Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

ΦΩΤΗΣ ΚΑΤΣΙΜΠΟΥΡΗΣ - ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ

Ο Φώτης Κατσιμπούρης γεννήθηκε  στις 6/1/1968 στην Καλαμάτα όπου και κατοικεί  μόνιμα. Έχει  σπουδάσει Παιδαγωγική και ασχολείται με το γράψιμο.
 Βιβλία του : 
"Ο Σκιοφύλακας" Εκδ. Διόπτρα 2005, 
"Ο Όρκος" Εκδ. Ωκεανός 2011,
"Ανάμεσα σε δυο Αγγέλους" Εκδ. Ωκεανός 2012



Ο ΣΚΙΟΦΥΛΑΚΑΣ


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε το κάστρο ένοιωσε δέος και λαχτάρα να ανοίξει τη μεγάλη πύλη του...

Ένα κάστρο ξέρει να κρύβει καλά τις φωνές και τις σκιές που του έδιναν κάποτε ζωή μέσα στις βαριές πέτρες και στα σκοτεινά δωμάτια του. Ο Σκιοφύλακάς του θα παραμείνει αιώνιος προστάτης των σκιών, μέχρι τη στιγμή που κάποιος θα ξεκλειδώσει τη βαριά πύλη του.

Στον "Σκιοφύλακα", η πολυτάραχη για τον ελληνισμό ιστορία του 15ου αιώνα αποτέλεσε το πλαίσιο στο οποίο οι ιστορίες ανώνυμων ανθρώπων δημιούργησαν τη σύνδεση της Ιστορίας με το θρύλο, του πραγματικού με το φανταστικό.

Ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στη μυστηριακή Μάνη και κρατάει την αγωνία μας στα ύψη ως την τελευταία σελίδα...
 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 


Ο Ρινάλντο, φύλαξε το χειρόγραφο μαζί με όλα εκείνα τα σημαντικά και τα σπουδαία, που φυλάνε οι άνθρωποι κάθε εποχής και σαν τέτοιο πήγε από γενιά σε γενιά, από πατέρα σε παιδί, ταξιδεύοντας διακόσια χρόνια.

Κάποιος απόγονός του σκέφτηκε να το αποθανατίσει ασφαλέστερα, τυπογραφώντας το κατ’ αρχήν στην γλώσσα που γράφτηκε, ακολουθώντας έτσι μιαν επιθυμία φίλων της ελληνικής παροικίας. Αργότερα ίσως να το μετάφραζε στη γλώσσα του.

Όμως, το παράξενο χρονικό του Ευστράτιου δεν προοριζόταν για τους πολλούς, γιατί αυτό ήταν αντίθετο στη θέληση αυτού που διέταξε τη συγγραφή του. Έτσι, το αρχικό χειρόγραφο κάηκε με περίεργο τρόπο στο τυπογραφείο και η έκδοση δεν προχωρούσε πέρα από το πρώτο αντίτυπο.  Πάντα συνέβαινε κάτι περίεργο που κατέστρεφε κάθε επόμενο.
Στο πρώτο αντίτυπο προστέθηκαν λιθογραφίες με τις εικόνες των προσώπων και την δράση τους. Ο ζωγράφος έλεγε ότι τις εμπνεόταν στον ύπνο του και έλεγε πως αυτή θα ήταν η τελευταία του δουλειά, χωρίς να στενοχωριέται καθόλου γι’ αυτό. Τελειώνοντας την τελευταία λιθογραφία, πέθανε στον ύπνο του.
Την τελευταία φορά που επιχειρήθηκε η ανατύπωσή του, τα τυπογραφικά στοιχεία διαλύθηκαν κυριολεκτικά σε θρύμματα, ενώ ο χειριστής βρέθηκε να προσπαθεί να τυπώσει την παλάμη του, βάζοντάς την κάτω από το χαρτί και πιέζοντάς την με τον κύλινδρο, μέχρι που μάτωσε το χαρτί.
Έτσι ο απόγονος του Ρινάλντο θεώρησε κακό ακόμα και να κατέχει το αρχικό αντίτυπο, συνδυάζοντας κάποια ατυχήματα που είχαν συμβεί στο σπίτι, με το βιβλίο.
 Το πούλησε σε έναν Έλληνα έμπορο της παροικίας για να το ξεφορτωθεί. Ο άπληστος έμπορος, θεώρησε ότι η κατοχή του βιβλίου θα του έφερνε καλή τύχη και λεφτά-επειδή η οικογένεια Βόλπι είχε αποκτήσει πολλά από δαύτα- .
Η απληστία όμως και το χρήμα θεωρείται ύβρις για τον εντολέα του βιβλίου, έτσι στο σπίτι του εμπόρου άρχισαν να συμβαίνουν διάφορα περίεργα ατυχήματα. Το ξεφορτώθηκε κι αυτός με τη σειρά του όσο όσο σε έναν καπετάνιο, που έβαζε ρότα συχνά για τα λιμάνια της Ανατολής.
Το πρώτο ταξίδι που είχε προορισμό την Χίο, κόντεψε να γίνει αληθινή καταστροφή για τον καπετάνιο. Οι ναύτες εκνευρίζονταν εύκολα, βλαστημούσαν και τσακώνονταν μεταξύ τους πέρα από το συνηθισμένο και αποτολμούσαν να βγάλουν γλώσσα ακόμα και στον ίδιο.
 Μια φορά ο πλοηγός καβγάδισε μαζί του, έβγαλε μαχαίρι και τον απείλησε. Τέλος μια ανύπαρκτη, στην αρχή του ταξιδιού, τρύπα στην ίσαλο γραμμή του σκάφους, έμπαζε νερά και ανάγκασε τον καπετάνιο να δέσει στα ανοιχτά μιας πόλης στη νότια Πελοπόννησο.
Πρώτη δουλειά του καπετάνιου, μόλις πάτησε το πόδι του στη στεριά, ήταν να πουλήσει το βιβλίο σε εξευτελιστική τιμή για να το ξεφορτωθεί. Οι φήμες που είχε ακούσει γι’ αυτό δεν ήταν βλακείες, όπως είχε πει στην αρχή. Το πούλησε σε ένα μαγαζί που βρισκόταν σε κάποιο δρομάκι κοντά στην εκκλησία της πόλης. Όσες φορές τον ξανάβγαλε η ρότα του καραβιού σ’ αυτή την πόλη, δεν μπόρεσε να ξαναβρεί ούτε το μαγαζί, ούτε και το στενό δρόμο δυτικά της πλατείας…

  ΚΡΙΤΙΚΗ 

Αξιολόγηση της Nicoleta Balopitou στην ομάδα "Φίλοι της Ελληνικής Λογοτεχνίας".https://www.facebook.com/groups /filoithsellinikhslogotehnias/670585989664990/?notif_t=group_comment_reply(12.2.2014)

" Ο Σκιοφύλακας είναι από εκείνα τα βιβλία που σε γοητεύουν από την πρώτη αράδα και τα διαβάζεις με μία ανάσα ! Η ιστορία ξεκινάει στο σήμερα με την νεαρή Ελένη να κατευθύνεται, έχοντας για παρέα τον σκύλο της τον Έκτωρ, με το αυτοκίνητο της προς ένα καστράκι που ανήκε στην οικογένεια του πατέρα της, κάπου στη μαγευτική Μάνη, με σκοπό κατά τους Καλοκαιρινούς μήνες να το λειτουργήσει σαν πανσιόν. Παράλληλα όμως, με την πορεία της νεαρής Ελένης, παρακολουθούμε και τη ζωή μίας άλλης Ελένης, που έζησε στο ίδιο καστράκι, αρκετά χρόνια πριν και συγκεκριμένα στον μακρινό 15ο αιώνα, την εποχή εκείνη που έλαβε χώρα και η άλωση στην Κωνσταντινούπολη. Σε αυτή τη μακρινή εποχή, μαθαίνουμε την ιστορία του συζύγου της Ελένης, του Νικηφόρου που έφυγε από το καστράκι, έχοντας αφήσει προσωρινά την οικογένειά του για να πολεμήσει, και του φίλου του από την Βενετία, του Ματέο και του γελαστού γιου του αλλά και τον βαρύ όρκο που έδωσε ο πρώτος στον φίλο του, λίγο πριν ξεψυχήσει. Ο όρκος αυτός, έχει σπουδαία σημασία για την ιστορία μας και μας αποκαλύπτει πολλά για τον τίτλο του βιβλίου. Δηλαδή, τι είναι ο σκιοφύλακας, ποιες σκιές φυλάει και ποιος ο ρόλος του, πράγματα που δεν σκοπεύω να αποκαλύψω γιατί θα χαθεί μεγάλο μέρος από το μυστήριο που την περιβάλλει. Το κύριο μέρος του μυθιστορήματος καταλαμβάνει το σήμερα, με βασική πρωταγωνίστρια την Ελένη, που είναι το '' κλειδί '' της υπόθεσης και είναι αυτή, που τουλάχιστον στην αρχή, οι σκιές που βρίσκονται τοποδεμένες στο καστράκι δεν βλάπτουν. Πολλοί και οι χαρακτήρες που την περιτριγυρίζουν και που επηρεάζονται κι αυτοί από τα όσα μυστήρια αρχίζουν να συμβαίνουν στο καστράκι, αμέσως μετά την άφιξή τους σε αυτό. Η αδελφή της Ελένης, η λογική και δυναμική Ανθή, ο Ηλίας με την αποτυχημένη έως τώρα ζωή και πρώην παιδικός φίλος της Ανθής, που έχει την τύχη να γνωρίσει την Ελένη λίγο πριν αφήσει τον εαυτό του να χαθεί για πάντα στην απέραντη θάλασσα, ο γιατρός που έχοντας χάσει την σύζυγό του στην Αθήνα, μαζεύει λαογραφικές πληροφορίες για δική του ευχαρίστηση αλλά και η Νίκη με τον Πάνο, ένα προβληματικό ζευγάρι που κρατάει ένα μικρό καφέ κοντά στην παραλία και το οποίο επισκέπτονται τακτικά οι ήρωες μας. Το μεταφυσικό στοιχείο είναι έντονο, τόσο που γίνεται σχεδόν '' χειροπιαστό '' και οι τραγικές φιγούρες που αντιπροσωπεύουν οι σκιές, καταφέρνουν και σου προκαλούν αισθήματα λύπης, δέους αλλά και φόβου. Οι εφιάλτες - οράματα που βλέπει η βασική πρωταγωνίστρια στο κηπάριο με την τριανταφυλλιά έξω από το ναό, η επαφή της με τον Σκιοφύλακα, τα '' ζωντανά '' οράματα που αντικρίζει μαζί με την αδελφή της, με πρωταγωνιστή τον Νικηφόρο και τον γελαστό του σύντροφο έξω από μία πύλη, τον τραυματισμό που καταφέρνουν στους δύο Τούρκους που τους απειλούν αλλά και ο τραγικός τους θάνατος από τα βέλη εκατοντάδων άλλων, η τραγική μοίρα που περιμένει την σύζυγο, την μητέρα και τις δύο μικρές του κόρες, είναι γραμμένα με τόση ζωντάνια, που ήταν σαν να τα ζούσα ενώ τα διάβαζα. Επίσης, οι συμπτώσεις κυριαρχούν καθ' όλη τη διάρκεια και οι γνωριμίες μεταξύ των ηρώων, δεν γίνονται καθόλου τυχαία. Καθόλου τυχαία δεν είναι λοιπόν και η προτίμηση των σκιών προς την Ελένη, που στο πρόσωπο το δικό της, βλέπουν ένα δικό τους από το παρελθόν. Οι σκιές, καθόλου φιλικές δεν παρουσιάζονται, έχοντας συνδεθεί και με μυστήριους θανάτους ανθρώπων που έζησαν ή βρέθηκαν στο κάστρο, καθ' ότι σαν τοποδεμένες θεωρούν το καστράκι κτήμα τους, μισώντας κάθε ζωντανό ον, που έχει παλμό, καρδιά και αίμα να κυλάει στις φλέβες του. Οι σκιές αυτές λοιπόν, δεν είναι άλλες από την οικογένεια του αδικοχαμένου Νικηφόρου, που όπως ανέφερα πιο πριν, πέθανε με τραγικό τρόπο σ' εκείνο το καστράκι και τώρα το στοιχειώνουν με την παρουσία τους, θεωρώντας άδικο τον θάνατό τους. Η γραφή του κυρίου Κατσιμπούρη για άλλη μία φορά μαγευτική, με γοήτευσε και κατέστησε το βιβλίο αυτό, ένα από τα καλύτερα συνολικά, που έχω διαβάσει ! Πρωτότυπο, ευφάνταστο, με τις απαραίτητες μυστηριακές, μεταφυσικές '' πινελιές '' που μ' αρέσει να ανακαλύπτω και να διαβάζω σε ένα μυθιστόρημα, '' Ο Σκιοφύλακας '' είναι από εκείνα τα μυθιστορήματα που μ' αρέσει να διαβάζω ξανά και ξανά και που σε πολλές σκηνές του μού θύμισε θρίλερ, προκαλώντας μου έντονες ανατριχίλες ! Απλά, ιδιαίτερο σαν το πικραμύγδαλο που πρόσφερε η παλιά Ελένη στις κόρες - αλλά ευτυχώς όχι θανατηφόρο -, ένα ανάγνωσμα διαφορετικό από αυτά που έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε στα βιβλία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και που εύχομαι κάποια στιγμή να επανακυκλοφορήσει για να μπορέσουν περισσότεροι αναγνώστες να το διαβάσουν και να το φυλάξουν σαν βιβλίο '' διαμάντι '' στην βιβλιοθήκη τους. "


Ο ΟΡΚΟΣ



Ο όρκος -Μυθιστόρημα: Βασισμένο στην παραλογή "Του νεκρού αδερφού" 


  ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ   
Η Αρετή και ο Κωσταντής, ονειρεύονται να χτίσουν τους δικούς τους κόσμους πάνω στη γοητευτική ομίχλη των παραμυθιών της γιαγιάς τους. Η περίοδος όμως της αθωότητας τελειώνει. Η Αρετή θα ερωτευθεί έναν ξένο, και ο μόνος από την οικογένεια που θα υποστηρίξει τον έρωτά της, θα είναι ο αδερφός της, ο Κωσταντής. Εκείνη θα ακολουθήσει τον αγαπημένο της στην πατρίδα του και θα ζήσει μαζί του την απόλυτη ευτυχία, ενώ ο Κωσταντής θα δώσει όρκο στη μητέρα τους ότι αν ποτέ τη χρειαστεί, θα πάει να τη φέρει από τα ξένα...

Στους δίσεκτους καιρούς που θα ακολουθήσουν, ο Κωσταντής θα κληθεί να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε στη μητέρα τους.... Κι έτσι θα ξεκινήσει ένα ταξίδι για τον παγωμένο βορρά...

*********

Το μυθιστόρημα ''Ο Όρκος'' είναι μια προσπάθεια μυθιστορηματικής απόδοσης-αναδημιουργίας της παραλογής ''Του Νεκρού Αδερφού''. Διαδραματίζεται στη μεσαιωνική Νικόπολη της Ηπείρου, τον 9ο αι. μ.Χ. Σε μια εποχή θεοκρατίας, συγκρούσεων και ακλόνητων κοινωνικών στερεοτύπων που οι ιστορικοί έχουν ονομάσει εποχή των σκοτεινών χρόνων, δύο αδέρφια, η Αρετή και ο Κωσταντής, τολμούν να ονειρεύονται. Ονειρεύονται και θέλουν να χτίσουν τους δικούς τους κόσμους πάνω στη γοητευτική ομίχλη των παραμυθιών της γιαγιάς τους, της βάβως Αρετής. Η βία των καιρών παίρνει από τη ζωή τον πατέρα τους νωρίς. Κάποτε η εποχή της αθωότητας τελειώνει. Η Αρετή θα ερωτευτεί έναν ξένο, το Βάραγγο Χάραλντ, τον ποιητή-πολεμιστή που θα έρθει ως επισκέπτης στο σπίτι τους. Ο Κωσταντής θα στηρίξει την επιλογή της αδελφής του πηγαίνοντας αντίθετα στη θέληση των αδελφών του. Προκειμένου η Αρετή να παντρευτεί τον άντρα που αγαπά και να ξενιτευτεί στη μακρινή χώρα του, ο Κωσταντής θα πάρει όρκο βαρύ κι αμετάκλητο στη μάνα του: να τη φέρει πίσω, αν ποτέ χρειαστεί, ακόμα και νεκρός. Τα παιχνίδια της μοίρας θα κάνουν αναγκαία την εκπλήρωσή του Όρκου. Ο Κωσταντής θα πρέπει να φέρει πίσω την ξενιτεμένη από την υπερβόρεια χώρα του κύρη της, ξεκινώντας το ταξίδι του από τον κόσμο της ξωθιάς Αχερώς, ένα ταξίδι πέρα από το θάνατο. Σύντομα θα ανακαλύψει πως ο όρκος του ισοδυναμούσε με κατάρα.


 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 
  Δρυός ψίθυροι...

Γύρισε και κοίταξε το δέντρο, το μεγάλο μαυρισμένο κορμό που ψήλωνε ως τον ουρανό και τις χοντρές κλάρες που ακουμπούσαν τις άκρες τους στο υπόστεγο και στο ακριανό μπαλκονάκι του ορόφου.

Πρώτη φορά σκέφτηκε ότι το μεγάλο δέντρο έμοιαζε με μεγάλο ανθρωπίσιο σώμα. Έμοιαζε με το σώμα μιας γυναίκας που τεντώνει τα χέρια προς τη γη και προς τον ουρανό, την ίδια στιγμή. Ένα σώμα αιώνιο και ανίκητο που κυβερνάει τον τόπο που ζει και το χρόνο, σαν πανάρχαια μητέρα.

Συγκέντρωσε το βλέμμα του στο ψηλότερο σημείο του κορμού, κατά τον κορφιά, εκεί που τα φυλλώματα πλέκανε πυκνά μεταξύ τους και θέλησε να δει σε κείνο το σημείο την κοπέλα που τον παρακάλεσε: ″θέλω… θέλω να μου πεις παρακάτω″. Και τότε το αγόρι ψιθύρισε, αγγίζοντας λατρευτικά το δέντρο και με τα δυο του χέρια:

«Κι όμως, όλη η εμορφιά της Σοφίας και κάθε κοπέλας είναι μοναχά μια σταγόνα από τα κάλλη της κυράς. Η τελευταία που στάζει από το κορμί της, όταν υψώνεται πάνω απ’ τη λίμνη σαν αφέντρα».
Ο ψίθυρος που βγήκε από το στόμα του, κύλησε στο κορμί του δέντρου ανεβαίνοντας προς τα πάνω, όπως θα κυλούσε το χάδι μιας καυτής ανάσας στον κόρφο μιας γυναίκας. Και μετά σβήστηκε στην πυκνή φυλλωσιά του κορφιά.
Ετούτη η κουβέντα, η παράξενη πίστη και δέηση του αγοριού, πρέπει να κουβαλούσε μέσα της όλη την παντοδυναμία του πρώτου αγνού πάθους, γιατί φάνηκε να πηγαίνει στον προορισμό της την επόμενη στιγμή. Η σκιερή φυλλωσιά, σείστηκε ανάλαφρα στην αρχή κι ύστερα τα φύλλα της θρόισαν δυνατότερα, καθαρίζοντας έναν γυναικείο ψίθυρο μέσα απ’ το θρόισμά τους...

 *********
Απόβραδο της Κυριακής του Πάσχα, η Αρετή είχε αποδιώξει κάθε στενάχωρη σκέψη, σίγουρη πια ότι ο άντρας της ήταν καλά και θα ξαναρχόταν στο σπίτι. Τα μισόλογα της γριάς μάντισσας, αν και έβγαιναν αληθινά κατά ένα μέρος, με τα νέα που έφερε ο αγγελιοφόρος είχαν ξεχαστεί. 

Η Σέλμα θυμόταν ότι η κυρά της, της είχε πει το πρωί πως αυτή τη μέρα οι χριστιανοί γιόρταζαν την ανάσταση του γιου του Θεού τους. Ζήτησε λοιπόν από την Αρετή να της διηγηθεί την ιστορία της Ανάστασης, όπως τις προηγούμενες μέρες, κάθε απόβραδο της διηγιόταν τα σχετικά με τα πάθη, τη σταύρωση και την ταφή του παράξενου ανθρώπου που οι Ρωμιοί πίστευαν με έναν ακαταλαβίστικο τρόπο ότι ήταν θεός.

Η Αρετή ξεκίνησε τη διήγηση με τη Σέλμα απέναντί της να την κοιτάζει στα μάτια:

«Αφού λοιπόν πέρασε το Σάββατο και πριν καλά-καλά ξημερώσει, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα…» και συνέχισε λέγοντας τους για την πέτρα που είχε κυλήσει από την είσοδο του τάφου, για τον λευκοντυμένο νεαρό άντρα μέσα στο μνήμα και για Εκείνον που έλειπε. Τελείωσε με τη φράση: «….έφυγαν από τον τάφο γεμάτες τρόμο κι έκσταση και σε κανέναν δεν είπαν τίποτα γιατί ήταν φοβισμένες».
«Τρόμος; Γιατί τις έπιασε τρόμος κυρά; Μήπως φοβήθηκαν ότι ο δάσκαλός τους θα άλλαζε μέσα στον τάφο και θα ξυπνούσε θυμωμένος; Μήπως έβαλαν με το νου τους ότι θα γύρευε να τις τιμωρήσει γιατί τον παράτησαν να πεθάνει ολομόναχος;» 
«Οι γυναίκες Σέλμα δεν τον παράτησαν ούτε στιγμή. Αυτοί που σκορπίσανε ήταν οι άντρες, οι μαθητές του. Όμως, με κανέναν δεν ήταν θυμωμένος, όταν φανερώθηκε μπροστά τους μετά την Ανάσταση. Ο τρόμος ήρθε από ένα μπέρδεμα στο μυαλό τους γιατί εκείνες τις πρώτες στιγμές δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί και δεν ήξεραν που βρισκόταν ο κύριός τους. Τις επόμενες μέρες, όσοι τον είδαν ζωντανό ένιωσαν μεγάλη χαρά και γαλήνη».
«Και δεν γύρεψε να τιμωρήσει όλους αυτούς που τον κάρφωσαν στο ξύλο;»
«Όχι. Τους είχε συγχωρήσει όλους».
«Παράξενος Θεός αλήθεια, αλλά με τους θεούς ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Για σκέψου όμως στη θέση του να ήταν ένας άνθρωπος….»
«Λοιπόν; Τι θα έκανε ένας άνθρωπος;»
«Ίσως κυρά να ξυπνούσε πολύ αλλιώτικος. Ίσως να σηκωνόταν από τους νεκρούς πολύ θυμωμένος με τους ζωντανούς, πάρα πολύ θυμωμένος».
«Γιατί το λες αυτό Σέλμα;»
«Γιατί όποιος δεν πρόλαβε μέχρι το θάνατο να γίνει τέλεια καλός, σαν το γιο του θεού σου, αν γυρίσει πίσω σ’ αυτόν τον κόσμο, θα είναι ένα θηρίο, όσο καλός και να ήτανε πρωτύτερα. Ο θάνατος θα έχει τρελάνει το μυαλό που κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο. Και δεν υπάρχει κανείς άλλος κυρά εκτός από τον…»
«Ιησού» της θύμισε η Αρετή.
«Ναι, τον Ιησού. Εκτός από αυτόν δεν υπάρχει κανείς άλλος που να γύρισε πίσω, ούτε στη δική μας πίστη υπάρχει κανείς».
«Δεν γίνεται να γυρίσει κανείς πίσω Σέλμα» είπε η Αρετή, ωστόσο η σκέψη που έκανε η Σέλμα της έφερε ένα μούδιασμα. Μια αλλόκοτη ιδέα έριξε τη σκιά της με αφορμή την παιδιάστικη και παρατραβηγμένη λογική της γριάς οικονόμου.
«Τι έπαθες κυρά. Γιατί άλλαξε η όψη σου;»
«Τίποτα» είπε η Αρετή και άλλαξε γρήγορα θέμα: «Για πες μου τι εννοούσες όταν είπες "να γίνει τέλεια καλός σαν το γιο του Θεού σου". Τι σημαίνει για σένα το να είναι κάποιος καλός;»
«Ό,τι περίπου σημαίνει και για σένα. Δεν είναι ακριβώς το ίδιο, αλλά πάνω κάτω είναι. Σημαίνει να έχει καθαρή καρδιά και να μην έχει δολερό μυαλό, σαν τους ανθρώπους από τις νορβηγικές φυλές που τις προάλλες κάψανε δικά μας χωριά, σκοτώσανε άντρες και κλέψανε γυναίκες. Να μην ζητάει το κακό του γείτονα και να κάνει το καλό όταν μπορεί. Ο δικός σου ο Θεός όμως το παράκανε, τόσο που δεν μου μοιάζει αληθινός. Και οι άνθρωποι της ράτσας σου, μέσα τους, δεν πολυθέλουνε να του μοιάσουνε» της είπε καχύποπτα σαν να πληροφορούσε την Αρετή για κάτι που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε αντιληφθεί.
Η Αρετή χαμογέλασε και σήκωσε τα φρύδια περιμένοντας να ακούσει την εξήγηση της Σέλμα.
«Από όσο ξέρω, πολεμάνε αδιάκοπα μεταξύ τους, όσο και με τους εχθρούς του Ιησού. Κι αλήθεια γιατί λένε τους δικούς τους εχθρούς, εχθρούς του; Αυτή τη δουλειά δεν έκανε και ο κύρης σου, ο βασιλιάς μας, στην πατρίδα σου; Σήκωνε το σπαθί του στη θέση κάποιου που βάλθηκε να λέει νύχτα μέρα τις προσευχές σας. Κι αυτός ο κάποιος, άφησε με πονηριά έναν άλλον να πάρει το βάρος για τα φονικά και συνάμα να γλιτώσει τη ζωή και τη δειλή ψυχή του. Για μας όλα αυτά δεν έχουν νόημα. Θα μου πεις βέβαια, όπως λες πάντα, άλλα αυτά που κάνουν οι άνθρωποι και άλλα αυτά που θέλει ο Θεός. Μόνο που οι δικοί μας θεοί δεν είναι έτσι. Συχνά θέλουν όσα θέλει κι ο άνθρωπος».
Η Αρετή χαμογέλασε κι ανασήκωσε τους ώμους:
«Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ότι ξέρει κάτι, και κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν ξέρει τίποτα. Εγώ σου λέω αυτά που ξέρω. Αυτά που έμαθα από τα γονικά μου, καλή μου Σέλμα. Για πες μου όμως τι άλλο σημαίνει για σένα να είναι κάποιος καλός;»
«Να μην αλλάζει το λόγο του. Να είναι πιστός μέχρι το τέλος στο σκοπό του. Να τιμάει τους όρκους του, όλους τους όρκους του. Εκείνους που έκανε απέναντι στους θεούς, στους φίλους, στα αδέρφια, στον πατέρα και στη μάνα του. Εσείς δεν έχετε τέτοιους όρκους; Ή και αυτό το συγχωράει ο Θεός σας».
Η Αρετή σκυθρώπιασε. Για μια στιγμή κοίταξε αυστηρά τη γριά οικονόμο και μετά γύρισε τα μάτια στη φωτιά. Στο τρεμόπαιγμα της φλόγας πέρασε μια θολή εικόνα από το παρελθόν: Εκείνη κάτω από τη μεγάλη βελανιδιά της αυλής του πατρικού σπιτιού κι απέναντί της ο Κωσταντής να υπόσχεται: "θα ορκιστώ με τη ζωή μου, ακόμα και με το θάνατό μου…και πέρα από τον τάφο, ο όρκος μου θα βγει αληθινός." 
Η αλλόκοτη ιδέα της ήρθε πάλι, όπως νωρίτερα απρόσκλητη, σαν απειλή από το πουθενά. Τα λόγια της Σέλμα για το νεκρό που θα σηκωθεί θυμωμένος από τον τάφο, με κάποια θεότρελη λογική, ήθελε να την αφορούν. 
«Δεν ξέρω αν το συγχωράει ο Θεός. Ξέρω ότι υπάρχουν άνθρωποι που, πάνω από όλα, δεν το συγχωράνε στον εαυτό τους» είπε σκεφτική.

 *********
«Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα; Όχι φίλε μου. Στα παράξενα μυστικά παραμύθια είναι ύβρις ένα τέτοιο τέλος. Άλλωστε τέλος δεν υπάρχει. Δυο πλάσματα που είναι καταδικασμένα να ζήσουν μακριά από το φως, τόσο κοντά στον ανθρώπινο πόνο, αλλά πάντα καταδικασμένα στην απόρριψη, θα πεις ψέματα αν πεις ότι ζουν καλά. Κάθε λογής ανθρώπινος πόνος έρχεται σαν κύμα και διαποτίζει τις αλλόκοτες ψυχέςτους. Δεν γίνεται αλλιώς γιατί αυτό έχουν επιλέξει… Θα αναρωτηθείς βέβαια φίλε μου, πώς εγώ δέχτηκα το νεκρό αδερφό, αυτόν που μου πήρε μακριά την Αρετή μου. Πώς όταν κάποια νύχτα χτύπησε την πόρτα μου και άρχισε να μου λέει με την πάσα λεπτομέρεια τι απέγινε η βασίλισσά μου, πώς εγώ δεν έγινα έξαλλος. Πώς δεν προσπάθησα να του καρφώσω το σπαθί στην παγωμένη του καρδιά. Πράγμα που, όπως του είχε αποκαλύψει η Αχερώ, ήταν το μόνο ικανό να τους εξοντώσει…»
 ΚΡΙΤΙΚΗ 

Αξιολόγηση της συγγραφέως ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΑΣΙΝΟΥ για τον " Όρκο " :

" Ο Φώτης Κατσιμπούρης θα έλεγα πως είναι ένας εσωτερικός συγγραφέας. Μάλιστα τόσο, που θα μπορούσε να φέρει σε αμηχανία αρκετούς αναγνώστες. Σκληρά λοιπόν θα πω, πως αυτοί οι αναγνώστες δεν αξίζουν στον «ΟΡΚΟ» . Διότι αυτός που θα κρατήσει το βιβλίο στα χέρια του, θα πρέπει αμέσως να έχει οσφριστεί τον απόκοσμο «αέρα» που φυσάει μέσα στις σελίδες του.

Στους παλαιότερους μάλλον είναι γνωστός ο μύθος του Κωσταντή και της Αρετής. Μύθος όμως που οικειοποιείται από πολλά Βαλκανικά κράτη. Κι εδώ είναι που θα παραδεχτώ την συγγραφική ευρηματικότητα του Φώτη Κατσιμπούρη.

Μέσα από το ταξίδι του Κωνσταντή προς την Υπερβορεία, διασχίζοντας τις διάφορες χώρες, θα υπάρξουν οι αυτόπτες μάρτυρες της πορείας του, που μελλοντικά και θα αφηγηθούν , μα και την δυνατότητα θα έχουν, για να γίνουν διεκδικητές της πατρότητας του μύθου του.

Διαβάζοντας τον «ΟΡΚΟ» από τότε που εκδόθηκε, δεν θέλησα να έχω άποψη, ούτε και να μιλήσω για εικόνες, μεταφορές, στοιχεία καλολογικά, ούτε καν για τις γνώσεις που παρέχει ο συγγραφέας σε σχέση με την οργάνωση των κοινωνιών της εποχής εκείνης, τις ιδιαίτερες ονομασίες αξιωμάτων, τιτλούχων, κλήρων.
Γι' αυτό και κρατώντας σημειώσεις, και μελετώντας το βιβλίο πάνω από δυο φορές, αποφάσισα πως έπρεπε να μείνω στα άλλα..
Όπως, στην τόλμη του συγγραφέα να καταπιαστεί με ένα τόσο βαρύ θέμα.
Και λέω βαρύ, όχι μόνο γιατί η μεγάλη Μαρία Λαμπαδαρίδου –Ποθου, άγγιξε, γράφοντας τον «Άγγελο της Στάχτης», αλλά διότι πρωτίστως το θέμα, σαν θέμα δημώδους ποίησης, είναι βαρύ. Ανάμεσα στα δυο βιβλία η φανερή διαφορά, είναι η πρόθεση. Στον «Άγγελο της Στάχτης» ο λόγος που η μάνα συναινεί στον εκπατρισμό της μοναχοκόρης, είναι η υποψία πως υπάρχει άνομο δέσιμο μεταξύ των αδελφών. Θυμάμαι την φράση «ολονύκτιες απουσίες των», που δημιουργούσε σύγκρυο, από την πιθανότητα μιας αιμομικτικής σχέσης….
Ο Φώτης Κατσιμπούρης, δεν ναρκοθετεί την «Αγία οικογένεια». Μένει πιστός στις αρχές, στους όρκους ακόμα και πέρα από τα ανθρώπινα.
Άλλη μια διαφορά με τον «Άγγελο της Στάχτης» είναι πως ενώ εκείνος, διαδραματιζόταν σε παρελθόντα και παρόντα χρόνο , στον «ΟΡΚΟ» εμπλέκεται το παρελθόν με τον προ –του-μύθου- χρόνο.
Και δεν είναι μόνο μια εμπλοκή χρονική.
Διότι ενώ ο συγγραφέας κατά το μεγάλο τμήμα, δείχνει να ελέγχει την οικονομία του γραφήματος, μου δίνει την αίσθηση, ότι κάποτε έχει τόσο ενσωματωθεί με τον ήρωα, ώστε αναρωτιέσαι αν θα βγει αλώβητος από αυτή την αφομοίωση την σχεδόν υπερ-φυσική. Βέβαια εκ των υστέρων σε αποζημιώνει και σε καθησυχάζει η λεπτοφυής και ευλύγιστη περιγραφή ήχων, κινήσεων, οσμών, συναισθημάτων η σκέψεων αλλά και η δομή που διατηρεί την στερεότητα της.
Ένα από τα στοιχεία που επίσης πρέπει να τονιστεί είναι πως οι ήρωες του «ΟΡΚΟΥ» ενέχουν μια σοφία, που θυμάμαι οι άνθρωποι διέθεταν παλιότερα, όχι απαραίτητα ως στοιχείο επίκτητο, μας ως συστατικό εγγενές, ανθρώπων που μαθητεύανε μέσα από τις φυσικές διαδικασίες (παρατηρώντας). Αποδέχονταν στωικά πως «Ακόμα κι αν το νήμα καταλήγει σε ένα ποτήρι γεμάτο φαρμάκι, αξίζει να το τραβήξεις». Αυτό δημιουργεί στο βιβλίο ένα κλίμα ανάλογο προς το «βάρος» του μύθου.
Ο Φώτης Κατσιμπούρης, κάποτε μου έδειξε το πρόσωπο ενός οικονομολόγου, που κράτησε την «οικονομία» του κειμένου σε θαυμαστό ισοστάθμισμα. Ενώ λοιπόν θα μπορούσε να παρασυρθεί από την ομορφιά των στίχων του τραγουδιού, και να αποθέσει επάνω του μέγα μέρος του κειμένου, εν τούτοις κράτησε τόσες στροφές μόνο, όσο χρειάστηκε να στηθεί η ραχοκοκαλιά του μυθιστορήματος. Και μάλιστα πολλές φορές έκανε θαυμαστή χρήση αυτής της δυνατότητας, όπως στο σημείο της σελίδας 151, όπου ο χρόνος απαλείφεται: «η κουβέντα αυτή δεν είχε ειπωθεί, ποτέ πριν, ήταν η πρώτη φορά που ακουγόταν» έτσι μετατρέπει τον ήρωα σε δημιουργό του δημώδους.
Μεγάλο μέρος του «ΟΡΚΟΥ» καταλαμβάνει μια δράση περισσότερο εξωτερική. Από το κεφάλαιο όμως 18, αρχίζει παράλληλα με αυτήν , να λαμβάνει χώρα μια άλλου είδους κίνηση, μια υπόγεια αναστάτωση, μια ψυχική διεργασία, μια μείξη δυνάμεων φυσικών και υπερ-κείμενων.
Εδώ είναι που θα έλθει ο χώρος να προστεθεί. Κάποτε μάλιστα θα εκτοπίζει τους ήρωες, η θα τους απορροφά, βγαίνοντας δυναμωμένοι απ’ αυτήν την χθόνια ανταλλαγή, ώστε θα αναδύονται δυναμωμένοι και θα εξίστανται…
Για λίγο βέβαια. Διότι οι δράσεις τους, όχι πλέον απόλυτα ανθρώπινες, «μα σαν υπόγειες φυσικές διαδρομές, νόμων, που προσωποποιούνται σε πράξεις ανθρώπινες» θα αρχίζουν (ιδίως από την σελ. 263 και μετά) να μοιάζουν με δράσεις συνομολογημένες μεταξύ αντιθέτων καταστροφικών δυνάμεων, που σαν παλιοί άσπονδοι φίλοι-εχθροί, διατηρούν τον μεταξύ τους σεβασμό και την αμοιβαία αναγνώριση…..
Κι οι προσεγγίσεις των δυνάμεων αυτών θα γίνονται με ένα ρυθμό μυστηριακό, που θα συντελείται από χθόνιες και εγκόσμιες δυνάμεις. Και θα είναι ρυθμός βαρύς, γοτθικός θα έλεγα, που θα βοηθά να αναπαρασταθεί η εποχή, χωρίς πλέον την αρωγή, τοπωνυμίων, ορολογιών επεξηγηματικών, γνώσεων ιστορικών.
Αυτός ο ρυθμός θα είναι που σελίδα –σελίδα θα επιταχύνει, για να γίνει υπόκρουση μουσική, ώσπου να γίνει μουσική και να καταλάβει με τη δυναμική της τον χωροχρόνο μέχρι την ολοκληρωτική έκρηξη.
Αν μου έλειψε κάτι από το βιβλίο θα έλεγα πως θα ήθελα ακόμα λίγες σελίδες που θα είχαν σχέση με το τελετουργικό του «ΟΡΚΟΥ». " 
Στασινού Ελένη
(Από σημειώσεις της Ελένης Στασινού: https://www.facebook.com/note.php?note_id=300520989982708 ) 


 ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ  ΔΥΟ  ΑΓΓΕΛΟΥΣ


 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Στη ζωή της Μελτίνης εισβάλλει απροσδόκητα ένας καινούριος καθηλωτικός έρωτας. Η γνωριμία της μέσω του facebook με τον "΄Μοναχικό 'Άγγελο", την ανομολόγητη προσωποποίηση του ιδανικού εραστή για την ίδια και για πολλές γυναίκες πριν από αυτήν, κλονίζει συθέμελα τον κόσμο της. Η σχέση της με το Γιώργο, τον πρώτο εφηβικό έρωτά της και σύζυγό της, δοκιμάζεται σοβαρά μέχρι τη στιγμή που ένα τραγικό γεγονός θα ανατρέψει τα πάντα. Ο χρόνος την πιέζει και θα πρέπει να πάρει σημαντικές αποφάσεις. Για χάρη της 9χρονης κόρης της, αλλά και του Γιώργου που με έναν παράδοξο τρόπο παραμένει παρών...θα πρέπει να ξαναδεί τη ζωή της από την αρχή, να αναθεωρήσει ό,τι γνωρίζει σχετικά με τον εαυτό της και τον κόσμο. Η αναζήτηση της αλήθειας ενός έρωτα ή του αληθινού έρωτα περνάει μέσα από την αναζήτηση της αλήθειας της Ζωής. Τελικά θα πρέπει να διαλέξει ξανά, ανάμεσα στον ουτοπικό εραστή της εφηβείας της και στο "Μοναχικό Άγγελο". Να διαλέξει ανάμεσα σε δυο Αγγέλους.

Ένα μυθιστόρημα για την εποχή της πολλαπλής κρίσης των ανθρώπινων αξιών, την αναζήτηση της αγάπης, της αλήθειας και το ψέμα, την αξία και την απαξία, με αφηγητή τον Αρχάγγελο, ένα πλάσμα που έρχεται από μια αχωροχρονική πραγματικότητα, τη μόνη αληθινή


 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 
 τελευταίος χορός

Κι εκείνη, σαν να ήξερε ήδη, πως η πίστα του χορού ήταν το σημείο που την αφορούσε ανέβηκε τα δύο σκαλοπάτια και είδε αυτό που ευχήθηκε πολλές ώρες πριν, τόσο αγνά, δυνατά και παθιασμένα. Ας σε έβλεπα για μια τελευταία φορά.  

Από την άλλη πλευρά είδε εκείνον να ανεβαίνει στην πίστα με βήματα ανάλαφρα, γαλήνια, σίγουρα και αιθερικά. Όπως όλος ήταν μια απόλυτη οπτασία νεότητας και γαλήνης με απόλυτα γήινη και απτή μορφή. Είδε το Γιώργο της εφηβείας, με τα μακριά μαλλιά του να τρεμοπαίζουν ανάλαφρα σε κάθε του βήμα να έρχεται προς το μέρος της. Τον είδε να την πλησιάζει γελαστός, δυνατός και πράος με την πιο άφθαρτη και απαστράπτουσα εκδοχή της μορφής του. 

Και τότε, αδελφική εντολεί με ένα του βλέμμα, άφησα τη μουσική, που είχαν διαλέξει οι ψυχές τους σαν παλιά νοσταλγική ανάμνηση να κρατήσουν μέσα τους όλα τα χρόνια που ήταν μαζί, να πλημμυρίσει το χώρο, να τους ενώσει ξανά για τελευταία φορά. 
Take my breath away
Την πήρε στην αγκαλιά του και αφέθηκαν να χορεύουν όπως κάποτε, γυρίζοντας και επιστρέφοντας σε ένα μυστικό μέρος μέσα τους, όπως τους έλεγε και το τραγούδι. Ένα μέρος δικό τους, των δυο τους. 
Η Μελτίνη έσφιγγε ξανά το σώμα που είχε αποχαιρετίσει σε μια θλιβερή τελετή. Το έσφιγγε και προσπαθούσε να το απορροφήσει μέσα της, να το κρατήσει δικό της και κείνη τη στιγμή και πάντα, να το ενώσει με το δικό της στον αιώνα, αυτό το αλλόκοτο, απτό και συνάμα άπιαστο σώμα του αγγελού της. Κοιτούσε το πρόσωπο του με λατρεία, με την λατρεία που ρέει σαν χείμαρρος από την ψυχή και θέλει να γίνει ένα με το πρόσωπο που αντικρίζουν τα μάτια και προσπαθούσε με αγωνία να φυλακίσει στο πιο πολύτιμο δώμα του είναι της την ομορφότερη προσωποποίηση του έρωτά της του μοναδικού και αληθινού. Και τα δάκρυα σαν ρευστές πνοές αγάπης έτρεχαν στο πρόσωπό της. 
Άρχισε να τρέμει, όταν ένοιωσε το φως του προσώπου του να αγγίζει το πρόσωπό της και τα χείλη του αγγέλου της να πλησιάζουν τα δικά της.


  *********

Ο μεγαλόσωμος πενηνταπεντάρης με το δερμάτινο μπουφάν, τις μπότες μοτοσικλετιστή και τα μακριά μαλλιά τα δεμένα σε κότσο, έκανε ένα βήμα να προχωρήσει μέσα στο διαμέρισμα, αλλά ο Πάνος του έκλεισε το δρόμο, καρφώνοντας τον με ένα βλοσυρό βλέμμα.

«Τι ακριβώς θέλετε;» είπε η Μελτίνη που στεκόταν στο πλάι του Πάνου.

«Θέλω τον κύριο Γιώργο. Βρήκα κάτι που του ανήκει. Ας πούμε ότι έχει μια κάποια αξία. Πρέπει να το δώσω στον ίδιο. Αυτό είναι όλο. Σας τρόμαξα, φαίνεται. Είναι και το προχωρημένο της ώρας».
Ήμουν επίσης σίγουρος πως παρατηρούσαν και οι δύο το λογότυπο που ήταν ζωγραφισμένο στην πλάτη του μπουφάν μου. Τους φάνηκε γνωστό καθώς το είχαν ξαναδεί.
«Ξέρετε έχω ένα ασυνήθιστο χόμπι, πέρα βέβαια από την οδήγηση μηχανών τσόπερ» ξεκίνησα να λέω, ενώ εκείνη μου έδειξε ευγενικά πως μπορούσα να καθίσω .
«Α, ευχαριστώ» της είπα και βολεύτηκα σε μια πολυθρόνα.
«Είμαι συλλέκτης σπανίων ειδών της αθηναϊκής χλωρίδας. Παρατηρητής θα έλεγα καλύτερα, αφού ποτέ δεν έχω διανοηθεί να ξεριζώσω κάτι. Κρατάω στοιχεία στο σημειωματάριο και τα ζωγραφίζω. Μη σας φανεί παράξενο, δε φαντάζεστε την ποικιλία κάποιων ειδών και τη μοναδικότητα ορισμένων που ενδημεί στην κατά τα άλλα τσιμεντούπολη. Μπορείς να βρεις ενδιαφέροντα δείγματα σε κηπάρια πολυκατοικιών, σε παρτέρια, σε χώρους με ελάχιστο χώμα. Η αντίσταση της φύσης στην αποδόμηση της δημιουργίας θα έλεγε κάποιος» και γυρίζοντας το βλέμμα σε κείνον συμπλήρωσα, «ταπεινή άμυνα της Θείας Πρόνοιας απέναντι στις δυνάμεις της καταστροφής».
Χωρίς να το ξέρει κι ο ίδιος γιατί, φάνηκε να ενοχλείται είτε από την αναφορά μου στη Θεία Πρόνοια, είτε από το μακρόσυρτο πρόλογό μου.
«Θα πεις τι ακριβώς θέλεις; Για μισό λεπτό, εσένα κάπου σε ξέρω. Πρέπει να έχουμε συναντηθεί πρόσφατα».
«Ίσως» του είπα και αγνοώντας τον ξανά, συνέχισα απευθυνόμενος αποκλειστικά σε κείνην:
«Αρέσκομαι να οδηγώ τη μηχανή σε ώρες μακαρισμένες, όπως λέει και ο Καζαντζάκης και συγχρόνως ερευνώ για αυτά τα μικρά θαύματα. Συνέβη να βρεθώ στην περιοχή σας και νομίζω πως εντόπισα μια παραλλαγή της micromeria acropolitana. Είναι ένα μικρό πολυετές φυτό που βγάζει ροζ ανθάκια και φυτρώνει στην περιοχή του Ιερού Βράχου. Καταλαβαίνετε την έκπληξη μου. Όχι απλά είχα βρει τη micromeria acropolitana, τόσο μακριά από το φυσικό της χώρο, αλλά η συγκεκριμένη πρέπει να είναι μια σπάνια μετάλλαξη, καθώς στα ροζ ανθάκια διέκρινα λευκές κηλίδες. Βρίσκεται κάτω, στην πρασιά της πολυκατοικίας σας. Εξερευνώντας το γύρω χώρο, βρήκα στις ρίζες μιας αγγελικής, αυτό εδώ...»


Μετά από δύο ώρες πετάχτηκε όρθιος, σχεδόν τρομαγμένος. Πότε πριν δεν είχε ξαναγίνει. Η Μελτίνη είχε μπει στο όνειρό του. Μια εκδοχή της Μελτίνης αρκετά ευδιάκριτη, περίπου όπως την θυμόταν από το περασμένο απόγευμα κι όπως την αποθέωνε μες στο όνειρο η δική του φαντασία που με έκπληξή του διαπίστωνε ότι τη φιλοξενούσε, ανεξάρτητα από τις συνειδητές του προθέσεις, με έναν πολύ στοργικό τρόπο. Όντως πρωτόγνωρο, αφού τέτοια τιμή το υποσυνείδητό του δεν την είχε κάνει ποτέ πριν σε καμιά άλλη.
Η εικοσιπεντάχρονη καλλονή είχε φύγει. Ίσως τελικά ήταν λάθος αυτή η περιπέτεια της μιας βραδιάς που ακολούθησε μετά τη συνάντηση του με τη Μελτίνη.  Ήταν ολομόναχος στο σπίτι κι αυτή την φορά η μοναξιά του έμοιαζε πρωτόγνωρη, διαφορετική, θλιμμένη και συνάμα εξαγνιστική, ήθελε να πιστεύει.

 ΚΡΙΤΙΚΗ 
"ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΑΓΓΕΛΟΥΣ" μυθιστόρημα μιας ευφάνταστης πραγματικότητας 


Κείμενο του Μπάμπη Χαραλαμπόπουλου ποιητή-εκπαιδευτικού:


"Το τρίτο βιβλίο του Φώτη Κατσιμπούρη με τίτλο: Άνάμεσα σε δυο Αγγέλους, είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζοντάς το έχεις την αίσθηση πως ζεις κι εσύ μαζί με τους ήρωες – πρωταγωνιστές την πορεία της ζωής τους.
Ξεκινώντας από τον τίτλο του βιβλίου και καθώς ακολουθείς τις περιπέτειες των προσώπων, ο τίτλος έρχεται να επιβεβαιώσει τόσο την εξέλιξη της πλοκής όσο και την απαίτησή σου σαν αισθητικό αναγνώστη, να συμβαδίζεις, να κατανοείς και να συμμετέχεις ως συν - εργός στις διαθέσεις, στις σκέψεις και κινήσεις των ηρώων της ιστορίας.
Η Μελτίνη, μια παντρεμένη γυναίκα με παιδί, γνωρίζει μέσω του χώρου της κοινωνικής δικτύωσης ( f/b) έναν άντρα με το ψευδώνυμο « Μοναχικός άγγελος» ( Πάνος Χρηστακέας ). Αυτή η γνωριμία της θα γίνει η αιτία να έρθει αντιμέτωπη με τις απρόβλεπτες επιθυμίες του άγνωστου εαυτού της. Η ιδανική σχέση με τον εφηβικό της έρωτα, τον άντρα της Γιώργο, έχει διαρραγεί. Η ίδια νοιώθει να απομακρύνεται από τον κόσμο του άντρα της που θαύμαζε και που απ' την εφηβική της ηλικία είχε ταυτίσει με τον '' Άγγελο της ζωής της ''. Ο αιφνίδιος θάνατος του Γιώργου, του άντρα της, την βρίσκει μέσα στην δίνη της παράλληλης σχέσης που ξεκινά με τον ''Μοναχικό Άγγελο'' και ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για την ζωή της που θαλασσοδέρνεται πια μέσα σε όλα τα άγνωστα αδιέξοδα, ενοχές, πόθους και φόβους που αρχίζουν να την σημαδεύουν ανεπανόρθωτα.
Καθώς εξελίσσεται η δράση της ιστορίας ο Φ.Κ. εμφανίζει μια γοητευτική και άκρως ενδιαφέρουσα πλευρά της γραφής του – έτσι όπως αυτή ταυτοποιείται και στα δυο προηγούμενα βιβλία του (Σκιοφύλακας και Όρκος). Το βασανιστικό ταξίδι της ανθρώπινης ψυχής μέσα από τις αδυναμίες και τα πάθη της στην Τελείωση και στον εναγκαλισμό με έναν Ουμανισμό όπου οι σκοτεινές πλευρές της, όπως η αγωνία του θανάτου ή του εξιδανικευμένου Έρωτα δεν θα είναι το πρόβλημα ή η λύση για την γαλήνη της, αλλά η συνείδηση για να αλλάξει ο προσανατολισμός της και ο ανθρώπινος φόβος να μετουσιωθεί σε χαρά για την συνέχιση της ζωής!
Τα δρώντα πρόσωπα εδώ, συμμετέχουν σε ένα ''αγγελικό χοροστάσι''. Κάθε πρωταγωνιστής κουβαλά στο είναι και το γίγνεσθαι των στοχασμών και των πράξεων του και από έναν συμβολισμό εννοιολογικό και μεταστοιχειωμένο από τον κόσμο των αγγέλων στην πραγματική τους ζωή. Οι αγαθοδαίμονες, οι άγγελοι- προστάτες, φύλακες ή τιμωροί, εμφανίζονται πότε μέσα από το πνεύμα του ιδανικού - συντρόφου και συζύγου Γιώργου, πότε ως μηχανόβιοι τσοπεράδες, πότε μέσα από τα πυρακτωμένα συναισθήματα του Ηλία, αλλά πάντα βρίσκονται εκεί, στο πλευρό της Μελτίνης, παρακολουθούν και επεμβαίνουν - ως από μηχανής θεοί - για να αντιμετωπίσουν τις σκοτεινές δυνάμεις, τις δυνάμεις του κακού που εδώ αντιπροσωπεύονται από τον πρωταγωνιστή Πάνο Χρηστακέα που κάθε σκέψη και πράξη του, καθώς προχωρά η πλοκή δημιουργούν στον ίδιο τη συνείδηση πως είναι συνεχιστής, εδώ στη ζωή, της ουράνιας αντι – μαχίας ανάμεσα στα αγγελικά τάγματα της καλοσύνης και του σκότους.
Η μεγάλη και ουσιαστική ανθρώπινη αναζήτηση, η λυδία λίθος της ανθρώπινης ύπαρξης και της φιλοσοφίας, η αέναη μάχη του καλού με το κακό, του φωτός με το σκοτάδι, συνοδεύουν και σημαδεύουν τις μικρές και μεγάλες στιγμές των δρώντων προσώπων της ιστορίας χαρακτηρίζοντας τις ορατές αντιλήψεις και στάσεις τους.
Η λειτουργία του ονείρου στην ομαλή εξέλιξη της πλοκής, μια από τις ευρηματικές τεχνικές γραφής του Φ.Κ. εδώ στο " Άνάμεσα σε δυο Αγγέλους" δεν διαβάζεται από τον αναγνώστη σαν σκοτεινή σκια του υποσυνείδητου ή σαν άυλο σώμα του ασυνείδητου χωρο-χρόνου των πρωταγωνιστών, αλλά κουβαλά την αλήθεια της ζώσας πραγματικότητάς τους είτε αυτή χοροστατεί στην σκοτεινή πλευρά της ζωής τους (ανομολόγητοι φόβοι, βεβαιωμένα πάθη, αναντίρρητες ενοχές ) είτε δοξολογείται αυτή η αλήθεια στη φωτεινή πλευρά της ζήσης, στην εκπλήρωση των ευχών και την ήττα των δυνάμεων του κακού στην αντι- μαχία τους με το καλό. Παρουσιάζονται λοιπόν τα όνειρα μπροστά μας σαν θρυαλλίδες που οι εκρήξεις τους οδηγούν, κατευθύνουν αλλά και συμπλέουν με τα ρεαλιστικά στοιχεία της δράσης με αποτέλεσμα να γίνονται οι απαραίτητες ψηφίδες για να μπορέσουν οι αναγνώστες να συμπονέσουν ή να αρνηθούν τη στάση των προσώπων της ιστορίας.
Τέλος και σ’αυτό το μυθιστόρημα του που η πλοκή του διαδραματίζεται επικαιροποιημένη μες στη δίνη μιας γενικής πολιτισμικής κι όχι μονάχα πολιτικής ή οικονομικής κρίσης, σαν αυτή που όλοι μας βιώνουμε, ο Φ.Κ εκφράζει τους στοχασμούς και την άποψή του για ζητήματα που όλες και όλους μας απασχολούν όπως:
Η αλλοτριωτική μορφή του καταναλωτισμού.
Η πολιτική – οικονομική κρίση, οι εμπνευστές και οι λειτουργοί της.
Η πορεία του ανθρώπου στην αυτογνωσία του.
Η πίστη στον άνθρωπο και οι δυνάμεις εκείνες που την ουτοπία του παγκόσμιου Ουμανισμού θα την μεταμορφώσουν σε συνειδητότητα και κάποτε πράξη.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (f/b twitter. blogs ) στη διαμόρφωση διαπροσωπικών σχέσεων.
Τη δύναμη της ύλης απέναντι στη νόηση και κατά πόσο αυτή χτίζει τη μοίρα κάθε ανθρώπου.
Και ασφαλώς : "...τα μικρά λουλουδάκια που αξίζουν πραγματικά γιατί φυτρώνουν εκεί που η ζωή πολεμιέται..." και που μας θυμίζουν, προσθέτω, πως η ομορφιά της είναι πάντα και πάνω από τις δυσκολίες της._''



 ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ 

































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου