Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

ΚΟΛΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ "Η Αφύπνιση "


Είναι μεγάλο, είναι πολύ, σε πιέζει, θέλεις να το μοιραστείς, θέλεις να το δώσεις, μα δεν ξέρεις πως και ψάχνεις τρόπο, τι είναι; είναι η αίσθηση.

Είναι από άνεμο κι όμως κτήμα σου, δεν σου ανήκει μα σαν να σου ανήκει το νιώθεις. Αν δώσεις λίγο παίρνεις λίγο, αν δώσεις πολύ παίρνεις πολύ, να το κρατάς είναι άχρηστο, είναι πόνος. Ωστόσο το φυλακίζεις σε ένα συρτάρι, σαν το λευκό της τραπεζομάντιλο η μητέρα για μια ώρα καλή. Το κρατάς για τους εκλεχτούς επισκέπτες.
Τα παλιά σπίτια είχαν δύο πόρτες, δύο σκάλες. Η μια οδηγούσε στο σαλόνι η άλλη στην κουζίνα. Απ’ την πρώτη ανέβαζαν τους μουσαφίρηδες, απ’ τη δεύτερη ανέβαιναν οι ίδιοι. Τα παλιά σπίτια ήταν διχασμένα, ανάμεσα στη γνώμη του κόσμου και στη γνώμη για τον κόσμο.

Μέσα στον κόσμο, μέσα στην κοινωνία και τον πολιτισμό όπως διαμορφώθηκε… εύκολα ξεχνάς πως είσαι άνθρωπος. Γιατί κάτι τέτοιο χρειάζεται να στο θυμίζουν τα πουλιά, τα νερά, τα δέντρα, η φύση με τα τοπία της. Σε μια περίπτωση στο θυμίζει το κατοικίδιό σου, ο σκύλος ή η γάτα σου. Σε μια άλλη τα φυτά σου, οι γλάστρες στο μπαλκόνι ή ένα περαστικό τριαντάφυλλο με την ελπίδα να μη στο χάρισαν κατά λάθος. Σε μια άλλη περίπτωση ο έρωτας. Στη βαθύτερη απ’ όλες… στο θυμίζει ο θάνατος.

Μέσα στα γραφεία οι άνθρωποι κρεμούν κάτι αφίσες με τοπία της φύσης. Η ζωή στα γραφεία είναι σε αφίσα, χρειάζεται να πας στη θάλασσα για να την ξεσκαλώσεις απ’ το μυαλό σου, χρειάζεται να βραχείς για να πεισθείς πως δεν είναι χάρτινη. Είναι παράξενο όμως η ζωή έφτασε να είναι κάτι που χρειάζεται να το θυμηθείς. Η ζωή κατάντησε ένα πράγμα παραγκωνισμένο, την ψυχή κατέλαβε και το μυαλό κυρίεψε η μέριμνα, η αγωνία και το άγχος για ζωή, αν έμεινε λίγη ελευθερία μέσα σε όλα αυτά την τράβηξε με το μέρος της η φαντασία.

Θα μπορούσε να είναι θητεία, ή ρόλος, όμως είναι ζωή. Σσσσ κανείς δεν ξέρει το μυστικό σου, κανείς δεν ξέρει πόσο προσπάθησες να ξεφύγεις, κανείς δεν ξέρει για εμένα κι εσάς. Σσσσ έτσι μπορούμε να συνεχίσουμε, ο σιωπηλός σας θρήνος δεν με φτάνει. Το έργο έχει επαναληφθεί, αφήστέ τα αυτά μεταξύ μας, με ξέρετε και σας ξέρω. Σσσσ μη μιλάτε, μόνο ακούστε πως υποφέρουν οι βιτρίνες και πως ανοιγοκλείνουν μέσα τους τα μάτια τους οι κούκλες, εντυπωσιασμένες.
Είναι μεγάλο, είναι πολύ, σε πιέζει, θέλεις να το μοιραστείς, θέλεις να το δώσεις μα δεν ξέρεις πως και ψάχνεις τρόπο, τι είναι; Είναι η αίσθηση η φυλακισμένη, είναι ο άνεμος που πιάστηκε στην παγίδα του χρόνου, είναι τα παιδιά που κλαίνε βουβά, είναι οι καρδιές τους που χάθηκαν κι έμειναν δίχως επιστροφή. Είναι η μοναχική πηγή με το νερό το λυπημένο. Είναι το μαύρο που έγινε συντριβάνι μα είναι αδύνατον μέσα του να λουστείς χωρίς να προδώσεις τον εαυτό σου. 

Είναι όμως σε όλα αυτά κι ένα μέσων, ο τρόπος που θα τραβήξει την ψυχή έξω απ’ το σώμα, θα την λυτρώσει, θα της αποδώσει τις χαμένες ιδιότητες. Είναι ένα μέσων που θα δώσει υπόσταση στις πλανόδιες μορφές και τα άμορφα σκιάχτρα, ένα μέσων που μέσω αυτού θα φτάσεις στην επιφάνεια. Κάτι που θα οδηγήσει την ανάσα μέσα απ’ τα δαιδαλώδη κανάλια της ιστορίας ξανά στο βαθύ της παλμό. Κάτι που θα ανοίξει εκ νέου διάπλατα τα μάτια, κάτι που έχει στον πυρήνα του μεταμόρφωση κι ιδιότητα να γυρίζει το κάθε τι σε επιθυμητό.
Είναι η οδός της σωτηρίας και της φανέρωσης, είναι η τέχνη. Που μέσω αυτής μπορείς να αναποδογυρίσεις τον κόσμο σου και να επιβάλεις ειρηνικά νέα τάξη στο χάος των αισθήσεων.

Ζωγράφισέ το να δείξει τι είναι. Γράψ,το κι αυτό θα βγάλει φτερά και θα πετάξει να σε πάρει μαζί του. Φτιάξ,το με καλαισθησία, να μπορέσουν να το πιάσουν στον αέρα. Δώσε του μια μορφή να το καταλάβουν. Κτήμα τους είναι, απλά ακόμα δεν το ξέρουν, δεν το έχουν ανακαλύψει μέσα τους. Μα είναι το μέσα σου μέσα τους κι αν το βρεις σε σένα σε όλους το βρήκες.
Φτιάξε τον άνεμο τέχνη, σε εκλιπαρώ. Δώσε μου τα μάτια σου να διαβάσω τον κόσμο, να τον δω, δώσε μορφή στην ανάσα σου, άναψε το πυροτέχνημα να φωτίσει την αντάρα, άναψε τη δάδα με μια σπίθα του ματιού σου.
Φτιάξε τέχνη, όλα να καταστραφούν κι όλα να αναγεννηθούν. Πήδα σαν ζαρκάδι απ’ την κολυμβήθρα της βάπτισής σου και βαπτίσου σε μια της επιλογής σου, μην τους αφήσεις να σε χρίσουν το ένα ή το άλλο. Χρίσε τον εαυτό σου και πέταξέ τους στα μούτρα την αυθεντία τους. Την παρακμασμένη αυθεντία τους. Ό,τι αποφάσισαν για σένα δίχως εσένα δικό τους είναι.

Κάτι κατεβαίνει απ’ το βουνό με άλματα, τι είναι; είναι η αφύπνιση. Όχι όχι, κράτα την μακριά από μένα, είναι μαζί και πόνος. Κάτι κατεβαίνει απ’ το βουνό με άλματα και δεν μπορώ να το σταματήσω να με πλησιάζει, και δεν μπορώ να το σκεπάσω και να το κρύψω, είναι η αφύπνιση και δίπλα σου δεν περνά.

- Μα τι είναι επιτέλους αυτή η αφύπνιση;
- Τίποτα. Κάτι απλά που επιστρέφει 
μετά από καιρό στα μάτια σου.


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://triala.blogspot.gr/






1 σχόλιο:

  1. Μάτια μου....
    Αχ,μάτια μου!
    Πόσο πονάτε μάτια μου!
    Σταυρώθηκα για την ομορφιά των ματιών.....κι ακόμα τα αγαπώ!
    Καλημέρα Γεωργία μου!
    Σε φιλώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή