Καθισμένος στην άκρη ενός μαρμάρινου σκαλοπατιού ατένιζε το απέναντι βουνό. Κάποτε ήταν ορκισμένος φυσιολάτρης, τώρα όμως τίποτε δεν άγγιζε την ψυχή του. Η ομορφιά της φύσης κάποτε τον γαλήνευε, τώρα όμως το απόλυτο κενό είχε καταλάβει το είναι του. Το γνώριζε και αυτός πως είχε γίνει ένας ψυχρός επαγγελματίας, ένας ψυχρός σύζυγος και απόμακρος πατέρας. Αυτή όμως η ψυχρότητα απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις τον είχε σώσει από την αυτοκτονία ή την αρρώστια στην καλύτερη των περιπτώσεων. Άκουγε πως ο άνθρωπος έχει νοητικές και ψυχικές δυνάμεις που ούτε ο ίδιος τις γνωρίζει και πως ενίοτε αυτές αποδεικνύονται σωτήριες. Άκουγε και το γνωστό σε όλους «ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος γιατρός». Ναι το είχε ακούσει και αυτό αν και στη δική του περίπτωση, ήξερε ότι δεν υπήρχε γιατρειά.
Άκουγε και τη γυναίκα του. Άκουγε τον πόνο της να αποκτά εκκωφαντική ένταση και μετά να γίνεται βουβός. Έβλεπε και τα μάτια της να είναι υγρά, με την αγωνία ζωγραφισμένη πάνω τους, μέχρι που και αυτά στέρεψαν και απέκτησαν το αβαθές βλέμμα ενός αόμματου. Έβλεπε και το μικρότερο παιδί του να τους κοιτά πάντα χαμογελαστό, με τη σπιρτάδα και την αθωότητα των τριών χρόνων του και δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήξερε, αν έπρεπε να δει μπροστά και να προχωρήσει ή να μείνει στη στιγμή και τον πόνο που έκρυβε μέσα της.
Ο αέρας φυσούσε ασταμάτητα με άγριες διαθέσεις. Άλλωστε και το δελτίο καιρού ανέφερε ακραία καιρικά φαινόμενα, πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και πολύ πιθανή χιονόπτωση ακόμη και μέσα στην Αθήνα. Κάθε συνετός άνθρωπος θα είχε αποφύγει αυτή την απογευματινή έξοδο. Αυτός όμως έπαψε να είναι συνετός, έπαψε να πιστεύει σε δυσοίωνες προβλέψεις και γενικότερα σε οποιεσδήποτε προβλέψεις.
Εδώ και καιρό ακολουθούσε τη θέληση της στιγμής, γιατί πίστευε ότι όλη η ζωή είναι στιγμές, καλές και κακές, ευχάριστες και δυσάρεστες, ελαφριές και δυσβάσταχτες και αυτός είχε ζήσει μέσα σε δύο χρόνια πολλές τέτοιες στιγμές, αρκετές να γεμίσουν πάνω από μία ζωές.
Ο αέρας αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη ένταση και η πολύ χαμηλή θερμοκρασία έκανε όλο και πιο κοφτή, σχεδόν λαχανιαστή την αναπνοή του.
Έσφιξε δυνατά το χοντρό μπουφάν στο σώμα του, ώστε να μην υπάρχει σπιθαμή σάρκας που να μην εφάπτεται με αυτό. Κατέβασε την κουκούλα όσο πιο χαμηλά μπορούσε και τύλιξε σφικτά το κασκόλ γύρω από το λαιμό και την μύτη του. Μόνο δύο μάτια εξακολουθούσαν αδέσμευτα, χωρίς εμπόδια να κοιτούν το απέναντι βουνό.
Η ώρα περνούσε και αυτός καθόταν κουκουλωμένος στο ίδιο άβολο μαρμάρινο σκαλοπάτι. Ξαφνικά ένοιωσε κάτι ψυχρό να πέφτει ανάμεσα στα μάτια του, να κυλά πάνω στο λιγοστό δέρμα που έμενε απροστάτευτο από τα ρούχα του και γρήγορα να αλλάζει μορφή και να γίνεται σταγόνα που κατρακύλησε γοργά προς τη σκεπασμένη του μύτη.
Κοίταξε προς τα πάνω και είδε αμέτρητες χιονονιφάδες να πέφτουν από τον ουρανό, να επιδίδονται σε ένα ξέφρενο χορό και να σταματούν στο ψυχρό έδαφος. Ο αέρας είχε κοπάσει και έτσι δεν σκορπούσε το χιόνι. Η άπνοια του επέτρεπε να στοιβαχτεί και να σχηματίσει ένα πολύ ψηλό στρώμα, σχεδόν εύθραυστο σαν από λευκή πορσελάνη.
―
Πρόσεχε, θα πέσεις, φώναξε με όλη του τη δύναμη. Όμως ο μικρός δεν άκουγε. Ήταν πολύ χαρούμενος που για πρώτη φορά έβλεπε χιόνι. Ξάπλωνε πάνω του, έκανε χιονόμπαλες και τις πετούσε με δύναμη στους γονείς του. Γελούσε κελαρυστά και τους παρακαλούσε να μείνουν και άλλο στο χιόνι. Ήταν παιδί της πόλης και καθετί διαφορετικό του προξενούσε έκπληξη και συνάμα χαρά. Τότε ήταν τόσο χαρούμενος και τόσο ζωηρός. Έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε.
―
Σε ευχαριστώ μπαμπά που ήρθες μαζί μας, φώναξε. Είχε κάνει την υπέρβαση. Άφησε για μία μέρα το βαρύ, σχεδόν εξοντωτικό φορτωμένο πρόγραμμά του και τους ακολούθησε στη σχολική εκδρομή της τάξης του γιου του.
Ο μικρός εξακολουθούσε να τον σφίγγει χωμένος στην αγκαλιά του και ένοιωθε τη θέρμη του κορμιού του και το κελαρυστό του γέλιο!
Η θερμοκρασία πρέπει να έπεσε και άλλο, γιατί τώρα ένοιωθε τα δόντια του να κροταλίζουν. Έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό μπουκαλάκι κονιάκ και το άδειασε βιαστικά. Ένοιωσε το ποτό να ρέει από το στόμα μέχρι το στομάχι του σαν χείμαρρος που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του.
Αυτός όμως καθόταν εκεί, στη μαρμάρινη θέση του, να βλέπει το χιόνι να πέφτει χορεύοντας έναν έξαλλο χορό και τη σιωπή να απλώνεται σ΄ όλη την πλάση.
Τέτοια σιωπή είχε απλωθεί στους διαδρόμους του νοσοκομείου εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό. Τους είχαν ειδοποιήσει από το προηγούμενο βράδυ να είναι έτοιμοι για το αναπόφευκτο. Πώς όμως ένας γονιός να είναι έτοιμος για το θάνατο του παιδιού του; Δύο χρόνια πάλευαν για μια μικρή παράταση ζωής. Η διάγνωση της ασθένειας ήταν από την αρχή καταδικαστική. Οι γιατροί δεν άφηναν περιθώρια αισιοδοξίας. Οι γονείς το ήξεραν και πάλευαν σ΄ έναν αγώνα με προδιαγεγραμμένο τέλος. Δυστυχώς, η παράταση ήταν σύντομη, όπως σύντομη ήταν και η ζωή του. Δέκα ετών και όμως αντιμετώπιζε με θάρρος το αναπόφευκτο τέλος του. Ήταν ατίθασος. Έτσι έλεγε σε όλους που έρχονταν να τον επισκεφτούν. Ποιος όμως μπορεί να τιθασέψει ένα τόσο άγριο τέλος; Και ήταν άγρια ή αρρώστια του, αμείλικτη με φανερά τα σημάδια της πάνω στο κορμί του δεκάχρονου παιδιού.
Πόσο κρύο είχε αισθανθεί εκείνο το πρωινό στους λευκούς διαδρόμους του νοσοκομείου! Ήταν τότε που έχασε την ψυχή του, που το απόλυτο κενό πήρε τη θέση της και τον μετέτρεψε σε ζωντανό νεκρό.
Το σκοτάδι είχε πέσει πια. Οι νιφάδες εξακολουθούσαν το καθοδικό τους ταξίδι, συνέχιζαν να στοιβάζονται στο έδαφος και τις λευκές πλάκες. Τα καντηλάκια με το λιγοστό τρεμάμενο φως τους τόνιζαν ακόμη πιο έντονα την απόκοσμη ατμόσφαιρα του τοπίου. Αυτός όμως βρήκε τη δύναμη να σηκωθεί από τη μαρμάρινη θέση του, όπου καθόταν για δύο ώρες. Έβγαλε το γάντι του και άγγιξε με το γυμνό χέρι του τη φωτογραφία του γιου που έχασε για πάντα. Θα πρέπει να ήταν η ιδέα του, όμως εκείνος ένοιωσε μια ζεστασιά , καθώς άγγιξε τα μαλλιά, τα μάτια και το στόμα του παιδιού του.
Τον καληνύχτισε γλυκά και έστρεψε το βλέμμα του μακριά από τη μικρή κατοικία του.
Το χιόνι είχε απλώσει τη λευκή παρουσία του παντού γύρω του. Κουβαλώντας το αβάσταχτο βάρος της κενής του ύπαρξης επέστρεψε στο σπίτι του, στη γυναίκα και το μικρότερο παιδί του. Πίσω του είχε αφήσει το σιωπηλό τοπίο με μοναδικά σημάδια ζωντανής παρουσίας τα πατήματά του πάνω στο κατάλευκο χιόνι.
Ιστίου Τόπος,Δημιουργική Γραφή με τη Σοφία Νινιού
Ο διαδικτυακός αυτός τόπος δημιουργήθηκε για να φιλοξενεί τα κείμενα, που μέσω του μαθήματος της δημιουργικής γραφής, που διδάσκω, εμπνεύστηκαν και έγραψαν οι εκπαιδευόμενοι.
Αφορμή στάθηκε η συνεργασία μου την Άνοιξη του 2015 με τα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης των ΔήμωνΜοσχάτου-Ταύρου
Καλλιθέας
Αλίμου
Στο χώρο όμως αυτό φιλοξενούνται και τα κείμενα φίλων, που εξ αποστάσεως συμβουλεύω και διδάσκω.
Επέλεξα το μάθημα αυτό, γιατί πιστεύω στην απελευθερωτική του επίδραση στην ψυχή του ανθρώπου, γιατί τον εισάγει στην Τέχνη και του ανοίγει δρόμους στην έκφραση των συναισθημάτων του και στη διατύπωση της σκέψης του.
Σοφία Νινιού
https://sites.google.com/site/istioutopos/home
Ευχαριστώ πολύ κι εγώ και οι σπουδαστές!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή