Η Κυριακή δεν γίνεται καταφύγιο.
Σε ξυπνάει αργότερα με χάδια αμύητα
σε ντύνει υποχρεωτικά με ρούχα γιορτινά
σε στολίζει με καλοκαιρινά όνειρα
σου βάζει σαν άρωμα το πειρασμό
βρεγμένης σάρκας μεσημέρια στα βότσαλα.
Σου μιλάει με ξύλινο λόγο
την ίδια στιγμή που σε πετάει στην ώρα του θερισμού
σε ταΐζει ώριμα φρούτα
σε αφήνει στο χρώμα του βύσσινου
σε οδηγεί σε βάδισμα στη μέση της λεωφόρου.
Και τα φιλιά σαν το ουράνιο τόξο
σταλαγματιές που λάμπουν μετά από βροχή
που κράτησε ο Χειμώνας από ζήλεια.
Γίνεται ο άγνωστος προορισμός αλήθειας
που ήθελε το χρόνο της
μα βιάζεται θα τελειώσει τα θέλει όλα.
Μες τους κανόνες της οι όροι χαράς
που εκείνη επέβαλε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου