Θυμάμαι πιτσιρίκι, κάτι καλοκαιριάτικα βράδια, συνηθίζαμε να πηγαίνουμε τα βράδια βόλτα στον κεντρικό χωμάτινο δρόμο της παραλίας.
Βαριόμουν και έβρισκα ανούσιες τις κουβέντες των μεγαλυτέρων, για τα οφέλη του θαλασσίου μπάνιου, για το τι επιτυχία είχε το μεσημεριανό γεύμα... Ακόμα θυμάμαι να ηχεί έντονα η φράση της κυρίας Μ. «λουκούμι έγινε, λουκούμι» και να ξερογλείφεται ακόμα και στη θύμησή του...
Τότε λοιπόν μου ξύπνησε η ιδέα ενός «ανόητου» διασκεδαστικού παιχνιδιού. Έπιανα τη μητέρα μου από το χέρι, έγερνα ελαφρά στο μπράτσο της, τάχα νυσταγμένη και κάρφωνα τα μάτια στον ουρανό.
Ο σκοπός μου ήταν να κοιτάω συνέχεια πάνω, για να δω πόσο μπορώ να περπατήσω χωρίς να σκοντάψω... Μία, δύο, τρεις, ... η μητέρα με έσφιγγε γερά, κάθε φορά που έκανα να πέσω, «μα τι κάνεις παιδί μου πρόσεχε»!
Μετά από μερικά χρόνια, ο δρόμος ασφαλτοστρώθηκε, οι κουβέντες παρέμεναν οι ίδιες, η κυρία Μ. εξακολουθούσε να ξερογλείφεται, μόνο που αυτή τη φορά ξεμάκραινα από την γηραιά παρέα και που και που, όταν η απόσταση μεγάλωνε και στεκόμουν να τους περιμένω, έριχνα μια κλεφτή ματιά στον ουρανό και χαμογέλαγα.
Πάει καιρός δε θυμάμαι πια πόσο, τελευταία φορά που πήγα με τη μάνα, εκείνη τη γνωστή βόλτα, την κράταγα σφιχτά από το χέρι και κοιτούσαμε και οι δύο κάτω, στο δρόμο, μη τυχόν και παραπέσει... Από δίπλα πιστός φύλακας η κυρία Μ., μιλώντας τώρα πια για τα εγγόνια της και αραιά και που θυμόταν να ξερογλειφτεί...
Αυτή τη βόλτα δεν ξέρω αν θα την ξανακάνω με τη μητέρα μου, μα σαν βρεθώ εκεί δίπλα στη θάλασσα, θα σφίξω την παλάμη μου, όπως τότε, θα κοιτάξω τον ουρανό, θα χαμογελάσω στην κυρία Μ. και θα συνεχίσω να προχωράω, προσέχοντας μη σκοντάψω.
Δε θέλω να πέσω, καθόλου δε με διασκεδάζει πια, ήταν ένα ανόητο παιδιάστικο παιχνίδι και ... ουπς....χαχαχα!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου