Αντέχει η νύχτα, ακούει, βλέπει, σε παίρνει αγκαλιά όταν κανείς άλλος δεν το κάνει. Της μιλάς ώρες και κείνη σκουπίζει το δάκρυ σου με κείνη την κοφτερή ματιά της, που οι άνθρωποι της μέρας φοβούνται. Φοβούνται και κρύβονται στο φως του ήλιου. Τότε βγαίνουν οι πολλοί, στο φως της μέρας. Κι όταν γίνονται πολλοί, γίνονται πολλοί κι οι φόβοι. Μπερδεύονται, παρηγορούνται πως δεν είναι οι μόνοι που φοβούνται.
Μα τη νύχτα είσαι μόνος. Ένας ο φόβος, ένα το δάκρυ. Το αφήνεις να κυλά, να φτάνει στα χείλη που τρεμοπαίζουν, που λαχταρούν να το πιουν. Μετά κι άλλο, κι άλλο. Τα χείλη ρουφούν άπληστα. Ναι, στη τόση αλμύρα τους έχεις μάθει να ξεδιψάς. Γιατί το νερό δε σου είναι αρκετό. Παιδί της νύχτας είσαι.
-Τότε θυμάσαι, τότε ονειρεύεσαι, τότε ελπίζεις. Τότε που οι συνειδήσεις κοιμούνται και η δική σου ξυπνά. Και ψάχνεις γιατρικά για όσα σε πλήγωσαν, για όσους πλήγωσες. Για το τίποτα που δεν πήρες, για το τίποτα που δεν έδωσες. Για τα όσα δεν έζησες. Και κρυφοκοιτάς απ το παράθυρο. Όχι … ας μη ξημερώσει. Λίγο ακόμη θέλω. Λίγο ακόμη και θα το βρω το γιατρικό. Μα να που η νύχτα δεν αντέχει άλλο. Και μια αχτίδα στεγνώνει το δάκρυ τη στιγμή που νομίζεις πως κάτι έχεις βρει.
-Και περιμένεις την επόμενη. Και σκέφτεσαι να σφραγίσεις τα παράθυρα τόσο, που ποτέ αχτίδα να μη μπει. Να βρεις χρόνο για όλα.
ΔΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου