο διατράνωναν λόγια ιερά:
«αντίσταση», «αξιοπρέπεια», «υπερηφάνεια»•
όσο στο απόλυτο αμαύρωναν το νόημά τους.
Θα μάχονταν με τα τέρατα.
Πλάνη της μέθης έπιναν,
τέρατα δεν υπάρχουν.
Τα τέρατα είναι φωλιασμένα μέσα μας•
οι ίδιοι τ’ αντικρίζουμε στις σκιές μας.
Ήταν και οι επίστρατοι που ηδονικά ριγούσαν
αγναντεύοντας να επέρχεται Αρμαγεδδών.
Ύψωναν λάβαρα,
υμνούσαν ήρωες που άλλοτε πετροβολούσαν,
έψαλλαν Κάλβο, Σολωμό και άλλους ποιητές.
Ω, ναι, ηχούσαν υπερήφανοι κι ωραίοι!
«Γιούχου, κιοτήδες», έβριζαν
όσους δεν περικλείνονταν στου όχλου τον κλοιό,
«τομάρια πουλημένα, γιούχου»!
Τους λίγους έβριζαν
που έξω απ’ τη χλαπαταγή του όχλου τάσσονταν,
γιατί ήξεραν
πως τα τέρατα δεν είναι τέρατα•
πως τα τέρατα αναδύονται από μέσα μας
και πως τ’ αντικρίζουμε στις σκιές μας.
Πύρρεια ήταν η νίκη που κατήγαγαν.
Σταυροί μνημάτων τη σηματοδότησαν
πάνω σε ακατάληπτα αγγελτήρια θανάτου.
Μα δε νίκησαν τα τέρατα ποτέ.
Τα τέρατα ήσυχα
στου όχλου την καρδιά
πάντα κοιμούνται.
Η γη, ο ουρανός, η θάλασσα κι ο ήλιος,
πάντα με παραμορφωμένο πρόσωπο,
μετεωρίζονται μες την αχλή•
ακόμη.
«Θα γίνω η επιζήσασα του παρανοϊκού κύματος»,
άλλαξε τη γνώμη της.
«Μίαν ακόμη πουλημένη καλημέρα του κιοτή
θα μου χαρίσω»…
Αίφνης η παρρησία μου μ’ αγκάλιασε…
ν.σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου